ΟΥΔΕΝ ΚΡΥΠΤΟΝ ΥΠΟ ΤΟΝ ΉΛΙΟΝ
Όποιος δεν είναι έτοιμος για μεγάλες αλήθειες ας εγκαταλείψει
₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪ ЭЄ ₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪
Θα δούμε το πως επεβλήθηκε, τα αναθέματα κατά των Σωκράτη, Πλάτωνα, Αριστοτέλη και των άλλων Φιλοσόφων, όπως και τον ρόλο της Επί Τουρκοκρατίας. Είναι επίσης πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία εν Ελλάδι κατέχει το 20% της Τράπεζας της Ελλάδος! Η ΤτΕ είναι ιδιωτική Τράπεζα η οποία ελέγχει το ρευστό της Ελλάδος από το 1928. Όσοι γνωρίζουν από Οικονομικά καταλαβαίνουν τις διαστάσεις της δουλείας μας που προάγεται από τον μηχανισμό αυτόν. Εκτός από την Τράπεζα της Ελλάδος η επίσημη Εκκλησία κατέχει πολύ μεγάλο ποσοστό και της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος (ΕΤΕ ή NBG group) η οποία κατείχε το αποκλειστικό εκδοτικό προνόμιο μέχρι το 1928 το οποίο και παρέδωσε στην Τράπεζα της Ελλάδος.
μερικά στοιχεία για να βάλουμε τα πράγματα στην τάξη:
Δεδομένο 1ο: Το πόσο αρχαία είναι η Ελληνική φυλή χάνεται στο παρελθόν. Ο Πλάτων στο έργο "Τίμαιος" ενημερώνει ότι το 9.600 π.Χ. ήδη η Ελλάς βρισκόταν σε ανώτατο πολιτιστικό επίπεδο. Ο Πουλιανός βρήκε άνθρωπο στην βόρειο Ελλάδα 780.000 ετών, βρήκε εργαλεία στην Κρήτη 13 εκατομμυρίων ετών κ.ο.κ.
Δεδομένο 2ο: Η ανάλυση της Ελληνικής Γλώσσης δίνει το στίγμα ότι ο Ελληνισμός και το Ελληνικό Πνεύμα είναι τόσο παλαιός που χάνεται στα βάθη των αιώνων
Δεδομένο 3ο: Η θρησκεία "Χριστιανισμός" δεν υπήρχε στην Ελλάδα πριν τουλάχιστον το 33 μ.Χ.
Δεδομένο 4ο: Η θρησκεία "Χριστιανισμός" δεν δημιουργήθηκε από Έλληνες
Δεδομένο 5ο: Η θρησκεία "Χριστιανισμός" επιβλήθηκε με σφαγές και καταστροφές κατά των Ελλήνων και του Ελληνικού Πνεύματος
είναι η συμφωνία μεταξύ Σουλτάνου και Γεννάδιου Σχολάριου
η οποία βρίσκεται στο Φανάρι όπως βλέπουμε στην φώτο
Στο 1':35'' ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος αποκαλεί την Τουρκία "χώρα του"
Εδώ ο Αρχηγός της Ορθ. Εκκλησίας στην συναγωγή της ΝΥ
"Δεν βαφτίζουμε παιδιά με ΑρχαιοΕλληνικά ονόματα"
Βίντεο το οποίο περιέχει εικόνες από
παιδικό περιοδικό "Εικονογραφημένες Βιογραφίες" της χριστιανικής
αδελφότητας και εκδοτικού οίκου "Ο.Χ.Α. ΛΥΔΙΑ" με καταστροφές κατά των
"κακών" Ελλήνων και Ελληνικού Πνεύματος, προπαγάνδα η οποία
υποστηρίζεται ακόμα και στην εποχή μας.
για να δούμε μερικές εικόνες που έχουν να κάνουν με τις καταστροφές σε Ελληνικούς Ναούς:
Εδώ βλέπουμε τον "άγιο" Αιμιλιανό με το
σφυρί στο χέρι με το οποίο "έδιωχνε" το κακό, δηλαδή κατέστρεφε Αρχαίους
Ελληνικούς Ναούς.
Εδώ βλέπουμε τον "άγιο" Νικόλαος επί το θεάρεστον έργον
Η Κλοπή - Ελληνίζον κήρυγμα
Eνδεικτικώς μερικές βασικές αντιλήψεις τών Ελλήνων πού ό καθένας τίς αναγνωρίζει καί στό κήρυγμα τού ΙησούΗράκλειτος: «Παιδός ή βασιληίη» (απ. 52).
Ιησούς: Αφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με...των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία του Θεού». (Μρ. Ι΄ 14)
Πλούταρχος: «οράν και μη οράν και ακούοντες μη ακούειν» («Περί παίδων εκπαιδεύσεως» 13ε)
Ιησούς: «βλέποντες μη βλέπωσι και ακούοντες μη ακούωσι» (Μτ. ΙΓ’13).
Χείλων ό Λακεδαιμων: «ο Ζεύς τά μέν υψηλά ταπεινών, τά δέ ταπεινά υψών».(κατά Διογ. Λαέρ. Α’69)
Ιησούς: «Οστις δέ υψώσει εαυτόν, θέλει ταπεινωθήσεται, και όστις ταπεινώσει εαυτόν, υψωθήσεται» (Ματθ.ΚΓ.12)
Πρόδικος: «....χαλεπήν και μακράν την οδόν επί τας σωφροσύνας....ραδίαν και βραχείαν οδόν επί την ευδαιμονίαν» («Ωραι»).
Ησίοδος: «Λείη μέν οδός (πρός κακότητα)...μακρύς δέ καί όρθιος οίμος είς αυτήν (την αρετήν)”. “Εργα και Ημ.» 287).
Ιησούς: «Ευρύχωρος ή οδός ή απάγουσα είς τήν απώλειαν ...καί τεθλιμμένη ή οδός ή απάγουσα είς τήν ζωήν». (Ματθ. Ζ’ 13)
Απολλώνιος Τυανεύς: «Αδύνατον ώς φιλόσοφοι νά μισούμε καί νά μήν βοηθούμε τόν συνάνθρωπόν μας».
Ιησούς: «Αγαπάτε καί τούς εχθρούς υμών».
Πλάτων: («Πολιτεία» 189) «Ο Αριστος είναι ως άνθρωπος μεταξύ αγρίων θηρίων».
Ιησούς: « Σάς στέλνω ώς πρόβατα μεταξύ τών λύκων».
Σωκράτης: «Σκοπός τού ανθρώπου είναι ή πραγμάτωσις τού Αγαθού χωρίς νά υπολογίζη τούς κινδύνους πού αυτή ή επιδίωξις συνεπάγεται γιά τήν ζωή του».
Ιησούς: “Ουαί υμίν όταν οι άνθρωποι επαινέσωσιν υμάς».
Δημόκριτος: «Κίβδυλοι καί υποκριτές, κάνουν τά πάντα μέ τά λόγια, αλλά στήν πράξη τίποτα, ενώ πράτουν τά αίσχιστα, εκφωνούν άριστους λόγους» (Δημόκριτος Β53α).
Ιησούς: « Ουαί υμίν Φαρισαίοι υποκριταί ».
Πίνδαρος: «Εν ανδρών, έν Θεών γένος», ‘Ο ’Αρατος τό επανέλαβε «τού γάρ (Θεού) και γένος εσμέν». (είμεθα έκ τού Θεού τό γένος).
Ιησούς: «Ο Θεός είναι πατέρας μας», άρα είμεθα τού γένους του.
Θρασύμαχος: « Η δικαιοσύνη είναι ή πιο σπουδαία αρετή».
Ιησούς: «Μακάριοι οί πεινώντες καί διψώντες διά δικαιοσύνην».
Δημόκριτος: «’Αγαθόν ού τό μή αδικείν, αλλά τό μή θέλειν».
Ιησούς: “Αμαρτίαν συνιστά όχι μόνον η άδικος πράξις, αλλά και η σκέψις προς διάπραξίν της».
Φωκίων: «Ού μνησικακείν Αθηναίοις». (είπε στόν υιόν του, για τους Αθηναίους που τον κατεδίκασαν πίνοντας τό κώνειον, 318 π.Χ.).
Σωκράτης: "η κακία είναι άγνοια"
Ιησούς: « Αφες αυτοίς. Ού γάρ οίδασιν τί ποιούσιν».
Πλούταρχος: «Ο Θεός είναι πατήρ όλων των ανθρώπων, αλλά καθιστά τους καλύτερους ιδιαιτέρως δικούς του» (Αλέξανδρος)
Ιησούς: «Πολλοί οι κεκλημένοι, ολίγοι δε οι εκλεκτοί». ( Ματθ. ΚΒ’ 14 και Λκ. ΙΔ’ 24).
Κλεόβουλος: “Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν» (Εμβλημα της σχολής του στη Ρόδο, στ’ αι. π. Χ.).
Κλεόβουλος ο Ρόδιος (6ος αι π.Χ.):"Ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις".
Πιττακός: «Οσα νεμεσείς τω πλησίον αυτός μη ποίει».
Ισοκράτης (Νικοκλής 61): "α πάσχοντες υφ ετέρων οργίζεσθε, ταυτα τους άλλους μην ποιείτε"
Ιησούς: «Πάντα ούν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιήτε αυτοίς» (Ματθ. Ζ’ 12).
Αντίοχος: “Η βασιλεία ημών ένδοξος είναι δουλεία»
Ιησούς: “αλλ’ ός θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται ύμών διάκονος, και ός εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος» Μαρκ. Ι’ 43-45
Σοφοκλής: άκουε άν ούς έχων» (C 674)
Ιησούς: “Ο Εχων ώτα ακούειν ακουέτω». Ματ. ΙΑ’ 15).
Ηράκλειτος: “νέκυες γαρ κοπρίων εκβλητότεροι” απ. (96)
Ιησούς: “Αφες τους νεκρούς θάψε τους εαυτόν νεκρούς» (Ματ. Η’22
Πριν περάσουμε να δούμε ατόφια τα ανθελληνικά κείμενα του ιερού βιβλίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ας δούμε την επιστολή που έστειλε ο Πατριάρχης Βαροθομαίος και αρχηγός της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Δαυίδ Σαλτιέλ στο οποίο αναφέρει ότι ο Χριστιανισμός είναι μια θρησκευτικόΕβραϊκή υπόθεση.
" Τῷ Ἐντιμοτάτῳ κυρίῳ Δαυίδ Σαλτιέλ, Προέδρῳ τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ Ἰσραηλιτικῆς Κοινότητος, χάριν καί εἰρήνην παρά Θεοῦ.
Ἡ
καθ᾿ ἡμᾶς Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, συμμετέχουσα εἰς τάς
ἐπετειακάς ἐκδηλώσεις τῆς Κοινότητος ὑμῶν ἐπί τῷ Ὁλοκαυτώματι τῶν
Ἑλλήνων Ἑβραίων κατά τούς χρόνους τῆς Κατοχῆς, ἀπευθύνει ἐκ τῆς Πόλεως
διά τῆς ἡμετέρας Μετριότητος τό παρόν μήνυμα σύν τῇ διαπύρῳ εὐχῇ, ὅπως ὁ
Θεός τῶν Πατέρων ἡμῶν ἀναπαύσῃ μέν τάς ψυχάς πάντων τῶν ἀδίκως
θανατωθέντων ὁμογενῶν ὑμῶν, μή ἐπιτρέψῃ δέ ἐν τῷ μέλλοντι νά ἐπαναληφθῇ
τοιούτου εἴδους θηριῳδία καί βαρβαρότης εἰς βάρος οἱουδήτινος λαοῦ.
Ἐπί
τῇ εὐκαιρίᾳ ἐπιθυμοῦμεν νά διευκρινήσωμεν ἐν πάσῃ εἰλικρινείᾳ, ὅτι ἡ
περιρρέουσα ἀντίληψις, ὅτι ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία, καί δή ἡ καθ᾿ ἡμᾶς
Ὀρθοδοξία, διαπνέεται ὑπό ἀντιιουδαϊκῶν αἰσθημάτων εἶναι καί ἀνυπόστατος
καί κακόβουλος. Ἐάν εἰς τά λειτουργικά κείμενα ἀναφέρωνται ἐνίοτε
αἰχμαί τινες κατά προσώπων, αὗται στρέφονται παιδαγωγικῶς καί μόνον κατά
τῶν συγκεκριμένων πράξεων αὐτῶν, οὐχί δέ κατά συνόλου τοῦ λαοῦ τοῦ
Ἰσραήλ, ἐφ᾿ ὅσον οἱ πρῶτοι Χριστιανοί ἦσαν Ἰουδαῖοι ἐξ αἵματος, πρό πάντων δέ Αὐτός ὁ Ἀρχηγός τῆς Πίστεως ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ὡς καί οἱ Ἀπόστολοι τῆς Ἐκκλησίας.
Ταῦτα
γράφοντες διά τῆς ὑμετέρας ἀγαπητῆς Ἐντιμότητος τοῖς ἐν Θεσσαλονίκῃ
ἀγαπητοῖς Ἰσραηλίταις, οἵτινες ἔσχον τήν πρωτοβουλίαν καί ἀνεκήρυξαν καί
τήν ἡμετέραν Μετριότητα ἐπίτιμον μέλος τῆς ἐκεῖσε ὑμετέρας ἀγαπητῆς
Κοινότητος, εὐχόμεθα ἅπασι πᾶσαν εὐλογίαν παρά τοῦ Παναγάθου Κυρίου ἐν
εἰρήνῃ καί θεοφιλεῖ πορείᾳ τοῦ βίου ὑμῶν καί τοῦ κόσμου παντός.
Ἐπί δέ τούτους ἐπικαλούμεθα ἐφ᾿ ὑμᾶς τήν χάριν καί τό ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
βε´ Ἰανουαρίου κς´
+ Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος"
επίσημη ιστοσελίδα ΠατριαρχείουΑς περάσουμε στα κείμενα της επίσημης Ορθόδοξης Εκκλησίας τα οποία είναι ταυτόχρονα και θρησκευτικά κείμενα των Εβραίων:
[σημείωση: για το τσεκάρισμα των κειμένων, προσοχή στην έκδοση να ειναι η επίσημη]
Παλαιά Διαθήκη
α. Βιβλία Προφητών
«Θὰ ξεσηκώσω τὰ παιδιά σου, Σιών, ἐναντίον τῶν παιδιῶν τῶν Ἑλλήνων καὶ θὰ σὲ κρατήσω ὡς ξίφος πολεμικό... ὁ Κύριος ὁ παντοκράτωρ θὰ τοὺς ὑπερασπίσῃ (τοὺς Ἑβραίους), καὶ θὰ τοὺς κατασπαράξουν (τοὺςἝλληνες), καὶ θὰ τοὺς θάψουν κάτω πὸ πέτρες σφεντόνας, καὶ θὰ τοὺς πιοῦν σὰν κρασί, καὶ θὰ γεμίσουν (μὲ τὸ αἷμα τους) φιάλες σὰν αὐτὲς τοῦ θυσιαστηρίου»
(Ζαχαρίας, θ΄ 13-15)
«Καὶ ἐξολοθρεύσω Κρῆτας καὶ απολῶ (θὰ καταστρέψω) τοὺς καταλοίπους τοὺς κατοικοῦντας τὴν παραλίαν· καὶ ποιήσω ἐν αὐτοῖς ἐκδικήσεις μεγάλας, καὶ ἐπιγνώσονται (=θὰ ἔρθουν στὰ συγκαλά τους), διότι ἐγὼ Κύριος ἐν τῷ δοῦναι τὴν ἐκδίκησίν μου ἐπ’ αὐτούς»
(Ἰεζεκιήλ, κε΄ 16-17).
«Πέρσαι καὶ Κρῆτες καὶ Λυδοὶ καὶ Λίβυες καὶ πάντες οἱ ἐπίμικτοι καὶ τῶν υἱῶν τῆς διαθήκης Μου μαχαίρᾳ πεσοῦνται ἐν αὐτῇ...»
(Ἰεζεκιήλ, λ΄ 5)
«Οὐαὶ ( αλίμονο!) οἱ κατοικοῦντες τὸ σχοίνισμα (= τὶς ακτές) τῆς θαλάσσης πάροικοι Κρητῶν λόγος Κυρίου ἐφ’ ὑμᾶς, Χαναὰν γῆ αλλοφύλων, καὶ πολῶ ὑμᾶς (θὰ σᾶς καταστρέψω) ἐκ κατοικίας· καὶ ἔσται Κρήτη νομὴ ποιμνίων καὶ μάνδρα προβάτων...»
(Σοφονίας, β΄ 5-6)
«Καὶ ράξει (= θὰ τσακίσῃ) ὁ Θεὸς τοὺς ἐπανιστανομένους ἐπ’ ὄρος Σιών ἐπ’ αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν διασκεδάσει (= θὰ διασκορπίσῃ) Συρίαν φ’ ἡλίου νατολῶν καὶ τοὺς Ἕλληνας φ’ ἡλίου δυσμῶν τοὺς κατεσθίοντας τὸν Ἰσραὴλ ὅλῳ τῷ στόματι...»
(Ἡσαΐας, θ΄ 10-11).
«Ὁ τράγος τῶν Αἰγῶν βασιλεὺς Ἑλλήνων» [Ἀναφέρεται στὸν Μέγα Ἀλέξανδρο.]
(Δανιήλ, η΄ 21)
«Καὶ ἐγένετο μετὰ τὸ πατάξαι Ἀλέξανδρον τὸν Φιλίππου τὸν Μακεδόνα, ὃς ἐξῆλθεν ἐκ τῆς γῆς Χεττειίμ, καὶ ἐπάταξε τὸν Δαρεῖον βασιλέα Περσῶν καὶ Μήδων καὶ ἐβασίλευσεν ντ’ αὐτοῦ πρότερος ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα […] καὶ ἐβασίλευσεν Ἀλέξανδρος ἔτη δώδεκα καὶ πέθανε. Καὶ ἐπεκράτησαν οἱ παῖδες αὐτοῦ ἕκαστος ἐν τῷ τόπῳ αὐτοῦ. Καὶ ἐπέθεντο πάντες διαδήματα μετὰ τὸ ποθανεῖν αὐτὸν καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν ὀπίσω αὐτῶν ἔτη πολλὰ καὶ ἐπλήθυναν κακὰ ἐν τῇ γῇ καὶ ἐξῆλθεν ἐξ αὐτῶν ῥίζα ἁμαρτωλὸς Ἀντίοχος Ἐπιφανής, υἱὸς Ἀντιόχου βασιλέως.»
(«Μακαββαίων Α΄», α΄ 1-10.)
«Ἦν δ’ οὕτως ακμή τις Ἑλληνισμοῦ καὶ πρόβασις αλλοφυλισμοῦ διὰ τὴν τοῦ σεβοῦς καὶ οὐκ αρχιερέως Ἰάσονος ὑπερβάλλουσαν αναγνείαν [...] ὁ δὲ τρισαλιτήριος Νικάτωρ (σ.σ. Ἕλληνας στρατηγὸς τοῦ Ἀντιόχου Δ΄ τοῦ Ἐπιφανοῦς), ὁ τοὺς χιλίους ἐμπόρους ἐπὶ τὴν πρᾶσιν (δουλεμπόριο) τῶν Ἰουδαίων αγαγών, ταπεινωθεὶς ὑπὸ τῶν κατ’ αὐτὸν νομιζομένων ἐλαχίστων εἶναι, τῇ τοῦ Κυρίου βοηθείᾳ τὴν δοξικὴν αποθέμενος ἐσθῆτα, διὰ τῆς μεσογείου, δραπέτου τρόπον, ἔρημον ἑαυτὸν ποιήσας, ἦκεν εἰς Ἀντιόχειαν ὑπεράγαν δυσημερήσας ἐπὶ τῇ τοῦ στρατοῦ διαφθορᾷ […] Ὁ μὲν οὖν ανδροφόνος καὶ βλάσφημος τὰ χείριστα παθὼν ὡς ἑτέρους διέθηκεν ἐπὶ ξένης ἐν τοῖς ὄρεσιν, οἰκτίστῳ μόρῳ κατέστρεψε τὸν βίον.»
(«Μακκαβαίων Β΄», η΄ 34 - θ΄ 28)
«Ὦ πικρᾶς τῆς τότε ἡμέρας καὶ οὐ πικρᾶς, ὅτε ὁ πικρὸς Ἑλλήνων τύραννος (σ.σ. Ἀντίοχος Δ΄ ὁ Ἐπιφανής) πῦρ φλέξας λέβησιν ὠμοῖς καὶ ζέουσι θυμοῖς γαγὼν ἐπὶ τὸν καταπέλτην καὶ πάσας τὰς βασάνους αὐτοῦ τοὺς ἑπτὰ παῖδας τῆς Ἀβρααμίτιδος καὶ τὰς τῶν ὀμμάτων κόρας ἐπήρωσε καὶ γλώσσας ἐξέτεμε καὶ βασάνοις ποικίλαις πέκτεινεν. Ὑπὲρ ὧν ἡ θεία δίκη μετῆλθε καὶ μετελεύσεται τὸν αλάστορα τύραννον. Οἱ δὲ Ἀβρααμιαῖοι παῖδες σὺν τῇ θλοφόρῳ μητρὶ χορὸν συναγελάζονται ψυχὰς ἁγνὰς καὶ θανάτους πειληφότες παρὰ τοῦ Θεοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.»
(«Μακκαβαίων Δ΄», ιη΄ 20-24.)
[Σημείωση: Οἱ πέντε δελφοὶ Μακκαβαῖοι ἑορτάζονται ὡς ἅγιοι απὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τὴν 1η Αὐγούστου.]
Καινή Διαθήκη
α. Επιστολές Απ. Παύλου
«Εἶπέ τις ἐξ αὐτῶν ἴδιος αὐτῶν προφήτης· Κρῆτες αεὶ ψεῦσται, κακὰ θηρία, γαστέρες αργαί. Ἡ μαρτυρία αὕτη ἐστὶν αληθής. Δι’ ἢν αἰτίαν ἔλεγχε αὐτοὺς αποτόμως, ἵνα ὑγιαίνωσιν ἐν τῇ πίστει.»
(«Πρὸς Τίτον», α΄ 12-13.)
β. Πράξεις Αποστόλων
«Μέχρι καὶ Ἕλληνες ἔβαλε μέσα στὸ ἱερὸ (συναγωγή) καὶ μόλυνε τὸν ἅγιο τοῦτο τόπο»
(κα΄ 28-29)
Κείμενα Πατέρων της Εκκλησίας
[Τὰ πλεῖστα απὸ τὴν πολύτομη ἔκδοση «Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησί-
ας» τοῦ χριστιανικοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου «Γρηγόριος Παλαμᾶς» (1980).]
α. Ἰωάννης Χρυσόστομος
Χαρακτηρίζει ὀνομαστικῶς τοὺς Ἕλληνες:
• «μωρούς»: τόμος 18, σελ. 17,
• ἐκφέροντες «λόγους ματαίους καὶ καθάρτους»: 18,113,
• «κυλιομένους ὁμοῦ μὲ πόρνους καὶ μοιχούς...»: 18,115,
• «δεισιδαίμονας»: 34,429,
• «αἱμομείκτας μετὰ μητέρων καὶ δελφῶν»: 34,459,
• « σοφότερους απὸ τὰ ζῷα»: 34, 497,
• «ἐστιγματισμένους»,«χειροτέρους απὸ τοὺς χοίρους ποὺ πασαλείβονται μὲ περιττώματα», «κυνικὰ καθάρματα», «παναθλίους», «παμμιάρους», « αναισχύντους» κ.ἄ.]
• Στὸ ἔργο του «Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολήν»: «Ποῦ εἶναι τώρα οἱ σοφοὶ τῶν Ἑλλήνων μὲ τὰ πυκνά τους γένια, μὲ τοὺς ἔξωμους χιτῶνες τους καὶ μὲ τὰ παραφουσκωμένα λόγια; Ὅλη τὴν βάρβαρη Ἑλλάδα ὁ σκηνοποιὸς (ὁ Παῦλος) ἐπέστρεψε (=ἐκχριστιάνισε). Ἂς εἶναι κι αὐτὸς ανάμεσά τους ὁ περιβόητος Πλάτων, ποὺ τρεῖς φορὲς πῆγε στὴ Σικελία, γεμᾶτος ἐπίδειξη καὶ κομπορρημοσύνη, μὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἔδωσε προσοχή. Ὅμως ἐκεῖνος ὁ σκηνοποιὸς ὄχι μόνο στὴ Σικελία, ὄχι μόνο στὴν Ἰταλία αλλὰ καὶ σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη πέταξε καὶ δὲν σκανδάλισε, κι εἶναι φυσικό, γιατὶ οἱ διδάσκαλοι δὲν καταφρονοῦνται απὸ τὴν ἐργασία τους αλλὰ απ’ τὰ ψέματά τους.»
• Αὐτόθι: «Δὲν βλέπετε στοὺς (Ὀλυμπιακούς) αγῶνες, ὅταν ὁ αγωνοθέτης βαδίζῃ διὰ μέσου τῆς αγορᾶς, πόση εὐταξία καὶ σιωπὴ ὑπάρχει στὸν λαό; Πῶς λοιπὸν ἐκεῖ ποὺ ὁ Διάβολος πομπεύει ὑπάρχει τέτοια σιωπή, κι ἐδῶ ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς ἔχει τόσο θόρυβο;»
• Στὴν ὁμιλία του «Εἰς Τεσσαρακοστήν»: «Ἂς ντραποῦν οἱ Ἕλληνες βλέποντας τὴν αγάπη μὲ τὴν ὁποία αποδεχόμεθα καὶ ασπαζόμεθα τὸν ἐρχομὸ τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς κι ἂς ὀνομάζουν ἐκεῖνοι γιορτὲς καὶ πανηγύρια τὴ μέθη κι ὅλες τὶς ἄλλες ακολασίες κι ασχήμιες.»
• Στὴν «Εἰς τὴν Α΄ Κορινθίους Δ΄ Ὁμιλίαν» του, τόμος 18, σελ. 92: «πόσον ἐκοπίασεν ὁ Πλάτων μὲ τοὺς μαθητάς του μὲ τὸ νὰ μᾶς συζητῇ περὶ γραμμῆς καὶ γωνίας καὶ σημείου καὶ περὶ αριθμῶν αρτίων καὶ περιττῶν καὶ ἴσων μεταξύ των καὶ άνισων, καὶ διὰ τέτοια θέματα λεπτεπίλεπτα ὡς ὁ ἱστὸς τῆς αράχνης –διότι αὐτὰ εἶναι διὰ τὴν ζωὴν περισσότερον ἄχρηστα απὸ ἐκεῖνα τὰ ὑφάσματα– καὶ χωρὶς νὰ ὠφελήσῃ πολὺ ἤ ὀλίγον μὲ τὰς συζητήσεις αὐτὰς ἐγκατέλειψεν ἔτσι τὴν ζωήν;...».
• Στὴν «Εἰς τὴν Α΄ Κορινθίους, Ὁμιλία Ζ΄», τόμος 18, σελ. 197: «...διὰ νὰ καταισχύνωμεν καὶ τοὺς Ἕλληνας. Διότι τώρα, ἂν καὶ θέλω νὰ απευθύνωμαι πρὸς αὐτούς, διστάζω, μήπως, ἐνῷ τοὺς νικῶμεν εἰς τοὺς λόγους καὶ εἰς τὴν αλήθειαν τῶν δογμάτων, ἐπισύρομεν εἰς βάρος μας τὸν χλευασμὸν απὸ τὴν σύγκρισιν τοῦ βίου, αφοῦ ἐκεῖνοι μέν, ἂν καὶ εὑρίσκωνται εἰς τὴν πλάνην καὶ δὲν πιστεύουν εἰς τίποτε ἰσάξιον μὲ τὴν ἰδικήν μας πίστιν, ὅμως ζοῦν βίον φιλοσοφίας, ἐνῷ ἐμεῖς κάμνομεν τὸ ἐντελῶς αντίθετον. Ἀλλ’ ὅμως θὰ ὁμιλήσω – διότι προσπαθοῦντες νὰ ανταγωνιζώμεθα αὐτούς, ἴσως ἐπιδιώξωμε νὰ γίνωμε καλύτεροι απὸ αὐτοὺς καὶ εἰς τὴν ἰδίαν τὴν ζωήν.»
• Στὸν «ΚΣΤ΄ Λόγον εἰς τὴν Α΄ Κορινθίους», τόμος 18, Α΄, σελ. 177: « αλλά ἐγὼ τώρα θρηνῶ, ὅταν οἱ Ἕλληνες εἶναι φιλοσοφώτεροι απὸ ἐμᾶς, ποὺ ἔχομε ἐντολὴ νὰ μιμούμεθα αγγέλους.»
• Στὴν παρ. β τῆς Ὁμιλίας «Ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Χριστός»: «(οἱ απόστολοι) τοὺς βαρβάρους καὶ Ἕλληνας καὶ κάθε ἄλλο ἔθνος κατετρόπωσαν».
• «Οἱ Ἕλληνες εἶναι βρωμεροὶ καὶ πανάθλιοι, μιαροὶ καὶ παμμίαροι.» («Εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν», λόγος Β΄, παρ. α.)
• «Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός... εἶπε καὶ τοῦτο: “Ἀλήθεια, αλήθεια σᾶς λέω, αὐτὸς ποὺ πιστεύει σ’ ἐμένα, τὰ ἔργα τὰ ὁποῖα κάνω ἐγὼ κι ἐκεῖνος θὰ κάμῃ, καὶ μεγαλύτερα απ’ αὐτὰ θὰ κάμῃ”. Βέβαια πολλοὶ ἄλλοι καὶ διδάσκαλοι ἦσαν καὶ μαθητὲς εἶχαν καὶ θαύματα φανέρωσαν, ὅπως καυχῶνται οἱ παῖδες τῶν Ἑλλήνων, κι ὅμως οὐδέποτε κανεὶς σπ’ αὐτοὺς ἐσκέφθη τίποτε τέτοιο οὔτε τόλμησε νὰ πῇ. Οὔτε μποροῦσε ποτὲ κανεὶς Ἕλληνας, κι ἂς ἦταν τελείως αδιάντροποι («κἄν πάντῃ αναισχυντοῖεν»), νὰ παρουσιάσῃ προφητεία ἢ τέτοιο λόγο δοσμένο σ’ αὐτούς... ἐνῷ γιὰ ὅλα τ’ ἄλλα ὁμιλοῦν αδιάντροπα καὶ λένε ψέματα, ὅσα τοὺς κατέβουν στὸ κεφάλι, τίποτα τέτοιο δὲν τόλμησαν νὰ πλάσουν ποτέ... Εἶδαν μὲ πολλὴ πονηρία οἱ συμφοριασμένοι («λυμεῶνες») ἐκεῖνοι, ὅτι αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ἐξαπατήσῃ, πρέπει νὰ κατασκευάσῃ μερικὰ πράγματα πιθανὰ καὶ καλοστολισμένα καὶ τόσο καλοπλεγμένα, ποὺ νὰ μὴν αποδειχθῇ ἡ ψευτιά τους. Ἔπλασαν κι ἔφτειαξαν ὅσα μποροῦσαν, γιὰ νὰ ξεγελάσουν τοὺς πιὸ αφελεῖς.» («Εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν», λόγος Β΄· «Κατὰ Ἰουλιανοῦ καὶ πρὸς Ἕλληνας», παρ. α.)
• «Πόση εἶναι ἡ διαφορὰ ανάμεσα στὴν ανωτερότητα τῶν Χριστιανῶν καὶ στὴ ντροπὴ («αἰσχύνην») τῶν Ἑλλήνων» (ἔνθ. νωτ., παρ. ζ).
• «(Εἶναι δυνατὸ οἱ Χριστιανοὶ νὰ εἶναι) χειρότεροι απ’ τοὺς Ἕλληνες; Διότι, ἂν ἐκεῖνοι γιὰ τὴν δόξα ἐπέδειξαν τόσο κενὴ φιλοσοφία, πόσο περισσότερο πρέπει ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ γιὰ τὸν Θεὸ νὰ εἴμεθα ἐνάρετοι;» (Ὁμιλία ΠΔ΄, περὶ τῆς αὐτῆς πραγματείας καὶ «Ὅτι οἱ Ἕλληνες τοὺς Χριστιανοὺς ἐν πολλοῖς ὑπερακοντίζουσι».)
• «Ἔτσι ἔκαμε καὶ ὁ Παῦλος βρίσκοντας τὸ ἐπίγραμμα (ἐνν. τὸ «τῷ γνώστῳ θεῷ», στὴν Ἀθήνα) γραμμένο στὸ βωμὸ σὰν σὲ παράταξι ἐχθρική...Γιατὶ ἦταν ἐκεῖνο τὸ ἐπίγραμμα ξίφος τῶν Ἀθηναίων, μαχαίρι τῶν ἐχθρῶν, μὲ αὐτὸ τὸ μαχαίρι απέκοψε τὸ κεφάλι τῶν ἐχθρῶν.» («Ὁμιλία εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» Α΄.)
• «Ταῦτα οὖν ἐννοήσαντες καὶ τὴν ἄνοιαν (βλακεία) καὶ παραπληξίαν (αποβλάκωση) τῶν Ἑλλήνων...» («Εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον», λόγος Ε΄,παρ. γ.)
• «...ἐντρέπει Ἕλληνας... Ἡμεῖς γάρ ἐσμεν αἴτιοι, ἡμεῖς τοῦ μένειν αὐτοὺς ἐπὶ τῆς πλάνης». (Ὁμιλία ΟΒ΄ «Περὶ τῆς αγάπης καὶ βίου ὀρθοῦ καὶ ὅτι ταῦτα μάλιστα τοὺς Ἕλληνας ἐντρέπει».)
• «(Ὁ ἅγιος Βαβύλας) διήλεγξε (=φανέρωσε) τὴν τῶν Ἑλλήνων απάτην»(«Εἰς μακάριον Βαβύλαν», Β΄, παρ. κγ).
• «Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐσκόρπισε τὸ χριστιανικὸ κήρυγμα καὶ ἡ Ἑλληνικὴ πλάνη διαλύθηκε» («Εἰς τὸν Ἀπόστολον Παῦλον», Ὁμιλία Δ΄).
• «Καταγελῶντες μὲν τῆς Ἑλληνικῆς πλάνης...» («Περὶ μοίρας καὶ προνοίας» Β΄).
• «Φλυαρίες καὶ γελοιότητες εἶναι ὅλα αὐτὰ τῆς Ἑλληνικῆς ανοησίας...» («Εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν» λόγος Β΄, παρ. δ).
• «Ἀληθῶς Ἕλληνες αεὶ παῖδες, γέρων δὲ οὐδείς. Δέον γὰρ τὴν οἰκείαν ἄνοιαν (βλακεία) θρηνεῖν...» (ἔνθ. νωτ., παρ. ιθ).
• «Ἀπὸ ποῦ διδαχθήκατε τὰ Αριστοτελικὰ διδάγματα; Ποιός προτίμησε τὸν Πλάτωνα απὸ τὰ εὐαγγέλια; Ποιός πέταξε ἔξω τὸ κήρυγμα τῆς (αληθινῆς) πίστης κι ἔφερε μέσα τὴν ἄπιστη αναζήτηση; Ποῦ ἔμαθες τὸ αγέννητος καὶ τὸ γεννητός;» (Στὸ «Ἐν ρχῇ ἦν ὁ λόγος», παρ. β.)
• «Καὶ γὰρ ἅπαντα ταῦτα απὸ τῆς κατὰ τὴν φιλοσοφίαν τὴν ἔξωθεν ανοίας ἐτίκτετο, καὶ αὕτη (= ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία) ἦν τῶν κακῶν ἡ μήτηρ...» («Ὁμιλία εἰς Α΄ πρὸς Κορινθίους», τ. 18, σελ. 16.)
• «Κανένα
ὄφελος καθαροῦ βίου δὲν ὑπάρχει ἀπὸ δόγματα διεφθαρμένα. Ἂν λοιπὸν τὴν
ἔξωθεν (=ἑλληνική) σοφία ἀκολουθοῦν, δὲν πρέπει νὰ τοὺς θαυμάζουμε, ἀλλὰ
νὰ τοὺς περιφρονοῦμε, ποὺ ἀκολουθοῦν ἀνόητους διδασκάλους («μωροῖς
κέχρηνται διδασκάλοις»).» («Περὶ ἀναστάσεως κατὰ αἱρετικῶν καὶ
φιλοσόφων», παρ. γ.)
• «Οὔτε γὰρ περὶ Θεοῦ οὔτε περὶ κτίσεώς τι ὑγιὲς εὑρεῖν ἠδυνήθησαν ἐκεῖνοι (οἱ Ἕλληνες σοφοί)· ἀλλ’ ἅπερ ἡ παρ’ ἡμῖν χήρα ἐπίσταται, ταῦτα Πυθαγόρας οὐδέποτε ᾒδει (=ἐγνώριζε)· ἀλλ’ ἔλεγον ὅτι θάμνος ἐστὶ καὶ ἰχθύς, καὶ κύων γίγνεται ἡ ψυχή. Τούτοις οὖν, εἶπέ μοι, προσέχειν δεῖ; Μεγάλοι εἰσὶν ἐν τῇ κόμῃ ἐκεῖνοι, καλοὺς βοστρύχους (= κοτσίδες) τρέφουσι, καὶ τρίβωνας ἀναβέβληνται (=φορᾶνε)· μέχρι τούτων αὐτοῖς ἡ φιλοσοφία. Ἂν δὲ τὰ ἔνδοθεν ἴδῃς, τέφρα καὶ κόνις καὶ ὑγιὲς οὐδέν, ἀλλὰ τάφος ἀνεωγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, πάντα ἀκαθαρσίας γέμοντα καὶ ἰχῶρος (σ.σ. «ἰχώρ»: τὸ πῦον ἢ τὸ δηλητήριο φιδιῶν), καὶ τὰ δόγματα πάντα σκωλήκων.»
• «“Οὐδεὶς θεραπεύει τὸ κακὸν διὰ τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ διὰ τοῦ ἀγαθοῦ”· αὐτὰ διδάσκουν μερικοὶ Ἕλληνες φιλόσοφοι. Ἂς αἰσχυνθῶμεν λοιπόν, ἐάν, ἐνῷ ὑπάρχει τοιαύτη φιλοσοφία εἰς τοὺς ἀνοήτους Ἕλληνας, ἐμεῖς φαινόμεθα κατώτεροι.» («Ὁμιλία εἰς Ἰωάννην», 51,3.)
• «Ἂν ξεκινήσουμε νὰ παραθέτουμε τὰ δόγματά τους, θ’ ἀκολουθήσῃ πολὺ γέλιο («πολὺς ἕψεται γέλως»).»
• «Ποῦ νῦν εἰσὶ οἱ τοὺς τρίβωνας ἀναβεβλημένοι, καὶ βαθὺ γένειον δεικνύοντες, καὶ ρόπαλα τῇ δεξιᾷ φέροντες, οἱ τῶν ἔξωθεν (Ἑλλήνων) φιλόσοφοι, τὰ κυνικὰ καθάρματα, οἱ τῶν ἐπιτραπεζίων κυνῶν ἀθλιώτερον διακείμενοι, καὶ γαστρὸς ἕνεκεν πάντα ποιοῦντες;» («Εἰς τοὺς ἀνδριάντας», ΙΖ΄.)
• «(Οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι) ποτὲ δὲν ἔκαμαν τὸ σωστό, ἀλλὰ ἦσαν δειλοί, φιλόδοξοι, ἀλαζόνες καὶ εἶχαν ἀσυλλόγιστα πάθη» («Εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν», λόγος Β΄, παρ. στ).
• «(Οἱ ἀπόστολοι κατάφερναν) τῶν φιλοσόφων τὴν γλῶσσα νὰ δένουν, τῶν ρητόρων τὰ στόματα νὰ κλείνουν» («Ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Χριστός», παρ. ε).
• «(Οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι καὶ ρήτορες εἶναι) καταγέλαστοι καὶ δὲν διαφέρουν ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ λένε ἀνοησίες. Γιατὶ δὲν μπόρεσαν νὰ πάρουν μὲ τὸ μέρος τους οὔτε ἕνα σοφὸ ἢ ἄσοφο, οὔτε ἄνδρα ἢ γυναῖκα, οὔτε ἕνα μικρὸ παιδὶ ἀπὸ τόσα ἔθνη κι ἀπὸ τόσους λαούς, ἀλλὰ προκαλοῦσαν τόσα γέλια τὰ βιβλία ποὺ εἶχαν γράψει, ὥστε, μόλις τὰ παρουσίαζαν, νὰ ἐξαφανίζωνται, γι’ αὐτὸ καὶ χάθηκαν τὰ περισσότερα. Κι ἂν διασώθηκε κανένα καὶ βρίσκεται κάπου, θὰ τὸ ἔχουν σώσει οἱ χριστιανοί. Τόσο δὲν φοβόμαστε μὴν πάθωμε κάποιο κακὸ ἀπὸ τὴν ἔχθρα τους, τόσο περιφρονοῦμε τὴν πολυμήχανη δραστηριότητά τους». («Εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν» καὶ «Κατὰ Ἰουλιανοῦ καὶ πρὸς Ἕλληνας», λόγος Β΄, παρ. β.)
• «Κανένας βασιλιᾶς, ποὺ παραδέχεται τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔβγαλε τέτοια προστάγματα ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, σὰν αὐτὰ ποὺ ἐπενόησαν ἐναντίον μας ὅσοι λάτρεψαν τοὺς δαίμονες (σ.σ. δηλ. τοὺς Ἕλληνες θεούς). Κι ὅμως, παρ’ ὅλο ποὺ ἡ πλάνη τῆς Ἑλληνικῆς δεισιδαιμονίας δὲν ἐνωχλήθηκε ποτὲ ἀπὸ κανένα, ἔσβησε μόνη της... ∆ὲν πᾶνε νὰ κρεμασθοῦνε (οἱ Ἕλληνες σοφοί) πουθενὰ ἢ νὰ γκρεμοτσακιστοῦνε, ἀφοῦ δὲν ξέρουν τί τοὺς γίνεται;» (ἔνθ. ἀνωτ., παρ. γ).
• «Τίποτε δὲν κατώρθωναν, διότι τέτοια εἶναι ἡ πλάνη (τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων), ὥστε, καὶ ἂν ἀκόμη κανεὶς δὲν τὴν ἐνοχλῇ, διαλύεται.» («Εἰς τὸν Ἀπόστολον Παῦλον», Ὁμιλία ∆΄.)
• «Καὶ ὁ μὲν πολλὰ ληρήσας (φλύαρος) Πλάτων σεσίγηκεν · οὗτος (= ὁ Πέτρος) δὲ φθέγγεται... πανταχοῦ γῆς καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Ποῦ νῦν τῆς Ἑλλάδος ὁ τύφος (=ἀλαζονεία); Ποῦ τῶν Ἀθηνῶν τὸ ὄνομα; Ποῦ τῶν φιλοσόφων ὁ λῆρος (= μωρολογία);... Τί οὖν οὐκ εἰς Πλάτωνα ἐνήργησεν ὁ Χριστός, οὐδὲ εἰς Πυθαγόραν, φησίν; Ὅτι πολλῷ φιλοσοφωτέρα ἦν ἡ Πέτρου ψυχὴ τῶν ψυχῶν ἐκείνων. Ἐκεῖνοι μὲν γὰρ παῖδες ὄντες ἦσαν ὑπὸ τῆς κενῆς δόξης περιτρεπόμενοι πανταχοῦ... Οὗτος (= ὁ Πλάτων) μὲν οὖν πάντα τὸν χρόνον ἠνάλωσε περὶ δόγματα στρεφόμενος ἀνόητα καὶ περιττά. Τί γὰρ ὄφελος ἐκ τοῦ μαθεῖν, ὅτι μυῖα μετέπιπτεν, ἀλλ’ ἐπέβαινε τῇ ἐν Πλάτωνι οἰκούσῃ ψυχῇ; Ποίας ταῦτα οὐ ματαιολογίας; Πόθεν δὴ τοιαῦτα ληρεῖν ἐπεβάλετο; Εἰρωνίας μεστὸς ἦν ὁ ἀνήρ, καὶ ζηλότυπος πρὸς ἅπαντας διακείμενος. Ὥσπερ οὖν φιλονεικῶν, μήτε οἴκοθεν μήτε παρ’ ἑτέρου χρήσιμόν τι εἰσαγαγών · οὕτω παρὰ μὲν ἑτέρου τὴν μετεμψύχωσιν ἐδέξατο, παρὰ δὲ ἑαυτοῦ τὴν πολιτείαν εἰσήγαγεν, ἔνθα τὰ πολλῆς αἰσχρότητος γέμοντα ἐνομοθέτησε... Ποίαν οὐχ ὑπερβάλλει ταῦτα ἄνοιαν;... Ἀλλ’ ὁ κορυφαῖος τῶν φιλοσόφων, ὡς ἐδόκει, καὶ ὅπλα ταῖς γυναιξὶ περιτίθησι, καὶ κράνη, καὶ κνημῖδας, καὶ κυνῶν οὐδὲν διαφέρειν, λέγει, τὸ ἀνθρώπινον γένος... Ἀεὶ γὰρ δι’ αὐτῶν ἐσπούδασεν ὁ διάβολος.» («Κατὰ Ἑλλήνων»· «Σύγκρισις τοῦ Πλάτωνος πρὸς Πέτρον», παρ. γ.)
• «Καὶ γιὰ νὰ μὴν νομίσῃ κανείς, ὅτι λέω μεγάλα λόγια, θὰ σᾶς παρουσιάσω τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ ὀδυρμοῦ καὶ τῆς θρηνῳδίας ποὺ ἔκανε τότε ὁ σοφιστὴς (ὁ Λιβάνιος) τῆς πόλεως στὸν θεὸ αὐτὸ (τὸν Ἀπόλλωνα)... Κι ἀκόμα πές μου, ἐσὺ ποὺ κάνεις τὸν σοφό, ποιός εἶναι ὁ νεκρὸς αὐτὸς (ὁ ἅγιος Βαβύλας) ποὺ ἐνοχλεῖ τὸν θεό σου. Γιατί, ψευτοφιλόσοφε («ὦ ληρόσοφε»), δὲν λές, ποιός ἦταν ὁ νεκρός;... Ποίαν ἀνάπαυση στερηθήκαμε, μιαρὲ (Λιβάνιε);».
• «Ἄθλιε καὶ ταλαίπωρε (Λιβάνιε).» («Εἰς τὸν μακάριον Βαβύλα», παρ. ιη καὶ ιθ.) [Ὁ φιλόσοφος Λιβάνιος ὑπῆρξε διδάσκαλος τοῦ Χρυσοστόμου.]
• «Οὔτε γὰρ περὶ Θεοῦ οὔτε περὶ κτίσεώς τι ὑγιὲς εὑρεῖν ἠδυνήθησαν ἐκεῖνοι (οἱ Ἕλληνες σοφοί)· ἀλλ’ ἅπερ ἡ παρ’ ἡμῖν χήρα ἐπίσταται, ταῦτα Πυθαγόρας οὐδέποτε ᾒδει (=ἐγνώριζε)· ἀλλ’ ἔλεγον ὅτι θάμνος ἐστὶ καὶ ἰχθύς, καὶ κύων γίγνεται ἡ ψυχή. Τούτοις οὖν, εἶπέ μοι, προσέχειν δεῖ; Μεγάλοι εἰσὶν ἐν τῇ κόμῃ ἐκεῖνοι, καλοὺς βοστρύχους (= κοτσίδες) τρέφουσι, καὶ τρίβωνας ἀναβέβληνται (=φορᾶνε)· μέχρι τούτων αὐτοῖς ἡ φιλοσοφία. Ἂν δὲ τὰ ἔνδοθεν ἴδῃς, τέφρα καὶ κόνις καὶ ὑγιὲς οὐδέν, ἀλλὰ τάφος ἀνεωγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, πάντα ἀκαθαρσίας γέμοντα καὶ ἰχῶρος (σ.σ. «ἰχώρ»: τὸ πῦον ἢ τὸ δηλητήριο φιδιῶν), καὶ τὰ δόγματα πάντα σκωλήκων.»
• «“Οὐδεὶς θεραπεύει τὸ κακὸν διὰ τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ διὰ τοῦ ἀγαθοῦ”· αὐτὰ διδάσκουν μερικοὶ Ἕλληνες φιλόσοφοι. Ἂς αἰσχυνθῶμεν λοιπόν, ἐάν, ἐνῷ ὑπάρχει τοιαύτη φιλοσοφία εἰς τοὺς ἀνοήτους Ἕλληνας, ἐμεῖς φαινόμεθα κατώτεροι.» («Ὁμιλία εἰς Ἰωάννην», 51,3.)
• «Ἂν ξεκινήσουμε νὰ παραθέτουμε τὰ δόγματά τους, θ’ ἀκολουθήσῃ πολὺ γέλιο («πολὺς ἕψεται γέλως»).»
• «Ποῦ νῦν εἰσὶ οἱ τοὺς τρίβωνας ἀναβεβλημένοι, καὶ βαθὺ γένειον δεικνύοντες, καὶ ρόπαλα τῇ δεξιᾷ φέροντες, οἱ τῶν ἔξωθεν (Ἑλλήνων) φιλόσοφοι, τὰ κυνικὰ καθάρματα, οἱ τῶν ἐπιτραπεζίων κυνῶν ἀθλιώτερον διακείμενοι, καὶ γαστρὸς ἕνεκεν πάντα ποιοῦντες;» («Εἰς τοὺς ἀνδριάντας», ΙΖ΄.)
• «(Οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι) ποτὲ δὲν ἔκαμαν τὸ σωστό, ἀλλὰ ἦσαν δειλοί, φιλόδοξοι, ἀλαζόνες καὶ εἶχαν ἀσυλλόγιστα πάθη» («Εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν», λόγος Β΄, παρ. στ).
• «(Οἱ ἀπόστολοι κατάφερναν) τῶν φιλοσόφων τὴν γλῶσσα νὰ δένουν, τῶν ρητόρων τὰ στόματα νὰ κλείνουν» («Ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Χριστός», παρ. ε).
• «(Οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι καὶ ρήτορες εἶναι) καταγέλαστοι καὶ δὲν διαφέρουν ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ λένε ἀνοησίες. Γιατὶ δὲν μπόρεσαν νὰ πάρουν μὲ τὸ μέρος τους οὔτε ἕνα σοφὸ ἢ ἄσοφο, οὔτε ἄνδρα ἢ γυναῖκα, οὔτε ἕνα μικρὸ παιδὶ ἀπὸ τόσα ἔθνη κι ἀπὸ τόσους λαούς, ἀλλὰ προκαλοῦσαν τόσα γέλια τὰ βιβλία ποὺ εἶχαν γράψει, ὥστε, μόλις τὰ παρουσίαζαν, νὰ ἐξαφανίζωνται, γι’ αὐτὸ καὶ χάθηκαν τὰ περισσότερα. Κι ἂν διασώθηκε κανένα καὶ βρίσκεται κάπου, θὰ τὸ ἔχουν σώσει οἱ χριστιανοί. Τόσο δὲν φοβόμαστε μὴν πάθωμε κάποιο κακὸ ἀπὸ τὴν ἔχθρα τους, τόσο περιφρονοῦμε τὴν πολυμήχανη δραστηριότητά τους». («Εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν» καὶ «Κατὰ Ἰουλιανοῦ καὶ πρὸς Ἕλληνας», λόγος Β΄, παρ. β.)
• «Κανένας βασιλιᾶς, ποὺ παραδέχεται τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔβγαλε τέτοια προστάγματα ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, σὰν αὐτὰ ποὺ ἐπενόησαν ἐναντίον μας ὅσοι λάτρεψαν τοὺς δαίμονες (σ.σ. δηλ. τοὺς Ἕλληνες θεούς). Κι ὅμως, παρ’ ὅλο ποὺ ἡ πλάνη τῆς Ἑλληνικῆς δεισιδαιμονίας δὲν ἐνωχλήθηκε ποτὲ ἀπὸ κανένα, ἔσβησε μόνη της... ∆ὲν πᾶνε νὰ κρεμασθοῦνε (οἱ Ἕλληνες σοφοί) πουθενὰ ἢ νὰ γκρεμοτσακιστοῦνε, ἀφοῦ δὲν ξέρουν τί τοὺς γίνεται;» (ἔνθ. ἀνωτ., παρ. γ).
• «Τίποτε δὲν κατώρθωναν, διότι τέτοια εἶναι ἡ πλάνη (τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων), ὥστε, καὶ ἂν ἀκόμη κανεὶς δὲν τὴν ἐνοχλῇ, διαλύεται.» («Εἰς τὸν Ἀπόστολον Παῦλον», Ὁμιλία ∆΄.)
• «Καὶ ὁ μὲν πολλὰ ληρήσας (φλύαρος) Πλάτων σεσίγηκεν · οὗτος (= ὁ Πέτρος) δὲ φθέγγεται... πανταχοῦ γῆς καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Ποῦ νῦν τῆς Ἑλλάδος ὁ τύφος (=ἀλαζονεία); Ποῦ τῶν Ἀθηνῶν τὸ ὄνομα; Ποῦ τῶν φιλοσόφων ὁ λῆρος (= μωρολογία);... Τί οὖν οὐκ εἰς Πλάτωνα ἐνήργησεν ὁ Χριστός, οὐδὲ εἰς Πυθαγόραν, φησίν; Ὅτι πολλῷ φιλοσοφωτέρα ἦν ἡ Πέτρου ψυχὴ τῶν ψυχῶν ἐκείνων. Ἐκεῖνοι μὲν γὰρ παῖδες ὄντες ἦσαν ὑπὸ τῆς κενῆς δόξης περιτρεπόμενοι πανταχοῦ... Οὗτος (= ὁ Πλάτων) μὲν οὖν πάντα τὸν χρόνον ἠνάλωσε περὶ δόγματα στρεφόμενος ἀνόητα καὶ περιττά. Τί γὰρ ὄφελος ἐκ τοῦ μαθεῖν, ὅτι μυῖα μετέπιπτεν, ἀλλ’ ἐπέβαινε τῇ ἐν Πλάτωνι οἰκούσῃ ψυχῇ; Ποίας ταῦτα οὐ ματαιολογίας; Πόθεν δὴ τοιαῦτα ληρεῖν ἐπεβάλετο; Εἰρωνίας μεστὸς ἦν ὁ ἀνήρ, καὶ ζηλότυπος πρὸς ἅπαντας διακείμενος. Ὥσπερ οὖν φιλονεικῶν, μήτε οἴκοθεν μήτε παρ’ ἑτέρου χρήσιμόν τι εἰσαγαγών · οὕτω παρὰ μὲν ἑτέρου τὴν μετεμψύχωσιν ἐδέξατο, παρὰ δὲ ἑαυτοῦ τὴν πολιτείαν εἰσήγαγεν, ἔνθα τὰ πολλῆς αἰσχρότητος γέμοντα ἐνομοθέτησε... Ποίαν οὐχ ὑπερβάλλει ταῦτα ἄνοιαν;... Ἀλλ’ ὁ κορυφαῖος τῶν φιλοσόφων, ὡς ἐδόκει, καὶ ὅπλα ταῖς γυναιξὶ περιτίθησι, καὶ κράνη, καὶ κνημῖδας, καὶ κυνῶν οὐδὲν διαφέρειν, λέγει, τὸ ἀνθρώπινον γένος... Ἀεὶ γὰρ δι’ αὐτῶν ἐσπούδασεν ὁ διάβολος.» («Κατὰ Ἑλλήνων»· «Σύγκρισις τοῦ Πλάτωνος πρὸς Πέτρον», παρ. γ.)
• «Καὶ γιὰ νὰ μὴν νομίσῃ κανείς, ὅτι λέω μεγάλα λόγια, θὰ σᾶς παρουσιάσω τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ ὀδυρμοῦ καὶ τῆς θρηνῳδίας ποὺ ἔκανε τότε ὁ σοφιστὴς (ὁ Λιβάνιος) τῆς πόλεως στὸν θεὸ αὐτὸ (τὸν Ἀπόλλωνα)... Κι ἀκόμα πές μου, ἐσὺ ποὺ κάνεις τὸν σοφό, ποιός εἶναι ὁ νεκρὸς αὐτὸς (ὁ ἅγιος Βαβύλας) ποὺ ἐνοχλεῖ τὸν θεό σου. Γιατί, ψευτοφιλόσοφε («ὦ ληρόσοφε»), δὲν λές, ποιός ἦταν ὁ νεκρός;... Ποίαν ἀνάπαυση στερηθήκαμε, μιαρὲ (Λιβάνιε);».
• «Ἄθλιε καὶ ταλαίπωρε (Λιβάνιε).» («Εἰς τὸν μακάριον Βαβύλα», παρ. ιη καὶ ιθ.) [Ὁ φιλόσοφος Λιβάνιος ὑπῆρξε διδάσκαλος τοῦ Χρυσοστόμου.]
• «...ἀλλὰ
νὰ ἀνατρέφετε τὰ παιδιὰ μὲ τὴν παιδεία καὶ τὴν νουθεσία τοῦ Κυρίου...
∆ιότι ἡ ἡλικία αὐτὴ ἔχει πολλὴ ἀνοησία, καὶ στὴν ἀνοησία ἔρχονται νὰ
προστεθοῦν καὶ τῶν Ἑλλήνων τὰ λόγια, ὅταν τὰ παιδιὰ
μάθουν, ὅτι οἱ (Ἕλληνες) ἥρωες ποὺ θαυμάζουν, αὐτοὶ εἶναι δοῦλοι στὰ πάθη καὶ δειλοὶ στὸν θάνατο. Ὅπως ὁ Ἀχιλλέας ὅταν ἀλλάζῃ γνώμη, ὅταν πεθαίνῃ γιὰ μία ἐρωμένη, ὅταν ἄλλος μεθᾷ κι ἄλλα τέτοια πολλά. Χρειάζονται λοιπὸν στὸ παιδὶ αὐτὰ τὰ φάρμακα» (ἔνθ. ἀνωτ.).
• «Τὰ παιδιά, νὰ ὑπακοῦτε στοὺς γονεῖς σας σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου... Ὅμως ὅταν ὁ γονέας εἶναι Ἕλλην ἢ αἱρετικός, τότε τὸ παιδὶ δὲν πρέπει νὰ ὑπακούῃ.» («Εἰς τὴν Ἐπιστολὴν πρὸς Ἐφεσίους», Ὁμιλία 21, παρ. α.)
• «Γιατὶ ὁ ἅγιος Βαβύλας παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ ρίξῃ φωτιὰ στὸ ναὸ (ἐνν. τοῦ Ἀπόλλωνος στὴν ∆άφνη) καὶ ἡ φωτιὰ αὐτὴ κατάκαψε ὅλη τὴν ὀροφή, ἀφάνισε τὸ εἴδωλο μέχρι τὸ τελευταῖο κομμάτι, ἔκαμε τὰ πάντα στάχτη καὶ σκόνη.» («Εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν», Λόγος Β΄, παρ. ιζ.)
• «∆ὲν ἐπιτρέπεται κανεὶς νὰ ζῇ ἀνεξέλεγκτα, ὅπως συνέβαινε μὲ τοὺς Ἕλληνες, σὲ αἰσχρότητα καὶ μέθη κι ἀδηφαγία κι ἀπολαύσεις καὶ πολυτέλεια.» («Περὶ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν».)
μάθουν, ὅτι οἱ (Ἕλληνες) ἥρωες ποὺ θαυμάζουν, αὐτοὶ εἶναι δοῦλοι στὰ πάθη καὶ δειλοὶ στὸν θάνατο. Ὅπως ὁ Ἀχιλλέας ὅταν ἀλλάζῃ γνώμη, ὅταν πεθαίνῃ γιὰ μία ἐρωμένη, ὅταν ἄλλος μεθᾷ κι ἄλλα τέτοια πολλά. Χρειάζονται λοιπὸν στὸ παιδὶ αὐτὰ τὰ φάρμακα» (ἔνθ. ἀνωτ.).
• «Τὰ παιδιά, νὰ ὑπακοῦτε στοὺς γονεῖς σας σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου... Ὅμως ὅταν ὁ γονέας εἶναι Ἕλλην ἢ αἱρετικός, τότε τὸ παιδὶ δὲν πρέπει νὰ ὑπακούῃ.» («Εἰς τὴν Ἐπιστολὴν πρὸς Ἐφεσίους», Ὁμιλία 21, παρ. α.)
• «Γιατὶ ὁ ἅγιος Βαβύλας παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ ρίξῃ φωτιὰ στὸ ναὸ (ἐνν. τοῦ Ἀπόλλωνος στὴν ∆άφνη) καὶ ἡ φωτιὰ αὐτὴ κατάκαψε ὅλη τὴν ὀροφή, ἀφάνισε τὸ εἴδωλο μέχρι τὸ τελευταῖο κομμάτι, ἔκαμε τὰ πάντα στάχτη καὶ σκόνη.» («Εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν», Λόγος Β΄, παρ. ιζ.)
• «∆ὲν ἐπιτρέπεται κανεὶς νὰ ζῇ ἀνεξέλεγκτα, ὅπως συνέβαινε μὲ τοὺς Ἕλληνες, σὲ αἰσχρότητα καὶ μέθη κι ἀδηφαγία κι ἀπολαύσεις καὶ πολυτέλεια.» («Περὶ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν».)
β. Μέγας Βασίλειος
• «Μὴ δειλιάζεις ἀπὸ τὰ ξύλα τῶν δαυλῶν τούτων τῶν καπνιζόντων. Μὴ δειλιάζετε ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ πιθανολογήματα... τὰ ὁποῖα εἶναι σκέτα ξύλα, μᾶλλον δὲ δᾷδες ποὺ ἀπώλεσαν καὶ τοῦ δαυλοῦ τὴν ζωντάνια καὶ τοῦ ξύλου τὴν ἰσχύ, μὴ ἔχοντα δὲ οὔτε καὶ τοῦ πυρὸς τὴν φωτεινότητα ἀλλὰ ὡς δᾷδες καπνίζουσες καταμελανώνουν καὶ σπιλώνουν ὅσους τὰ πιάνουν καὶ φέρουν δάκρυα στὰ μάτια ὅσων τὰ πλησιάζουν.»
• «Ἂν μάλιστα θέλῃς νὰ καταλάβῃς τὴν ἀπὸ καπνίζοντες δαυλοὺς βλάβη, θυμήσου τὸν Σολομῶντα, ποὺ ἔλεγε: καθὼς τὰ ξυνὰ σταφύλια στὰ δόντια καὶ ὁ καπνὸς στὰ μάτια ἔτσι καὶ ἡ παρανομία.»
• «Εἶναι δὲ ἐχθροὶ οἱ Ἕλληνες, διότι διασκεδάζουν καταβροχθίζοντας μὲ ὀρθάνοιχτο τὸ στόμα τὸν Ἰσραήλ. Στόμα δὲ λέγει ἐδῶ ὁ προφήτης τὴ σοφιστικὴ τὸν λόγου δύναμη, ἡ ὁποία τὰ πάντα ἐχρησιμοποίησε, γιὰ νὰ παραπλανήσῃ τοὺς ἐν ἁπλότητι στὸν θεὸν πιστεύσαντας.» («Πρὸς τοὺς νέους».)
γ. Μέγας Ἀθανάσιος
[Ἀπὸ τὸ ἔργο του «Κατὰ Ἑλλήνων». Τὰ ἀποσπάσματα ποὺ ἀκολουθοῦν ἐλήφθησαν ἀπὸ τὴν ἔκδοση «Ἔργα Ἀπολογητικά», ἐποπτείᾳ τοῦ καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Παν. Χρήστου, μτφρ. τοῦ καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Στέργιου Σάκκου.]
• «Τοιοῦτοι θεοὶ εἰς αὐτοὺς ὁ Ἔρως καὶ ἡ Ἀφροδίτη τῆς Πάφου, εἰς τὴν Κρήτην ὁ περιβόητος ἐκεῖ Ζεύς, καὶ ὁ ἐν Ἀρκαδίᾳ Ἑρμῆς... ἡμεῖς ἔχομεν ἕνα παράδειγμα ἐναντίον πάσης εἰδωλολατρίας, ὅτι δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι τὴν ἐφεῦρον ὄχι δι’ ἄλλο τίποτε ἀλλὰ διὰ τὰ πάθη ἐκείνων ποὺ τὴν ἔπλασαν, ὅπως καὶ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ πρὸ πολλοῦ ἐμαρτύρησε λέγουσα “Ἀρχὴ τῆς πορνείας ἡ ἐπινόησις τῶν εἰδώλων”.» (Σοφ. Σολ. 14,12: 9,15-10.)
• «...οἱ λεγόμενοι φιλόσοφοι καὶ ἐπιστήμονες τῶν εἰδωλολατρῶν, ὅταν μὲν κατηγοροῦνται, δὲν ἀρνοῦνται ὅτι οἱ παρουσιαζόμενοι ὡς θεοὶ εἶναι μορφαὶ καὶ τύποι ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν, ὅταν δὲ ἀπολογοῦνται,λέγουν ὅτι ἔχουν τὰ ὁμοιώματα, διὰ νὰ τοὺς ἀπαντᾷ τὸ θεῖον διὰ μέσου αὐτῶν καὶ νὰ τοὺς ἐμφανίζεται –διότι, λέγουν, δὲν εἶναι δυνατὸν ἀλλιῶς νὰ γνωρίσουν τὸν ἴδιον τὸν ἀόρατον, παρὰ μόνον μὲ τὰ τοιαῦτα ἀγάλματα καὶ τὰς τελετάς. Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ εἶναι ἀκόμη φιλοσοφώτεροι ἀπ’ αὐτοὺς καὶ νομίζουν ὅτι λέγουν περισσότερον βαθυστόχαστα πράγματα, ἰσχυρίζονται ὅτι τὰ ὁμοιώματα κατεσκευάσθησαν καὶ ἐζωγραφήθησαν, διὰ νὰ ἐπικαλοῦνται δι’ αὐτῶν καὶ νὰ ἐμφανίζωνται θεῖοι ἄγγελοι καὶ θεῖαι δυνάμεις, ὥστε ἐμφανιζόμενοι διὰ μέσου αὐτῶν νὰ τοὺς διδάσκουν τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ. Καὶ λέγουν, ὅτι αὐτὰ εἶναι διὰ τοὺς ἀνθρώπους ἕνα εἶδος γραμμάτων, τὰ ὁποῖα διαβάζοντες οἱ ἄνθρωποι δύνανται νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ κατανοήσουν τὸν Θεόν, διὰ τῆς ἐμφανίσεως τῶν θείων ἀγγέλων ποὺ γίνεται διὰ μέσου αὐτῶν. Αὐτὰ βέβαια ἐκεῖνοι ἔτσι τὰ μυθολογοῦν, διότι ἀσφαλῶς δὲν θεολογοῦν, μὴ γένοιτο.» («Κατὰ Ἑλλήνων», 19, 5-20.)
• «Καὶ τὸ ἀξιοθαύμαστον, καθὼς λέγουν αὐτοὶ ποὺ ἱστοροῦν, εἶναι τὸ εξῆς· ὅτι, ἐνῷ οἱ Πελασγοὶ ἔμαθαν τὰ ὀνόματα τῶν θεῶν ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους, δὲν γνωρίζουν αὐτοὶ τοὺς θεοὺς ποὺ λατρεύονται εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ λατρεύουν ἄλλους θεοὺς διαφορετικοὺς ἀπὸ τοὺς θεοὺς ἐκείνων. Καὶ εἶναι τελείως διαφορετικὴ ἡ θεωρία καὶ ἡ θρησκεία τῶν ἐθνικῶν, οἱ ὁποῖοι κατελήφθησαν ἀπὸ τὴν μανίαν τῶν εἰδώλων, καὶ δὲν συναντῶνται τὰ αὐτὰ εἰς τοὺς αὐτούς.» (23)
[Τὴν ἐπίθεση κατὰ τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας συνεχίζει ὁ Ἀθανάσιος καὶ στὸ ἀπολογητικὸ ἔργο του «Περὶ Ἐνανθρωπήσεως»:]
• «Οἱ φιλόσοφοι τῶν Ἑλλήνων ἔγραψαν πολλὰ μὲ ἀληθοφάνειαν καὶ τέχνην · ἐπαρουσίασαν λοιπὸν κάτι τόσον μέγα ὅσον ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ; ∆ιότι μέχρι τοῦ θανάτου των τὰ σοφίσματά των εἶχον τὴν ἀληθοφάνειαν, ἀλλὰ καὶ ὅσα ἐθεωροῦσαν, ὅταν ἦσαν ζῶντες, ὅτι ἔχουν ἰσχύν, ἦσαν ἀντικείμενα ἀνταγωνισμοῦ μεταξύ των, καὶ ἐφιλονείκουν μεταξύ των διὰ τὴν θεωρίαν των. Καὶ τὸ παραδοξότατον εἶναι, ὅτι, ἐνῷ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐδίδαξε μὲ πτωχοτέρας λέξεις, ἐπεσκίασε τοὺς περιφήμους σοφιστὰς καὶ κατήργησε τὰς διδασκαλίας ἐκείνων καὶ προσήλωσεν ὅλους πλησίον του καὶ ἐγέμισε τὰς ἐκκλησίας αὐτοῦ. Καὶ τὸ ἀξιοθαύμαστον εἶναι, ὅτι μὲ τὴν κάθοδόν του ὡς ἀνθρώπου εἰς τὸν θάνατον κατήργησε τὰ μεγάλα λόγια τῶν σοφῶν περὶ τῶν εἰδώλων. Ποίου ἀλήθεια ὁ θάνατός ποτε ἐξεδίωξε δαίμονας;» (50, 5-15.)
δ. Τατιανὸς
[Ὁ Τατιανὸς (Β΄ αἰ. μ.Χ.), ἀπὸ τοὺς κορυφαίους ἀπολογητὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἔγραψε τὸ ἔργο μὲ τίτλο «Πρὸς Ἕλληνας».]
• «Οἱ Ἕλληνες δὲν δημιούργησαν τίποτε δικό τους, ἀλλὰ ὅλα τὰ παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς βαρβάρους» (παρ. 1).
• «Συνέβη γραφαῖς τισιν ἐντυχεῖν βαρβαρικαῖς, πρεσβυτέραις μὲν ὡς πρὸς τὰ Ἑλλήνων δόγματα, θειοτέραις δὲ ὡς πρὸς τὴν ἐκείνων πλάνην» (παρ. 29).
• «Ἑπομένως ἀπεδείχθη ἀπ’ τὰ προειρημένα, ὅτι ὁ Μωυσῆς εἶναι ἀρχαιότερος τῶν (Ἑλλήνων) ἡρώων τῶν (ἑλληνικῶν) πόλεων, τῶν δαιμόνων. Καὶ πρέπει νὰ πιστεύωμε στὸν ἀρχαιότερο κατὰ τὴν ἡλικία παρὰ στοὺς Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τὰ δόγματα ἐκείνου ὡς ἀπὸ πηγή, ὄχι κατ’ ἐπίγνωση. ∆ιότι οἱ σοφιστὲς αὐτῶν χρησιμοποιοῦντες πολλὴν περιέργειαν, ὅσα ἔμαθαν ἀπὸ τοῦ Μωυσέως καὶ τῶν ὁμοίως μὲ αὐτὸν φιλοσοφούντων, ἐπεχείρησαν νὰ παραχαράξουν, πρῶτον μὲν διὰ νὰ νομισθοῦν, ὅτι λέγουν κάτι δικό τους, δεύτερον δὲ διὰ νὰ ἐπικαλύψουν ὅσα δὲν κατενόησαν μὲ κάποιαν ἐπίπλαστον ρητορολογίαν καὶ νὰ διαστρέψουν τὴν ἀλήθεια εἰς μυθολογίαν.»
• «(Ὁ Πλάτων ἦταν) κοιλιόδουλος» (παρ. 2).
• «(Ὁ Ἀριστοτέλης ἦταν) κόλαξ» τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου.
• «(Ὁ Μ. Ἀλέξανδρος ἦταν) μειράκιον μανιακόν».
• «(Ὁ Ἡράκλειτος ἦταν) ἀμαθής» (παρ. 3).
• «(Ἡ φιλοσοφία τοῦ Ἡρακλείτου ἦταν) Ἡρακλείτου σκότος».
• «(Ὁ Ἐμπεδοκλῆς ἦταν) ἀλαζών».
• «(Ὁ ∆ημόκριτος ἦταν) ἀβδηρολόγος» (παρ. 17). [Γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ποίηση, φιλοσοφία καὶ τέχνη:]
• «Ποιητικὴν δέ, μάχας ἵνα συντάσσητε θεῶν καὶ ἔρωτας καὶ ψυχῆς διαφθοράν» (παρ. 1β).
• «οἱ ποιηταὶ ψευδολόγοι καὶ διὰ σχημάτων ἐξαπατῶντες τοὺς ἀκροωμένους» (παρ. 22α).
• «∆ίκαιος καὶ σώφρων εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος τὴν πορνεύσασα αὐτὴ γυναῖκα (τὴν Ἑλένη) μετέφερε στὰ Ἠλύσια πεδία;» (παρ. 10).
• «Ἔπειτα πῶς δὲν ντρέπεσθε, νὰ ἔχετε τόσες ποιήτριες ὄχι γιὰ τίποτε χρήσιμο, ἄπειρες πόρνες;» (παρ. 34α).
• «Καὶ ἡ μὲν Σαπφὼ γύναιον πορνικόν, ἐρωτομανές, καὶ τὴν ἑαυτῆς ἀσέλγειαν ᾂδει» (παρ. 33α).
• « (Σεῖς οἱ Ἕλληνες) ρητορικὴν μὲν γὰρ ἐπ’ ἀδικίᾳ καὶ συκοφαντίᾳ συνεστήσασθε» (παρ. 16).
• «∆ὲν ρίπτετε εἰς τὸν βόθρον τὰ ὑπομνήματα τῆς κακίας μαζὶ μὲ τὸν ποιήσαντα Πυθαγόρα;... Ὁ σώφρων, ὁ ὁποῖος παρέδωσε διὰ συγγραμμάτων ληρήματα καὶ φλυαρίες, ἔγινε ἐνδοξότερος ἐξ αἰτίας τῆς χαλκευτικῆς (χάλκινος ἀνδριάντας), ἡ ὁποία σῴζεται ὣς σήμερα. Καὶ τὸν ψευδολόγο Αἴσωπο κατέστησαν ἀείμνηστον ὄχι μόνο τὰ μυθολογήματα ἀλλὰ καὶ ἡ περισπούδαστη πλαστικὴ τοῦ Ἀριστοδήμου... νὰ χάσκωμε ἐνώπιον τῶν ἔργων τοῦ Καλλιάδου... Ποιό λόγο ἔχετε γιὰ τὸν θηλυπρεπῆ Γανυμήδη (σημ.: ἄγαλμα) τοῦ Λεωχάρους καὶ τὸν τιμᾶτε ὡς κάτι σπουδαῖο κτῆμα, καθὼς καὶ γιὰ τὸ γύναιον μὲ τὰ βραχιόλια, τὸ ὁποῖο ἐδημιούργησε ὁ Πραξιτέλης;» (παρ. 34α-34β).
• «Τώρα μόνο μὲ σᾶς (τοὺς Ἕλληνες) συμβαίνει νὰ μὴν ὁμοφωνῆτε οὔτε στὰ λόγια. Πράγματι οἱ ∆ωριεῖς δὲν ἔχουν τὴν ἴδια λέξη μὲ τοὺς Ἀττικούς, καὶ οἱ Αἰολεῖς δὲν ὁμιλοῦν ὁμοίως μὲ τοὺς Ἴωνες. Ἀφοῦ παρατηρεῖται τόση διάσταση σὲ πράγματα ποὺ δὲν ἔπρεπε, ἀπορῶ, ποιόν πρέπει νὰ καλῶ Ἕλληνα» (παρ. 10).
• «Πάψτε νὰ θριαμβολογῆτε γιὰ ξένους λόγους καὶ νὰ στολίζεστε ὅπως ὁ κολοιὸς (καρακάξα) μὲ πτερά, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι δικά σας. Ἐὰν κάθε πόλη ἀφαιρέσῃ ἀπὸ σᾶς τὴ λέξη της, θὰ ἐξασθενήσουν τελείως τὰ σοφίσματά σας. Ἐνῷ ζητεῖτε νὰ μάθετε, ποιός εἶναι ὁ θεός, ἀγνοεῖτε τὰ δικά σας. Χάσκοντες δὲ πρὸς τὸν οὐρανὸ πέφτετε κάτω στὰ βάραθρα. Μὲ λαβύρινθους ὁμοιάζουν οἱ διατυπώσεις τῶν βιβλίων σας, οἱ δὲ ἀναγιγνώσκοντες ὁμοιάζουν μὲ τὸν πίθο τῶν ∆αναΐδων... Ἀρχὴ τῆς φλυαρίας σας ἔγιναν οἱ γραμματικοί, καὶ τεμαχίζοντας τὴν σοφία ἔχετε ἀποκοπῆ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ σοφία... Γι’ αὐτὸ δὲν εἶσθε τίποτε ὅλοι, ἰδιοποιούμενοι μὲν τοὺς λόγους, συζητοῦντες δὲ ὅπως ὁ τυφλὸς μὲ τὸν κουφό... Ἀντιληφθέντες λοιπὸν ὅτι εἶσθε τέτοιοι σᾶς ἐγκαταλείψαμε» (παρ. 26).
ε. Ἐφραὶμ ὁ Σύρος
• «Μίσησε φορέματα μαλακὰ (τῶν Ἑλλήνων), μίσησε βαψίματα ὄμορφα, μίσησε ὀμορφιὰ καὶ τὰ συνοδεύοντα αὐτὰ δαιμονικὰ ᾄσματα, κιθάρες καὶ αὐλούς, τοὺς κρότους τῶν χορῶν καὶ τὶς ἄτακτες φωνές. ∆ὲν γνωρίζεις, ἄθλιε, πὼς ὅλα τοῦτα σπορὰ τοῦ διαβόλου εἶναι;... Ποιά γραφὴ ἐπαινεῖ τοὺς αὐλίζοντες, τοὺς κιθαρίζοντες, τοὺς γελῶντες, τοὺς χορεύοντες καὶ τοὺς ἀγαπῶντες τὸν κόσμο κι ὅλα τὰ τοῦ κόσμου;... Ἂς τιμήσωμε τὶς ἑορτὲς τοῦ Κυρίου μὲ αὐλοὺς καὶ μὲ κιθάρες ὡς χριστιανοὶ καὶ ὄχι ὡς Ἕλληνες μὲ δάφνες καὶ ἄνθη ἢ μὲ κάτι ἄλλο ποὺ θὰ μοιάζῃ μὲ ἑλληνικό.»
στ. Θεόφιλος Ἀντιοχείας
[Συνέγραψε τρία βιβλία μὲ τίτλο «Πρὸς Αὐτόλυκον».]
• «Τί ὠφέλησε τὸν Ὅμηρο τὸ ὅτι περιέγραψε τὸν Ἰλιακὸ πόλεμο καὶ ἐξαπάτησε πολλοὺς ἢ τὸν Ἡσίοδο ὁ κατάλογος τῆς Θεογονίας τῶν ὀνομαζόμενων ὑπ’ αὐτοῦ θεῶν ἢ τὸν Ὀρφέα οἱ 365 θεοί;.. Τί δὲ ὠφέλησε τὸν Ἄρατο ἡ σφαιρογραφία τοῦ κοσμικοῦ κύκλου ἢ αὐτοὺς ποὺ εἶπαν ὅμοια πράγματα μ’ αὐτόν, πλὴν τῆς κατ’ ἄνθρωπον δόξας, τὴν ὁποίαν ἐκέρδισαν ὄχι κατ’ ἀξίαν; Τί ἀληθὲς εἶπαν; ἢ τί ὠφέλησαν τὸν Εὐριπίδη καὶ τὸν Σοφοκλῆ ἢ τοὺς ἄλλους τραγῳδιογράφους οἱ τραγῳδίες, τὸν Μένανδρο καὶ τὸν Ἀριστοφάνη καὶ τοὺς λοιποὺς κωμικοὺς οἱ κωμῳδίες ἢ τὸν Ἡρόδοτο καὶ τὸν Θουκυδίδη οἱ ἱστορίες τους ἢ τὸν Πυθαγόρα τὰ ἄδυτα ἁγιαστήρια καὶ οἱ στῆλες τοῦ Ἡρακλέους ἢ τὸν ∆ιογένη ἡ κυνικὴ φιλοσοφία ἢ τὸν Ἐπίκουρο τὸ δόγμα ὅτι δὲν ὑπάρχει θεία πρόνοια ἢ τὸν Ἐμπεδοκλῆ ἡ διδασκαλία τῆς ἀθεότητας ἢ τὸν Σωκράτη ὁ ὅρκος εἰς τὸν Κύνα;.. Γιατί πέθανε ἑκουσίως, ποιόν καὶ ποιᾶς φύσεως μισθὸ ἤλπιζε, ὅτι θὰ λάβῃ μετὰ θάνατον; Τί δὲ ὠφέλησε τὸν Πλάτωνα ἡ παιδεία, τὴν ὁποία διεμόρφωσε, ἢ τοὺς ἄλλους φιλοσόφους τὰ δόγματά τους...; Αὐτὰ λέμε, γιὰ νὰ ἐπιδείξουμε τὴν ἀνωφελῆ καὶ ἄθεη διάνοιά
τους. Ὅλοι αὐτοί, ἀγαπήσαντες τὴν κενὴ καὶ μάταιη δόξα, οὔτε αὐτοὶ ἐγνώρισαν τὴν ἀλήθεια οὔτε ἄλλους βεβαίως προέτρεψαν πρὸς τὴν ἀλήθεια» (βιβλ. Γ΄, παρ. 2-3).
• «καθὼς εἶσαι φρόνιμος, εὐχαρίστως ἀνέχεσαι τὶς (ἑλληνικές) μωρίες» (βιβλ. Γ΄, παρ. 4).
• «Πλάτων δέ, ὁ δοκῶν Ἑλλήνων σοφώτερος γεγενῆσθαι, εἰς πόσην φλυαρίαν ἐχώρησεν» (βιβλ. Γ΄, παρ. 16),
• « (Οἱ Ἕλληνες σοφοί) οὐχὶ καὶ περὶ σεμνότητος πειρώμενοι γράφειν ἀσελγείας... ἐδίδαξαν ἐπιτελεῖσθαι...;» (βιβλ. Γ΄, παρ. 3).
• «Συναντιέται σ’ αὐτοὺς (τοὺς Ἕλληνες) καὶ ἡ ἀνθρωποφαγία, πρώτους δὲ ἀναγράφουν ὡς διαπράξαντες τὴν ἀνθρωποφαγία τοὺς θεούς, τοὺς ὁποίους τιμοῦν» (βιβλ. Γ΄, παρ. 8).
• «Τί μοι λοιπὸν καταλέγειν τὰ περὶ ∆ιονύσου καὶ Ἀφροδίτης τῆς ἀναισχύντου;» (βιβλ. Γ, παρ. 3).
Γιὰ τοὺς Ἕλληνες ποιητές:
• «ὑπὸ δαιμόνων δὲ ἐμπνευσθέντες καὶ ὑπ’ αὐτῶν φυσιωθέντες (= ἀλλαζονευθέντες) ἃ εἶπον δι’ αὐτῶν εἶπον · φαντασίᾳ καὶ πλάνῃ ἐλάλησαν · καὶ οὐ καθαρῷ πνεύματι ἀλλὰ πλάνῳ».
• «Τὰ πλάνα πνεύματα εἶναι δαίμονες, οἱ ὁποῖοι καὶ τότε ἐνήργησαν σ’ ἐκείνους (δηλ. στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες)» (βιβλ. Β΄, παρ. 8).
Γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπιστήμη:
• «Ἀλλὰ καὶ περὶ τῆς κοσμολογίας ἀσύμφωνα ἀλλήλοις καὶ φαῦλα ἐξεῖπον» (βιβλ. Β΄, παρ. 8).
• «Πολλοὶ λοιπὸν ἀπ’ τοὺς (Ἕλληνες) συγγραφεῖς ἐμιμήθησαν (τοὺς Ἑβραίους) καὶ ἠθέλησαν νὰ συντάξουν διήγησιν περὶ τούτων καὶ λαμ- βάνοντας ἀπὸ ἐδῶ (ἀπὸ τὴν Βίβλο) τὶς ἀφορμὲς εἴτε περὶ τῆς κτίσεως τοῦ κόσμου εἴτε περὶ τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου δὲν διετύπωσαν οὔτε κἂν ἕνα σπινθῆρα ἄξιο τῆς ἀλήθειας. Φαίνεται δέ, ὅτι τὰ ὑπὸ τῶν φιλοσόφων ἢ συγγραφέων καὶ ποιητῶν λεγόμενα εἶναι ἀξιόπιστα ἐξ ἀπόψεως ἐκφραστικοῦ καλλωπισμοῦ· ἀλλ’ ὁ λόγος τους δεικνύεται μωρὸς καὶ κενός, καθ’ ὅσον ἡ φλυαρία τους εἶναι ἄφθονη, δὲν εὑρίσκεται δὲ σ’ αὐτὰ ἡ τυχὸν ὑπάρχουσα ἀλήθεια» (Β, 12).
• «Τῶν προφητῶν μεταγενέστεροι γενόμενοι οἱ (Ἕλληνες) ποιηταὶ καὶ φιλόσοφοι ἔκλεψαν ἐκ τῶν Ἁγίων Γραφῶν» (Α, 14).
• «Ὅλα δὲ αὐτὰ μᾶς διδάσκει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὸ ἐκφρασθὲν διὰ τοῦ Μωυσέως καὶ τῶν λοιπῶν προφητῶν, ὥστε τὰ συγγράμματα ἡμῶν τῶν θεοσεβῶν (Ἑβραίων) εἶναι ἀρχαιότερα, ἀλλ’ ἐπὶ πλέον ἀποδεικνύεται, ὅτι εἶναι ἀληθέστερα ἀπὸ ὅλους τοὺς (Ἕλληνες) συγγραφεῖς καὶ ποιητές» (Β, 30).
• «Ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ νομοθέτες εὑρίσκονται νὰ νομοθετοῦν μεταγενέστερα. Ἐὰν ἀναφέρῃ κανεὶς τὸν Σόλωνα τὸν Ἀθηναῖο, αὐτὸς ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν βασιλέων Κύρου καὶ ∆αρείου, κατὰ τὸν χρόνο τοῦ προειρημένου προφήτου Ζαχαρίου, ζήσαντος πολλὰ ἔτη μεταγενέστερα (τοῦ Μωυσέως). Ἐὰν ἀναφέρῃ κανεὶς τοὺς νομοθέτες Λυκοῦργο, ∆ράκοντα ἢ Μίνωα, προηγοῦνται τούτων σὲ ἀρχαιότητα τὰ ἱερά μας (=ἑβραϊκά) βιβλία, ἀφοῦ τὰ γράμματα τοῦ θείου νόμου, τοῦ δοθέντος σ’ ἐμᾶς διὰ τοῦ Μωυσέως, δεικνύονται προγενέστερα καὶ τοῦ ∆ιός, βασιλέως τῶν Κρητῶν, ἀλλὰ καὶ τοῦ Τρωικοῦ πολέμου» (Γ 23).
• «(Οἱ Ἕλληνες ἦσαν) ἄθλιοι καὶ δυσσεβέστατοι καὶ ἀνόητοι... καὶ φιλοσοφήσαντες ματαίως», (ἐνῷ ὁ Μωυσῆς) «περὶ τῆς γενέσεως τοῦ κόσμου ἐξιστορῶν, διηγήσατο τίνι τρόπῳ (= διηγήθηκε μὲ ποιό τρόπο) γεγένηται ὁ κατακλυσμὸς ἐπὶ τῆς γῆς, οὐ Πύρραν οὐδὲ ∆ευκαλίωνα ἢ Κλύμενον μυθεύων» (Γ 18).
ζ. Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς
[Ἀπὸ τὸ ἔργο του «Προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας»:]
• «...τοὺς βάρβαρους Θρᾷκες, τοὺς ἀνόητους Φρύγες καὶ τοὺς δεισιδαίμονες Ἕλληνες» (13,2).
• «Ὅμως τὰ δράματα καὶ τοὺς ποιητὲς ποὺ γράφουν δραματικὰ ἔργα γιὰ τὰ Λήναια, ποὺ εἶναι πλέον τελείως μεθυσμένοι, ἀφοῦ τοὺς στεφανώσουμε κάπου μὲ κισσό, ἂς τοὺς κλείσουμε στὰ γερασμένα βουνά, τὸν Ἑλικῶνα καὶ τὸν Κιθαιρῶνα, παραδομένους σὲ παράξενη ἀφροσύνη ἀπὸ τὴ βακχικὴ τελετὴ μὲ συντροφιὰ τοὺς Σατύρους καὶ τὸν θίασο τῶν Μαινάδων καὶ ἂς κατεβάσουμε ἀπ’ τοὺς οὐρανοὺς ἐπάνω τὴν ἀλήθεια μαζὶ μὲ τὴν λαμπρότατη φρόνηση στὸ ἅγιο ὄρος τοῦ Θεοῦ (ἐννοεῖ τὸν λόφο τῆς Σιών) καὶ τὸν ἅγιο χορὸ τῶν προφητῶν» (2,2).
• «Ἄνδρες ἀνάξιους τοῦ ὀνόματος τοῦ ἄνδρα, ἀπατηλούς, ποὺ μὲ τῆς μουσικῆς τὸ πρόσχημα διέφθειραν τὴ ζωή» (3,1). [Ἀναφέρεται στὸν Ὀρφέα, τὸν Πίνδαρο καὶ τὸν Ἀρίωνα.]
• «Ἂς ἐγκαταλείψουν τὸν Ἑλικῶνα καὶ τὸν Κιθαιρῶνα, κι ἂς κατοικήσουν τὴ Σιών... Πράγματι ὁ βασιλεὺς ∆αβίδ, ὁ κιθαριστής, ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο ἀναφέραμε, προέτρεπε πρὸς τὴν ἀλήθεια, ἀπέτρεπε ἀπ’ τὰ εἴδωλα» (2,4 καὶ 4,1).
• «Ἂς χαθῇ λοιπὸν ἐκεῖνος ποὺ εἰσήγαγε τὴν ἀπάτη ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες, εἴτε ὁ ∆άρδανος ποὺ ἐδίδαξε τὰ μυστήρια της Μητρὸς τῶν Θεῶν, εἴτε ὁ Ἠετίων ποὺ συνέστησε τὰ ὄργια καὶ τὶς τελετὲς τῶν Σαμοθρᾳκῶν, εἴτε ὁ Μελάμπους. Αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ἐγὼ θὰ τοὺς ἐχαρακτήριζα ἀρχεκάκους πατέρες ἄθεων μύθων καὶ ὀλέθριας δεισιδαιμονίας, ποὺ κατεφύτευσαν στὸν ἀνθρώπινο βίο σὰν σπέρμα κακίας καὶ φθορᾶς τὰ μυστήρια» (13,3).
• «Τώρα εἶναι καιρὸς ν’ ἀποδείξω, ὅτι αὐτὰ τὰ ὄργιά σας εἶναι γεμᾶτα ἀπάτη καὶ τερατῳδία. Κι ἂν ἔχετε μυηθῆ, θὰ γελάσετε μᾶλλον μὲ αὐτοὺς τοὺς μύθους ποὺ τιμᾶτε. ∆ιακηρύσσω φανερὰ τὰ ἀπόκρυφα, μὴ ἐντρεπόμενος ν’ ἀναφέρω αὐτὰ ποὺ ἐσεῖς δὲν ντρέπεσθε νὰ προσκυνῆτε. Ἡ ἀφρογενὴς λοιπὸν καὶ Κυπρογενής, ἡ φίλη τοῦ Κυνίρα (ἐννοῶ τὴν Ἀφροδίτη τὴν ὀνομαζόμενη Φιλομειδῆ, διότι προέκυψε ἀπὸ αἰδοῖα, ἀπ’
τὰ μόρια ἐκεῖνα ποὺ ἀπεκόπησαν ἀπ’ τὸν Οὐρανό, τὰ λάγνα, ποὺ μετὰ τὴν ἀποκοπή τους ἀσέλγησαν στὸ κῦμα), εἶναι γιὰ σᾶς ἄξιος καρπὸς ἀσελγῶν μορίων» (14,1).
• «Ἀλλὰ τί παράδοξο εἶναι, ἂν οἱ βάρβαροι Τυρρηνοὶ μυοῦνται σὲ τόσο αἰσχρὰ παθήματα, ἀφοῦ οἱ Ἀθηναῖοι καὶ οἱ ἄλλοι Ἕλληνες (ντρέπομαι ποὺ τὸ λέγω) τιμοῦν τὴν γεμάτη ντροπὴ μυθολογία τῆς ∆ηοῦς;» (σ.σ. τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια) (20,1).
• «Τὰ μυστήρια τοῦ ∆ιονύσου εἶναι βεβαίως τελείως ἀπάνθρωπα» (17,2).
• «Τὸν ∆ιόνυσο τὸν μανιακὸ ἑορτάζουν οἱ Βάκχοι μὲ τρόπο ὀργιαστικό, ἐκδηλώνοντας τὴν ἱερομανία μὲ ὠμοφαγία, διανέμουν τελετουργικῶς τὰ κρέατα ἀπ’ τοὺς φόνους, στεφανωμένοι μὲ τοὺς ὄφεις, κραυγάζοντας
Εὐάν, δηλαδὴ ἐκείνη τὴν Εὔα (51, 5), ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ἐπακολούθησε ἡ πλάνη. Καὶ σημεῖο τῶν βακχικῶν ὀργίων εἶναι ὁ ὄφις» (12,2).
• «Τὰ μυστήρια στὴν Ἄγρα ὅμως καὶ στὸν Ἁλιμοῦντα τῆς Ἀττικῆς ἔχουν περιορισθῆ στὴν Ἀθήνα· ἀλλὰ εἶναι παγκόσμιο αἶσχος οἱ ἀγῶνες καὶ οἱ φαλλοὶ ποὺ ἀφιερώνονται στὸν ∆ιόνυσο» (34,2).
• «Οἱ θεοί σας εἶναι ἀπάνθρωποι δαίμονες, καὶ ὄχι μόνο ἐπιχαίρουν γιὰ τὴν φρενοβλάβεια τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἀπολαύουν καὶ ἀνθρωποκτονίες, εὑρίσκοντας ἀφορμὲς ἡδονῆς ἄλλοτε στὶς ἔνοπλες μονομαχίες στὰ στάδια καὶ ἄλλοτε στοὺς ἀναρίθμητους ἀγῶνες στοὺς πολέμους, γιὰ νὰ μποροῦν ἄνετα νὰ χορταίνουν μὲ ἀνθρώπινους φόνους» (42,1).
• «Σὲ ποιό σημεῖο ἀσέλγειας ἔφθασε ἐκεῖνος ὁ Ζεύς, ποὺ τόσες ἡδονικὲς νύκτες πέρασε μὲ τὴν Ἀλκμήνη; ∆ὲν ἦσαν πολλὲς οἱ ἐννέα νύκτες στὸν ἀκόλαστο αὐτὸν (ἄλλωστε ὅλος ὁ βίος του ἦταν σύντομος γιὰ τὴν ἀκράτειά του), γιὰ νὰ μᾶς σπείρῃ τὸν ἀλεξίκακο θεὸ (Ἡρακλῆ);» (33,3).
• «Παραλείπω τώρα τὸν ∆ιόνυσο τὸν Χοιροψάλα, ποὺ προσκυνοῦν οἱ Σικυώνιοι τοποθετῶντας τον ἐπὶ τῶν γυναικείων μορίων, σεβόμενοι ὡς ἔφορο τοῦ αἴσχους τὸν ἀρχηγὸ τῆς ὕβρεως» (39,1).
• «Ἀλήθεια πόσο καλύτεροι εἶναι οἱ Αἰγύπτιοι, ποὺ σὲ χωριὰ καὶ πόλεις τιμοῦν τὰ ἄλογα ζῷα, ἀπ’ τοὺς Ἕλληνες, ποὺ τέτοιους θεοὺς προσκυνοῦν; ∆ιότι ἐκεῖνα, ἂν καὶ θηρία, τοὐλάχιστον δὲν εἶναι μοιχικὰ οὔτε αἰσχρουργά, καὶ κανένα τους δὲν ἐπιδιώκει τὴν παρὰ φύσιν ἡδονή» (39,3).
• «Ἂς περιοδεύσουμε τώρα σύντομα καὶ ἂς καταλύσουμε τοὺς ἀγῶνες κι αὐτὰ τὰ ἐπιτάφια πανηγύρια, τὰ Ἴσθμια καὶ τὰ Νέμεα καὶ τὰ Πύθια κι ἐπάνω ἀπ’ ὅλα τὰ Ὀλύμπια» (34,1).
• «Ὁ Πραξιτέλης, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ποσίδιππος στὸ ἔργο του «Περὶ Κνίδου», κατασκευάζοντας τὸ ἄγαλμα τῆς Κνιδίας Ἀφροδίτης τὸ ἔκαμε ὅμοιο στὸ εἶδος μὲ τὴν ἐρωμένη του Κρατίνη, γιὰ νὰ μποροῦν οἱ δυστυχεῖς νὰ προσκυνοῦν τὴν ἐρωμένη τοῦ Πραξιτέλη... Αὐτοὶ (οἱ Ἕλληνες), ἀφοῦ ἀπέρριψαν τὴν ντροπὴ καὶ τὸν φόβο, ζωγραφίζουν στὰ σπίτια τους τὶς ἀσελγεῖς πράξεις τῶν δαιμόνων. Παραδομένοι στὴν ἀσέλγεια στολίζουν τοὺς θαλάμους τους μὲ ζωγραφικοὺς πίνακες τοποθετημένους ψηλὰ στὸν τοῖχο, θεωρῶντας εὐσέβεια τὴν ἀκολασία· καὶ ὅταν εἶναι ξαπλωμένοι στὸν καναπέ, ἀκόμη καὶ στὰ ἀγκαλιάσματά τους κυττάζουν ἐκείνη τὴ γυμνὴ Ἀφροδίτη, τὴν δεμένη κατὰ τὴν ἕνωσή της μὲ τὸν Ἄρη... Αὐτὰ εἶναι τὰ ἀρχέτυπα τῆς ἡδυπάθειάς σας, αὐτὲς εἶναι οἱ θεολογίες τῆς ὕβρεως, αὐτὲς εἶναι οἱ διδασκαλίες τῶν θεῶν ποὺ συμπορνεύουν μὲ σᾶς... Τέτοιες εἶναι καὶ οἱ ἄλλες εἰκόνες σας, δηλ. οἱ Πανίσκοι κι οἱ γυμνὲς Κόρες καὶ οἱ μεθυσμένοι Σάτυροι καὶ τὰ τεντωμένα μόρια» (53, 60, 61).
• «Ἂς ἐξετάσουμε τώρα καὶ τῶν φιλοσόφων τὶς δοξασίες περὶ τῶν θεῶν, γιὰ τὶς ὁποῖες καυχῶνται· ἴσως θὰ βροῦμε, ὅτι καὶ ἡ ἴδια ἡ φιλοσοφία ἀπὸ κενοδοξία εἰδωλοποιεῖ τὴν ὕλη ἢ ἴσως θὰ μπορέσουμε νὰ δείξου-
με κατ’ ἀκολουθία, ὅτι θεοποιῶντας κάποια δαιμόνια ὀνειρεύεται τὴν ἀλήθεια... Ὁ Κροτωνιάτης Ἀλκμαίων θεωροῦσε θεοὺς τοὺς ἀστέρες, ποὺ ἐνόμιζε ὅτι εἶναι εἴδωλα. ∆ὲν θὰ ἀποσιωπήσω τὴν ἀναισχυντία τους· ὁ Χαλκηδόνιος Ξενοκράτης δέχεται ἑπτὰ ἀστρικοὺς θεούς, τοὺς πλανῆτες, ὡς ὄγδοο δὲ θεὸ ὑπαινίσσεται τὸν κόσμο, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπ’ τὸ σύνολο τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων. Οὔτε θὰ προσπεράσω τοὺς Στωικούς, ποὺ λέγουν ὅτι τὸ θεῖο διήκει διὰμέσου ὅλης τῆς ὕλης, ἀκόμη καὶ τῆς ἀτιμότερης, οἱ ὁποῖοι καταισχύνουν μὲ τὴν ἀδεξιότητά τους ὅλη τὴν φιλοσοφία. Καὶ ἀφοῦ ἔφθασα ἐδῶ, δὲν θεωρῶ δύσκολο νὰ μνημονεύσω καὶ τοὺς Περιπατητικούς. Ὁ ἀρχηγὸς τῆς αἱρέσεως (Ἀριστοτέλης), ἐπειδὴ δὲν κατενόησε τὸν πατέρα τῶν ὅλων, τὸν καλούμενο ὕπατο, νομίζει ὅτι ὁ λεγόμενος ὕπατος εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ σύμπαντος· δηλαδὴ ἐκλαμβάνοντας ὡς θεὸ τὴν ψυχὴ τοῦ κόσμου, ἀντιφάσκει ὁ ἴδιος πρὸς τὸν ἑαυτό του. ∆ιότι αὐτὸς ποὺ περιορίζει τὴν πρόνοια ἕως τὴ σελήνη, ἔπειτα ἐκλαμβάνοντας τὸν κόσμο ὡς θεό, παρεκκλίνει δογματίζοντας ὡς θεὸ τὸν ἄμοιρο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος πάλι ὁ Ἐρέσιος Θεόφραστος, ὁ μαθητὴς τοῦ Ἀριστοτέλη, θεωρεῖ θεὸν ἄλλοτε τὸν οὐρανὸ κι ἄλλοτε τὸ πνεῦμα. Μόνο τὸν Ἐπίκουρο θὰ παραλείψω ἑκουσίως, διότι νομίζει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τίποτε, ἀσεβῶντας μὲ ὅλα ὅσα λέγει. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἡρακλείδης ὁ Ποντικός; ∆ὲν σύρεται κι αὐτὸς μερικὲς φορὲς πρὸς τὰ εἴδωλα τοῦ ∆ημοκρίτου;» (64, 66).
• «Ἀπὸ ποῦ, ὦ Πλάτων, ὑπαινίσσεσαι τὴν ἀλήθεια; Ἀπὸ ποῦ ἡ ἄφθονη χορηγία τῶν λόγων μαντεύει τὴν θεοσέβεια; Σοφώτερα, λέγει, εἶναι ἀπὸ αὐτοὺς τὰ γένη τῶν βαρβάρων. Γνωρίζω τοὺς διδασκάλους σου, ἔστω
κι ἂν θέλῃς νὰ τοὺς κρύψῃς· ἔμαθες τὴν γεωμετρία ἀπ’ τοὺς Αἰγυπτίους, τὴν ἀστρονομία ἀπ’ τοὺς Βαβυλώνιους, ἔλαβες τὶς σπουδαῖες ἐπῳδὲς ἀπ’ τοὺς Θρᾷκες, πολλὰ σὲ δίδαξαν οἱ Ἀσσύριοι, ἐνῷ τοὺς ἀληθινοὺς νόμους καὶ τὴν δοξασία περὶ τοῦ Θεοῦ τὰ χρωστᾷς στοὺς Ἑβραίους» (70,1). η. Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυς
• «Καὶ πραγματικὰ μᾶς λέει ψευδῶς, ὅτι δὲν θὰ μποροῦσαν οἱ ψυχές, ἂν δὲν μάθαιναν αὐτὰ ποὺ διδάσκει ἡ πανοῦργος σοφιστεία τῶν Ἑλλήνων, ποὺ διακρίνεται ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀοριστολογία καὶ ὀξύτητα καὶ ἡ σερνάμενη στὰ δικαστήρια ῥητορική τους, νὰ πλασθοῦν…» («∆ιάλογος μετὰ Τρύφωνος» 19,26.)
• «Ἀλλὰ μὴν τολμᾶτε νὰ τερατολογῆτε, γιὰ νὰ μὴν κατηγορηθῆτε ὅτι ξεμωραθήκατε, ὅπως οἱ Ἕλληνες.» («∆ιάλογος μετὰ τοῦ Τρύφωνος», 67,1,2.)
• «Κατάλαβέ το καλά, Τρύφων, ὅτι ὅσα διαστρέβλωσε ὁ διάβολος φρόντισε νὰ λεχθοῦν μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων.» («∆ιάλογος μετὰ τοῦ Τρύφωνος», 69,1,2.)
θ. Ὠριγένης
• «Ἐγὼ δὲν ἀρνοῦμαι, ὅτι ὁ Πλάτων, ἀφοῦ ἔμαθε τὶς φράσεις τοῦ “Φαίδρου” ἀπὸ κάποιους Ἑβραίους καὶ ἀκόμη ἀφοῦ ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ λόγια τῶν προφητῶν, παρέθεσε τὰ (δικά του) λόγια...» («Κατὰ Κέλσου», 6,19.)
• «Πῶς πραγματικὰ νὰ μὴν εἶναι μικρὸς αὐτὸς ποὺ λέει ὅτι δὲν ὑπάρχει (θεία) πρόνοια ἢ ὅτι τὰ πάντα ἀποτελοῦνται ἀπὸ ἄτομα καὶ κενὸ καὶ ποὺ λέει ἀκόμη τὶς ἠλιθιότητες καὶ φλυαρίες τῆς ἔξω (=ἑλληνικῆς) θεωρούμενης σοφίας; Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀληθινὰ μωρὸς καὶ οἱ θεωρίες αὐτὲς εἶναι ἀληθινὰ μωρές. Καὶ ἂν ἐξετάσῃς μὲ μιὰ καὶ μόνη ματιὰ κάθε ἑλληνικὴ καὶ βαρβαρικὴ φιλοσοφία, θὰ πῇς ὅτι στὰ σημεῖα ποὺ διαφωνεῖ πρὸς τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μωρία.» («Πεπραγμένα ἐκ τῶν ἔργων Βασιλείου καὶ Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ», 16,49.)
ι. Ἰωάννης ὁ ∆αμασκηνὸς
• «Τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς γιορτὲς οὔτε νὰ παίζῃς οὔτε νὰ χορεύῃς, γιατὶ τὰ παιχνίδια κι οἱ χοροὶ ἔργα τοῦ διαβόλου εἶναι. Οἱ Ἕλληνες, οἱ ἄθεοι καὶ οἱ πεπλανημένοι, ποὺ δὲν πίστευαν στὸ Θεό, ποὺ δὲν ἤλπιζαν μήτε Ἀνάσταση μήτε Κρίση, ἐκεῖνοι τὰ ἔκαμναν αὐτὰ καὶ χόρευαν καὶ ἔπιναν καὶ χαίρονταν μὲ τὰ παιχνίδια.» ια.ΚύριλλοςἹ ιεροσολύμων
• [Στὸ ἔργο του «Προκατηχήσεις»:] «Ἔχεις πολλοὺς ἐχθροὺς καὶ πρέπει νὰ ἔχῃς πολλὰ βέλη, γιατὶ πρὸς πολλοὺς θ’ ἀκοντίζῃς καὶ πρέπει νὰ μάθῃς πῶς θὰ κατακοντίζῃς τοὺς Ἕλληνες.»
ιβ.Ἀναστάσιοςὁ Σιναΐτης
• «Νὰ μὴν εἴμαστε μὲ τὰ λόγια εὐσεβεῖς καὶ στοὺς τρόπους Ἕλληνες. Εἶναι τιποτένιοι ἐκεῖνοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ τηροῦν μύθους ἑλληνικούς. Πῶς τολμοῦν καὶ μεταλαμβάνουν τὰ θεῖα μυστήρια, αὐτοὶ ποὺ εἶναι χειρότεροι τῶν Ἑλλήνων;»
Συναξάρια "Αγίων"
[Τ ὰ «Συναξάρια» ἀποτελοῦν ἐπίσημες βιογραφίες ἁγίων καὶ ἀπαρτίζουν τὰ διαβαζόμενα στὶς ἐκκλησίες «ἱερὰ γράμματα» μαζὶ μὲ τὸ «Ψαλτήρι», τοὺς ψαλμοὺς δηλαδὴ τῆς Παλαιᾶς ∆ιαθήκης. Τὰ ἀποσπάσματα ποὺ ἀκολουθοῦν, ἐλήφθησαν ἀπὸ τὶς ἐπίσημες ἐκδόσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.]• Ὁ ἅγιος Κορδᾶτος (7 Μαΐου) «ἐμβῆκεν εἰς τὸν ναὸν τῶν εἰδώλων καὶ κατεσύντριψεν ὅλα τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα εἴδωλα».
• Ὁ ὅσιος Ἀχίλλειος, ἐπίσκοπος Λαρίσης (16 Μαΐου), ποὺ ἔλαβε μέρος στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας τὸ 325, «πολλοὺς ναοὺς κατεκρήμνισε τῶν εἰδώλων, πολλὰς δὲ ἐκκλησίας ἔκτισεν ἐκ θεμελίων καὶ μὲ πάντα στολισμὸν τὰς ἐστόλισεν».
• Ὁ ἅγιος μεγαλομάρτυρας Θεόδωρος Τήρων (17 Φεβρουαρίου) «ἔκαμενἓν μέγα κατόρθωμα, ἐπειδὴ λαβὼν τὸ εἴδωλον τῆς μητρὸς τῶν θεῶν Ρέας, ὡς φλυαροῦσιν οἱ Ἕλληνες, ἔρριψεν αὐτὸ εἰς τὴν φωτιὰν καὶ τὸ κατέκαυσεν».
• Ὁ ἅγιος Ἀνδρόνικος καὶ ἡ ὑπερθαύμαστος Ἰουνία (17 Μαΐου), ἡ ὁποία εἶχε νεκρωθῆ γιὰ τὸν κόσμο καὶ ζοῦσε μόνο γιὰ τὸν Χριστό, γύριζαν τὴν οἰκουμένη ὡσὰν νὰ εἶχαν πτερὰ καὶ «τοὺς μὲν ναοὺς τῶν εἰδώλων κατέστρεφαν, ἐκκλησίας δὲ θείας ἔκτισαν πανταχοῦ».
• Ὁ ἅγιος Μᾶρκος, ἐπίσκοπος Ἀρεθουσίων (σημερινὴ Ρεντίνα τῆς Μακεδονίας), κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου (328) «ἐκρήμνισεν ἕνα ναὸν τῶν εἰδώλων καὶ ἐποίησεν αὐτὸν ἐκκλησίαν».
• Ὁ ἅγιος Ἀδριανὸς ὁ νέος (17 Ἀπριλίου), μιὰ μέρα ποὺ οἱ Ἕλληνες ἔκαναν θυσίες, «ἔτρεξε καὶ ἐκρήμνισε τὸν βωμὸν καὶ τὰς θυσίας, ὅσαι ἦσαν ἐπάνω εἰς αὐτόν, ἔχυσε καὶ τὴν φωτιὰν διεσκόρπισεν».
• Ὁ ὅσιος Μάρων (14 Φεβρουαρίου) πῆγε νὰ ζήσῃ στὴν κορυφὴ ἑνὸς βουνοῦ στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ὑπῆρχε ναὸς τὸν ὁποῖο τιμοῦσαν οἱ Ἕλληνες. «Ὅθεν καὶ τὸν ναὸν τῶν δαιμόνων, ὅστις ἦτο ἐκεῖ κτισμένος ἀπὸ ἐκείνους, καθιερώσας εἰς τὸν Θεόν, ἐν αὐτῷ ἐκατοίκησε.»
• Ἡ ἁγία Μαγέλχθα (5 Ὀκτωβρίου), καίτοι Περσίδα καὶ ἱέρεια τοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος, διδάχθηκε τὰ μυστήρια τῶν χριστιανῶν ἀπὸ κάποιον ἄγγελο θεοῦ, ποὺ τὴν ἐπισκέφτηκε στὸ ὄνειρό της, καὶ βαπτίστηκε χριστιανή. Τότε οἱ Ἕλληνες(;) ἔγιναν πῦρ καὶ μανία καὶ τὴν σκότωσαν διὰ λιθοβολισμοῦ. Τέλος ὁ ἐκεῖ ἐπίσκοπος πῆγε στὸν βασιλέα τῶν Περσῶν «καὶ ἔλαβε ἀπὸ αὐτὸν ἐξουσίαν νὰ κρημνίσῃ μὲν τὸν ναὸν τῆς Ἀρτέμιδος, νὰ οἰκοδομήσῃ δὲ εἰς αὐτὸν ἐκκλησίαν τῆς ἁγίας μάρτυρος ταύτης Μαγέλχθας. Τοῦτο οὖν ποιήσας, ἀπεθησαύρισεν ἐν τῇ νεοκτίστῳ ἐκκλησίᾳ τὸ τίμιον αὐτῆς λείψανον».
• Ὁ ἅγιος Καισάριος (7 Ὀκτωβρίου) ἔφθασε ἀπὸ τὴν Ἀφρικὴ στὴν πόλη Ταρακηνὴ κι ὅταν εἶδε «τὰς μυσαρὰς θυσίας τῶν Ἑλλήνων, ἔπτυσεν ἐπάνω εἰς αὐτὰς καὶ τὰς κατεπάτησεν». Τὸν ἔρριξαν στὴν φυλακὴ καὶ λίγες ἡμέρες ἀργότερα τὸν ἔβγαλαν, γιὰ νὰ τὸν πᾶνε στὸν Ρωμαῖο ἀνθύπατο. Μόλις ὅμως πέρασαν μπροστὰ ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ Απόλλωνος, «προσηυχήθη ὁ ἅγιος, καὶ εὐθὺς ἔπεσεν ὁ ναὸς ἀπὸ τὰ θεμέλια καὶ κατεπλάκωσε μέσα τὸν ἀρχιερέα τῶν εἰδώλων καὶ ἄλλους πολλούς».
• Ὁ ἅγιος Πασικράτης (24 Ἀπριλίου), μόλις εἶδε τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνος, «ἐπῆγε πλησίον αὐτοῦ καὶ τὸ ἔπτυσεν, εἰπὼν ὅτι αὐτὴ ἡ τιμὴ πρέπει εἰς αὐτόν».
• Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Μάρκελλος (14 Αὐγούστου) στὴν Ἀπάμεια τῆς Συρίας «ἐπολιτεύθη δικαίως καὶ ὁσίως» καὶ ἔγινε «θερμὸς τῆς τοῦ Χριστοῦ πίστεως ζηλωτής, ἐκκλησίας μὲν καὶ θείους ναοὺς εἰς δόξαν θεοῦ κτίζων, τοὺς δὲ ναοὺς τῶν εἰδώλων κατακρημνίζων». Ὑπῆρχε ὅμως ἕνας «εἰδωλικὸς ναὸς» τοῦ ∆ιός, ποὺ ὁ «δαίμων» ποὺ κατοικοῦσε μέσα σ’ αὐτὸν δὲν ἄφηνε οὔτε νὰ καῇ οὔτε νὰ γκρεμιστῇ μὲ μηχανή. Ὁ ἅγιος πῆρε ὕδωρ, τὸ εὐλόγησε καὶ ράντισε μ’ αὐτὸ τὰ ξύλα ποὺ εἶχε στοιβάξει μέσα στὸν ναό. «Ἐπειδὴ δὲ ὁ δαίμων δὲν ἐδυνήθη πλέον νὰ φέρῃ ἐμπόδιον, ἤναψαν τὰ ξύλα καὶ κατέκαυσαν τὸν ναόν.»
• Ὁ ἅγιος Εὐψύχιος (9 Ἀπριλίου) «ἀνάψας ὑπὸ θεϊκοῦ ζήλου καὶ πολλοὺς χριστιανοὺς παραλαβὼν ἐπῆγε καὶ ἐκρήμνισεν ἐκ θεμελίων τὸν ἑλληνικὸν ναόν, ὅστις ἐπωνομάζετο τῆς Τύχης, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε προσπάθειαν καὶ ἀγάπην ὁ ἐπάρατος Ἰουλιανὸς προσφέρων εἰς αὐτὸν καθ’ ἑκάστην ἡμέραν θυσίας».
• Ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος τοῦ Ἀλφαίου (9 Ὀκτωβρίου), ἕνας ἀπὸ τοὺς 12 ἀποστόλους, «ἐξελθὼν εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου κατέστρεφε τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων, ὑπὸ τοῦ θείου ζήλου πυρπολούμενος».
• Ὁ ἅγιος Σωκράτης (21 Ὀκτωβρίου) μία μέρα ποὺ «οἱ Ἕλληνες εἶχον μίαν πάνδημον ἑορτὴν καὶ ἐπροσκύνουν τὰ εἴδωλα, τότε, λέγω, ὁ θεῖος Σωκράτης γεμίσας ἀπὸ ἕναν θεϊκὸν ζῆλον ἐπῆγε καὶ κατεκρήμνισε τὸν βωμὸν καὶ τὰς ἐν τῷ βωμῷ θυσίας».
• Οἱ ἅγιοι Γάιος, ∆άσιος καὶ Ζωτικὸς (21 Ὀκτωβρίου), ποὺ ζοῦσαν στὴν πόλη Νικομήδεια, «ἀνέλαβον ζῆλον θεῖον εἰς τὴν καρδίαν αὐτῶν καὶ ἀπελθόντες κατεκρήμνισαν τὰ εἰς τοὺς ναοὺς τῶν Ἑλλήνων εὑρισκόμενα εἴδωλα».
• Ὁ ἅγιος Μαρῖνος (17 Μαρτίου) «βλέπων τοὺς εἰδωλολάτρας προσφέροντας θυσίας ὄχι μόνον εἰς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ ἑρπετὰ καὶ βδελυρὰ ζωύφια, ἄναψεν ἀπὸ θεϊκὸν ζῆλον καὶ ἐνῷ οἱ Ἕλληνες ἐτέλουν ἑορτὴν εἰς τὰ ἄψυχα εἴδωλα, ὥρμησε καὶ κατεκρήμνισε τὸν βωμὸν καὶ τὰς ἐν αὐτῷ θυσίας κατεπάτησε».
• Ὁ ἅγιος μάρτυς Ἀντώνιος (9 Νοεμβρίου) βλέποντας τοὺς Ἕλληνες νὰ ἔρχωνται στὸν ναὸ τῶν εἰδώλων, τοὺς συμβούλευσε νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνη τους. Ἐκεῖνοι δὲν τὸν ἄκουγαν κι αὐτὸς ἀποθαρρυμένος ἔφυγε γιὰ τὴν ἔρημο, βρῆκε ἕναν ἀναχωρητὴ καὶ ἔζησε μαζί του τρία χρόνια. Κατόπιν κατέβηκε στὴν πόλη, ὅπου κατοικοῦσε «ὁ πεπλανημένος ἐκεῖνος λαὸς τῶν εἰδωλολατρῶν Ἑλλήνων» καὶ ἐνῷ «ἑώρταζαν τοὺς δαίμονας», μπῆκε στὸν ναὸ «καὶ συνέτριψεν ὅλα τὰ εἴδωλα».
β. Ὁ Συναξαριστὴς τοῦ ἁγίου Πορφυρίου
[Βιογραφία τοῦ ἁγίου Πορφυρίου, ἐπισκόπου Γάζης, ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ζῆτρος μὲ συνεπικουρία τῆς μονῆς Σίμωνος Πέτρας στὰ πλαίσια τῆς ἔκδοσης βασικῶν ἔργων βυζαντινῶν συγγραφέων.]
• «...πλεῖστα θαύματα ποιήσας, πολλοὺς τῶν Ἑλλήνων καὶ Ἰουδαίων ἐβάπτισε καὶ πάντας τοὺς ναοὺς τῶν εἰδώλων καταστρέψας, ἐκκλησίας ἁγίων ἔκτισε, καὶ οὕτω καλῶς βιώσας, πρὸς θεὸν ἐξεδήμησε, κληρονομήσας τὴν
αἰώνιον ζωήν».
• «Οἱ δὲ χριστιανοὶ μετὰ χαρᾶς μεγάλης ἀνευφήμουν τοὺς βασιλεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντας. Εὐθέως δὲ ὥρμησαν μετὰ τῶν ἀρχόντων καὶ τῶν ταγμάτων καὶ κατέστρεψαν τὰ εἰδωλεῖα («ἑλληνικοὶ ναοί, ἱερὰ καὶ βωμοί). Ἦσαν δὲ ἐν τῇ πόλει ναοὶ εἰδώλων δημόσιοι ὀκτώ, τοῦ τε Ἡλίου καὶ τῆς Ἀφροδίτης καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Κόρης καὶ τῆς Ἑκάτης καὶ τὸ λεγόμενον Ἡρωεῖον καὶ τῆς Τύχης τῆς πόλεως, ὃ ἐκάλουν Τυχαῖον, καὶ τὸ Μαρνεῖον, ὃ ἔλεγον εἶναι τοῦ Κρηταγενοῦς ∆ιός, ὃ ἐνόμιζον εἶναι ἐνδοξώτερον πάντων τῶν ἱερῶν τῶν ἁπανταχοῦ» (κεφ. 64).
• «Μετὰ δὲ ταῦτα καὶ τῶν οἰκιῶν ἐγένετο ἔρευνα. Πολλὰ γὰρ ὑπῆρχον εἴδωλα ἐν πλείσταις αὐλαῖς, καὶ τὰ εὑρισκόμενα τὰ μὲν πυρὶ παρεδίδοντο, τὰ δὲ εἰς βόρβορον ἐρρίπτοντο. Εὑρίσκοντο δὲ καὶ βιβλία πεπληρωμένα γοητείας, ἅτινα ἱερὰ αὐτοὶ ἔλεγον. Ἐξ ὧν τὰς τελετὰς καὶ τὰ ἄλλα ἀθέμιτα ἐποίουν οἱ τῆς εἰδωλομανίας, καὶ αὐτὰ δὲ ὁμοίως ἴσα τοῖς θεοῖς αὐτῶν ἔπα σχον» (κεφ. 71).
• «Ἐκ διαφόρων γὰρ αἱρέσεων καὶ δογμάτων ἑλληνικῶν συνέστησαν ταύτην αὐτῶν τὴν κακοδοξίαν, βουλόμενοι πανούργως καὶ δολίως πάντας προσλαβέσθαι. Θεοὺς γὰρ πολλοὺς λέγουσιν, ἵνα Ἕλλησιν ἀρέσωσιν, ἔτι
δὲ καὶ γένεσιν καὶ εἱμαρμένην καὶ ἀστρολογίαν φάσκουσιν, ἵνα ἀδεῶς ἁμαρτά νωσιν, ὡς μὴ ὄντως ἐν ἡμῖν τοῦ ἁμαρτάνειν ἀλλὰ ἐξ ἀνάγκης τῆς εἱμαρμένης.» (κεφ. 85).
• «Τὰ γὰρ Φιλιστίωνος τοῦ σκηνικοῦ καὶ Ἡσιόδου καὶ ἄλλων λεγομένων φιλο σόφων συμμίξαντες τοῖς τῶν χριστιανῶν, τὴν ἑαυτῶν αἵρεσιν συνεστήσαντο. Ὥσπερ ζωγράφος, ἐκ διαφόρων χρωμάτων μῖξιν ποιῶν, ἀποτελεῖ δοκήσει ἄνθρωπον ἢ θη ρίον ἢ ἄλλο τι πρὸς ἀπάτην τῶν θεωρούντων, ἵνα δόξῃ τοῖς μὲν μωροῖς καὶ ἀνοήτοις ἀληθῆ τυγχάνειν, τοῖς δὲ νοῦν ἔχουσι σκιὰ καὶ ἀπάτη καὶ ἐπίνοια ἀνθρωπίνη.»
γ. Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς
[Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἦταν ἀρχηγὸς τῆς μοναστικῆς κίνησης τῶν Ἡσυχαστῶν (τελευταῖοι αἰῶνες τοῦ Βυζαντίου).]
• «Οἱ “Σωκράτεις” καὶ “Πλάτωνες” πρέπει νὰ παραμερισθοῦν ἀπὸ τὸ νοῦ σου.» (Ἐπιστολή του πρὸς τὸν μοναχὸ Βαρλαάμ.)
Κανόνες Οικουμενικών Συνόδων
Οἱ ἑπτὰ ἀναθεματισμοὶ κατὰ τοῦ Ἑλληνισμοῦ[Περιέχονται στὸ «Συνοδικὸν τῆς Ἁγίας Ζ΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας» (787 μ.Χ.). Τὰ ἀναθέματα αὐτὰ ἀναγινώσκονται καὶ σήμερα κάθε χρόνο τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας στὶς ἑλληνικὲς ἐκκλησίες.]
- «Τοῖς φρονοῦσι καὶ λέγουσι κτιστὴν εἶναι πᾶσαν φυσικὴν δύναμιν καὶ ἐνέργειαν τῆς τρισυποστάτου θεότητος, ὡς κτιστὴν ἐκ τούτου πάντως καὶ αὐτὴν τὴν θείαν οὐσίαν ἀναγκαζομένοις δοξάζειν · κτιστὴ γὰρ κατὰ τοὺς Ἁγίους ἐνέργεια, κτιστὴν δηλώσει καὶ φύσιν, ἄκτιστον δὲ χαρακτηρίζει οὐσίαν, κἀντεῦθεν ἤδη κινδυνεύουσι εἰς ἀθεΐαν παντελῆ περιπίπτειν, καὶ τὴν ἑλληνικὴν μυθολογίαν καὶ τοῖς τὴν τῶν κτισμάτων λατρείαν, τῇ καθαρᾷ καὶ ἀμώμῳ τῶν χριστιανῶν πίστει προστριβομένοις, μὴ ὁμολογοῦσι δὲ κατὰ τὰς ἁγίας θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα, ἄκτιστον εἶναι πᾶσαν φυσικὴν δύναμιν καὶ ἐνέργειαν τῆς τρισυποστάτου θεότητος· ἀνάθεμα τρίς.»
[Οἱ φιλοσοφικὲς ἀπόψεις περὶ «κτιστοῦ» καὶ «ἄκτιστου», ποὺ ἀναθεματίζονται ἐδῶ, ἀνήκουν στοὺς Ὀρφέα, Θαλῆ, Ἀναξίμανδρο, Ἀναξιμένη, Πυθαγόρα, Ξενοφάνη, Παρμενίδη, Ζήνωνα, Ἐμπεδοκλῆ, Ἡράκλειτο, Ἀναξαγόρα, ∆ημόκριτο, Σωκράτη, Πλάτωνα κ.ἄ.]
- «Τοῖς τὰ ἑλληνικὰ διεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς δόξαις αὐτῶν ταῖς ματαίαις ἑπομένοις, καὶ ὡς ἀληθέσι πιστεύουσι καὶ οὕτως αὐταῖς ὡς τὸ βέβαιον ἐχούσαις ἐγκειμένοις, ὥστε ἑτέρους ποτὲ μὲν λάθρα, ποτὲ δὲ φανερῶς ἐνάγειν αὐταῖς καὶ διδάσκειν ἀνενδοιάστως· ἀνάθεμα τρίς.»
- «Τοῖς μετὰ τῶν ἄλλων μυθικῶν πλασμάτων, ἀφ’ ἑαυτῶν καὶ τὴν καθ’ ἡμᾶς κλίσιν μεταπλάττουσι, καὶ τὰς πλατωνικὰς ἰδέας ὡς ἀληθεῖς δεχομένοις καὶ ὡς αὐθυπόστατον τὴν ὕλην παρὰ τῶν ἰδίων μορφοῦσθαι λέγουσι, καὶ προφανῶς διαβάλλουσι τὸ αὐτεξούσιον τοῦ ∆ημιουργοῦ, τοῦ ἀπὸ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγαγόντος τὰ πάντα, καὶ ὡς ποιητοῦ πᾶσιν ἀρχὴν καὶ τέλος ἐπιτιθέντος ἐξουσιαστικῶς καὶ δεσποτικῶς· ἀνάθεμα τρίς.»
- «Τοῖς δεχομένοις καὶ παραδιδοῦσι τὰ μάταια καὶ ἑλληνικὰ ῥήματα, ὅτι τε προΰπαρξίς ἐστι τῶν ψυχῶν, καὶ οὐκ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὰ πάντα ἐγένετο καὶ πα ρήχθησαν, ὅτι τέλος ἐστὶ τῆς κολάσεως ἡ ἀποκατάστασις αὖθις τῆς κτίσεως, καὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, καὶ διὰ τῶν τοιούτων λόγων τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν λυομένην πάντως, καὶ παράγουσαν εἰσάγουσιν, ἣν αἰωνίαν καὶ ἀκατάλυτον αὐτός τε ὁ Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν ἐδίδαξε καὶ παρέδοτο καὶ διὰ πάσης τῆς Παλαιᾶς καὶ Νέας Γραφῆς ἡμεῖς παρελάβομεν ὅτι καὶ ἡ κόλασις ἀτελεύτητος καὶ ἡ βασιλεία ἀΐδιος, διὰ δὲ τῶν τοιούτων λόγων ἑαυτούς τε ἀπολλύουσι, καὶ ἑτέροις αἰωνίας κατα δίκης προξένους γινομένοις· ἀνάθεμα τρίς.»
- «Τοῖς εὐσεβεῖν μὲν ἐπαγγελλομένοις, τὰ τῶν Ἑλλήνων δὲ δυσσεβῆ δόγματα τῇ ὀρθοδόξῳ καὶ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ περί τε ψυχῶν ἀνθρωπίνων, καὶ οὐρανοῦ καὶ γῆς, καὶ τῶν ἄλλων κτισμάτων ἀναιδῶς ἢ μᾶλλον ἀσεβῶς
ἐπεισάγουσιν · ἀνάθεμα τρίς.»
- «Τοῖς τὴν μωρὰν τῶν ἔξωθεν (= Ἑλλήνων) φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμῶσι, καὶ τοῖς καθηγηταῖς αὐτῶν ἑπομένοις, καὶ τάς τε μετεμψυχώσεις τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, ἢ καὶ ὁμοίως τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ταύτας ἀπόλλυσθαι, καὶ εἰς τὸ μηδὲν χωρεῖν δεχομένοις καὶ διὰ τοῦτο ἀνάστα σιν, καὶ κρίσιν, καὶ τὴν τελευταίαν τῶν βεβι ωμένων ἀνταπόδοσιν ἀθετοῦσιν · ἀνάθεμα τρίς.»
- «Τοῖς λέγουσιν ὅτι οἱ τῶν Ἑλλήνων σοφοὶ καὶ πρῶτοι τῶν αἱρεσιαρχῶν, οἱ παρὰ τῶν ἑπτὰ ἁγίων καὶ καθολικῶν συνόδων, καὶ παρὰ πάντων τῶν ἐν Ὀρθοδοξίᾳ λαμψάντων πατέρων ἀναθέματι καθυποβληθέντες, ὡς ἀλλότριοι τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας διὰ τὴν ἐν λόγοις αὐτῶν κίβδηλον καὶ ῥυπα ρὰν περιουσίαν κρείττονές εἰσι κατὰ πολύ, καὶ ἐνταῦθα καὶ ἐν τῇ μελλούσῃ κρίσει, καὶ τῶν εὐσεβῶν μὲν καὶ ὀρθοδόξων ἀνδρῶν, ἄλλως δὲ κατὰ πάθος ἀνθρώπινον ἢ ἀγνόημα πλημμελησάντων · ἀνάθεμα τρίς.»
Πηδάλιον
[Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει τὴν ἐπίσημη
«Κανονικὴ Συλλογή» της, τὸ «Πηδάλιον», ἡ ὁποία περιέχει τοὺς θείους καὶ
ἱεροὺς κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τοπικῶν
συνόδων καὶ τῶν θείων Πατέρων, στοὺς ὁποίους προσφεύγουν οἱ κληρικοί
της καὶ οἱ ἱεροψάλτες της, γιὰ νὰ ἀσκήσουν «κανονικά» τὰ ἐκκλησιαστικά
τους καθήκοντα. Εἶναι ἔργο τῶν ἁγίων Ἀγαπίου καὶ Νικοδήμου καὶ ἐκδίδεται
ἀπὸ τὶς ἐπίσημες ἐκδόσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.]
ΚΑΝΩΝ Ζ΄
• «τούτους, λέγω, πάντας ὡς Ἕλληνας δεχόμεθα, ἤτοι ὡς πάντῃ ἀβαπτίστους, διότι αὐτοὶ ἢ τελείως δὲν ἐβαπτίσθησαν ἢ ἐβαπτίσθησαν μέν, ὄχι ὅμως ὀρθῶς καὶ καθὼς βαπτίζονται οἱ ὀρθόδοξοι...»
ΚΑΝΩΝ ΞΒ΄
• «Καλάνδαι ὀνομάζονται αἱ πρῶται ἡμέραι τοῦ κάθε μηνός, εἰς τὰς ὁποίας οἱ Ἕλληνες ἐσυνήθιζον νὰ ἑορτάζουν, διὰ νὰ ἀπερνοῦν τάχα ὅλον τὸν μῆνα μὲ εὐθυμίαν· καὶ τὰ Βοτὰ δέ, καὶ Βρουμάλια, ἑλληνικαὶ ἦτον ἑορταί, τὰ μὲν Βοτά, ἤτοι βοσκήματα καὶ πρόβατα, εἰς τιμὴν τοῦ θεοῦ Πανός, ὅς τις ἐνομίζετο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας ὅτι εἶναι ἔφορος τῶν προβάτων καὶ τῶν λοιπῶν ζῴων· τὰ δὲ Βρουμάλια, εἰς τιμὴν τοῦ ∆ιονύσου· Βρόμιος γὰρ ἦτο
τοῦ ∆ιονύσου ἐπίθετον κοντὰ εἰς τοὺς Ἕλληνας ἀπὸ τὸν βρόμον, ὁποῦ σημαίνει τὸν ἦχον καὶ τὴν βροντήν, ὀνομαζόμενος. Τοῦτον δὲ οἱ Ῥωμαῖοι Βρουμάλιον ὠνόμαζον, ἤγουν τὸν βρόμον · καὶ τὴν ἑορτὴν Βρουμάλια, πληθυντικῶς, ὁποὺ εἶναι τὸ ἴδιον, ὡσὰν τὰ ∆ιονύσια, καθὼς τὰ ἔλεγον οἱ Ἕλληνες. Προστάζει λοιπὸν ὁ παρὼν Κανών, ὅτι τὰ τοιαῦτα Ἑλληνικά, ἀλλὰ δὴ καὶ ἡ κατὰ τὴν πρώτην Μαρτίου τελουμένη πανήγυρις, διὰ τὴν εὐκρασίαν τάχα τοῦ ἔαρος, νὰ ἀσηκωθοῦν ὁλοτελῶς ἀπὸ τὴν πολιτείαν τῶν Χριστιανῶν. Μήτε χοροὶ ἁπλῶς δημόσιοι γυναικῶν νὰ γίνωνται, οὔτε ἑορταὶ καὶ χοροὶ ἀπὸ ἄνδρας ἤ γυναῖκας εἰς ὄνομα τῶν Ἑλλήνων ψευδοθεῶν. Ὁρίζει δὲ πρὸς τούτοις, ὅτι μήτε ἄνδρας νὰ φορῇ ῥοῦχα γυναικεῖα, οὔτε γυναῖκα ῥοῦχα ἀνδρίκια· ἀλλὰ μήτε νὰ μουρόνωνται μὲ μουτσούνας καὶ προσωπίδας Κωμικάς, ἤτοι παρακινούσας εἰς γέλωτας, ἢ Τραγικάς, ἤτοι παρακινούσας εἰς θρήνους καὶ δάκρυα, ἢ Σατυρικάς, ἤτοι ἰδίας τῶν Σατύρων καὶ Βάκχων, οἵτινες εἰς τιμὴν τοῦ ∆ιονύσου, ὡς ἐκστατικοὶ καὶ δαιμονισμένοι, ἐχόρευον· καὶ ὅτι τινὰς νὰ μὴν ἐπικαλῆται τὸ ὄνομα τοῦ σιχαμεροῦ ∆ιονύσου (ὅς τις ἐνομίζετο πὼς ἦτο δοτὴρ τοῦ οἴνου καὶ ἔφορος), ὅταν πατῶνται τὰ σταφύλια εἰς τοὺς ληνούς, μήτε νὰ γελᾷ καὶ νὰ καγχάζῃ, ὅταν βάλλεται ὁ νέος οἶνος εἰς τὰ πιθάρια. Λοιπὸν ὅποιος ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς, ἀφ' οὗ ἔμαθε περὶ τούτων, ἐν γνώσει ἐπιχειρήσῃ νὰ κάμῃ κἀνένα ἀπὸ τὰ προῤῥηθέντα ταῦτα δαιμονιώδη καὶ Ἑλληνικά, εἰ μὲν εἶναι Κληρικός, ἂς καθαίρεται, εἰ δὲ λαϊκός, ἂς ἀφορίζεται.»
ΚΑΝΩΝ ΞΕ΄
• «Ἐπειδὴ καὶ κατὰ μίμησιν τῶν Ἑλλήνων καὶ ἐθνικῶν μερικοὶ Χριστιανοὶ ἄναπταν ἔμπροσθεν εἰς τὰ ἐργαστήρια καὶ οἰκίας των πυρκαϊάς, τὰς ὁποίας ἐπήδων καὶ διεπέρνων ἐπάνωθεν, ἡ Σύνοδος αὐτὴ τοὺς μὲν κληρικούς, ὅπου πράξουν τοιοῦτον εἰς τὸ ἑξῆς, καθαιρεῖ, τοὺς δὲ λαϊκοὺς ἀφορίζει. Θέλουσα δὲ νὰ δείξῃ ὅτι, ἂν τὰ τοιαῦτα ἑλληνικὰ ἔθη γινόμε- να παρὰ τῶν ἀτελῶν Ἰουδαίων ἐκίνουν τὸν Θεὸν εἰς ἀγανάκτησιν καὶ ὀργήν, πόσῳ μᾶλλον αὐτὸν παροργίζουν, ὅταν γίνωνται ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς τοὺς τελείους καὶ τοῦ Εὐαγγελίου μαθητάς...»
ΚΑΝΩΝ Ζ΄
• «τούτους, λέγω, πάντας ὡς Ἕλληνας δεχόμεθα, ἤτοι ὡς πάντῃ ἀβαπτίστους, διότι αὐτοὶ ἢ τελείως δὲν ἐβαπτίσθησαν ἢ ἐβαπτίσθησαν μέν, ὄχι ὅμως ὀρθῶς καὶ καθὼς βαπτίζονται οἱ ὀρθόδοξοι...»
ΚΑΝΩΝ ΞΒ΄
• «Καλάνδαι ὀνομάζονται αἱ πρῶται ἡμέραι τοῦ κάθε μηνός, εἰς τὰς ὁποίας οἱ Ἕλληνες ἐσυνήθιζον νὰ ἑορτάζουν, διὰ νὰ ἀπερνοῦν τάχα ὅλον τὸν μῆνα μὲ εὐθυμίαν· καὶ τὰ Βοτὰ δέ, καὶ Βρουμάλια, ἑλληνικαὶ ἦτον ἑορταί, τὰ μὲν Βοτά, ἤτοι βοσκήματα καὶ πρόβατα, εἰς τιμὴν τοῦ θεοῦ Πανός, ὅς τις ἐνομίζετο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας ὅτι εἶναι ἔφορος τῶν προβάτων καὶ τῶν λοιπῶν ζῴων· τὰ δὲ Βρουμάλια, εἰς τιμὴν τοῦ ∆ιονύσου· Βρόμιος γὰρ ἦτο
τοῦ ∆ιονύσου ἐπίθετον κοντὰ εἰς τοὺς Ἕλληνας ἀπὸ τὸν βρόμον, ὁποῦ σημαίνει τὸν ἦχον καὶ τὴν βροντήν, ὀνομαζόμενος. Τοῦτον δὲ οἱ Ῥωμαῖοι Βρουμάλιον ὠνόμαζον, ἤγουν τὸν βρόμον · καὶ τὴν ἑορτὴν Βρουμάλια, πληθυντικῶς, ὁποὺ εἶναι τὸ ἴδιον, ὡσὰν τὰ ∆ιονύσια, καθὼς τὰ ἔλεγον οἱ Ἕλληνες. Προστάζει λοιπὸν ὁ παρὼν Κανών, ὅτι τὰ τοιαῦτα Ἑλληνικά, ἀλλὰ δὴ καὶ ἡ κατὰ τὴν πρώτην Μαρτίου τελουμένη πανήγυρις, διὰ τὴν εὐκρασίαν τάχα τοῦ ἔαρος, νὰ ἀσηκωθοῦν ὁλοτελῶς ἀπὸ τὴν πολιτείαν τῶν Χριστιανῶν. Μήτε χοροὶ ἁπλῶς δημόσιοι γυναικῶν νὰ γίνωνται, οὔτε ἑορταὶ καὶ χοροὶ ἀπὸ ἄνδρας ἤ γυναῖκας εἰς ὄνομα τῶν Ἑλλήνων ψευδοθεῶν. Ὁρίζει δὲ πρὸς τούτοις, ὅτι μήτε ἄνδρας νὰ φορῇ ῥοῦχα γυναικεῖα, οὔτε γυναῖκα ῥοῦχα ἀνδρίκια· ἀλλὰ μήτε νὰ μουρόνωνται μὲ μουτσούνας καὶ προσωπίδας Κωμικάς, ἤτοι παρακινούσας εἰς γέλωτας, ἢ Τραγικάς, ἤτοι παρακινούσας εἰς θρήνους καὶ δάκρυα, ἢ Σατυρικάς, ἤτοι ἰδίας τῶν Σατύρων καὶ Βάκχων, οἵτινες εἰς τιμὴν τοῦ ∆ιονύσου, ὡς ἐκστατικοὶ καὶ δαιμονισμένοι, ἐχόρευον· καὶ ὅτι τινὰς νὰ μὴν ἐπικαλῆται τὸ ὄνομα τοῦ σιχαμεροῦ ∆ιονύσου (ὅς τις ἐνομίζετο πὼς ἦτο δοτὴρ τοῦ οἴνου καὶ ἔφορος), ὅταν πατῶνται τὰ σταφύλια εἰς τοὺς ληνούς, μήτε νὰ γελᾷ καὶ νὰ καγχάζῃ, ὅταν βάλλεται ὁ νέος οἶνος εἰς τὰ πιθάρια. Λοιπὸν ὅποιος ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς, ἀφ' οὗ ἔμαθε περὶ τούτων, ἐν γνώσει ἐπιχειρήσῃ νὰ κάμῃ κἀνένα ἀπὸ τὰ προῤῥηθέντα ταῦτα δαιμονιώδη καὶ Ἑλληνικά, εἰ μὲν εἶναι Κληρικός, ἂς καθαίρεται, εἰ δὲ λαϊκός, ἂς ἀφορίζεται.»
ΚΑΝΩΝ ΞΕ΄
• «Ἐπειδὴ καὶ κατὰ μίμησιν τῶν Ἑλλήνων καὶ ἐθνικῶν μερικοὶ Χριστιανοὶ ἄναπταν ἔμπροσθεν εἰς τὰ ἐργαστήρια καὶ οἰκίας των πυρκαϊάς, τὰς ὁποίας ἐπήδων καὶ διεπέρνων ἐπάνωθεν, ἡ Σύνοδος αὐτὴ τοὺς μὲν κληρικούς, ὅπου πράξουν τοιοῦτον εἰς τὸ ἑξῆς, καθαιρεῖ, τοὺς δὲ λαϊκοὺς ἀφορίζει. Θέλουσα δὲ νὰ δείξῃ ὅτι, ἂν τὰ τοιαῦτα ἑλληνικὰ ἔθη γινόμε- να παρὰ τῶν ἀτελῶν Ἰουδαίων ἐκίνουν τὸν Θεὸν εἰς ἀγανάκτησιν καὶ ὀργήν, πόσῳ μᾶλλον αὐτὸν παροργίζουν, ὅταν γίνωνται ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς τοὺς τελείους καὶ τοῦ Εὐαγγελίου μαθητάς...»
• «Γίνονται δὲ οἱ Κλήδονες οὗτοι κατὰ τὸ Γενέσιον τοῦ Προδρόμου, καθὼς καὶ οἱ πυρκαϊαὶ ἔμπροσθεν εἰς τὰς θύρας τῆς κάθε οἰκίας, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἐμποδισθοῦν μὲ ἐπιτίμια ἀφορισμῶν ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ
τοὺς πνευματικούς, ὁμοίως καὶ οἱ Μάιοι, ἤτοι τὰ διάφορα ἄνθη καὶ λουλούδια, ὅπου βάνουσί τινες εἰς τὰς θύρας των τὴν α΄ (1η) Μαΐου, ἐπειδὴ καὶ αὐτὴ εἶναι συνήθεια ἑλληνικὴ καὶ ἐθνικὴ καὶ ἀλλοτρία ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, καθὼς καὶ ὁ ἀοίδιμος ἐκεῖνος Πατριάρχης Μιχαήλ, ὁ τῶν φιλοσόφων ὕπατος, ἔλαβε μεγάλην ἐπιμέλειαν καὶ κατήργησε πάντα τὰ τοιαῦτα σατανικὰ καὶ ἑλληνικὰ ἐπιτηδεύματα.» (Ὑποσημείωση 1 στὴν ἑρμηνεία τοῦ Κανόνα ΞΕ΄.)
ΚΑΝΩΝ ΟΑ΄
• «Καθὼς οἱ ἀφρονέστεροι ἀπὸ τοὺς σοφοὺς τῶν Ἀθηναίων ἐσυνήθιζον, ὡς γράφει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος εἰς τὸν ἐπιτάφιον τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, νὰ μάχωνται μὲ τοὺς ἐναντίους αὐτοῖς, καὶ νὰ καταπιάνουσι τὰς πόλεις καὶ τὰς ὁδούς, καὶ ἄλλα τοιαῦτα νὰ κάμουν συνήθη εἰς τοὺς νέους σοφιστάς· τοιουτοτρόπως καὶ οἱ τοὺς πολιτικοὺς νόμους διδασκόμενοι Χριστιανοὶ ἐμεταχειρίζοντο τὰ ἑλληνικὰ ταῦτα ἔθιμα, καὶ εἰς τὰ θέατρα ἐκρίνοντο, περὶ τοῦ τίς νὰ γένῃ τυχὸν πρῶτος ἐξ αὐτῶν, καὶ τὰς ὀνομαζομένας κυλίστρας ἔκαμνον · ἢ φορέματα ἔξω ἀπὸ τὴν κοινὴν τῶν πολλῶν συνήθειαν ἐφόρουν · ταῦτα δὲ πάντα προστάζει ὁ παρὼν Κανὼν νὰ μὴν
ΚΑΝΩΝ ΠΑ΄
• «Οἱ τῶ ν Ἑλλήνων συνήθειαις πρέπει νὰ μισοῦνται ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, διὰ τοῦτο ὁ παρὼν Κανὼν ἀφορίζει ἐκείνους τοὺς Χριστιανοὺς ὅπου κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν Ἑλλήνων ὀμνύουν ἢ εἰς τοὺς ψευδωνύμους θεοὺς ἐκείνων, λέγοντες μὰ ∆ία ἢ εἰς τὰ στοιχεῖα οἷον μὰ τὸν Ἥλιον, μὰ τὸν Οὐρανὸν καὶ ἄλλα παρόμοια καθὼς καὶ ὁ πα΄ (=81ος) τοῦ Βασιλείου Κανὼν εἰς ἐπιτίμια ὑποβάλλει αὐτούς. Πλὴν ὁ μὲν Βασίλειος ἕνδεκα χρόνους κανονίζει ἐκείνους, ὅπου χωρὶς μεγάλην ἀνάγκην βασάνων ἀρνηθοῦν τὴν πίστιν καὶ φάγουν εἰδωλόθυτα καὶ ὁμόσουν ὅρκους τῶν Ἑλλήνων, καθὼς αὐτοὶ δηλαδὴ τοὺς πιστεύουσιν. Ὁ δὲ παρὼν Κανὼν τῆς Συνόδου ἀφορίζει, ὡς λέγει ὁ Βαλσαμών, ὄχι μόνον τούτους, ἀλλὰ καὶ τοὺς μὴ ἀρνηθέντας τὴν πίστιν Χριστιανούς, ὀμνύοντας δὲ ὅρκους κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν Ἑλλήνων.»
Ας δούμε τώρα τις θέσεις των για την Ελληνική Επανάσταση κατά των Τούρκων:
...Έτσι, βλέπουμε τον Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως να απαγορεύει, με ποινή αφορισμού, την ανάγνωση των έργων του Ρήγα Φεραίου που αναφέρονταν στην εκκλησία. Βλέπουμε ακόμη τον Πατριάρχη να συνεργάζεται με τον Σουλτάνο, εφαρμόζοντας μέτρα κατά των κλεφτών. Όταν οι κλέφτες έγιναν επικίνδυνα ισχυροί στην Πελοπόννησο στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Πατριάρχης, υπακούοντας σε προτροπή του Σουλτάνου, εξέδωσε μια αφοριστική απόφαση της συνόδου, κατά όλων των χριστιανών που αρνούνταν να συνδράμουν τις αρχές στον αγώνα κατά των κλεφτών. η πιο λεπτομερής απεικόνιση της αντεθνικής στάσης της εκκλησιαστικής ιεραρχίας εκείνη την περίοδο, βρίσκεται στο φυλλάδιο “Πατρική Διδασκαλία” που εκδόθηκε το 1798 στην Κωνσταντινούπολη, φαινομενικά από τον Άνθιμο (Πατριάρχη Ιεροσολύμων) αν και ο πραγματικός συγγραφέας πρέπει να ήταν ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Γρηγόριος ο Ε’. Το φυλλάδιο προωθούσε την άποψη ότι η Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν θεσμός καθαγιασμένος από τον θεό, που εδραιώθηκε με σκοπό να διασφαλίσει την θρησκευτική ελευθερία των Ορθοδόξων και να τους προφυλάξει από τις Αιρέσεις της δύσης.
Από το βιβλίο αυτό παραθέτουμε αυτούσιο το παρακάτω κείμενο διαβάστε και φρίξτε με την ησυχία σας:
“Ιδέτε λαμπρότατα τι οικονόμησεν ο άπειρος εν ελέει και πάνσοφος ημών κύριος, δια να φυλάξη και αυθίς αλώβητον την αγίαν και ορθόδοξον πίστιν ημών των ευσεβών, και να σώσει τους πάντας. Ήγειρεν εκ του μηδενός την ισχυράν αυτήν βασιλείαν των Οθωμανών, αντί της των Ρωμαίων ημών βασιλείας, η οποία είχεν αρχίσει, τρόπον τινά, να χωλαίνει εις τα της ορθοδόξου πίστεως φρονήματα, και ύψωσεν της βασιλείαν αυτήν των Οθωμανών περισσότερον από κάθε άλλην, δια να αποδείξει αναμφιβόλως, ότι θείω εγένετο βουλήματι, και όχι με δύναμιν των ανθρώπων, και να πιστοποιήσει πάντας τους πιστούς, ότι με αυτόν τον τρόπο ευδόκησε να οικονομήση, μέγα μυστήριον, την σωτηρίαν δηλαδή εις τους εκλεκτούς του λαούς...
...[Ο] πρώτος αποστάτης Διάβολος...εμεθοδεύθη, εις τον τρέχοντα αιώνα, μιαν άλλην πονηρίαν και απάτην ξεχωριστήν, δηλαδή το νυν θρυλλούμενον σύστημα της ελευθερίας το οποίον κατ επιφάνειαν φαίνεται τάχα καλόν, όσον δια να απατήση, εις δυνατόν, και τους εκλεκτούς, υπάρχει όμως ένα δέλεαρ του διαβόλου και φαρμάκι ολέθριον, δια να κατακρημνίση τους λαούς εις την απώλειαν και ακαταστασίαν... ...Αδελφοί, μην πλανηθήτε εκ της προς σωτηρίαν οδού...κλείστε τα αυτιά σας, και μην δώσετε καμία ακρόαση εις ταύτας τα νεοφανείς ελπίδας της ελευθερίας... κοντά όπου ναναι, λέγω, ενάντιαι εις όλην την θείαν Γραφήν, δεν προξενούν και κανένα πρόσκαιρον καλόν παρούσης ζωής, καθώς δολίως επαγγέλλονται, δια να σας γυμνώσουν από κάθε ουράνιον και επίγειον πλούτον... Παντού το φαντασιώδες αυτό της ελευθερίας σύστημα του πονηρού επροξένησεν πτώχειαν, φόνους, ζημίας, αρπαγάς ασέβειαν, τελείαν ψυχικήν απώλειαν και ανωφελή μεταμέλειαν. Απατηλαί είναι, αδελφοί χριστιανοί, αι διδασκαλίαι των νέων αυτών ελευθέρων. και προσέχετε...
Αυτός [ο σουλτάνος] είναι μετά τον θεόν ο εξουσιαστής των, ο πρύτανις των αγαθών και φύλαξ της ζωής των. Θείοι κ ανθρώπινοι ομού νόμοι σφοδρώς προστάζουν, εις πίστιν και υποταγήν μικρούς μεγάλους κράζουν. Προ πάντων λέγει η γραφή να κάμνωμεν δεήσεις υπέρ των βασιλέων μας πάντοτε και επίσης... Και πας ο ανθιστάμενος τοιάυτη εξουσία, εναντιούται φανερά την προσταγή τη θεία... Διατ είμεθα υπόχρεοι εις όλα τα ελέη, όπου απολαμβάνομεν και γέροντες και νέοι ου μόνον να προσφέρωμεν κάθε περιουσίαν, αλλά και βδελυττώμεθα και κάθε αναρχίαν
πηγή:
Βιβλίο: “Τα Βαλκάνια από το 1453 και μετά”
Συγγραφέας: Λ.Σ. Σταυριανός
εκδόσεις: Βάνιας
σελ: 316-318
πρωτεύουσα πηγή:
Τα αποσπάσματα προέρχονται από την έκδοση του Γ.Βαρέτα, Κοραής. Άπαντα τα πρωτότυπα έργα (Αθήνα, χ.χ.) τόμ.1/1, σ.σ. 44-6 και 48-9. Οι στίχοι (Στίχοι πολιτικοί)είναι του πρωτοψάλτη της Μεγάλης εκκλησίας Ιακωβάκη. Είχαν προστεθεί στο τέλος της Πατριαρχικής έκδοσης του 1798.
₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪ ЭЄ ₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪
Τού ρασοφόρου σύντριψε ο πέλεκυς κι η αξίνα
Τα πιο μεγάλα αγάλματα στά βάθη τών Ναών,
Τών συντριμμένων η Ψυχή δέν χάθηκε μ’εκείνα,
Φωτοπλανήτης έγινε στά χάη τών Ουρανών,
Ωσ που καινούρια έθρεψε μαλαματένια κρίνα
Στον εκλεκτών το λογισμό,
Στούς κήπους τών Σοφών.......
Κωστής Παλαμάς
₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪ ЭЄ ₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪₪
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου