Τρίτη 28 Ιουνίου 2022

ΣΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΟ ΦΩΣ Η ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΗ ΠΙΝΑΚΙΔΑ (8.000 ΕΤΩΝ)



ΤΟ 1993 ΣΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΟ ΦΩΣ Η ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΗ ΠΙΝΑΚΙΔΑ (8.000 ΕΤΩΝ), ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΓΡΟΘΙΑ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑΧΙ ΟΛΩΝ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΜΙΛΟΥΝ ΚΑΙ ΔΕΧΟΝΤΑΙ ΟΤΙ ΤΑΧΑ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΗΡΑΝ ΓΡΑΦΗ ΕΞ ΑΝΑΤΟΛΩΝ ΚΑΙ ΠΩΣ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΗΝ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΦΥΛΗ !!!
Έτος δημιουργίας: περίπου το 6.000 πκχ. Έτος ανακάλυψης: 1993 Τόπος ανακάλυψης: Οικισμός της λίμνης του Δισπηλιού, Καστοριά. Ανακαλύφθηκε από: Αρχαιολογική ομάδα του καθηγητή Γεωργίου Χουρμουζιάδη. Σημασία: Πιθανότατα, πρόκειται για την αρχαιότερη γραφή που έχει βρεθεί παγκοσμίως.
Η πινακίδα είχε διατηρηθεί γιατί ήταν καλυμμένη με λάσπη σε αναερόβιες συνθήκες.
Δυστυχώς όμως υπέστη εκτεταμένες φθορές με το που βγήκε στην επιφάνεια και εκτέθηκε στο οξυγόνο.
Η ιστορία μας, έχει τα περισσότερα «θύματα» όσον αφορά τις παραποιήσεις και τα λάθη εν γνώσει των συγγραφέων των ιστορικών βιβλίων. Ένα από τα αγαπημένα θέματα παραποίησης είναι και η πρωτιά της γραφής σε παγκόσμιο επίπεδο. Έλληνες ή Φοίνικες;
Η απάντηση πρέπει να δίνεται μόνο με τεκμηριωμένα ιστορικά στοιχεία και ποτέ με εικασίες. Η αρχαιότερη επιγραφή λοιπόν είναι…… Ελληνική!!!
Ο προϊστορικός οικισμός του Δισπηλιού βρίσκεται στη θέση Nησί, στη νότια όχθη της λίμνης της Kαστοριάς. Eντοπίστηκε το 1932, όταν η στάθμη της λίμνης κατέβηκε, και στο σημείο που χώριζε το Nησί από την όχθη της λίμνης φάνηκαν υπολείμματα ξύλινων πασσάλων.
Oι συστηματικές ανασκαφές (1992 και εξής) αποκαλύπτουν τα λείψανα ενός εκτεταμένου λιμναίου οικισμού της Νεότερης Νεολιθικής, από τους σημαντικότερους και παλαιότερους του είδους στην Eυρώπη.
Mοναδικές πολιτιστικές πτυχές της κοινότητας του Δισπηλιού αποκαλύπτουν μια ξύλινη πινακίδα με εγχάρακτα γραμμικά στοιχεία.
H πινακίδα αυτή η οποία έχει σκαλισμένα επάνω της “σήματα”, χρονολογήθηκε με τη μέθοδο C14 με βεβαιότητα στο 5800 πκχ και δεν αποκλείεται να αποτελεί μια πολύ πρώιμη, τεκμηριωμένη μορφή γραπτού λόγου.
Σύμφωνα με τη σημερινή θεωρία – αυτή που δυστυχώς διδάσκεται και στα ελληνικά σχολεία – οι Έλληνες έμαθαν γραφή περί το 800 π.Χ. από τους …Φοίνικες. Μιά εντελώς ανθελληνική ανυπόστατη θεωρία όπως κι αν εξεταστεί.
Πως είναι δυνατόν να γράφηκαν τα Ομηρικά έπη περί το 800 πκχ όταν δηλαδή έμαθαν να γράφουν οι Έλληνες; Παρουσιάστηκαν ξαφνικά οι αρχαίοι Έλληνες στο ιστορικό προσκήνιο τον 8ο αιώνα π.Χ., με γλώσσα εκατοντάδων χιλιάδων λημμάτων, που για να δημιουργηθεί απαιτείται γλωσσική προϊστορία τουλάχιστον 10.000 ετών (σύμφωνα με επίσημη αμερικανική γλωσσολογική έκθεση).
Εξίσου εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι πολλά γράμματα της επιγραφής είναι Ιωνικά, κάτι που αποδεικνύει ότι το κλασσικό αβφάβητο προηγείται της γραμμικής γραφής !!!!!
Επιπλέον η επιγραφή στο Δισπηλιό ανατρέπει την άλλη ανθελληνική θεωρία, αυτή περί Ινδοευρωπαικής φυλής....

Δεν πρέπει οι έλληνες να γνωρίζουν ότι : ......

 


Δεν πρεπει ποτε να μαθουν οι Ελληνες ότι: Δημόκριτος, Πυθαγόρας, Ηράκλειτος διατύπωσαν απόλυτα τη θεωρία της Πυρηνικής Φυσικής και της Ειδικής Σχετικότητος, ενοποιώντας σε ενιαίους μαθηματικούς τύπους τον Ηλεκτρισμό, την Βαρύτητα, τον Μαγνητισμό, την Αστρονομία, και τα Ασθενή Ρεύματα Πυρήνων Ατόμων.
 
Δεν πρέπει ποτέ να μάθουν οι Έλληνες ότι: οι Αστρονόμοι – Μαθηματικοί, Εύδοξος, Κάλλιπος, Αρίσταρχος, Ευκλείδης, Αρχιμήδης, Κόνων, Ίππαρχος, Κλεομήδης, Απολλώνιος, Πτολεμαίος, θέων, Υπατία, Πάππος, είχαν εξαντλήσει τα όρια της ανθρώπινης νοημοσύνης επιλύοντας ΝΟΕΡΑ ΧΩΡΙΣ ΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ εξισώσεις 12 αγνώστων (δώδεκα εξισώσεις δώδεκα αγνώστων) ενώ το όριο των σημερινών Η/Υ είναι «7 εξισώσεις 7 αγνώστων». Διότι πρέπει να προβληθούν οι κλεπταποδόχοι αρχαίας γνώσης Κέπλερ, Γαλιλαίος κλπ…
 
 

Δεν πρέπει οι έλληνες να γνωρίζουν ότι : οι Μηχανικοί – Τεχνικοί Ευπαλίνος, Σώστρατος, Ήρων, Ζώσιμος, Καλλίνικος, κατασκεύαζαν τοπογραφικά όργανα τριγωνομετρικής τοπογραφήσεως, αυτόματους μηχανισμούς και όργανα ηλεκτρικών εφαρμογών, διότι πρέπει να προβληθεί ο κλεπταποδόχος Έντισον ως εφευρέτης του …ηλεκτρισμού, αν και οι ανωτέρω έλληνες μηχανικοί χρησιμοποιούσαν το Ήλεκτρον (κεχριμπάρι) ως φυσικό συσσωρευτή στατικού ηλεκτρισμού σε τεχνικές εφαρμογές…
 
Δεν πρέπει οι έλληνες να γνωρίζουν ότι : οι Γεωγράφοι – Εξερευνηταί Σκύλαξ, Πυθέας, Εύδοξος, Στράβων, Παυσανίας, Κοσμάς Ινδικοπλεύστης, Εκαταίος, είχαν χαρτογραφήσει όλη την επιφάνεια του πλανήτη, διότι υπάρχει κίνδυνος να μάθουν οι έλληνες ότι η Ατλαντίδα και η Αμερικανική Ήπειρος ανήκαν διοικητικά στους Δελφούς, ενώ η Ασίας ανήκε διοικητικά στις Σάρδεις, με κεντρικό συντονιστή το Απολλώνειο Κέντρο Δήλου, στο οποίο οι Υπερβόρειοι Έλληνες (Βόρεια Σιβηρία) έστελναν ως ένδειξη αναγνώρισης «κάθε έτος, εκλεκτά σιτηρά», μέσω των Ελλήνων Αριμασπών και Ισσηδόνων και Μασαγετών Κεντρικής και Νοτίας Σιβηρίας.
 
Δεν πρέπει οι έλληνες να γνωρίζουν ότι οι Έλληνες Ιατροί, Γαληνός, Κέλσος, Ηρακλείδης , Ηρόφιλος, Πραξαγόρας, Αγνοδίκη, Κτηρίας, Ιπποκράτης, Εριβιώτης, προέβαιναν σε ιάσεις «εξισορροπήσεως ηλεκτρομαγνητικών ρευστών του σώματος» ρυθμίζοντας την αλκαλικότητα και την οξύτητα των οργάνων. Ότι προέβαιναν σε ιάσεις με χρήση «αριστερόστροφων αμινοξέων» (αντιβιοτικών) λαμβανόμενων από φυτά, γνωρίζοντας πλήρως ότι μόνον τελευταία ανεκάλυψε η μοριακή βιολογία, για την δράση – αντίδραση των αριστερόστροφων αμινοξέων (αντιβιοτικών) με τα δεξιόστροφα αμινοξέα (πρωτεΐνες οργανισμών).
 
Δεν πρέπει οι έλληνες να μάθουν ότι τα σύμβολα «ΑΡΙΣΤΕΡΟΣΤΡΟΦΗ ΣΒΑΣΤΙΚΑ» και «ΔΕΞΙΟΣΤΡΟΦΗ ΣΒΑΣΤΙΚΑ» ήταν σύμβολα φυσικής και μαθηματικών, με τα οποία οι Έλληνες Πυθαγόρας και Δημόκριτος και Αρίσταρχος εξέφραζαν δεξιόστροφους και αριστερόστροφους πυρήνες ατόμων, πλανήτες, ηλιακά συστήματα, γαλαξίες και συμπαντικούς τομείς συνόλων γαλαξιών.
Πριν από 2500 χρόνια ο Ιπποκράτης έκανε εγχειρήσεις στον εγκέφαλο και στην καρδιά…
Παρά τα σχεδόν ανύπαρκτα μέσα της εποχής του, ο Ιπποκράτης πραγματοποιούσε δύσκολες χειρουργικές επεμβάσεις. Εκείνος και οι μαθητές του, αντιμετώπιζαν με επιτυχία περιστατικά της ορθοπεδικής, της καρδιοχειρουργικής και της βασικής χειρουργικής. Ακόμα και επεμβάσεις στο ανθρώπινο κρανίο πραγματοποιούσε ο Ιπποκράτης, όπως διαβάζουμε σε αρκετά από τα έργα του…. Εκτός από την ίδια την επέμβαση, ο Ιπποκράτης έδινε μεγάλη σημασία στην προετοιμασία του ασθενούς και του χειρουργείου.
Στο έργο του Κατ’ ιατρείον, περιγράφει αναλυτικά πώς πρέπει να ετοιμάζεται ο ασθενής πριν την επέμβαση, πώς αποστειρώνονται τα εργαλεία, πως διαμορφώνεται ο χώρος, αλλά και πώς χρησιμοποιείται το τεχνητό και το φυσικό φως κατά την επέμβαση….
Αμερικανοί αρχαιοβοτανολόγοι μπόρεσαν για πρώτη φορά να μελετήσουν και να αναλύσουν το περιεχόμενο χαπιών που έφτιαχναν οι γιατροί στην αρχαία Ελλάδα και τα οποία ανακαλύφθηκαν προ 20ετίας, σε ένα ναυάγιο Ελληνικού πλοίου στα ανοιχτά της Τοσκάνης……
Οι αναλύσεις DNA έδειξαν ότι κάθε χάπι ήταν ένα μείγμα από τουλάχιστον δέκα διαφορετικά εκχυλίσματα φυτών, όπως ο ιβίσκος και το σέλινο. «Για πρώτη φορά έχουμε, πια, φυσικά στοιχεία όσων περιέχονται στα γραπτά των αρχαίων Ελλήνων γιατρών Διοσκουρίδη και Γαληνού», δήλωσε ο Αλέν Τουγουέιντ του Εθνικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Ινστιτούτου Σμιθσόνιαν στην Ουάσιγκτον, σύμφωνα με το New Scientist…
 
Αποστολος Ορφευς

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2022

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΑΤΛΑΝΤΙΔΟΣ Η ΑΠΟΨΙΣ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ


 
 
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΑΤΛΑΝΤΙΔΟΣ (ΜΕΡΟΣ 1ον)
ΤΟ ΑΡΜΑ ΤΟΥ ΦΑΕΘΟΝΤΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ Ο ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΑΣΤΡΑ ΕΚΙΝΟΥΝΤΟ ΜΕ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΦΟΡΑ
Στοὺς πλατωνικοὺς διαλόγους «Τίμαιος» καὶ «Κριτίας» συναντῶμεν πληροφορίες σχετικῶς μὲ μία πολιτεία ποὺ βρίσκεται ἐκτὸς τῶν Ἡρακλείων στηλῶν μὲ μέγεθος ὅσον ἡ Ἀφρικὴ καὶ ἡ Ἀσία μαζί, τὴν Ἀτλαντίδα καὶ ἡ ὁποία λόγῳ μεγάλων φυσικῶν καταστροφῶν μαθαίνουμε πὼς βυθίστηκε ὁλόκληρη (ὁ Πλάτων, καὶ ὡς πρὸς τὸ ΜΕΓΕΘΟΣ τῆς νήσου-ἠπείρου Ἀτλαντίδος καὶ ὡς πρὸς τὴν θέσιν της ΕΚΤΟΣ τῶν Ἡρακλείων στηλῶν, εἶναι ξεκάθαρος καὶ τὸ ἀναφέρει μάλιστα πολλάκις, ὁπότε εἶναι ἄτοπον νὰ ὑπάρχουν τοποθετήσεις τῆς Ἀτλαντίδος ὁπουδήποτε ἐντὸς τῶν Ἡρακλείων στηλῶν καὶ ἀναφορὲς σὲ νῆσον ποὺ οὔτε κὰν πλησιάζουν στὸ ἐλάχιστον τὶς διαστάσεις ποὺ δίδονται ἀπὸ τὸν Πλάτωνα).
Προτοῦ παρατεθοῦν τὰ ἀποσπάσματα τῶν προαναφερθέντων ἔργων σχετικῶς μὲ τὴν Ἀτλαντίδα καὶ ἄλλα κοσμοϊστορικὰ γεγονότα, φρόνιμον θὰ ἦταν νὰ ἀναφερθοῦν λίγες σχετικὲς τῶν διαλόγων πληροφορίες, ὅπως ἡ θεματολογία τους καὶ τὰ καταγραφόμενα ὡς ἐμπλεκόμενα πρόσωπα.
Ὁ διάλογος «Τίμαιος» λοιπὸν φέρει τὸ ὄνομα καὶ «Περὶ φύσεως» καθῶς σὲ αὐτὸν συναντῶμεν κοσμολογικὲς-κοσμογονικὲς καὶ ἀνθρωπολογικὲς πληροφορίες, ποὺ τὸ καθιστοῦν γραμματειακῶς στὰ συγγράμματά μας ἐκεῖνα τὰ σχετικὰ τῆς κοσμογονίας. Συζητοῦν καὶ περὶ χρόνου, φυσικῆς, χημείας, ἰατρικῆς, περὶ ψυχῆς…
Ἀποδεικνύεται δὲ μέσῳ -καὶ- αύτοῦ τοῦ πλατωνικοῦ διαλόγου πὼς ἡ φιλοσοφία εἶναι ἀδελφὴ τῶν μαθηματικῶν, ἀλλὰ καὶ πόσο ὑψηλὴ καὶ πολυσχιδῆ ἐπιστημονικὴ ἀντίληψιν πρέπει νὰ ἔχει ὁ ἀναγνώστης, ὥστε νὰ ἐννοήσει τὰ γεγραμμένα.
Ὁ διάλογος διεξάγεται τὴν παραμονὴ τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῶν Παναθηναίων, γι’ αὐτὸ καὶ πρὸς τιμὴν εἰς τὴν θεὸν ( «Τίμαιος», 20,Ε) συζητῶνται θέματα ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἱστορία καὶ ἐνδοξότητα τῆς πόλεώς της.
Ὁ Τίμαιος ποὺ ἔδωσε τὸ ὄνομά του στὸν πλατωνικὸ διάλογον ἦταν φιλόσοφος, ἀστρονόμος καὶ μαθηματικός. Κατήγετο ὅπως μαθαίνουμε ἀπὸ τὴν Λοκρίδα τῆς Κάτω Ἰταλίας ( «Τίμαιος», 20α), ἦταν ἀπὸ εὐκατάστατη καὶ εὐγενῆ οἰκογένεια καὶ εἶχε ἀσκήσει ἀνώτατα ἀξιώματα γιὰ τὰ ὁποῖα ἔλαβε καὶ μεγάλες τιμές. Ὁ Σωκράτης ( «Τίμαιος», 20c) θεωρεῖ πὼς ὁ Λοκρὸς φιλόσοφος εἶχε φτάσει στὸ ἀνώτερον ἐπίπεδον τῆς φιλοσοφίας. Ἀκόμα, γίνεται κατανοητὸν ἀπὸ τὸ σύγγραμμα πὼς ὁ Τίμαιος διαθέτει ὑψηλὴ ἀντίληψιν τοῦ κόσμου, ἐπιστημονικότητα, πολυδιάστατη καὶ βαθεῖα κατάρτισιν καὶ ἄλλες ἀρετὲς ποὺ πράγματι χαρακτηρίζουν κάθε φιλόσοφον.
Ὁ δὲ «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος» Σωκράτης, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ αὐτὸς πρόσωπον τοῦ διαλόγου δὲν χρειάζεται ἰδιαίτερες συστάσεις.
Ὁ Κριτίας συμμετέχει καὶ αὐτὸς στὴν συζήτησιν. Ὑπάρχουν πολλὲς παρερμηνεῖες τὶς τελευταῖες δεκαετίες ἀπὸ διαφόρους συγγραφεῖς, σχετικῶς μὲ τὸ ποιός Κριτίας εἶναι αὐτός. Ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος ὅμως γενεαλογώντας τὸν Πλάτωνα ( «Πλάτων», 1) γράφει πὼς ὁ Πλάτων ἦταν ἔκτη γενιὰ ἀπὸ τὸν Σόλωνα, κι αὐτὸ διότι ὁ ἀδελφὸς τοῦ Σόλωνος, Δρωπίδης ἔκανε τὸν Κριτία. Αὐτὸς τὸν Κάλλαισχρον, ὁ Κάλλαισχρος τὸν Κριτία τὸν τριάκοντα τυράννων καὶ τὸν Γλαύκωνα. Ὁ Γλαύκων ἔκανε τὴν Περικτιόνη, τὴν μητέρα τοῦ Πλάτωνος. Ἄρα μὲ αὐτὸ δεδομένον καὶ μὲ βάσιν τὶς πληροφορίες τοῦ κειμένου τοῦ Πλάτωνος, δὲν χωρᾶ ἀμφιβολία πὼς πρόκειται γιὰ τὸν γνωστὸν τῶν τριάκοντα τυράννων καὶ θεῖον τῆς μητρὸς τοῦ Πλάτωνος καὶ ὄχι τὸν ἔκπαππον ( =προ-προπάππου) τοῦ Πλάτωνος, ὅπως γράφεται.
Τέλος στὸν διάλογον συμμετέχει καὶ ὁ Ἑρμοκράτης, ὁ γνωστὸς στρατηγὸς ἀπὸ τὶς Συρακοῦσες ποὺ διεκρίθη στὴν ἀντίστασιν τῶν Συρακουσίων κατὰ τὴν σικελικὴ ἐκστρατεία τῶν Ἀθηναίων τὸ 415 π.Χ.
Ὁ διάλογος «Κριτίας» εἶναι τὸ δεύτερον μέρος τοῦ προηγουμένου διαλόγου. Ὅταν ὁ Τίμαιος τελειώνει τὴν ὁμιλία του, δίνει τὸν λόγον στὸν Κριτία νὰ ἐκθέσει καὶ αὐτὸς τὴν δική του. Ὁ «Κριτίας» ἀφ’ ὅτι ΦΑΙΝΕΤΑΙ δὲν διασώζεται ὁλόκληρος (καὶ μάλιστα ἡ ἀφήγησις σταματᾶ ἀπότομα καὶ σὲ πολὺ συναρπαστικὸν καὶ καίριον σημεῖον…). Τὸ τρίτο μέρος τῆς τριλογίας ποὺ θὰ ἦταν ὁ λόγος τοῦ Ἑρμοκράτους καὶ θὰ ἐξετίθεντο λογικῶς καὶ τὰ συμπεράσματα τοῦ διαλόγου τῶν μεγάλων αὐτῶν Ἑλλήνων, ΦΑΙΝΕΤΑΙ πὼς ὁ Πλάτων δὲν πρόλαβε νὰ τὸ ὁλοκληρώσει.
Ὁ διάλογος αὐτὸς φέρει καὶ τὸ ὄνομα «Ἀτλαντικός», καθῶς ἐπραγματεύετο τὴν περιγραφὴ τῆς Ἀτλαντίδος καὶ τὴν σύγκρουσιν τῶν βασιλέων της μὲ τὴν Ἀθῆνα, ποὺ ἔληξε μὲ νίκη τῶν Ἀθηναίων, οἱ ὁποῖοι -ὅπως λέει καὶ ὁ Αἰγύπτιος ἱερεὺς στὸν Σόλωνα (Τίμαιος, 25d)- ἔσωσαν ἀπὸ τὴν δουλεία, μὲ τὴν ἀνδρεία τους καὶ τὴν ἀρετή τους ὅλους ὅσους βρίσκονταν στὴν μέσα πλευρὰ τῶν Ἡρακλείων στηλῶν. Στὸ ἔργον αὐτὸ δίνονται μοναδικὲς πληροφορίες, γιὰ τὸ πῶς ἦταν ἡ ἀρχαία Ἀττικὴ πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ τοῦ Δευκαλίωνος, ὅταν τελοῦσε ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία τοῦ Ἡφαίστου καὶ τῆς Ἀθηνᾶς! Ἀναφέρεται καὶ ἐδὼ πὼς οἱ θεοὶ δημιούργησαν ἀνθρώπους αὐτόχθονες καὶ πολιτισμὸν στὴν Ἀθῆνα τῆς 10ης π.Χ. χιλιετίας.
Ἐπίσης, γράφεται πὼς διεσώθησαν τὰ ὀνόματα τῶν πρώτων βασιλέων τῆς χώρας διὰ τῆς παραδόσεως, χωρὶς νὰ γίνει γνωστὸν τὸ ἔργον τους καὶ πὼς ἡ τότε Ἀθῆνα ἔφτανε μέχρι τὸν Ἰσθμὸν, τὴν Πάρνηθα καὶ τὸν Ὡρωπόν. Μαθαίνουμε ἀκόμα, πὼς ἡ πόλις εἶχε ἔδαφος πάρα πολὺ γόνιμον, μὲ πολλὰ νερὰ καὶ δάση καὶ πὼς πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ ἡ Ἀκρόπολις ἦταν ἑνωμένη μὲ τὸν Λυκαβηττὸν καὶ τὴν Πνύκα. Ἡ Ἀτλαντὶς ὅπως θὰ δοῦμε ἀνῆκε μόνον στὸν Ποσειδῶνα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐγκαταστήσει σὲ αὐτὴν τὰ δέκα του παιδιὰ (5 ζευγάρια διδύμων), τὰ ὁποῖα εἶχε ἀποκτἠσει ἀπὸ τὴν Κλειτώ. Ὁ πρεσβύτερος υἰός του ὠνομάζετο Ἄτλας, ἐξ οὗ καὶ ἡ Ἀτλαντὶς.
Στὴν ἀρχὴ τοῦ «Τιμαίου» (20e) λοιπὸν ὁ Κριτίας ἀπευθύνεται στὸν Σωκράτη λέγοντάς του νὰ ἀκούσει μία ἱστορία ποὺ ἔχει νὰ ἐξιστορήσει σχετικὰ μὲ παλαιὰ σπουδαῖα καὶ ἀξιοθαύμαστα κατορθώματα τῆς πόλεώς τους -τῶν Ἀθηνῶν-, τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀφανισθεῖ-ξεχασθεῖ λόγῳ τοῦ χρόνου, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῆς φθορᾶς-θανάτου τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὰ γνώριζαν· θὰ μιλήσει γιὰ τὴν Ἀθῆνα -χονδρικῶς- τοῦ 9.500 π.Χ.
Τοὺ λέγει πὼς ὁ λόγος ποὺ θὰ ἀκούσει εἶναι περίεργος, ἀλλὰ ἀπολύτως ἀληθὴς καὶ τὸν διηγήθηκε κάποτε ὁ Σόλων, ἕνας ἐκ τῶν ἑπτὰ σοφῶν τῆς ἀρχαιότητος στὸν προπάππου τοῦ ἰδίου, τὸν Δρωπίδη. Ὁ Σόλων ἦταν συγγενής τους καὶ πολὺ καλὸς φίλος μὲ τὸν προπάππον του.
Ὁ Δρωπίδης λοιπὸν λέγει πὼς τὰ μετέφερε στὸν υἰόν του, Κριτία καὶ παπποῦ τοῦ ὁμιλοῦντος Κριτία -ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομά του-, καὶ ὁ παπποῦς Κριτίας τὰ ἐξιστόρησε τὴν Κουρεώτιδα μέρα τῶν Ἀπατουρίων*1 -καὶ- σὲ αὐτόν.
Ὁ πάππος ὅπως μαθαίνουμε ἀπὸ τὸν διάλογον ἦταν τότε ἐνενῆντα ἐτῶν καὶ ὁ μικρὸς Κριτίας ποὺ συνδιαλέγεται στὸν πλατωνικὸν διάλογον ἦταν μόλις δέκα. Γράφει λοιπὸν ὁ Πλάτων :
ΣΩΚΡΑΤΗΣ : …ποιό εἶναι τὸ ἀρχαῖον ἔργον αὐτὸ ποὺ διηγήθη ὁ Κριτίας, ὡς ὄντως πραχθὲν ἀπὸ αὐτὴν τὴν πόλιν, ὅπως τὸ ἤκουσε ἀπὸ τὸν Σόλωνα;
ΚΡΙΤΙΑΣ : Θὰ σᾶς πῶ μία παλαιὰ ἱστορία ποὺ τὴν ἄκουσα ὄχι ἀπὸ νέον ἄνθρωπον· ἦταν τότε ὁ Κριτίας, ὅπως εἶπε, σχεδὸν κοντὰ στὰ ἐνενῆντα, ἐνὼ ἐγὼ ἤμουν περίπου δέκα ἐτῶν. Ἔτυχε νὰ εἶναι ἡ Κουρεῶτις ἡμέρα τῶν Ἀπατουρίων. Συνέβη καὶ τότε τὸ σύνηθες μὲ τὰ παιδιὰ σὲ αὐτὴν τὴν ἑορτὴ*1· καὶ οἱ πατέρες μας ἔθεσαν ἔπαθλα γιὰ τὶς ἀπαγγελίες. Ἀπηγγέλθησαν πολλὰ ποιήματα πολλῶν ποιητῶν, ἀλλὰ πολλοὶ ἀπὸ ἑμᾶς εἴπαμε ποιήματα τοῦ Σόλωνος, διότι ἦταν νέα ἐκείνον τὸν καιρόν. Εἶπε λοιπὸν κάποιος ἀπὸ τοὺς φράτορες, εἴτε ἐπειδὴ τὸ πίστευε, εἴτε ἐπειδὴ ἤθελε νὰ εὐχαριστήσει τὸν Κριτία, πὼς κατὰ τὴν γνώμη του ὁ Σόλων ἦταν ὁ πιὸ σοφὸς καὶ στὰ ὑπόλοιπα ζητήματα, ἀλλὰ καὶ ὁ πιὸ ἐλευθέριος ἀπὸ ὅλους τοὺς ποιητές. Ὁ γέρος -πολὺ ζωντανὰ τὸ θυμᾶμαι- ηὐχαριστήθη πολὺ καὶ χαμογελώντας εἶπε :
«Ἀλήθεια, Ἀμύνανδρε, ἄν δὲν εἶχε ἐπιδοθεῖ στὴν ποίησιν ὡς πάρεργον, ἀλλὰ τὴν εἶχε καλλιεργήσει ὅπως οἱ ἄλλοι, κι ἄν εἶχε τελειοποιήσει τὸν λόγον ποὺ μετέφερε ἐδῶ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ἀντὶ νὰ τὸν παραμελήσει λόγῳ τῶν ἐμφυλίων ταραχῶν καὶ τῶν ἄλλων κακῶν ποὺ βρῆκε ὅταν γύρισε ἐδῶ, τότε κατὰ τὴν γνώμη μου βέβαια, οὔτε ὁ Ἡσίοδος, οὔτε ὁ Ὅμηρος οὔτε κανένας ἄλλος ποιητὴς θὰ γινόταν ποτὲ ἀνώτερος του».
…-Ὁ λόγος ποὺ μετέφερε ὁ Σόλων- ἦταν γιὰ μία πολὺ μεγάλη καὶ δικαίως τὴν πιὸ ὀνομαστὴ ἀπὸ ὅλες πράξιν…ποὺ ἔχει κάνει αὐτὴ ἡ πόλις, ἀλλὰ λόγῳ τοῦ χρόνου ποὺ πέρασε καὶ τοῦ θανάτου ἐκείνων ποὺ τὸν πραγματοποίησαν δὲν «ἔφτασε» ὡς ἑμᾶς.
…«Ὑπάρχει στὴν Αἴγυπτον…στὸ Δέλτα, ἐκεῖ ποὺ χωρίζεται στὴν κορυφή του τὸ ῥεῦμα τοῦ Νείλου, μία περιοχὴ ποὺ λέγεται Σαϊτική· αὐτῆς τῆς περιοχῆς μεγαλυτέρα πόλις εἶναι ἡ Σάις -ἀπὸ ὅπου εἶναι καὶ ὁ βασιλεὺς Ἄμασις-. Σύμφωνα μὲ αὐτούς, ἀρχηγὸς τῆς πόλεως ἦταν μία θεὸς ποὺ Αἰγυπτιστὶ τὸ ὄνομά της εἶναι Νηίθ, ἑλληνιστὶ ὅπως λέγουν οἱ ἴδιοι, Ἀθηνᾶ*2· οἱ κάτοικοι της ἰσχυρίζονται πὼς εἶναι πολὺ φιλαθήναιοι/ἀγαποῦν πολὺ τὴν Ἀθῆνα καὶ ὅτι κατὰ κάποιον τρόπον εἶναι οἰκεῖοι τους.
Ὅταν λοιπὸν πῆγε ἐκεῖ ὁ Σόλων εἶπε πὼς ἐτιμήθη σφόδρα· καὶ ὅταν ζήτησε πληροφορίες γιὰ τὰ ἀρχαῖα γεγονότα τους, ἀπὸ τοὺς ἐμπείρους σὲ αὐτὰ τὰ πράγματα ἱερέας, διεπίστωσε πὼς οὔτε ὁ ἴδιος, οὔτε ἄλλος Ἕλλην, ὅπως λέγεται, δὲν βρέθηκε νὰ γνωρίζει τίποτα σχετικὰ μὲ αὐτά. Καὶ ὅταν θέλησε νὰ τοὺς παρασύρει σὲ συζήτησιν σχετικῶς μὲ τὴν ἀρχαία ἱστορία, ἐπεχείρησε νὰ τοὺς μιλήσει γιὰ τὶς ἀρχαιότατες παραδόσεις, γιὰ τὸν Φορωνέα*7 ποὺ λέγεται πὼς ἦταν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος καὶ τὴν Νιόβη, καὶ γιὰ τὸν Δευκαλίωνα καὶ τὴν Πύρρα καὶ γιὰ τὸν τρόπον ποὺ διεσώθησαν ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸν καὶ γιὰ τοὺς ἐξ αὐτῶν γενεαλογουμένους καὶ προσπάθησε νὰ ὑπολογίσει τὸ χρονικὸν διάστημα ποὺ μεσολάβησε ἀπὸ αὐτοὺς μετρώντας τὰ χρόνια. Τότε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἱερέας, πολὺ ἡλικιωμένος είπε: «Σόλων, Σόλων, οἱ Ἕλληνες εἶστε αἰωνίως παιδιά, γέρος δὲ Ἕλλην δὲν ὑπάρχει».
Ἀκούγοντάς τον λοιπὸν εἶπε: «Πῶς; Τί ἐννοεῖς;»
«Εἶστε ὅλοι νέοι στὴν ψυχή…γιατί δὲν ἔχετε κρατήσει μέσα σὲ αὐτὲς καμμία ἀπὸ τὶς παλαιὲς δοξασίες τῆς ἀρχαίας παραδόσεως, οὔτε καὶ καμμία πανάρχαια γνῶσιν/ κανένα παλαιὸν μάθημα. Καὶ ἡ αἰτία αὐτῶν εἶναι ἡ ἑξῆς: Συνέβησαν καὶ θὰ συμβοῦν πολλές καὶ διάφορες καταστροφὲς στοὺς ἀνθρώπους· οἱ μεγαλύτερες προῆλθαν ἀπὸ πυρκαϊὲς καὶ ἀπὸ νερά/πλημμύρες, -καὶ οἱ- μικρότερες ἀπό ἀμέτρητες ἄλλες αἰτίες.
Ἔτσι λοιπὸν αὐτὸ ποὺ λέγεται στὰ μέρη σας, ὅτι κάποτε ὁ Φαέθων, ὁ υἰος τοῦ Ἡλιου, ἀφοῦ ἔζευξε τὸ ἅρμα τοῦ πατρός του, ἀλλὰ μὴ μπορώντας νὰ τὸ ὁδηγήσει στὴν ὁδὸν/ τροχιὰ τοῦ πατρός του, κατέκαυσε ὅ,τι βρισκόταν πάνω στὴν γῆ καὶ ὁ ἴδιος κατεκεραυνώθη, αὐτὸ ἀναφέρεται ὡς μῦθος*3· ἡ ἀληθινὴ του σημασία εἶναι ὅτι τὰ σώματα ποὺ περιφέρονται στὸν οὐρανὸν γύρω ἀπὸ τὴν γῆ παρεκκλίνουν ἀπὸ τὴν τροχιά τους μὲ τὴν πάροδον πολλῶν ἐτῶν καὶ καταστρέφουν ὅλα ὅσα βρίσκονται στὴν ἐπιφάνεια της μὲ τεράστιες φωτιές.
Τότε λοιπὸν ὅσοι κατοικοῦν στὰ ὄρη καὶ σὲ ὑψηλοὺς τόπους καὶ ξηροὺς παθαίνουν μεγαλύτερες καταστροφὲς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦν κοντὰ σὲ ποταμοὺς καὶ στὴν θάλασσα. Ἑμᾶς καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωσιν καὶ σὲ ἄλλες δύσκολες στιγμὲς σωτὴρ εἶναι/ μᾶς σώζει ὁ Νεῖλος ποὺ πλημμυρίζει. Ὅταν πάλι οἱ θεοὶ πλημμυρίζουν τὴν γῆ γιὰ νὰ τὴν καθαρίσουν/ ἐξαγνίσουν, γλυτώνουν οἱ ὀρεσείβιοι, οἱ βοσκοὶ καὶ οἱ κτηνοτρόφοι, ἐνῶ ὅσοι κατοικοῦν σὲ πόλεις σὰν τὴν δική σας παρασύρονται ἀπὸ τὰ ποτάμια στὴν θάλασσα.
Σ' αὐτὴν ἐδῶ ὅμως τὴν χώρα οὔτε τότε, οὔτε ἄλλη φορὰ πέφτει ἀπὸ πάνω τὸ νερὸ στὸ ἔδαφος, ἀντιθέτως -τὰ νερά- ἀναβλύζουν πάντοτε ἀπὸ κάτω*5. Γι' αυτοὺς λοιπὸν τοὺς λόγους οἱ παραδόσεις ποὺ διασώζονται ἐδῶ θεωρούνται πὼς εἶναι οἱ πιὸ παλαιές*4. Ἡ ἀλήθεια πάντως εἶναι πὼς σὲ ὅλους τοὺς τόπους, ὅπου τὸ κρύο δὲν εἶναι ὑπερβολικὸ ἤ ἡ ζέστη ἀπαγορευτική, ὑπάρχει πάντα τὸ ἀνθρώπινο γένος λίγο ἤ πολύ.
Ὅσα ἔχουν γίνει, ὄμορφα ἤ μεγάλα ἤ διαφέρουν κατὰ κάποιον τρόπον/ εἶναι ἀξιοπερίεργα στὸν τόπον σας ἤ ἐδῶ -στὴν Αἴγυπτον- ἤ καὶ σὲ ἄλλον τόπον, ποὺ ἐξ ἀκοῆς τὰ ξέρουμε, ὅλα αὐτὰ εἶναι κατακεχωρημένα καὶ διεσωσμένα στὰ ἱερά μας ἀπὸ τὰ παλαιὰ χρόνια. Στὴν πόλιν σας ὅμως, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες, ἔρχεται κάθε τόσο τὸ ῥεῦμα τοῦ οὐρανοῦ σὰν φοβερή ἀρρώστια καὶ καταστρέφει ὅλα ὅσα ἔχουν ἀναπτυχθεῖ μὲ τὰ γράμματα καὶ ὅλα ὅσα χρειάζονται οἱ πόλεις, ἀφήνοντας ζωντανοὺς μόνον τοὺς ἀγραμμάτους καὶ τοὺς ἀκαλλιεργήτους ἀπὸ σᾶς, ὥστε γίνεστε σὰν νέοι ἀπὸ τὴν ἀρχή, χωρὶς νὰ γνωρίζετε τίποτα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔγιναν τὸν παλαιὸν καιρόν, τόσο στὴν δική μας, ὅσο καὶ στὴν δική σας χώραν*4.
Αὐτὰ λοιπὸν ποὺ ἀνέφερες μόλις τώρα, Σόλων, γιὰ τὶς παραδόσεις σας σχετικῶς μὲ τὶς γενεαλογίες ἔχουν πολὺ μικρὴ διαφορὰ ἀπὸ τοὺς παιδικοὺς λόγους· θυμᾶστε μόνον ἕναν κατακλυσμόν, ἄν καὶ προηγουμένως ἔγιναν πολλοί*6. Δὲν ξέρετε, ἐπίσης, ὅτι στὴν δική σας χώρα γεννήθηκε τὸ καλλίτερον καὶ τελειότερον ἀνθρώπινον γένος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον κατάγεσαι κι ἐσὺ καὶ ὅλοι οἱ συμπολίτες σου, ἀπὸ τὸ λίγον σπέρμα ποὺ διεσώθη· αὐτὸ ὅμως τὸ ἀγνοεῖτε, διότι ἐπὶ πολλὲς γενεὲς οἱ ἐπιζήσαντες πέθαναν χωρὶς νὰ ἀφήσουν πίσω τους γραφές» ).
*1 Ἀπατούρια < ἐπιτ. ἀ +πατήρ· ἦταν μεγάλη ἑορτὴ στὴν Ἀθῆνα, καθῶς κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Ἀπατουρίων «ἐνέγραφον τοῦς γεννωμένας παῖδας ὀμνύοντας οἱ πατέρες ἦ μὴν ( =δίνοντας ὅρκον οἱ πατέρες ἀληθῶς) εἶναι Ἀθηναίους ἐξ Ἀθηναίων». Ἐθεωρεῖτο τόσον σπουδαία ἑορτὴ ποὺ σὲ πολλὲς πόλεις τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας ὁ Πυανεψιών, ὁπότε ἐτελοῦντο οἱ ἐγγραφὲς-δηλώσεις τῶν νέων τῆς πόλεως ὡς πολιτῶν, μὲ κριτήριον τὴν ΑΥΤΟΧΘΟΝΙΑ αὐτῶν καὶ τῆς γενιᾶς τους, ὠνομάσθη καὶ Ἀπατούριος.
Διαρκοῦσε τρεῖς ἡμέρες· ἡ πρώτη ἐλέγετο «Δορπία» λόγῳ τῶν κοινῶν δείπνων ( =δόρπων) ποὺ ἐτελοῦντο σὲ κάθε φρατρία.
Ἡ δευτέρα ἡμέρα ἐλέγετο «Ἀνάρρυσις» ( =ἀπολύτρωσις, θυσία) διότι ἐθυσιάζον στὸν Φράτριον Δία καὶ στὴν Ἀπατουρία Ἀθηνᾶ· καὶ ἡ τρίτη ἐλέγετο «Κουρεῶτις» ( < κείρω= κόπτω, κουρεύω), διότι ἐκείνη τὴν ἡμέρα κατεχώρουν -οἱ Ἀθηναῖοι (ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες ἰωνικὲς πόλεις οἱ ἀντίστοιχοι πολίτες) τοὺς τριετεῖς-τετραετεῖς υἰούς τους στὸν κατάλογον τῆς οἰκείας φρατρίας (τὸ ὁποῖον ἦταν καὶ ἡ ἀπόδειξις Ἀθηναίου πολίτου) καὶ ἔκειρον τὰ μαλλιὰ τῶν υἰῶν τους, προσφέροντάς τα θυσία στὴν Ἄρτεμιν. Τὰ παιδιὰ ἀπήγγειλλαν ποιήματα, γιὰ τὰ ὁποῖα στὸν «Τίμαιον» μαθαίνουμε πὼς ἐβραβεύοντο καὶ μὲ ἔπαθλα.
Εἶναι σπουδαῖον καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ νέοι αὐτοὶ πολίτες ὅταν ἔφταναν σὲ ἡλικία νὰ θάλλουν γένειον, ἤτοι ἦταν νεαροὶ ἄνδρες καὶ ἄρα ἱκανοὶ πολεμιστὲς καὶ ὑπερασπιστὲς τῆς πόλεώς-πατρίδος τους ὄντες, χαρακτηρίζονταν ὡς κοῦροι ( «ὁ κείρων τὴν κόμην του καὶ ξυρῶν τὸ γένειον» ).
*2 Γράφει ἡ Τζιροπούλου στὸ βοηθητικὸν βιβλίον μαθημάτων ἀρχαίων ἑλληνικῶν τοῦ γ’ ἔτους :
«Κατὰ τὴν παράδοσιν, ἡ πόλις Σάις ἦτο ἀρχαιοτάτη ἀποικία τῶν Ἀθηναίων, ἐλατρεύετο δὲ ἐκεῖ ἡ Ἀθηνᾶ τὴν ὁποία ἀργότερον οἱ Αἰγύπτιοι ἀπεκάλεσαν Νηίθ…γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς οἱ Αἰγύπτιοι εἶναι φιλαθήναιοι καὶ ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι κατὰ κάποιον τρόπον οἰκεῖοι τῶν Ἀθηναίων. Ὁ Διόδωρος Σικελιώτης -Ε’,57- γράφει :
«Ἀθηναῖοι κτίσαντες ἐν Αἰγύπτῳ πόλιν τὴν ὀνομαζομένην Σάιν».
Εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ Ἕλληνες, εἰς ἀρχαιοτάτους προϊστορικοὺς χρόνους ἔκτισαν πάρα πολλὲς πόλεις εἰς Αἴγυπτον : Ἡλιούπολις, Λατόπολις, Ἄρχανδρος ἤ Ἀνδρόπολις, Μέμφις, Ἡρακλεόπολις, Κυνόπολις, Ἑρμούπολις, Ἱερακόπολις, Πανόπολις, Ἀφροδιτόπολις, Θῆβαι, Θώνις, Μίνωτις, Ἀπολλωνόπολις, Διόσπολις, Ναύκρατις, Κοπτώ -ὅπου ἐθρήνει καὶ ἐκόπτετο ἡ Ἴσις-, Βούβασις -ἐκ τῆς Ἰοῦς-, Κάνωβος -ἀπὸ τὸν κυβερνήτην τοῦ πλοίου τοῦ Μενελάου κ.ἄ.
Περὶ δὲ τῆς Νηὶθ ἡ ὁποία ἐλατρεύετο ὅπως ἀκριβῶς ἡ Ἀθηνᾶ ὡς ἔφορος τῆς ἐλαίας, αναφέρεται ὅτι στὴν Σάιν εἶχε ναὸν μεγαλοπρεπέστατον καὶ ἑορτὴν ἐτήσιον ὀνομαζομένη Λυχνοκαΐαν, ἐπειδὴ ἔκαιον λύχνους ὅλη τὴν νύχτα.
Καὶ ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσίριδος», 354C γράφει :
«Τὸ δὲ ἐν Σάι τῆς Ἀθηνᾶς, ἥν καὶ Ἴσιν νομίζουσιν, ἐπιγραφὴν εἶχε τοιαύτη : ἐγὼ εἰμὶ πᾶν τὸ γεγονὸς καὶ ὄν καὶ ἐσόμενον καὶ τὸν ἐμὸν πέπλον οὐδεὶς πω θνητὸς ἀπεκάλυψεν»».
Στὸ προαναφερθὲν ἀπόσπασμα τοῦ Διοδώρου Σικελιώτου, ἀναφέρεται πὼς ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἡλιάδες, ὁ Ἀκτὶς πῆγε στὴν Αἴγυπτον καὶ ἔχτισε πόλιν, τὴν Ἡλιούπολιν, στὴν ὁποία ἔδωσε τὸ ὄνομα τοῦ πατρός του, Ἡλίου. Ἀπὸ αὐτὸν ἔμαθαν οἱ Αἰγύπτιοι τοὺς νόμους τῆς ἀστρονομίας καὶ ὅταν ἀργότερα ἔγινε κατακλυσμὸς καὶ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες ἐχάθησαν μαζὶ μὲ τὰ ΓΡΑΠΤΑ μνημεῖα, οἱ Αἰγύπτιοι βρῆκαν τὴν εὐκαιρία νὰ ἰδιοποιηθοῦν τὴν γνῶσιν τῆς ἀστρονομίας· καὶ καθῶς οἱ Ἕλληνες δὲν μποροῦσαν πλέον νὰ ἐπικαλεστοῦν γραπτὲς μαρτυρίες, ἐπεκράτησε ἡ γνώμη πὼς ἡ ἀστρονομία ξεκίνησε στην Αἴγυπτον.
Κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον γράφει πὼς οἱ Ἀθηναῖοι ποὺ ἔχτισαν τὴν Σάιν στὴν Αἴγυπτον εἶχαν ἄγνοια γι’ αὐτό, ἀλλὰ τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὰ γράμματα ποὺ λόγῳ αύτῆς τῆς ἀγνοίας τους ἐξαιτίας τοῦ κατακλυσμοῦ ΘΕΩΡΗΣΑΝ πὼς πρῶτος τὰ εἶχε φέρει ὁ Κάδμος ἀπὸ τὴν Φοινίκη στὴν ἐνδοχώρα (διότι καὶ ἡ Φοινίκη ἑλληνικὴ ἦταν) μετὰ ἀπὸ πολλὲς γενιές, ἐνῶ ἐπὶ τῆς οὐσίας ἁπλῶς τὰ ΕΠΑΝΕΦΕΡΕ στὴν κοιτίδα τους!
*3 Οἱ Ἕλληνες διετήρησαν -καὶ αὐτὸ- τὸ πανάρχαιον κοσμοϊστορικὸν γεγονὸς μὲ τὴν μορφὴ μύθου (κλειστοῦ λόγου). Ὁ μῦθος ἔλεγε πὼς ὁ Φαέθων θέλοντας νὰ ζεύξει τὸ ἅρμα τοῦ πατρός του, ἐκρημνίσθη ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἔπεσε πλησίον τοῦ ποταμοῦ Ἡριδανοῦ. Ὁ Πολύβιος ὁ Μεγαλοπολίτης (Ἱστοριῶν, Β’, 16) ἀναφερόμενος στὸν ποταμὸν ἀναφέρει σχετικὲς ἱστορίες τῶν Ἑλλήνων ποὺ λέγουν πὼς οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς πενθοῦν καὶ πὼς οἱ λεῦκες δακρύζουν λόγῳ τοῦ θλιβεροῦ συμβᾶντος (σημειωτέον πὼς στὸν μῦθον σὲ λεῦκες εἶχαν μετατραπεὶ οἱ ἀδελφὲς τοῦ Φαέθοντος, Ἡλιάδες, ἀπὸ τὴν στεναχώρια τους γιὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀδελφοῦ τους καὶ τὰ δάκρυά τους μετετράπησαν σὲ ἤλεκτρον) :
«τὰ περὶ τὸν ποταμὸν τοῦτον ἱστορούμενα παρὰ τοῖς Ἕλλησι, λέγω δὴ τὰ περὶ Φαέθοντα καὶ τὴν ἐκείνου πτῶσιν, ἔτι δὲ τὰ δάκρυα τῶν αἰγείρων καὶ τοὺς μελανείμονας τοὺς περὶ τὸν ποταμὸν οἰκοῦντας, οὕς φασι τὰς ἐσθῆτας εἰσέτι νῦν φορεῖν τοιαύτας ἀπὸ τοῦ κατὰ Φαέθοντα πένθους…».
Ὁ Στέφανος Βυζάντιος στὰ Ἐθνικά (299-300) στὸ λῆμμα Ἡλεκτρίδες νῆσοι γράφει τὰ ἑξῆς :
«Ἠλεκτρίδες νῆσοι, ἐν αἷς εἰσι δύο ἀνδριάντες Δαιδάλου καὶ Ἰκάρου. ταύτας δὲ τὰς νήσους φασὶ καὶ τὸν Ἠριδανὸν ποταμὸν προσκεχωκέναι. ἔστι δὲ καὶ λίμνη πλησίον τοῦ ποταμοῦ ὕδωρ ἔχουσα θερμόν, ὀσμὴ δὲ ἀπ' αὐτῆς βαρεῖα καὶ χαλεπὴ ἀποπνεῖ, καὶ οὔτε ζῷον πίνει ἐξ αὐτῆς οὔτε ὄρνεον ὑπερίπταται, ἀλλὰ πίπτει καὶ ἀποθνήσκει. ἔστι δὲ ὁ κύκλος στάδιοι διακόσιοι, τὸ [δὲ] εὖρος [ἕως δέκα]. καὶ μυθολογοῦσι Φαέθοντα κεραυνωθέντα πεσεῖν ἐκεῖ. εἶναι δὲ ἐκεῖ καὶ αἰγείρους πολλάς, ἐξ ὧν πίπτει τὸ καλούμενον ἤλεκτρον, ὅμοιον κόμμι διὰ τὸ σκληρύνεσθαι ὡς λίθον. οἱ κατοικοῦντες Ἠλεκτρῖται πρὸς τὸν τύπον [τῶν εἰς ις], Ἠλεκτρῖνοι διὰ τὸ ἐπιχώριον».
Ὁ Παυσανίας ( «Ἑλλάδος Περιήγησις», Ἀττικά, 1,4/ 1,19) ἀναφέρει σχετικῶς μὲ τὸν μῦθον, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς ποταμοὺς, ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα «Ἡριδανός» :
«καί σφισι διὰ τῆς χώρας ῥεῖ ποταμὸς Ἠριδανός, ἐφ᾽ ᾧ τὰς θυγατέρας τὰς Ἡλίου ὀδύρεσθαι νομίζουσι τὸ περὶ τὸν Φαέθοντα τὸν ἀδελφὸν πάθος/ ταῦτα μὲν οὕτω γενέσθαι λέγουσι· ποταμοὶ δὲ Ἀθηναίοις ῥέουσιν Ἰλισός τε καὶ Ἠριδανῷ τῷ Κελτικῷ κατὰ τὰ αὐτὰ ὄνομα ἔχων, ἐκδιδοὺς ἐς τὸν Ἰλισόν.»
Καὶ ὁ Στράβων στὰ «Γεωγραφικά» (Ε’, 1,9) γράφει σχετικῶς :
«οἷον τὰ περὶ Φαέθοντα καὶ τὰς Ἡλιάδας τὰς ἀπαιγειρουμένας περὶ τὸν Ἠριδανόν͵ τὸν μηδαμοῦ γῆς ὄντα͵ πλησίον δὲ τοῦ Πάδου λεγόμενον͵ καὶ τὰς Ἠλεκτρίδας νήσους τὰς πρὸ τοῦ Πάδου καὶ μελεαγρίδας ἐν αὐταῖς»
Πρέπει δὲ νὰ ὑπογραμμιστεῖ πὼς ὁ ἴδιος ὁ Πλάτων -καὶ- στὸν «Τίμαιον» ἐπιβεβαιώνει μὲ τὸ «μύθου μὲν σχῆμα ἔχον λέγεται, τὸ ἀληθὲς ἐστί», τὸ σημασιολογικὸν περιεχόμενον τῆς πλέον διαστρεβλωμένης λέξεως «μῦθος»· πὼς δὲν εἶναι τίποτα ἄλλον παρὰ ὁ ἀλληγορικὸς τρόπος νὰ ἐξιστορηθεῖ καὶ νὰ διαφυλαχθεῖ ἡ ἱστορία· ἤτοι πρόκειται γιὰ κεκρυμμένη ἀλήθεια, κλειστὸν λόγον.
Οἱ λεῦκες -προφανῶς ἀπὸ τότε- ἐθεωροῦντο ὡς δένδρον τοῦ Κάτω κόσμου.
Ἕνα ἄλλον τεράστιον θέμα σχετικῶς μὲ κοσμογονικὲς μνῆμες καὶ κοσμοϊστορικὰ πρωτόγνωρα γεγονότα, εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ ἀναφέρουν πλεῖστα κείμενά μας περὶ τῆς ἀλλαγῆς τῆς πορείας τῶν ἄστρων καὶ ἀνατολῆς-δύσεως τοῦ Ἡλίου ἀπὸ τὸ…ἀντίθετον σημεῖον τοῦ ὁρίζοντος!!! Ἐνδεικτικῶς :
«τότε δὴ τότε φαεννὰς ἄστρων μετέβασ' ὁδοὺς Ζεὺς καὶ φέγγος ἀελίου λευκόν τε πρόσωπον ἀοῦς, τὰ δ' ἕσπερα νῶτ' ἐλαύνει θερμᾷ φλογὶ θεοπύρῳ, νεφέλαι δ' ἔνυδροι πρὸς ἄρκτον, ξηραί τ' Ἀμμωνίδες ἕδραι φθίνουσ' ἀπειρόδροσοι, καλλίστων ὄμβρων Διόθεν στερεῖσαι. λέγεται, τὰν δὲ πίστιν σμικρὰν παρ' ἔμοιγ' ἔχει, στρέψαι θερμὰν ἀέλιον χρυσωπὸν ἕδραν ἀλλάξαντα δυστυχίᾳ βροτείῳ θνατᾶς ἕνεκεν δίκας», Ἠλέκτρα, 726 κ.ἑξ. , Εὐριπίδης
«Ἔρις τό τε πτερωτὸν ἁλίου μετέβαλεν ἅρμα, τὰν πρὸς ἑσπέραν κέλευθον
οὐρανοῦ προσαρμόσασα μονόπωλον ἐς Ἀῶ, ἑπταπόρου τε δράμημα Πελειάδος εἰς ὁδὸν ἄλλαν Ζεὺς μεταβάλλει», Ὀρέστης, 1001-6, Εὐριπίδης
Τὸ ἀκόμη δὲ συγκλονιστικὸτερον εἶναι καὶ τὸ πότε συνέβη αὐτὴ ἡ κοσμοϊστορικὴ μεταβολὴ στὴν ἀνατολή-δύσιν τοῦ ἡλίου καὶ τῶν ἄλλων ἄστρων. Τὴν χρονολογία μᾶς τὴν δίνει ὁ Πλάτων στὸν «Πολιτικόν» τοῦ (269a) :
«τὸ περὶ τῆς μεταβολῆς δύσεώς τε καὶ ἀνατολῆς ἡλίου καὶ τῶν ἄλλων ἄστρων, ὡς ἄρα ὅθεν μὲν ἀνατέλλει νῦν εἰς τοῦτον τότε τὸν τόπον ἐδύετο, ἀνέτελλε δ᾽ ἐκ τοῦ ἐναντίου, τότε δὲ δὴ μαρτυρήσας ἄρα ὁ θεὸς Ἀτρεῖ μετέβαλεν αὐτὸ ἐπὶ τὸ νῦν σχῆμα».
( =Τὸ περὶ τῆς μεταβολῆς δύσεως καὶ ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου καὶ τῶν ἄλλων ἄστρων, ὅτι δηλαδὴ τὸ ἀφ’ ὅπου ἀνατέλλει τώρα, τότε ἔδυε σ’ αὐτὸν τὸν τόπον καὶ ἀνέτελλε ἀπὸ τὴν ἀντίθετη πλευρά, καὶ τότε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ δείξει τὴν εὔνοιά του στὸν Ἀτρέα μετέβαλε/ ἄλλαξε τὴν πορεία τους ἐπὶ τὸ νῦν σχῆμα/ καθιερώνοντας τὴν παροῦσα τάξιν).
Σημειωτέον πὼς ὁ Ἀτρεὺς φιλονεικοῦσε τότε μὲ τὸν ἀδελφόν του, τὸν Θυέστην. Ὁ Ἀτρεὺς ἦταν μεταξὺ ἄλλων καὶ ὁ πατὴρ τῶν τρωικῶν ἡρώων, Ἀγαμέμνονος καὶ Μενελάου καὶ ὁ Θυέστης -μεταξὺ καὶ ἄλλων παίδων- ὁ πατὴρ τοῦ Αἰγίσθου. Ὅλα αὐτὰ δηλαδὴ συνέβησαν λίγο πρὶν τὰ Τρωικά!
Ἀναφορὲς γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτῆς τῆς μεταβολῆς τῆς φορᾶς τῶν ἄστρων ὑπάρχουν καὶ στὸν Ἡρόδοτον ( «Ἱστορία», Β’, 142) καὶ στὸν Νόννο τὸν Πανοπολίτη ( «Διονυσιακά», 1,176/ 38,347)
*4 Ἡ ἀναφορὰ σὲ φυσικὲς καταστροφὲς ποὺ συνέβησαν στὸν -σημερινὸν- ἑλληνικὸν χῶρον ἐξηγεῖ τὴν ἔλλειψιν πηγῶν τόσο παλαιῶν, ὅσο αὐτῶν τῆς Αἰγύπτου καὶ ἄλλων πανάρχαιων περιοχῶν-ἀποικιῶν μας. Συνάμα ἐπεξηγεῖ πολλὰ «παρεξηγημένα» γεγραμμένα τῆς γραμματείας μας, ὅπως γιὰ παράδειγμα αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ Σωκράτους δαιμονίου», πὼς ὁ Ἀγησίλαος ἀνεκάλυψε στὴν Ἁλίαρτον τὸν τάφον τῆς μητρὸς τοῦ Ἡρακλέους, Ἀλκμήνης, ὁ ὁποῖος εἶχε ὡς ἀφιέρωμα «πίνακα χαλκοῦν ἔχοντα γράμματα πολλὰ θαυμαστά, ΠΑΜΠΑΛΑΙΑ».
Τόσον παμπάλαια ποὺ ἔστειλαν τὸν πίνακα στὴν Αἴγυπτον, ὅπου ἀκόμα διετηρεῖτο ἀρχεῖον «παντοδαπῶν χαρακτήρων» καὶ ὁ Αἰγύπτιος ἱερεὺς Χάνουφις, ἀφοῦ τὰ μελέτησε ἐπὶ 3 ἡμέρες, ἀπήντησε γιὰ τὸ περιεχόμενον τοῦ κειμένου ( «τὰ γράμματα κελεύει συντελεῖσθαι ἀγῶνα ταῖς Μούσαις» ). Οἱ δὲ τύποι τῶν γραμμάτων, μαθαίνουμε πὼς ἦταν οἱ χρησιμοποιηθέντες ἐπὶ βασιλέως Πρωτέως καὶ αὐτὰ τὰ γράμματα εἶχε μάθει καὶ ὁ Ἡρακλῆς.
Ἐπίσης -καὶ- ἡ πλατωνικὴ αὐτὴ καταγραφὴ δικαιολογεῖ καὶ τὴν ἐκδοχὴ τοῦ προσδιορισμοῦ «Φοινίκεια» γιὰ τὰ γράμματα, δηλαδὴ τῆς ΕΠΑΝΕΙΣΑΓΩΓΗΣ τῶν ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ἀπὸ τὴν ΕΛΛΗΝΙΚΗ Φοινίκη ( < Φοίνιξ, υἰὸς Ἀγήνορος καὶ Τηλεφάσσης καὶ ἀδελφὸς Κάδμου, Εὐρώπης, Κίλικος…), μετὰ τὸν κατακλυσμὸν τοῦ Δευκαλίωνος (βλ. σχόλια «Τέχνης γραμματικῆς» τοῦ Διονυσίου Θρακός)
*5 Βλ. πλημμύρες τοῦ Νείλου, «Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη», Α’/Β’, Διόδωρος Σικελιώτης, «Ἱστορ. -Μαρτυρίαι-, Ἔφορος, TLG, «Περὶ ποταμῶν», Πλούταρχος κ.ἄ
*6 Στὴν ἀρχαία μας γραμματεία ὑπάρχουν ἀναφορὲς καὶ γιὰ τοὺς τρεῖς -γνωστούς- κατακλυσμούς. Ἡ διαφορὰ τῶν ἄλλων δύο (Ὠγύγου, Δαρδάνου) σὲ σχέσιν μὲ τοῦ Δευκαλίωνος εἶναι πὼς γιὰ τὸν τελευταῖον ὑπάρχουν περισσότερες λεπτομέρειες, ἀφηγήσεις, γενεαλογίες, στοιχεῖα, ὠδὲς, ὀνόματα…
Γιὰ τὸν πρῶτον δὲ -ἐπὶ Ὠγύγου- εἶχαν καὶ μία λέξιν ποὺ χαρακτήριζε κάθε τὶ τόσον παλαιὸν, ποὺ δὲν δύναται τὶς νὰ χρονολογήσει· τὸ ἔλεγαν «ὠγύγειον», δηλαδὴ ὅτι ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὠγύγου.
*7 Ὁ Φορωνεὺς σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπολλόδωρον ( «Βιβλιοθήκη», Β’,1,1) ἦταν υἰὸς τοῦ Ἰνάχου καὶ τῆς Ὠκεανίδος Μελίας. Ἀδελφόν του εἶχε τὸν Αἰγιαλέα ποὺ ὠνόμασε τὴν Αἰγιάλεια. Μὲ τὴν νύμφη Τηλεδίκη γέννησε τὸν Ἄπιν (ὁ ὁποῖος ἔδωσε τὸ ὄνομά του στὴν Ἀπία, ἤτοι στὴν Πελοπόννησον, ποὺ σήμερα καλεῖται ἔτσι λόγῳ τοῦ Πέλοπος. Ὁ Ἄπις μετὰ θάνατον «νομισθεὶς θεὸς ἐκλήθη Σάραπις» ) καὶ τὴν Νιόβη (ἡ πρώτη θνητὴ μὲ τὴν ὁποία ἐμίγη ὁ Ζεύς). Ἀπὸ τὴν κόρη του, Νιόβη καὶ τὸν Δία ἐγεννήθη ὁ Πελασγὸς καὶ ὁ Ἄργος.
Ὁ Διονύσιος ὁ Ἁλικαρνασσεὺς ( «Ῥωμαϊκὴ ἀρχαιολογία», Α’, 11,2) ἀναφέρει πὼς πέμπτη γενιὰ μετὰ τὸν Φορωνέα ἦταν ὁ Οἴνωτρος, ποὺ πέρασε πρῶτος τὸ Ἰόνιον (ἐξ οὗ καὶ ἡ Ἰταλία κάποτε ὠνομάζετο Οἰνωτρία). Αὐτὸ συνέβη «ἑπτακαίδεκα γενεαῖς πρότερον τῶν ἐπὶ Τροίαν στρατευσάντων», ἤτοι 17 γενιὲς πρὶν τὰ Τρωικά!
Σημειωτέον πὼς ὁ Οἴνωτρος εἶχε ἀδελφὸν τὸν Νύκτιμον, κατὰ τὴν βασιλεία τοῦ ὁποίου ἔγινε ὁ κατακλυσμὸς τοῦ Δευκαλίωνος -Ἀπολλόδωρος, «Βιβλιοθήκη», 3,8,2- ὅταν ὁ Ζεὺς ἤθελε νὰ ἀφανίσει τὸ χάλκινο γένος. Βασιλεὺς στὴν Ἀθῆνα ἐπὶ κατακλυσμοῦ ἦταν κατὰ τὸν Ἀπολλόδωρον -Γ’, 14, 15- ὁ Κραναός.
 
 
 
 
 
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΑΤΛΑΝΤΙΔΟΣ (ΜΕΡΟΣ 2ον)
Η ΑΘΗΝΑ ΤΗΣ 10ης ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ π.Χ (ΜΕΡΟΣ 1/2)
Ὁ Σόλων ἐνημερώνεται ἀπὸ τὸν Αἰγύπτιον ἱερέα γιὰ τὸ πῶς ἦταν ἡ Ἀθῆνα πρὸ τοῦ μεγάλου κατακλυσμοῦ, πρὶν ἀπὸ 9.000 χρόνια ἀπὸ τὴν συνομιλία τους (ἄρα ἄν ὁ Σόλων ἔζησε τὸν 6ον-7ον αἰ. π.Χ, ἀναγόμεθα χονδρικῶς στὸ 9500 π.Χ), ὅταν ἡ Ἀθηνᾶ πῆρε τὸ σπέρμα ἀπὸ τὴν Γῆ καὶ τὸν Ἥφαιστον καὶ ἔφτιαξε τὸ τελειότερον ἀνθρώπινον γένος, τοποθετώντας τό ὕστερα ἀπὸ σκέψιν καὶ παρατήρησιν στὴν περιοχὴ μὲ τὸ πιὸ εὔκρατον κλῖμα, ὥστε νὰ ἐπιδράσει θετικῶς στὴν σωφροσύνη τῶν ἀνθρώπων καὶ παρέχοντάς του τέχνες καὶ γνώσεις, ὀργανώνοντάς το μὲ τοὺς καλλίτερους νόμους, ὡς ἀξίζει σὲ γεννήματα καὶ θρέμματα θεῶν. Μᾶς ἐνημερώνει περὶ αὐτῶν λοιπὸν ὁ Πλάτων ( «Τίμαιος», 23c κ. ἑξ.) διὰ στόματος Κριτία :
«Κάποτε, Σόλων, πρὶν ἀπὸ τὸν πιὸ μεγάλον κατακλυσμόν, αὐτὴ ποὺ σήμερα εἶναι ἡ πόλις τῶν Ἀθηναίων ἦταν ἡ πιὸ γενναία στὸν πόλεμον καὶ ἀπὸ κάθε ἄποψιν ἡ πιὸ εὐνομουμένη. Λέγεται μάλιστα ὅτι σὲ αὐτὴν ἔγιναν τὰ πιὸ σημαντικὰ ἔργα καὶ τὰ καλλίτερα πολιτεύματα ἀπὸ ὅσα ἔχουμε ἀκούσει πὼς ὑπῆρξαν στὴν γῆ. Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Σόλων, μᾶς εἶπε, ἀπόρησε, καὶ ἔδειξε προθυμία νὰ μάθει περισσότερα, παρακαλώντας τοὺς ἱερέας νὰ τοῦ διηγηθοῦν μὲ ἀκρίβεια τὰ γεγονότα περὶ τῶν ἀρχαίων συμπολιτῶν του. Ὁ ἱερεὺς λοιπὸν τοῦ εἶπε:
«Κανένα πρόβλημα, Σόλων, θὰ σοῦ τὰ πῶ ὅλα, τόσον γιὰ χάριν σου καὶ γιὰ χάριν τῆς πόλεώς σας, ἀλλὰ κυρίως γιὰ χάριν τῆς θεᾶς ποὺ προστάτευσε, ἀνέθρεψε καὶ ἐξεπαίδευσε καὶ τὴν δική σας καὶ τὴν δική μας πόλιν· χίλια χρόνια νωρίτερα ἀπὸ τὴν δική μας, τὴν δική σας, ὅταν πῆρε τὸ σπέρμα σας ἀπὸ τὴν Γῆ καὶ τὸν Ἥφαιστον*1, καὶ ὕστερα -ἀπὸ χίλια ἔτη- τὴν δική μας. Οἱ δικοὶ μας θεσμοί ( =διαρρύθμισις), ὅπως γράφουν τὰ ἱερά μας βιβλία, εἶναι ὀκτὼ χιλιάδων ἐτῶν. Θὰ σοῦ μιλήσω λοιπὸν γιὰ τοὺς συμπολίτες σου ποὺ ἔζησαν πρὶν ἑννέα χιλιάδες χρόνια, -θὰ διηγηθῶ- συντόμως τοὺς νόμους καὶ τὸ κάλλιστον ἔργον ποὺ ἐπράχθη ὑπ’ αὐτῶν. Ἀργότερα, ὅταν θὰ βροῦμε περισσότερον χρόνον, θὰ τὰ συζητήσουμε λεπτομερῶς, ἔχοντας στὰ χέρια μας καὶ τὰ γεγραμμένα.
Πρόσεξε λοιπὸν τοὺς νόμους τους καὶ σύγκρινέ τους μὲ τοὺς νόμους ποὺ ἔχουμε ἐδῶ· θὰ βρεῖς πὼς ἐδῶ -στὴν Αἴγυπτον- ἔχουμε πολλὰ παραδείγματα ἀπὸ ὅσα ἴσχυαν τότε ἐκεῖ. Πρῶτον τὸ γένος τῶν ἱερέων εἶναι ἐντελῶς ξεχωρισμένον ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους πολίτες· ἀκολουθοῦν οἱ τεχνῖτες, ποὺ ἐργάζονται ἀπομονωμένοι καὶ δὲν ἔχουν σχέσιν μὲ τὰ ἄλλα γένη· ἀκολουθοῦν οἱ βοσκοί, οἱ κυνηγοὶ καὶ οἱ γεωργοί. Ὅσον γιὰ τὸ γένος τῶν πολεμιστῶν θὰ ἔχεις παρατηρήσει πὼς ἐδῶ εἶναι χωριστὸν ἀπὸ τὰ ἄλλα, ἀφοῦ ὁ νόμος δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἀσχολεῖται μὲ τίποτα ἄλλο παρὰ μόνον μὲ τὰ πολεμικά. Ἀκόμα ὅσον ἀφορᾶ τὸν ὁπλισμόν τους, κατεῖχαν ἀσπίδες καὶ δόρατα, τὰ ὁποῖα πρῶτοι ἑμεῖς καθιερώσαμε στὴν Ἀσία ὕστερα ἀπὸ προτροπὴ τῆς θεᾶς, ὅπως σᾶς τὰ εἶχε διδάξει προηγουμένως σὲ ἑσᾶς στὰ δικά σας τὰ μέρη. Σχετικῶς τώρα μὲ τὴν φρόνησιν βλέπεις πόσον μερίμνησε ὁ νόμος ἐδῶ ἀπ’ τὴν ἀρχὴ γιὰ τὴν τακτοποίησιν ὅλων τῶν ἐπιστημῶν ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν κοσμικὴ τάξιν, μέχρι τὴν μαντικὴ καὶ τὴν ἰατρική, ποὺ ἔχει ἀντικείμενο τὴν ὑγεία, ἀποκαλύπτοντας τὶς θεῖες αὐτὲς ἐπιστῆμες στοὺς ἀνθρώπους καὶ συστηματοποιώντας ὅλες τὶς γνώσεις ποὺ προέρχονται ἀπὸ αὐτές.
Ὅλη αὐτὴν τὴν τάξιν καὶ τὴν ὀργάνωσιν τὴν ἔδωσε ἡ θεὸς -Ἀθηνᾶ- προηγουμένως σὲ ἑσᾶς, ὅταν ἵδρυσε τὴν πόλιν σας καὶ διαλέξε τὸν τόπον ὅπου ἔχετε γεννηθεῖ, ἀφοῦ πρόσεξε τὴν εὐκρασία τῶν ἐποχῶν καὶ τοῦ κλίματος ποὺ ἐπικρατεῖ ἐκεῖ, ποὺ θὰ ἀνεδείκνυαν ἀνθρώπους μὲ ἐξαιρετικὴ σωφροσύνη*2. Ὡς ἦταν φιλοπόλεμος καὶ φιλόσοφος ἡ θεὸς διάλεξε καὶ κατοίκησε/ἵδρυσε πρῶτον τὸν τόπον ποὺ θὰ γεννοῦσε ἀνθρώπους σὰν κι αὐτήν. Ζήσατε λοιπὸν σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους αὐτοὺς καὶ μὲ ἀκόμα περισσότερη εὐνομία, ξεπερνώντας σὲ ἀρετὴ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὅπως εἶναι φυσικὸν σὲ αὐτοὺς ποὺ εἶναι γεννήματα καὶ θρέμματα τῶν θεῶν.
Πολλὰ λοιπὸν κατορθώματα τῆς πόλεώς σας εἶναι καταγραμμένα ἐδῶ καὶ θαυμάζονται, ἕνα ὅμως ὑπερέχει ἀπὸ ὅλα σὲ μεγαλεῖον καὶ ἀρετή. Τὰ βιβλία μας γράφουν πόσον ἰσχυρὴ δύναμιν κάποτε ἡ πόλις σας ἀναχαίτισε, ποὺ ξεκινώντας μὲ ἀλαζονεία ἀπ’ ἐξω, ἀπὸ τὸ(ν) Ἀτλαντικὸν πέλαγος (νῦν ὠκεανόν*3), ξεχύθηκε ἐναντίον ὁλόκληρης τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀσίας. Διότι, τότε, ἐκείνη ἡ θάλασσα ἦταν πορεύσιμη*3, γιατὶ στὴν εἴσοδον της, ποὺ ἑσεῖς ὀνομάζετε Ἡράκλειες στῆλες, ὑπῆρχε νῆσος, ἡ ὁποία ἦταν μεγαλυτέρα ἀπὸ τὴν Λιβύη καὶ τὴν Ἀσία μαζί· κι ἀπ’ αὐτὴν μποροῦσε κανεὶς τότε νὰ περάσει στὰ ἄλλα νησιὰ καὶ ἀπ’ αὐτὰ στὴν ἀπέναντι ἤπειρον, ἡ ὁποία βρισκόταν περὶ τὸν ἀληθινὸν ἐκεῖνον πόντον*4. Τὰ μέρη ποὺ βρίσκονται μέσα ἀπὸ τὸ στόμιο, γιὰ τὸ ὁποῖον λέγομεν, φαίνονται σὰν λιμάνι μὲ στενὴ εἴσοδον, ἐνῶ πέρα ἀπ’ τὸ στόμιο, βρίσκεται ἕνας ἀληθινὸς ὠκεανὸς καὶ ἡ ξηρὰ ποὺ τὸν περιβάλλει θὰ ἦταν ὀρθότατον νὰ εἰπωθεῖ κυριολεκτικῶς ἤπειρος. Σὲ αὐτὴν λοιπὸν τὴν νῆσον, τὴν Ἀτλαντίδα, συνέστη μεγάλη καὶ θαυμαστὴ δύναμις βασιλέων, ποὺ ἐξουσίαζε ὁλο ἐκεῖνον τὸ νησί, καθῶς καὶ πολλὰ ἄλλα νησιὰ καὶ τμήματα τῆς ἠπείρου.
Ἀκόμα, πρὸς τὴν μεριά μας μέσα ἀπὸ τὸ στόμιον ἐξουσίαζον τὴν Λιβύη μέχρι καὶ τὴν Αἴγυπτον καὶ τὴν Εὐρώπη μέχρι τὴν Τυρρηνία. Αὐτὴ λοιπὸν ὅλη ἡ δύναμις συγκέντρωσε κάποτε ὅλα της τὰ στρατεύματα σὲ ἕνα καὶ ἐπεχείρησε νὰ ὑποδουλώσει τὸν τόπον σας, τὸν δικόν μας καὶ ὅλους τοὺς τόπους ποὺ βρίσκονται στὸ ἐσωτερικὸν τοῦ στομίου (Ἡρακλείων στηλῶν). Καὶ τότε λοιπόν, Σόλων, ἡ δύναμις τῆς πόλεώς σας ἀπεδείχθη μοναδικὴ ἀνάμεσα σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν ἀρετή της, γιατὶ στάθηκε πρώτη στὸ φρόνημα/εὐψυχία καὶ στὴν τεχνικὴ τοῦ πολέμου. Ἐπὶ κεφαλῆς τῶν Ἑλλήνων καὶ στὴν συνέχεια ἀναγκαστικῶς μόνη, ὅταν τὴν ἐγκατέλειψαν οἱ ἄλλοι, ἔφτασε στοὺς ἐσχάτους κινδύνους, ἀλλὰ τελικῶς ἀφοῦ νίκησε τοὺς εἰσβολεῖς, ἔστησε τρόπαιον· κατάφερε νὰ μὴν ὑποδουλωθοῦν ὅσοι δὲν εἶχαν ὑποδουλωθεῖ ἀκόμη καὶ πέτυχε νὰ ἀπελευθερώσει ὅλους ἑμᾶς τοὺς ἄλλους ποὺ κατοικοῦμε μέσα ἀπὸ τὶς Ἡράκλειες στῆλες, χωρὶς νὰ ἀπαιτήσει τὸ παραμικρόν.
Ὕστερα ὅμως ἀπὸ ἀρκετὸ καιρὸν ἔγιναν μεγάλοι σεισμοὶ καὶ κατακλυσμοὶ καὶ μέσα σὲ ἕνα φοβερὸν μερόνυχτο ἡ γῆ κατάπιε ὁλόκληρον τὸν στρατόν σας, ἡ δὲ νῆσος Ἀτλαντίς βούλιαξε στὴν θάλασσα καὶ ἐξηφανίσθη. Γι’ αὐτὸ τὸ πέλαγος σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖον ἔγινε ἀδιάβατον καὶ ἀνεξερεύνητον, γιατὶ ἐμποδίζει πάρα πολὺ ἡ λάσπη ποὺ ἄφησε πίσω της ἡ νῆσος ὅταν κατεποντίσθη».
Ἄκουσες λοιπόν, Σωκράτη, μὲ συντομία ὅλα ὅσα εἶπε ὁ παλαιὸς Κριτίας, ὅπως τὰ εἶχε ἀκούσει κι ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν Σόλωνα.
Κι ὅταν ἐσὺ μίλησες χθὲς γιὰ τὴν πολιτεία καὶ τοὺς κατοίκους της*5, θυμόμουν αὐτὰ ποὺ εἶπα τώρα κι ἔνιωσα μεγάλον θαυμασμόν, γιατὶ κατάλαβα ὅτι ἀπὸ κάποια θεῖα σύμπτωσιν τὰ λόγια σου δὲν διέφεραν ἀπὸ τὰ περισσότερα ποὺ διηγήθηκε ὁ Σόλων. Δὲν θέλησα ὅμως νὰ μιλήσω ἀμέσως, γιατὶ λόγῳ τοῦ χρόνου ποὺ εἶχε μεσολαβήσει δὲν θυμόμουν καλά. Προτίμησα λοιπὸν να τ' ἀναφέρω, ἀφοῦ πρῶτα θυμηθῶ ὅλες τὶς λεπτομέρειες.
…τὴν στιγμὴ ποὺ φύγαμε ἀπ’ τὸ σπίτι σου χθὲς ἄρχισα νὰ λέω στοὺς ὑπόλοιπους ὅσα μπόρεσα νὰ θυμηθῶ καὶ ὅταν χωριστήκαμε, τὰ σκεφτόμουν ὅλη τὴν νύχτα καὶ τελικὰ τὰ ξανάφερα στὴν μνήμη μου σχεδὸν ὅλα. Εἶναι πραγματικὰ ἀπολύτως ἀληθὲς αὐτὸ ποὺ λέγεται, ὅτι δηλαδὴ ὅσα μαθαίνει ἕνα παιδὶ τυπώνονται στὴν μνήμη του. Ἐγὼ ἀμφιβάλλω ἄν μπορῶ νὰ θυμηθῶ σήμερα ἀκόμη καὶ αὐτὰ ποὺ ἤκουσα μόλις χθές*6.
…Τότε λοιπὸν μὲ μεγάλη χαρὰ κι εὐχαρίστησιν τὰ ἄκουγα· ἦταν καὶ ὁ πάππος μου πρόθυμος νὰ μὲ διδάξει, καθῶς ἐγὼ τὸν ξαναρωτοῦσα πολλὲς φορές, ὥστε ἀπετυπώθησαν ὅλα μέσα μου σὰν ἀνεξίτηλα ἐγκαύματα*6. Μόλις ξημέρωσε, εἶπα ἀμέσως τὴν ἱστορία σὲ αὐτοὺς ἐδῶ γιὰ νὰ μποροῦν καὶ αὐτοὶ νὰ συνεισφέρουν στὴν συζήτησιν. Τώρα λοιπόν, γιὰ νὰ πᾶμε σὲ ὅσα ἔγιναν ἀφορμὴ νὰ μιλήσουμε γι’ αὐτὴν τὴν ἱστορία, εἶμαι ἕτοιμος, Σωκράτη, νὰ τὰ ἐπαναλάβω ὅλα ὄχι περιληπτικῶς ἀλλὰ μὲ λεπτομέρειες, ὅπως ἀκριβῶς τὰ ἄκουσα.
…Πρέπει ὅμως πρῶτα, Σωκράτη, νὰ δοῦμε ἄν μᾶς ἐνδιαφέρει αὐτὴ ἡ ἱστορία ἤ μήπως πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε κάποια ἄλλη στὴν θέσιν της.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ :
Καὶ ποιά μπορεῖ νὰ εἶναι προτιμοτέρα ἀπ’ αὐτή, Κριτία, ἀφοῦ συνδέεται μὲ τὴν σημερινὴ προσφορὰ γιὰ τὴν θεόν*7, μὲ τὴν ὁποία ταιριάζει θαυμάσια; Ἅλλωστε πρόκειται γιὰ κάτι σπουδαιότατον, ἀφοῦ εἶναι ἀληθινὸς λόγος καὶ ὄχι φτιαχτὸς. Ποῦ θὰ βροῦμε ἄλλον θέμα ἄν ἀπορρίψουμε αὐτό; Εἶναι ἀδύνατον».
*1 Γίνεται ξεκάθαρη ἀναφορὰ ἀπὸ τὸν Πλάτωνα γιὰ τὴν χρονικὴ προτεραιότητα τῶν Ἑλλήνων κατὰ χίλια ἔτη σὲ σχέσιν μὲ τοὺς Αἰγυπτίους, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ ἀδελφικὴ σχέσις Ἑλλήνων-Αἰγυπτίων, ποὺ δικαιολογεῖ καὶ τὰ ἑλληνικὰ ὀνόματα τῶν πρώτων βασιλέων τους, ἀλλὰ καὶ τὶς κοινὲς παραδόσεις, ἐφ’ ὅσον ἡ Ἀθηνᾶ εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐξεπαίδευσε, ἀνέθρευσε καὶ προστάτευσε καὶ τοὺς μὲν καὶ τοὺς δέ. Μαθαίνουμε πὼς στὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ποὺ θὰ κατοικοῦσε τὴν πόλιν της, ἡ Ἀθηνᾶ-Σοφία ἔλαβε σπέρμα ἀπὸ τὸν Ἥφαιστον καὶ τὴν Γῆ (φωτιὰ καὶ χῶμα). Ἡ ἱστορία αὐτὴ τοῦ Αἰγυπτίου ἱερέως θυμίζει τὸν μῦθον τῆς γεννήσεως τοῦ Ἐριχθονίου καὶ τοῦ Ἐρεχθέως, γενάρχου τῶν αὐτοχθόνων Ἑλλήνων ἀπὸ τὴν Ἀθηνᾶ, ποὺ συνέβη χωρὶς ἐκείνη νὰ χάσει τὴν παρθενία της.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ναὸς τῆς Ἀθηνᾶς Παρθένου ὠνομάσθη Παρθενών, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἴδιον λόγον δίπλα στὸν ναὸν τῆς Ἀθηνᾶς στὸν Ἱερὸν Βράχον εὑρίσκεται τὸ «Ἐρεχθεῖον». Μάλιστα ὁ Εὐσέβειος Καισαρείας γράφει πὼς «ἐν Ἀθήνησι, ἐν τῇ Ἀκροπόλει, τάφος ἐστὶν Κέκροπος» καὶ ὑπάρχουν καὶ ἀναφορὲς πὼς ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κέκροπα, στὸν Ἱερὸν Βράχον ἦταν θαμμένος καὶ ὁ Ἐρεχθεύς.
Ἄν ἡ ἱστορία τῆς ἱδρύσεως τῶν Ἀθηνῶν συμπίπτει μὲ τὸν μῦθον τῆς γεννήσεως τοῦ Ἐριχθονίου, τότε μποροῦμε μὲ βάσιν τὸ ἀπόσπασμα τοῦ Πλάτωνος νὰ χρονολογήσουμε τὰ γεγονότα ποὺ περιγράφει ὁ μῦθος. Ἄν λοιπὸν ὁ Ἐριχθόνιος γεννήθηκε περὶ τὸ 9.500 π.Χ., τότε καὶ ο υἰός του, Πανδίων χρονολογεῖται κάπου ἐκεῖ. Ὁ Πανδίων ὅμως μαθαίνουμε ἀπὸ τὸν Ἀπολλόδωρον ( «Βιβλιοθήκη», Γ’, 14,7-8) πὼς ἐβασίλευσε ὅταν ἡ Δημήτηρ καὶ ὁ Διόνυσος ἦλθον στὴν Ἀθῆνα. Ἐπίσης, θέλοντας νὰ κερδίσει τὸν πόλεμον ποὺ εἶχε μὲ τὸν Λάβδακον (τὸν παπποῦ τοῦ Οἰδίποδος), ζήτησε βοήθεια ἀπὸ τὸν βασιλέα τῆς Θράκης, τὸν Τηρέα, μὲ ἀντάλλαγμα τὴν κόρη του, Πρόκνη, τὴν ὁποία ὁ Τηρεὺς πράγματι ἐνυμφεύθη.
Ἄν ἰσχύουν λοιπὸν ὅλα αὐτὰ καὶ ὁ Ἐριχθόνιος τοποθετεῖται στὴν 10η π.Χ. χιλιετία, τότε τὰ δεδομένα συμπαρασύρουν πρὸς τὰ πίσω χρονικῶς καὶ ἄλλα σημαντικὰ γεγονότα. Ἕνα ἁπλὸ παράδειγμα εἶναι πὼς δισέγγονος τοῦ Λαβδάκου, ἦταν ὁ Πολυνείκης, ὁ ὁποῖος Πολυνείκης ξέρουμε πὼς συμπολεμιστή του στοὺς «ἑπτὰ ἐπὶ Θῆβας» εἶχε τὸν Ἄδραστον. Ὁ Ἄδραστος ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ ἕνας τῶν ἑπτὰ ἐπὶ Θῆβας ἦταν καὶ παπποῦς τοῦ ἥρωος Διομήδου. Καὶ γεννᾶται εὐλόγως το ἐρώτημα, πότε συνέβησαν τὰ Τρωικά, ἀν ὁ Διομήδης ἀπέχει χρονικῶς λίγες γενιὲς ἀπὸ τὸν Ἐριχθόνιον; Ἀκόμα κι ἄν δὲν συνέβησαν τόσο παλαιὰ τὰ γεγονότα, ὅπως διδασκόμεθα, δὲν παύουν οἱ σχέσεις τῶν προσώπων νὰ παραμένουν οἱ ἴδιες!
Μήπως τελικῶς ὁ Πλάτων στὸν «Πολιτικόν» του ὅταν γράφει πὼς ἄλλαξε ἡ τροχιὰ τοῦ ἡλίου (κι ἀπὸ τότε ἀνατέλλει ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ κι ὄχι ἀπὸ τὴν Δύσιν), ἐπὶ Ἀτρέως καὶ Θυέστου, τουτ’ ἔστιν μία γενιὰ πρὶν τὸν Ἀγαμέμνονα καὶ τὸν Αἴγισθον ἀναφέρεται σὲ ἕνα κοσμοϊστορικὸν γεγονὸς ὄχι τοῦ 1300 π.Χ. ὅπως αὐθαιρέτως διδασκόμεθα, ἀλλὰ τῆς 9ης-10ης π.Χ. χιλιετίας;
Μήπως ἐφ’ ὅσον εἶναι γνωστὸν ἀπὸ τὰ αρχαῖα κειμενά μας πὼς ὄχι μόνον γραφή, ἀλλὰ καὶ γραμματικὴ εἶχαν ἐπὶ τρωικῆς ἐκστρατείας, πρέπει νὰ ἀναθεωρηθεῖ καὶ τὸ ἐπίσημον παραμύθι περὶ ἀρχαιότητος τῆς γλώσσης καὶ γραφῆς μας;
*2 Στὸ σημεῖον αὐτὸ γίνεται ξεκάθαρη νύξις ἀπὸ τὸν Πλάτωνα πὼς οἱ καιρικὲς-κλιματολογικὲς συνθῆκες παίζουν σημαντικὸν ῥόλον στὴν διανόησιν. Ἐκφράζεται ἡ ἀντίληψις πὼς τὸ ἰσορροπημένον καὶ εὔκρατον κλῖμα εὐνοεῖ τὴν διανοητικὴ ἀνάπτυξιν τῶν κατοίκων. Παραπλεύρως μία τέτοια διαπίστωσις ἐπεξηγεῖ καὶ τὴν τελειότητα καὶ ἀνωτερότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, καθῶς ἡ διάνοια εἶναι ἁλληλένδετη τοῦ κώδικος προγραμματισμοῦ καὶ ἐπικοινωνίας.
Γράφει δὲ ὁ Ἀριστοτέλης (Πολιτικά, Η’, 7) γιὰ τὴν σύνδεσιν διανοίας-κλιματικῶν συνθηκῶν :
«Σχετικῶς μὲ τὸ πλῆθος τῶν πολιτῶν…ποιοί πρέπει νὰ εἶναι οἱ πολίτες κατὰ τὴν φυσικήν τους ἰδιοσυστασίαν τώρα θὰ ποῦμε. Θὰ μποροῦσε νὰ γίνει σχεδὸν ἀντιληπτὸν αὐτὸ ἀπὸ κάποιον, βλέποντας τὶς εὐδοκιμοῦσες πόλεις τῶν Ἑλλήνων καὶ γενικῶς ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένην, καθῶς αὐτὴ εἶναι διαιρεμένη σὲ ἔθνη.
Διότι τὰ ἔθνη ποὺ ζοῦν σὲ τόπους μὲ ψυχρὸν κλῖμα καὶ ὅσα εἶναι περὶ τὴν Εὐρώπη εἶναι πλήρη θυμοῦ ( =παρορμητικότητος), φτωχότερα δὲ στὴν διάνοια/ νοημοσύνη καὶ στὶς τέχνες/ἐπιστῆμες, γι’ αὐτὸ καὶ διατελοῦν περισσότερον ἐλεύθεροι, ἀλλὰ στεροῦνται πολιτεύματος καὶ δὲν δύνανται νὰ ἄρχουν/ἐπιβληθοῦν στοὺς πλησιοχώρους.
Αὐτὰ δὲ ποὺ βρίσκονται περὶ τῆν Ἀσία διαθέτουν νόησιν καὶ κλίσιν πρὸς τὶς τέχνες, ἀλλὰ εἶναι ἄθυμα (ἄνευ ψυχικῆς ὁρμῆς), γι’ αὐτὸ καὶ ζοῦν ἀρχόμενα/ἐξουσιαζόμενα καὶ δουλικῶς.
Τὸ τῶν Ἑλλήνων γένος ὅμως, τὸ ὁποῖον βρίσκεται σὲ τόπους μέσους (οὔτε πολὺ ψυχρούς, οὔτε πολὺ θερμούς) μετέχει καὶ στὰ δύο. Καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ ἔνθυμον (δυνατὸν στὴν ψυχή, θαρραλέον) καὶ διανοητικόν (εὐφυές).
Γι’ αὐτὸ καὶ ζεῖ ἐλεύθερον καὶ πολιτεύεται μὲ τὸν καλλίτερον τρόπον καὶ μπορεῖ νὰ ἄρχει τῶν πάντων, ἐὰν τύχει πολιτειακῆς ἑνώσεως».
Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν «Πολιτεία» (Δ’, 435-6/ Ε’, 470) καταλήγει ὁ Πλάτων :
«φημὶ γὰρ τὸ μὲν Ἑλληνικὸν γένος αὐτὸ αὑτῷ οἰκεῖον εἶναι καὶ συγγενές, τῷ δὲ βαρβαρικῷ ὀθνεῖόν τε καὶ ἀλλότριον. Ἕλληνας μὲν ἄρα βαρβάροις καὶ βαρβάρους Ἕλλησι πολεμεῖν μαχομένους τε φήσομεν καὶ πολεμίους φύσει εἶναι».
«ἢ τὸ φιλομαθές, ὃ δὴ τὸν παρ’ ἡμῖν μάλιστ’ ἄν τις αἰτιάσαιτο τόπον, ἢ τὸ φιλοχρήματον τὸ περὶ τούς τε Φοίνικας».
Μαζί του συμφωνεῖ καὶ ὁ Διονύσιος ὁ Ἁλικαρνασσεύς, ὁ ὁποῖος γράφει :
«κατὰ τοὺς τοῦ οὐρανοῦ τόπους καὶ τῶν ἠθῶν αἱ κράσεις…-εἶναι- πρὸς μαθήματα ὀξυτέρους τοὺς περὶ τὴν Ἑλλάδα, τοὺς δὲ πρὸς ἀργυρισμόν ( =φιλαργυρία), τοὺς περὶ τὴν Φοινίκην καὶ Αἴγυπτον· ἄλλοι περὶ θυμόν…διπλοῦν δὲ τὸ ἔθνος, Ἕλλην ἤ βάρβαρος», Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Ῥητορική, 11,5
Τὰ ἴδια γράφει καὶ ὁ Κικέρων, πὼς ὁ πιὸ ἀμόρφωτος Ἀθηναῖος ὑπερέχει τοῦ πιὸ σοφοῦ Ἀσιάτου :
«Erudissimos homines Asiaticos quivis Atheniensis indoctus», De Oratore, 3, 11,43
Ἀλλὰ καὶ ὁ Φίλων :
«Ἡ Ἑλλὰς μόνη ἐστὶν ἀνθρώπων γενέτειρα, φυτὸν οὐράνιον καὶ σπέρμα θαυμάσιον, βεβαίαν καὶ ἀληθῆ νοημοσύνη δημιουργοῦσα, αἴτιον δὲ ὁ λεπτὸς καὶ ἀραιὸς ἀήρ, ᾧ ἡ διάνοια ὀξύνεσθαι φιλεῖ»
Γιὰ νὰ συμπληρώσει ὁ μεγάλος Εὐριπίδης στὸ κύκνειον ἄσμα του ( «Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι», 1400), ποὺ καλεῖ ὅλους τοὺς Ἕλληνες ποὺ σπαράζονται δι’ ἐμφυλίων νὰ γυρίσουν στὰ χνάρια τῶν προγόνων τους ποὺ χάραζαν τὴν ἱστορική τους πορεία, ἄνευ βοηθείας ὑπὸ τῶν βαρβάρων, ἔχοντας ὡς σύνθημα :
«βαρβάρων δ᾽ Ἕλληνας ἄρχειν εἰκός, ἀλλ᾽ οὐ βαρβάρους, μῆτερ, Ἑλλήνων: τὸ μὲν γὰρ δοῦλον, οἳ δ᾽ ἐλεύθερον».
( =Εἶναι φυσικόν νὰ ἄρχουν οἱ Ἕλληνες τοὺς βαρβάρους, ἀλλὰ ὄχι οἱ βάρβαροι, μητέρα, τοὺς Ἕλληνες· διότι τὸ μὲν -τὸ νὰ ἄρχουν οἱ βάρβαροι- εἶναι δουλικόν, τὸ δὲ -ἑλληνικόν- ἐλεύθερον).
Ῥίχνεται ἐδῶ ὁ σπόρος τῆς πανελλήνιας ἰδέας ποὺ ἐκήρυττε ὁ Ἰσοκράτης μὲ σθένος καὶ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἔκανε πραγματικότητα.
*3 Ἡ συνεχὴς χρῆσις τῆς λέξεως «πέλαγος» καὶ ὄχι τῆς λέξεως «ὠκεανός» γιὰ τὸν Ἀτλαντικόν, στὸν πλατωνικὸν διάλογον, δεικνύει πὼς τὴν ἐποχὴ τῆς Ἀτλαντίδος, ἡ θάλασσα ἐκεῖ δὲν ἦταν ἀχανής, ὥστε νὰ χρειάζεται ὠκεῖα ναῦν ( > ὠκέανός) κανεὶς γιὰ νὰ τὴν διασχίσει ὁλόκληρη, ἀλλὰ ἦταν μικροτέρα σὲ μέγεθος ποὺ ἤγαγε εἰς τοὺς πέλας ( > πέλαγος), οἱ ὁποῖοι προφανῶς καὶ ἦταν οἱ κάτοικοι τῆς Ἀτλαντίδος, ποὺ μὲ τὸ τεράστιον μεγεθός της ἐκάλυπτε τὸ μεγαλύτερον μέρος τοῦ σημερινοῦ -ὀρθῶς λεχθέντος- ὠκεανοῦ Ἀτλαντικοῦ.
Ἐπίσης, τὸ «πορεύσιμον» ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ἱερεὺς γιὰ τὴν θάλασσα ἐκτὸς τῶν Ἡρακλείων στηλῶν δὲν σημαίνει πὼς μετὰ τὸν καταποντισμὸν τῆς Ἀτλαντίδος, οἱ Ἕλληνες δὲν ξαναταξίδευσαν ποτὲ στὸν Ἀτλαντικὸν ὠκεανόν· ἁπλῶς ἡ ἐκεῖ θάλασσα γέμισε παχειὰ λάσπη, ποὺ ὅπως γράφει καὶ ὁ Πλούταρχος (βλ. *4) ἔκανε «βραδύπορον τὸ πέλαγος».
Τὸ λασπῶδες τοῦ Ἀτλαντικοῦ ἦταν γνωστὸν ἀπὸ πολὺ παλαιὰ, τὸ ἀναφέρουν πλεῖστοι συγγραφεῖς ἄλλωστε, ὅπως ὁ προαναφερθεὶς Πλούταρχος, ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Μετεωρολογικά» του κοκ.
*4 Ἡ Τζιροπούλου στὸ βοηθητικὸν βιβλίον μαθημάτων ἀρχαίων ἑλληνικῶν τοῦ γ’ ἔτους γράφει σχετικῶς μὲ τὰ ὅσα ἀνεφέρθησαν γιὰ τὶς ἔξωθεν τῶν Ἡρακλείων στηλῶν νήσους καὶ τὴν τεράστια σὲ μέγεθος ἤπειρον τὰ ἑξῆς :
«Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ Πλάτων ὁμιλεῖ διὰ τὰς νήσους τοῦ Ἀτλαντικοῦ ὠκεανοῦ καὶ διὰ τὴν μεγάλην ἤπειρον, τὴν νῦν Ἀμερικὴ ὀνομαζομένην».
Τὸ ὅτι οἱ Ἕλληνες ὄχι ἁπλῶς εἶχαν γνῶσιν, ἀλλὰ καὶ εἶχαν ταξιδεύσει ὡς τὴν σημερινὴ Ἀμερικὴ ἤδη ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων εἶναι γεγραμμένο σὲ πολλὰ ἀρχαῖα κείμενά μας ( «Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆ σελήνης», 941c, Πλούταρχος / «Ποικίλη Ἱστορία», 3,18, Αἰλιανός/ «Ἀληθὴς Ἱστορία», Α', 5-Β', 27-42-43-46-47, Λουκιανός/ «Γεωγραφικά», Α', 4,6, Στράβων/ «Περὶ βασιλείας», Δ', 68, Δίων κ.ἄ ).
Ὁ Πλούταρχος μάλιστα δίνει καὶ τὶς ἀκριβεῖς ἀποστάσεις ἀλλὰ καὶ τὸν πλοῦν ποὺ φαίνεται πὼς ἀκολουθοῦσαν γιὰ νὰ φτάσουν ἐκεῖ, ὅπως ἐπίσης ἀναφέρεται καὶ στὶς ἐκεῖ ἑλληνικὲς ἀποικίες.
*5 Τὴν προηγουμένη ἡμέρα τῆς διεξαγωγῆς τοῦ διαλόγου ποὺ κατέγραψε ὁ Πλάτων εἶχαν μαζευτεῖ πάλι οἱ ἴδιοι -πλὴν ἑνὸς- συνομιλητὲς στὸ σπίτι τοῦ Σωκράτους καὶ συζητοῦσαν γιὰ τὸ πολίτευμα καὶ τὸ εἶδος τῶν ἀνθρώπων ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ δημιουργήσουν τὴν ἰδανική, ἄριστη πολιτεία.
*6 Ἡ εὔστοχος αὐτὴ παρατήρησις κρύβει γνῶσιν σὲ θέματα ποὺ ἀπασχολοῦν μέχρι σήμερα ἐπιστῆμες σχετικὲς τοῦ ἐγκεφάλου, τῆς γλώσσης, τῆς ψυχολογίας…
*7 Ὁ διάλογος διεξάγεται τὴν παραμονὴ τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῶν Παναθηναίων. Ἔτσι λοιπὸν ἡ θεὰ στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Σωκράτης δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν Ἀθηνᾶ.«
 
 
 
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΑΤΛΑΝΤΙΔΟΣ (ΜΕΡΟΣ 3ον)
Η ΑΘΗΝΑ ΤΗΣ 10ης ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ π.Χ (ΜΕΡΟΣ 2/2)
ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΗΤΑΝ Η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΠΡΟ ΤΟΥ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΥ ΤΟΥ ΔΕΥΚΑΛΙΩΝΟΣ
Ἡ περιγραφὴ τῶν Αθηνῶν τῆς 10ης π.Χ. χιλιετίας συνεχίζεται καὶ στὸ πλατωνικὸν ἔργον «Κριτίας» (108c) :
ΚΡ. Ὤ φίλε Ἑρμόκρατες… κοντὰ στοὺς θεοὺς ποὺ ἀνέφερες ἄς προσκαλέσουμε καὶ τοὺς ὑπολοίπους, προπάντων μάλιστα τὴν Μνημοσύνη*1, ἀφοῦ ἀπ' αὐτὴν ἐξαρτᾶται τὸ μεγαλύτερον μέρος τῆς ὁμιλίας μου. Ἐνθυμούμενοι καὶ λέγοντες αὐτὰ ποὺ κάποτε εἰπώθηκαν ἀπὸ τοὺς ἱερέας στὸν Σόλωνα, ὁ ὁποῖος τὰ μετέφερε ἐδῶ (στὴν Ἀθῆνα)…
Πρῶτα ἀπὸ ὅλα, ἄς θυμηθοῦμε τὸ κυριώτερον, ὅτι πέρασαν ἐννέα χιλιάδες χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἐμηνύθη ὁ πόλεμος ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ποὺ ζοῦσαν ἔξω ἀπὸ τὶς Ἡράκλειες στῆλες καὶ σὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦσαν στὸ ἐσωτερικὸν μέρος…
Τὴν ἀρχηγία ὅσων κατοικοῦσαν ἔσωθεν λέγεται πὼς εἶχε αὐτὴ ἡ πόλις -ἡ Ἀθῆνα-, πολεμήσασα μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου, ἐνῶ τῶν πέρα τῶν στηλῶν ἀρχηγοὶ ἦταν οἱ βασιλεῖς τῆς νήσου Ἀτλαντίδος, ἡ ὁποία ὅπως εἴπαμε ἦταν κάποτε μεγαλυτέρα ἀπ’ την Λιβύη ( -βόρειος- Ἀφρική) καὶ τὴν Ἀσία μαζί. Τώρα ποὺ ἐβυθίσθη ἀπὸ σεισμούς, ἔχει καλυφθεῖ ἀπὸ λάσπη, ἡ ὁποία ἐμποδίζει ὅσους θέλουν νὰ ἐκπλεύσουν στὸν ὠκεανὸν… γιὰ τοὺς τότε Ἀθηναίους καὶ τοὺς ἐχθρούς τους, οἱ ὁποῖοι ἐπολέμησαν μεταξύ τους εἶναι ἀνάγκη νὰ μιλήσω πρῶτα, γιὰ τὴν στρατιωτικὴ δύναμιν ἑκατέρων καὶ τὶς πολιτεῖες τους…
Κάποτε οἱ θεοὶ διεχώριζον μὲ κλῆρον τὶς διάφορες περιοχὲς ὅλης τῆς γῆς ἄνευ φιλονεικίας. Δὲν θὰ ἦταν ὀρθὸν νὰ μὴ ξέρουν τί ἀνήκει στὸν καθένα τους, οὔτε νὰ θέλουν νὰ πάρουν μὲ ἔριδες κάτι, πολὺ περισσότερον γνωρίζοντας ὅτι ἀνήκει σὲ κάποιον ἄλλον.
Ἀφοῦ ἔγινε ἡ διανομὴ μὲ κλῆρον, κατοίκησε καθένας τὴν περιοχὴ ποὺ τοῦ ἔλαχε καὶ ὅταν ἐγκατεστάθησαν, μᾶς ἔτρεφαν σὰν κοπάδια, δικά τους ἀποκτήματα καὶ θρέμματα, χωρὶς ὅμως νὰ χρησιμοποιοῦν βία, ὅπως οἱ ποιμένες ποὺ ὁδηγοῦν τὰ κοπάδια χτυπώντας τά, ἀλλὰ ὄντας -ὁ ἄνθρωπος- εὔστροφον πλᾶσμα, τὸν κατευθύνουν σὰν μὲ δοιάκι (τιμόνι πλοίου) ἀγγίζοντας τὴν ψυχὴ μὲ τὴν πειθὼ ἀναλόγως μὲ τὶς διαθέσεις τους καὶ δίνοντας κατεύθυνσιν μ’ αὐτὸν τὸν τρόπον κυβερνοῦσαν ὅλους τοὺς θνητούς.
Ἄλλοι λοιπὸν ἀπ’ τοὺς θεοὺς κληρουχήσαντες ἄλλους τόπους, τοὺς τακτοποιοῦσαν. Στὸν Ἥφαιστον καὶ τὴν Ἀθηνᾶ ἐπειδὴ εἶχαν κοινὴ φύσιν ( =χαρακτῆρα, ὄντες καὶ οἱ δύο δημιουργικοὶ καὶ σοφοί), ὡς ἀδελφὴ ποὺ τοῦ ἦταν ἀπὸ τὸν ἴδιον πατέρα καὶ εἶχαν τὴν ἴδια κατεύθυνσιν στὴν φιλοσοφία καὶ τὴν φιλοτεχνία, ἔτυχε νὰ τοὺς κληρωθεῖ αὐτὴ ἐδῶ ἡ περιοχή (ἡ Ἀθῆνα), ἡ ὁποία ἀπό τὴν φύσιν της τοὺς ταίριαζε καὶ ἦταν κατάλληλη γιὰ τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν φρόνησίν τους.
Ἔφτιαξαν λοιπὸν ἐκεῖ ἀγαθοὺς ἀνθρώπους αὐτόχθονες καὶ τοὺς ἔθεσαν στὸν νοῦν τὴν τάξιν τῆς πολιτείας/ ποιός ἦταν ὁ ὀρθὸς τρόπος διακυβερνήσεως τῆς πολιτείας.
Τὰ ὀνόματα τῶν ἐντόπιων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ἔχουν διατηρηθεῖ μέχρι σήμερα, ἔχουν ὅμως χαθεῖ τὰ ἔργα τους ἀπὸ τὶς φθορὲς ποὺ ἔκαναν οἱ διάδοχοι τους καὶ ἀπὸ τὴν φθορὰ τοῦ χρόνου.
Ὅπως προανεφέρθη ὅσοι ἐπιζοῦσαν -μετὰ ἀπὸ κάθε καταστροφὴ- ἦταν ἀγράμματοι εἰς τὰ ὄρη, ποὺ εἶχαν ἀκούσει μόνον τὰ ὀνόματα τῶν παλαιῶν ἡγετῶν, ἀλλὰ ἐγνώριζον λίγα γιὰ τὰ ἔργα τους. Ἀγαποῦσαν νὰ δίνουν αὐτὰ τὰ ὀνόματα στοὺς ἀπογόνους τους, ἀλλὰ δὲν ἤξεραν τὶς ἀρετὲς καὶ τοὺς νόμους τῶν προγενεστέρων, ἐκτὸς ἀπὸ κάποιες ἀσαφεῖς πληροφορίες ποὺ εἶχε τύχει νὰ ἀκούσουν γιὰ τὸν καθένα.
Καὶ ἐπειδὴ ἀκόμα οἱ ἴδιοι καὶ τὰ παιδιά τους ἐπὶ πολλὲς γενιὲς δὲν εἶχαν τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴν συντήρησίν τους, ἠσχολοῦντο μὲ ὅσα τοὺς ἔλειπαν χωρὶς νὰ δίνουν σημασία σὲ ὅσα εἶχαν συμβεῖ προηγουμένως τὰ περασμένα χρόνια. Οἱ ἱστορικὲς γνώσεις καὶ ἡ ἔρευνα τοῦ παρελθόντος ἦλθαν μαζὶ στὶς πόλεις ἀργότερα, ὅταν οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἐξασφαλίσει τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ζωή τους καὶ ὄχι πιὸ πρίν. Ἔτσι διεσώθησαν τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχαίων ἀλλὰ ὄχι καὶ τὰ ἔργα τους.
Λέγω αὐτὰ ὡς συμπέρασμα ἀπ’ τὸ ὅτι ὁ Σόλων εἶπε πὼς οἱ Αἰγύπτιοι ἱερεῖς περιγράφοντας τὸν πόλεμον ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, μὲ αὐτὰ τὰ ὀνόματα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὠνόμαζον ἐκείνους, ὅπως τοῦ Κέκροπος, τοῦ Ἐρεχθέως, τοῦ Ἐριχθόνιου, τοῦ Ἐρυσίχθονος, καθῶς καὶ πολλὰ ἄλλα ποὺ ἀνεφέροντο σὲ ἥρωες παλαιοτέρους ἀπ’ τὸν Θησέα. Με τον ίδιο τρόπο διατηρήθηκαν και τα ονόματα των γυναικών.
Ἀκόμα τὸ σχῆμα καὶ τὸ ἄγαλμα τῆς θεᾶς δείχνουν ὅτι τότε οἱ πολεμικὲς ἀσχολίες ἦταν κοινὲς γιὰ τὶς γυναῖκες καὶ γιὰ τοὺς ἄνδρες. Ἔτσι σύμφωνα μὲ ἐκεῖνον τὸν νόμον, ἡ θεὸς ὁπλισμένη ἦταν ἀνάθημα γιὰ τοὺς τότε κατοίκους, ἀπόδειξις ὅτι ὅλα τὰ ζῶα, ἀρσενικά καὶ θηλυκὰ ποὺ ζοῦν μαζὶ εἶναι ἱκανὰ ἀπὸ τὴν φύσιν τους νὰ ἐξασκοῦν τὶς ἱκανότητες ποὺ ἔχει τὸ γένος τοῦ καθενός.
Σὲ ἐκεῖνον τὸν τόπον κατοικοῦσαν τότε καὶ οἱ ἄλλες τάξεις τῶν πολιτῶν ποὺ ἠσχολοῦντο μὲ τὶς τέχνες καὶ τὴν γεωργία, ὑπῆρχε ἐπίσης καὶ ἡ τάξις τῶν πολεμιστῶν ἀπὸ ἄνδρες ποὺ εἶχαν θεϊκὴ καταγωγή.
Ἡ τάξις αὐτὴ χωρίστηκε ἀπ’ τὴν ἀρχὴ καὶ κατοικοῦσε σὲ ἰδιαιτέρα περιοχὴ ἔχοντας ὅ,τι χρειαζόταν γιὰ τὴν τροφὴ καὶ τὴν ἐκπαίδευσίν της, χωρὶς κανεὶς τους νὰ ἔχει τίποτε δικόν του, ἀλλὰ ὅλα τὰ πράγματα ἐθεωροῦντο κοινὰ γιὰ ὅλους. Δὲν δέχονταν ἀπ’ τοὺς ἄλλους πολίτες τίποτα πέρα ἀπὸ ἀρκετὴ τροφὴ κι ἔκαναν ὅλες τὶς δουλειὲς ποὺ ἀναφέραμε χθές, ὅταν μιλήσαμε γιὰ τοὺς διορισμένους φύλακες.
Καὶ μάλιστα αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἐλέγετο γιὰ τὴν χώρα μας εἶναι τὸ ἑξῆς πιθανὸν καὶ ἀληθές, ὅτι τὰ ὅριά της τότε ἔφθαναν μέχρι τὸν Ἰσθμὸν καὶ ἀπ’τὸ μέρος τῆς ἄλλης τῆς ξηρᾶς ἔφταναν μέχρι τὶς κορυφὲς τοῦ Κιθαιρῶνος καὶ τῆς Πάρνηθος· καὶ ὅτι τὰ ὅρια αὐτῆς κατήρχοντο πρὸς τὰ δεξιὰ μέχρι τὸν Ὠρωπόν, πρὸς τὰ ἀριστερά δε, πρὸς τὸ μέρος τῆς θαλάσσης ἔφταναν μέχρι τὸν Ἀσωπόν.
Αὐτὸς ὁ τόπος ξεπερνοῦσε κάθε ἄλλον στὴν γονιμότητα, γι’ αὐτὸ καὶ μποροῦσε τότε νὰ τρέφει πολλὰ στρατεύματα τῶν γειτόνων της. Μεγάλη μάλιστα ἀπόδειξις τῆς γονιμότητος εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ μέρος ποὺ ἀπέμεινε σήμερα ἀπὸ ἐκείνη τὴν περιοχὴ ξεπερνᾶ ὁποιονδήποτε ἄλλον τόπον στὴν παραγωγὴ καὶ στὴν ἀφθονία καρπῶν, ἐνῶ ἐπίσης εἶναι πλούσιον σὲ βοσκοτόπια γιὰ ὅλα τὰ εἴδη ζώων.
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἐκτὸς ἀπ’ τὸ κάλλος καὶ αὐτὰ ὅλα τὰ εἶχε σὲ ἀφθονία. Πῶς λοιπὸν μποροῦν νὰ ἀποδειχτοῦν ὅλα αὐτὰ καὶ γιὰ ποιόν λόγον θὰ λέγαμε πὼς ὁ τόπος μας εἶναι πραγματικὰ ἀπομεινάρι τῆς τότε γῆς;
Ἡ περιοχή μας ξεχωρίζει ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη στεριὰ καὶ χώνεται σὰν ἀκρωτήριον μέσα στὸ πέλαγος· τυγχάνει μάλιστα ὅλη ἡ θάλασσα γύρω της νὰ ἔχει μεγάλο βάθος. Ἐπειδὴ ὅμως ἔγιναν πολλοὶ καὶ μεγάλοι κατακλυσμοὶ στὴν διάρκεια τῶν ἐννέα χιλιάδων ἐτῶν -τόσα πέρασαν ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα- τὸ χῶμα σ’ αὐτὰ τὰ χρόνια καὶ λόγῳ αὐτῶν τῶν γεγονότων ἀπομακρυνόταν ἀπ’ τὰ ὑψώματα καὶ δὲν συγκεντρωνόταν πάνω στὸ ἔδαφος, ὅπως συμβαίνει σὲ ἄλλους τόπους, ἀλλὰ πάντοτε περιέρρεε σὲ μεγάλες ποσότητες καὶ εξαφανιζόταν στὰ βάθη τῆς θαλάσσης.
Ἔτσι, ὅπως συμβαίνει στὰ μικρὰ νησιά, αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀπομείνει συγκρινόμενον μὲ ἐκεῖνο ποὺ ὑπῆρχε στὸ παρελθόν, μοιάζει μὲ ὁστὰ νοσήσαντος σώματος, ἀφοῦ τὸ χῶμα ὅσον ἦταν εὔφορον καὶ μαλακόν, παρασύρθηκε μακριὰ κι ἀπέμεινε μόνον ὁ ρηχὸς φλοιὸς τῆς γῆς.
Ἐκείνη ὅμως τὴν παλαιὰ ἐποχὴ ὁ τόπος μας, ἐπειδὴ διατηροῦσε τὴν ἀκεραιότητά του, ἀντὶ γιὰ ὄρη καὶ τοὺς σημερινοὺς ξεροτόπους εἶχε ὑψηλοὺς χωμάτινους λόφους καὶ αὐτὲς οἱ πεδιάδες ποὺ σήμερα ὀνομάζονται φελλέες (πετρώδεις τόποι) ἦταν γεμάτες εὔφορον χῶμα καὶ τὰ ὄρη εἶχαν πολλὰ δάση, ἀπ’ τὰ ὁποῖα ἀκόμα καὶ σήμερα φαίνονται σημάδια. Ὑπάρχουν δηλαδὴ μερικὰ ὄρη ποὺ παράγουν μόνον τροφὴ γιὰ μέλισσες, ἐνῶ παλαιότερα εἶχαν τεράστια δέντρα ἀπ’ τὰ ὁποῖα ἔχουν γίνει οἱ στέγες πολλῶν οἰκοδομημάτων ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἄθικτες μέχρι τὶς μέρες μας.
Ἀκόμα ὑπῆρχαν πολλὰ ἄλλα καρποφόρα ὑψηλὰ δέντρα καὶ ἄφθονα βοσκοτόπια γιὰ τὰ κοπάδια. Ἐκαρποῦτο ἐπίσης -ἡ γῆ- κάθε χρόνον μὲ τὸ ὕδωρ ἐκ τοῦ Διός, τὸ ὁποῖον δὲν χανόταν ὅπως σήμερα ποὺ κυλᾶ πάνω στὴν ἀποψιλωμένη γῆ καὶ καταλήγει στὴν θάλασσα, ἀλλὰ ἔχοντας πολλὰ χώματα τὸ συγκρατοῦσε ἡ ἴδια, ἀποθηκεύοντάς το κάτω ἀπ’ τὴν λάσπη ποὺ σκέπαζε τὴν γῆ, ἐπειδὴ τὸ ἄφηνε νὰ τρέχει ἀπ’ τὰ ὑψώματα στὶς λεκάνες ποὺ βρίσκονταν πιὸ χαμηλά· ἔτσι ὅλα τὰ μέρη εἶχαν τρεχούμενα νερὰ ἀπὸ πηγὲς καὶ ποτάμια.
Τὰ ἱερὰ ποὺ ἔχουν ἀπομείνει μέχρι σήμερα στὰ μέρη ὅπου ὑπῆρχαν πηγὲς εἶναι σημάδια ποὺ ἐπιβεβαιώνουν ὅτι εἶναι ἀληθὴ ὅσα λέγονται τώρα γι’ αὐτήν.
Ἔτσι λοιπὸν φτιάχτηκαν ἀπ’ τὴν φύσιν τὰ ὑπόλοιπα μέρη τὰ ὁποῖα, ὅπως εἶναι φυσικόν, ἐκαλλιεργοῦντο ἀπὸ πραγματικοὺς γεωργοὺς ποὺ ἠσχολοῦντο μὲ τὴν γῆ, ποὺ ἦταν φιλόκαλλοι καὶ εὐφυεῖς· εἶχαν πλούσιον ἔδαφος, ἄφθονα νερὰ καὶ ἀκόμα ἐποχὲς μὲ εὔκρατον κλῖμα. Ὅσον γιὰ τὴν πόλιν, εἶχε ὀργανωθεῖ τότε μὲ τὸν ἑξῆς τρόπον:
Κατ' ἀρχάς, ἡ άκρόπολις τότε δὲν ἦταν ὅπως εἶναι τώρα (δηλ. τὴν ἐποχὴ ποὺ γίνεται ὁ διάλογος μεταξὺ Κριτία καὶ τῶν ὑπολοίπων). Κάποια νύχτα ἔπεσε ἀσυνήθιστα δυνατὴ βροχὴ ποὺ παρέσυρε ὅλον τὸ χῶμα γύρω της καὶ τὴν ἄφησε γυμνή, ἐνῶ στὴν συνέχεια ἔγιναν σεισμοὶ καὶ τρεῖς σφοδρὲς πλημμύρες πρὶν ἀπ’ τὸν κατακλυσμὸν τοῦ Δευκαλίωνος.
Πιὸ πρὶν ὅμως σὲ ἄλλες ἐποχές, ἡ ἔκτασίς της ἔφθανε μέχρι τὸν Ἠριδανὸν καὶ τὸν Ἰλισσόν, περιελάμβανε τὴν Πνύκα καὶ εἶχε ὅριον τὸν Λυκαβηττὸν ἀπέναντι ἀπ’ τὴν Πνύκα. Ὁλόκληρη εἶχε πλούσιο χῶμα καί, ἐκτὸς ἀπὸ ἐλάχιστα σημεῖα, ἦταν ἐπίπεδη στὸ πάνω μέρος της. Στὰ ἐξωτερικά της σημεῖα, κάτω ἀπ’ τὶς πλαγιές, κατοικοῦσαν τεχνῖτες καὶ ἀγρότες ποὺ καλλιεργοῦσαν τὶς γύρω περιοχές.
Στὸ ἐπάνω μέρος, γύρω ἀπ’ τὸ ἱερὸν τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τοῦ Ἡφαίστου κατοικοῦσε ἡ τάξις τῶν πολεμιστῶν, περίκλειστη ἀπὸ φράχτη, ὅπως ὁ κῆπος σπιτιοῦ. Στὸ βόρειον μέρος βρίσκονταν οἱ κοινὲς κατοικίες τῶν πολεμιστῶν καὶ οἱ χειμερινὲς ἐγκαταστάσεις γιὰ τὰ συσσίτιά τους καὶ ὅσα κτήρια ἦταν ἀναγκαῖα γιὰ τὶς κοινὲς ἀνάγκες τῆς πολιτείας, γιὰ νὰ κατοικοῦν οἱ ἴδιοι καὶ οἱ ἱερεῖς, χωρὶς νὰ ἔχουν χρυσὸν καὶ ἄργυρον -ἀπ’ αὐτὰ τίποτα καὶ καθόλου δὲν χρησιμοποιοῦσαν, ἀλλὰ ἐπιδιώκοντας τὸ μέσον τῆς ὑπερηφάνιας καὶ τῆς ἀνελευθερίας, ἔχτιζαν κόσμια οἰκήματα, ὅπου ἔμεναν οἱ ἴδιοι καὶ τὰ παιδιά τους καὶ ὅταν γερνοῦσαν τὰ παρέδιδον στοὺς ἀπογόνους τους.
Ὅσον γιὰ τὰ νότια σημεῖα τῆς ἀκροπόλεως, αὐτὰ ἐχρησιμοποιοῦντο ὡς κῆποι, γυμναστήρια καὶ χῶροι συσσιτίων. Τὸ καλοκαίρι πάντως, τὰ ἐγκατέλειπον.
Στὸν τόπον ὅπου βρίσκεται σήμερα ἡ ἀκρόπολις ὑπῆρχε μία πηγὴ ποὺ κατεστράφη ἀπ’ τοὺς σεισμοὺς καὶ τὸ μόνον ποὺ ἀπέμεινε ἀπ’ αὐτὴν εἶναι μερικὰ ῥυάκια γύρω της. Τότε σὲ ὅλους αὐτὴ ἡ πηγὴ παρεῖχε νερό, ποὺ ἦταν εὔκρατον/ στὴν κατάλληλη θερμοκρασία χειμῶνα καὶ καλοκαίρι. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ζοῦσαν οἱ φύλακες τῶν συμπολιτῶν τους καὶ ἡγέτες τῶν ἄλλων Ἑλλήνων, μὲ τὴν θέλησιν τῶν τελευταίων.
Φρόντιζαν νὰ κρατοῦν πάντοτε σταθερὸν ἀριθμὸν ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ἱκανῶν νὰ φέρουν ὅπλα, δηλαδὴ περίπου ἦταν ἐκείνη τὴν ἐποχή εἴκοσι χιλιάδες. Αὐτοὶ λοιπὸν τέτοιοι ἦταν καὶ κυβερνοῦσαν πἀντοτε ἔτσι μὲ δίκαιον τρόπον τὴν γῆ τους καἰ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα. Ἦταν ξακουστοὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη καὶ τὴν Ἀσία, ὅπου τοὺς θαύμαζαν γιὰ τὰ ὄμορφα κορμιὰ καὶ τὰ κάθε εἴδους ψυχικά τους χαρίσματα.
Τώρα ὅμως, ἐλπίζοντας ὅτι δὲν ἔχω ξεχάσει ὅσα ἄκουσα ὅταν ἤμουν παιδί, θὰ τὰ ἀναφέρω… γιὰ νὰ πληροφορηθεῖτε ἐσεῖς οἱ φίλοι μου πῶς ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ πολέμησαν ἐναντίον τους, τί εἴδους πολιτεία εἶχαν καὶ πῶς ξεκίνησαν ὅλα.
*1 Ἡ Μνημοσύνη ἦταν κόρη τῆς Γαίας καὶ τοῦ Οὐρανοῦ ( «Οὐρανῷ εὐνηθεῖσα τέκ᾽ Ὠκεανὸν βαθυδίνην… Θείαν τε Ῥείαν τε Θέμιν τε Μνημοσύνην…», Θεογονία, 133-5, Ἡσίοδος), ἡ ὁποία συνευρεθεῖσα ἐπὶ 9 συνεχόμενες ἡμέρες μὲ τὸν Δία, τοῦ γέννησε τὶς 9 Μοῦσες ( «Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο. τὰς ἐν Πιερίῃ Κρονίδῃ τέκε πατρὶ μιγεῖσα Μνημοσύνη», Θεογονία, 51-54, Ἡσίοδος.
 
 (ΜΕΡΟΣ 4ον)
Ὁ Κριτίας σὲ αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα τοῦ ὁμωνύμου πλατωνικοῦ ἔργου (113b κ. ἑξ.) δίνει πληροφορίες γιὰ τὴν Ἀτλαντίδα, τὴν ἱστορία της, τοὺς κατοίκους της καὶ τὴν πολιτεία της :
ΚΡΙΤΙΑΣ : «Ὅπως ἐλέχθη νωρίτερα γιὰ τὴν κλήρωσιν ποὺ ἔκαναν οἱ θεοί, ὅτι κατένειμαν ὅλη τὴν γῆ καὶ ὁρισμένοι πῆραν μεγαλύτερες περιοχές, ἐνῶ ἄλλοι μικρότερες, στὶς ὁποῖες ἔφτιαξαν βωμοὺς καὶ κανόνισαν τὶς θυσίες ποὺ ἔπρεπε νὰ γίνονται πρὸς τιμήν τους, ἔτσι κι ὁ Ποσειδῶν, ποὺ τοῦ ἔτυχε ἡ νῆσος Ἀτλαντίς, ἐγκατέστησε ἐκεῖ τὰ παιδιὰ ποὺ εἶχε ἀποκτήσει μὲ μία θνητὴ γυναῖκα σὲ κάποια περιοχὴ ἐκείνης τῆς νήσου.
Πρὸς τὴν θάλασσα, στὸ κέντρον τῆς νήσου, ὑπῆρχε πεδιάδα ποὺ λέγεται ὅτι ἦταν ἡ ὡραιοτέρα καὶ πιὸ εὔφορη σ’ ὁλόκληρον τὸν κόσμον. Κοντὰ στὸ κέντρον της, σὲ ἀπόστασιν πενήντα σταδίων*1 ( =9250 μ. μὲ γνώμονα τὸ ἀττικὸν στάδιον, ποὺ ἰσοδυναμοῦσε μὲ περίπου 185 μ.) ἀπ’ τὸ μέσον τῆς νήσου, βρισκόταν ἕνα χαμηλὸν ὄρος, ὅπου ἐκεῖ κατοικοῦσε κάποιος ἀπ’ τοὺς πρώτους ἀνθρώπους ποὺ γεννήθηκαν ἀπ’ τὴν γῆ, τοῦ ὁποῖου τὸ ὄνομα ἦταν Εὐήνωρ, καὶ ὁ ὁποῖος συνοικοῦσε ἐκεῖ μὲ τὴν γυναῖκα του Λευκίππη.
Γέννησαν μοναχοκόρη τὴν Κλειτώ. Ὅταν ἡ κοπέλα ἔφτασε σὲ ἡλικία γάμου, πέθαναν ἡ μήτηρ καὶ ὁ πατήρ της κι ὁ Ποσειδῶν ποθώντας τήν συνευρέθηκε μαζί της καὶ ὠχύρωσε τὸ ὄρος ὅπου αὐτὴ κατοικοῦσε κάνοντάς το εὐερκὲς/ περιφραγμένον ἀπὸ παντοῦ.
Ἔφτιαξε γύρω του ἐναλλὰξ κυκλικὲς ζῶνες θαλάσσης καὶ γῆς, ἄλλες μικρότερες καὶ ἄλλες μεγαλύτερες, δύο χερσαῖες καὶ τρεῖς θαλάσσιες ζῶνες στὴν μέση τῆς νήσου, τόσο στρογγυλὲς σὰν νὰ τὶς εἶχε τορνέψει καὶ σὲ ἴσην ἀπόστασιν ἀπὸ ὅλες τὶς ἄκρες του, ὥστε νὰ εἶναι ἄβατον στοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ τότε οὔτε πλοῖα ὑπῆρχαν, οὔτε ἀκόμα ἔπλεον.
Αὐτὸς στόλισε εὐμαρῶς τὴν νῆσον ποὺ βρισκόταν στὸ μέσον, ὡς θεὸς ποὺ ἦταν, ἀφοῦ ἐκόμισε ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸν τῆς γῆς δύο εἰδῶν νερά, τὸ μὲν θερμὸν, τὸ δὲ ψυχρόν, τὸ ὁποῖον ἔρρεε ἀπὸ μία κρήνη, κάνοντας τὴν γῆ νὰ παραγάγει ἄφθονη καὶ κάθε εἴδους τροφή.
Ἀφοῦ γέννησε καὶ ἔθρεψε πέντε ζευγάρια διδύμων υἰῶν, κατένειμε ὅλη τὴν νῆσον Ἀτλαντίδα σὲ δέκα μέρη καὶ στὸν μεγαλύτερον ἀπὸ ὅσους εἶχαν γεννηθεῖ πρῶτοι ἔδωσε τὴν μητρικὴ κατοικία μὲ ὁλόκληρον τὸν χῶρον τριγύρω, ποὺ ἦταν ἡ καλλιτέρα καὶ ἡ μεγαλυτέρα ἀπὸ ὅλες καὶ τὸν κατέστησε βασιλέα τῶν ἄλλων, καὶ τοὺς ἄλλους ἄρχοντες πολλῶν ἀνθρώπων, δίδοντας στὸν καθέναν τους μεγάλες ἐκτάσεις γῆς.
Ἀκόμα, ἐθεσε σὲ ὅλους ὀνόματα κι ὁ μεγαλύτερος καὶ πρῶτος βασιλεὺς ἐκ τοῦ ὁποίου ὠνομάσθη ὁλόκληρη ἡ νῆσος καὶ τὸ πέλαγος (ὠκεανός), τὸ λεχθὲν Ἀτλαντικόν, ἐλέγετο Ἄτλας.
Ὁ ἄλλος/δίδυμος ποὺ ἐγεννήθη μαζὶ μὲ αὐτὸν πῆρε μὲ κλῆρον τὴν ἄκρη τῆς νήσου, ἡ ὁποία βρισκόταν κοντὰ στὶς στῆλες τοῦ Ἡρακλέους, τὴν περιοχὴ ποὺ τώρα λέγεται Γαδειρική, -ἐλέγετο- ἑλληνιστὶ Εὔμηλος καὶ στὴν ντοπιολαλιὰ Γάδειρος*2, ἀπὸ τὴν ὁποία ὅλος ὁ τόπος πῆρε τὸ ὄνομά του.
Ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ γεννήθηκαν δεύτερα ὠνόμασε τὸν μὲν Ἀμφήρη, τὸν δὲ Εὐαίμονα.
Ἀπὸ τὰ τρίτα, ἀυτὸν ποὺ ἐγεννήθη πρῶτος τὸν ὠνόμασε Μνησέα καὶ τὸν γεννηθέντα μετὰ ἀπὸ αὐτόν Αὐτόχθονα.
Ἀπὸ τὰ τέταρτα δίδυμα τὸν πρῶτον τὸν ὠνόμασε Ἐλάσιππον καὶ στὸν ἄλλον Μήστορα.
Ἀπ’ τὰ πέμπτα, στὸν πρῶτον ἐτέθη τὸ ὄνομα Ἀζάης καὶ στὸν δεύτερον τὸ ὄνομα Διαπρεπής.
Αὐτοὶ λοιπὸν καὶ οἱ ἀπόγονοί τους κατοίκησαν ἐπὶ πολλὲς γενιὲς ἐκεῖ καὶ ἐξουσίαζαν τὶς περισσότερες νήσους τοῦ πελάγους κι ἀκόμα, ὅπως εἰπώθη καὶ πιὸ πρίν, ἅπλωσαν τὴν ἐξουσία τους καὶ στὸ ἐσωτερικὸν τῶν στηλῶν τοῦ Ἡρακλέους, μέχρι τὴν Αἴγυπτον καὶ τὴν Τυρρηνία.
Ἀπὸ τὸν Ἄτλαντα ἐδημιουργήθη μεγάλη γενιὰ μὲ σημαντικοὺς ἀπογόνους· ὁ μεγαλύτερος ποὺ γινόταν πάντα βασιλεύς παρέδιδε στὸ μεγαλύτερον ἀπόγονόν του τὴν βασιλεία καὶ ἔτσι τὴν διατηροῦσαν ἐπὶ πολλὲς γενιές, ἀποκτώντας τόσα πλούτη ποὺ καμμία δυναστεία δὲν εἶχε πρὶν ἀπ’ αὐτούς, ἀλλὰ οὔτε καὶ στὸ μέλλον μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει ἄλλη.
Ἔβρισκαν ἐπίσης ὁτιδήποτε χρειάζονταν, εἴτε μέσα στὴν πόλιν, εἴτε στὴν ὑπόλοιπη χώρα, εἴτε γιατὶ ὡς ἄρχοντες ποὺ ἦταν, ἔφερναν ἀγαθὰ καὶ ἔξωθεν. Πάρα πολλὰ καὶ ἡ νῆσος ἡ ἴδια τοὺς παρεῖχε γιὰ τὶς κατασκευὲς τῆς καθημερινότητός τους καὶ κατὰ πρῶτον τὰ μέταλλα, ποὺ βγαίνουν ἀπ’ τὰ ὀρυχεῖα στερεὰ καὶ γεννιοῦνται σὲ ῥευστὴ κατάστασιν·
ὑπῆρχε ἀκόμα καὶ τὸ νῦν ὀνομαζόμενον, ποὺ τότε ἦταν κάτι περισσότερον ἀπ’ τὸ ὄνομά του, ὁ ὀρείχαλκος, ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὴν γῆ σὲ πολλὲς περιοχὲς τῆς νήσου καὶ ἦταν τὸ πιὸ πολύτιμον πρᾶγμα μετὰ τὸν χρυσὸν καὶ ξυλεία, ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦν οἱ ξυλουργοὶ στὴν ἐργασία τους, ἔβγαζε ἄφθονη καὶ εἶχε ὅλα τὰ εἴδη ἡμέρων καὶ ἀγρίων ζώων.
Τότε μάλιστα ὑπῆρχαν σὲ αὐτὴν καὶ πολλοὶ ἐλέφαντες. Διέθετε τροφὴ γιὰ τὰ ζῶα ποὺ ζοῦν στοὺς βάλτους, στὶς λίμνες καὶ στὰ ποτάμια, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅσα τριγυρίζουν στὰ ὄρη καὶ στὶς πεδιάδες καὶ ἡ τροφὴ ἦταν τόσο πλουσία ποὺ ἐπαρκοῦσε ἀκόμα καὶ γιὰ τοὺς ἐλέφαντες, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὴν φύσιν τους εἶναι μεγάλοι καὶ πολυβορώτατοι.
Ἐκτός ἀπ’ αὐτά, ἔβγαζε καὶ ἔτρεφε σὲ μεγάλες ποσότητες ὅσα τώρα βγάζει ἡ γῆ μυρωδικά, ῥίζες, βότανα καὶ δέντρα ἤ οὐσίες ἀπὸ ἄνθη καὶ καρπούς.
Ὑπῆρχαν ἀκόμα χλωροὶ καὶ ξηροὶ καρποὶ ποὺ τοὺς χρησιμοποιοῦμε γιὰ φαγητό -τοὺς καρποὺς αὐτούς, τοὺς ὀνομάζουμε ὄσπρια- καθῶς καὶ καρποὶ δέντρων ἀπ’ τοὺς ὁποίους φτιάχνουμε ποτά, φαγητὰ ἤ ἀλείμματα, καὶ καρποὶ ποὺ ἐπειδὴ τοὺς καλλιεργοῦμε τόσον γιὰ ψυχαγωγία, ὅσον καὶ γιὰ εὐχαρίστησιν ἔγιναν δυσθησαύριστοι (ἀποθηκεύονταν δύσκολα)·
ὑπῆρχαν καὶ τὰ μεταδόρπια (μετὰ τὸ φαγητό) φροῦτα ποὺ δίνουμε σὲ ὅσους θέλουν νὰ ἀνακουφίσουν τὸ φορτωμένο στομάχι τους. Ὅλα αὐτὰ βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀφθονία καὶ μὲ ἀπέραντη ὀμορφιὰ πάνω σ’ ἐκείνη τὴν κάποτε ὑφ’ ἥλιον ἱερὰ νῆσον. Παίρνοντας λοιπὸν τόσα πολλὰ προϊόντα ἀπὸ τὴν γῆ, οἱ κάτοικοι τῆς νήσου κατεσκεύαζον ναούς, βασιλικὲς οἰκήσεις, λιμένες, ναυστάθμους καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἔργα ποὺ χρειαζόταν ἡ χώρα τους.
Πρῶτα ἐγεφύρωσαν τοὺς κύκλους θαλάσσης ποὺ βρίσκονταν γύρω ἀπ’ τὴν ἀρχαία μητρόπολιν κι ἔφτιαξαν δρόμον ποὺ ὡδηγοῦσε μέχρι τὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα, τὰ ὁποῖα εἶχαν χτίσει στὸ σημεῖον ὅπου κατοίκησε ὁ θεὸς καὶ οἱ πρόγονοί τους.
Κι ἐπειδή, παρ’ ὅτι ἦταν στολισμένα, κάθε βασιλεὺς ποὺ τὰ ἐδέχετο ἀπό τὸν προηγούμενον προσέθετε νέα στολίδια, προσπαθώντας νὰ ξεπεράσει τὸν προκάτοχόν του, τὰ ἀνάκτορα ἔγιναν τελικῶς ἀσύγκριτα χάριν στὸ μεγαλεῖον καὶ τὴν ὀμορφιά τους.
Ἀρχίζοντας ὕστερα ἀπ’ τὴν θάλασσα τοῦ ἐξωτερικοῦ κύκλου, διήνοιξαν διώρυγα ποὺ εἶχε τρία πλέθρα*1 πλάτος (92,5 μέτρα), βάθος ἑκατό πόδια*1 (30,83 μέτρα) καὶ μῆκος πενήντα στάδια (περίπου 9250 μέτρα). Ἔτσι ἀκόμα καὶ τὰ μεγαλύτερα πλοῖα μποροῦσαν νὰ διέλθουν ἀπ’ τὸ στόμιόν της καὶ νὰ φτάνουν μέχρι τὸ λιμάνι.
Ἔκαναν ἐπίσης ἄνοιγμα στὶς ἐσωτερικὲς ζῶνες τῆς ξηρᾶς, ποὺ χώριζαν τὶς λωρίδες τῆς θαλάσσης κοντὰ στὸ σημεῖον ποὺ βρίσκονταν οἱ γέφυρες, τὸ ὁποῖον ὡδηγοῦσε ἀπὸ κύκλο σὲ κύκλο καὶ ἦταν τόσο, ὥστε νὰ χωρᾶ μία τριήρης. Τὸ κάλυψαν μὲ στέγη ἀπὸ πάνω, ἀφοῦ τὸ ἐπίπεδον τῆς ξηρᾶς βρισκόταν ἀρκετὰ ψηλότερα ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης, ἔτσι ὥστε τὰ πλοῖα νὰ περνοῦν ἀπὸ κάτω.
Ἡ μεγαλυτέρα ἀπ’ αὐτὲς τὶς κυκλικὲς ζῶνες, ποὺ ἐπικοινωνοῦσε ἄμεσα μὲ τὴν θάλασσα, εἶχε πλάτος τρία στάδια ( =555 μέτρα) καὶ τὸ πρόχωμα ποὺ ἀκολουθοῦσε στὴν συνέχεια εἶχε τὸ ἴδιο μῆκος.
Ἀπ’ τὶς ἄλλες δύο ζῶνες, ἡ θαλασσινὴ εἶχε πλάτος δύο στάδια ( =370 μέτρα), ἐνῶ ἴση ἦταν πάλι καὶ ἡ ζώνη τῆς ξηρᾶς.
Ὁ κύκλος ποὺ περιερχόταν στὴν κεντρικὴ νῆσον εἶχε ἕνα στάδιο πλάτος ( =185 μέτρα), ἐνῶ ἡ διάμετρος τῆς νήσου στὴν ὁποία βρισκόταν τὸ παλάτι ἦταν πέντε στάδια ( =925 μέτρα).
Ἡ νῆσος, οἱ ζῶνες γύρω της καὶ ἡ γέφυρα ποὺ εἶχε πλάτος ἑνὸς πλέθρου ( =30,83 μέτρα) περιφράχτηκαν μὲ πέτρινον τεἶχος κι ἀπ’ τὶς δύο πλευρές. Στὶς ἄκρες κάθε γέφυρας, πάνω ἀπ’ τὰ περάσματα πρὸς τὴν θάλασσα, ἔφτιαξαν πύργους καὶ πύλες. Τὶς πέτρες ποὺ χρειάζονταν γιὰ τὸν σκοπὸν αὐτὸν τὶς ἔβγαζαν ἀπ’ τὰ λατομεῖα ποὺ ὑπῆρχαν τόσον στὴν κεντρικὴ νῆσον, ὅσον καὶ στὶς ζῶνες τῆς ξηρᾶς ποὺ βρίσκονταν γύρω της. Ἄλλες ἦταν ἄσπρες, ἄλλες μαῦρες κι ἄλλες κόκκινες.
Στὸ σημεῖον ἀφ’ ὅπου τὶς ἔβγαζαν δημιουργήθηκαν δύο μεγάλα κοιλώματα, τὰ ὁποῖα ἔκαναν ὑπογείους ναυστάθμους καὶ τὰ σκέπασαν μὲ αὐτὸν τὸν βράχον.
Ὁρισμένα ἀπὸ τὰ κτήρια φτιάχτηκαν μὲ πέτρες τοῦ ἰδίου χρώματος, ἄλλα ὅμως ἔγιναν πολύχρωμα, ὥστε νὰ φαίνονται στολισμένα καὶ νὰ σκορπίζουν τὴν εὐχαρίστησιν. Τὴν ἐπιφάνεια τοῦ τείχους ποὺ κάλυπτε ὁλόκληρην τὴν ἐξωτερικὴ ζώνη τὴν σκέπασαν μὲ χαλκὸν ἀντὶ νὰ τὴν βάψουν, ἐνῶ τὴν ἐσωτερικὴ ἐπιφάνεια τὴν ἔντυσαν μὲ κασσίτερον. Τὸ τεῖχος τῆς ἀκροπόλεως ἐκαλύφθη μὲ ἀστραφτερὸν ὀρείχαλκον ποὺ ἔλαμπε σὰν φωτιά.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΑΝΑΚΤΟΡΩΝ
Τὰ ἀνάκτορα ποὺ βρίσκονταν μέσα στὴν ἀκρόπολιν ἦταν φτιαγμένα ὡς ἑξῆς: Στὴν μέση ὑπῆρχε ναὸς ἀφιερωμένος στὴν Κλειτὼ καὶ τὸν Ποσειδῶνα, τριγυρισμένος ἀπὸ χρυσὸ τοῖχον ποὺ δὲν ἐπετρέπετο νὰ τὸν πλησιάσει κανείς. Σὲ ἐκεῖνον τὸ σημεῖον εἶχαν σμίξει γιὰ πρώτη φορὰ αὐτοὶ οἱ δύο καὶ γέννησαν τὰ παιδιὰ ποὺ ἔγιναν ἀρχηγοὶ τῶν δέκα βασιλικῶν οἰκογενειῶν. Ἐκεῖ πήγαιναν κάθε χρόνο ἐκπρόσωποι τῶν δέκα περιφερειῶν ποὺ μοιράστηκαν μὲ κλῆρον, γιὰ νὰ προσφέρουν τοὺς πιὸ διαλεχτοὺς καρποὺς τῆς γῆς ἀφιέρωμα στὸν κάθε θεόν.
Ὑπῆρχε ναὸς τοῦ Ποσειδῶνος ποὺ εἶχε μῆκος ἕνα στάδιο ( =185 μέτρα), πλάτος τρία πλέθρα ( =92,5 μέτρα, ἤτοι τὸ πλάτος του ἦταν τὸ ἥμισυ τοῦ μήκους του) καὶ ὕψος ἀνάλογον μὲ τὶς ἄλλες διαστάσεις, ὅπως τὸ βλέπει κανείς, ἀλλὰ ἡ μορφή του ἦταν κάπως βαρβαρική.
Ἀπ’ ἔξω ἦταν ντυμένος ὁλόκληρος μὲ ἀσήμι, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς γωνίες του ποὺ ἦταν χρυσές. Ἡ ὀροφή του στὸ ἐσωτερικὸ ἦταν φτιαγμένη ἀπὸ ἐλεφαντοστοῦν καὶ εἶχε χρυσᾶ, ἀσημένια καὶ ὀρειχάλκινα στολίδια.
Τὰ ὑπόλοιπα σημεῖα, τοὺς τοίχους, τοὺς κίονες καὶ τὸ δάπεδον τὰ κάλυψαν μὲ ὀρείχαλκον.
Μέσα στὸν ναὸν ἔστησαν τὸ χρυσὸ ἄγαλμα τοῦ Ποσειδῶνος ποὺ ἦταν ὄρθιος στὸ ἅρμα του καὶ ὡδηγοῦσε τὰ ἕξι φτερωτά του ἄλογα. Ἦταν τόσο ψηλὸς ποὺ τὸ κεφάλι του ἄγγιζε τὴν σκεπὴ τοῦ ναοῦ. Γύρω του ὑπῆρχαν ἑκατὸ ἀγάλματα Νηρηίδων πάνω σὲ δελφίνια, γιατὶ οἱ τότε ἄνθρωποι πίστευαν ὅτι τόσες ἦταν οἱ Νηρηίδες. Ἀκόμα ὑπῆρχαν πολλὰ ἄλλα ἀγάλματα, τὰ ὁποῖα εἶχαν ἀφιερώσει διάφοροι ἰδιῶτες.
Στὸ ἐξωτερικὸν μέρος γύρω ἀπὸ τὸν ναὸν βρίσκονταν χρυσὲς εἰκόνες ὅλων τῶν βασιλέων καὶ τῶν συζύγων τους ποὺ κατήγοντο ἀπὸ τὰ δέκα ἀδέλφια, καθῶς καὶ πολλὰ ἄλλα ἀφιερώματα τῶν ἰδίων ἤ ἄλλων ἀτόμων, ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν πολιτεία ἀλλὰ καὶ ἀπ’ τὰ ὑπόλοιπα μέρη ποὺ ἐξουσίαζε αὐτὴ ἡ χώρα.
Ὁ βωμὸς ἦταν ἀνάλογος στὸ μέγεθος καὶ στὴν ἐμφάνισιν μὲ τὸ περιβάλλον, ἐνῶ τὰ ἀνάκτορα ταίριαζαν μὲ τὴν ἰσχῦν τῆς πολιτείας κι ἐπίσης μὲ τὸ μεγαλεῖον τοῦ ναοῦ. Οἱ κρῆνες ποὺ εἶχαν τὸ κρύο καὶ τὸ θερμὸν νερό, ἦταν πλούσιες κι ἐπειδὴ μὲ τὰ ὄμορφα καὶ θεραπευτικὰ ὕδατά τους ἐξυπηρετοῦσαν ἰδιαιτέρως τοὺς κατοίκους, ἔφτιαξαν γύρω τους διάφορες ἐγκαταστάσεις καὶ φύτεψαν ὑδρόφιλα φυτά.
Ἀκόμα κατεσκεύασαν δεξαμενές, τόσον ὑπαιθρίους, ὅσον καὶ ὑπόστεγες/ κλειστὲς γιὰ νὰ χρησιμοποιοῦνται τὸν χειμῶνα ὡς θερμὰ λουτρά, χωριστὰ τῶν βασιλέων, χωριστὰ τῶν πολιτῶν, ἐνῶ ὑπῆρχαν ἀκόμα καὶ μερικὲς γιὰ τὶς γυναῖκες, ὁρισμένες γιὰ τὰ ἄλογα καὶ γιὰ τὰ κατοικίδια ζῶα, διακοσμώντας καθεμιὰ μὲ τὸν ἀνάλογον στολισμόν.
Τὸ νερὸ ποὺ ἔτρεχε ἀπὸ τὶς δεξαμενὲς ὡδηγεῖτο στὸ ἱερὸν ἅλσος τοῦ Ποσειδῶνος, ποὺ εἶχε κάθε εἴδους ὄμορφα καὶ ψηλὰ δέντρα, χάριν στὴν γονιμότητα τοῦ ἐδάφους. Μὲ αὐλάκια διωχέτευον τὸ νερὸ ἀπὸ τὶς δεξαμενές μέχρι τὶς γέφυρες στὶς ἐξωτερικὲς ζῶνες, ὅπου ὑπῆρχαν ναοὶ πολλῶν θεῶν, κῆποι καὶ γυμναστήρια γιὰ ἄνδρες καὶ ἄλογα ὁλόγυρα τῆς νήσου.
Στὸ κέντρον τοῦ μεγαλυτέρου νησιοῦ ὑπῆρχε ἕνας ξεχωριστὸς ἱππόδρομος μὲ πλάτος ἕνα στάδιον ( =185 μέτρα) καὶ μῆκος ὅσο ἡ περιφέρεια τοῦ νησιοῦ, ποὺ τὸν χρησιμοποιοῦσαν γιὰ ἱππικὰ ἀγωνίσματα. Στὶς δύο πλευρὲς τοῦ ἱπποδρόμου ὑπῆρχαν οἱ κατοικίες τοῦ πλήθους τῶν σωματοφυλάκων τοῦ βασιλέως, οἱ πιὸ πιστοὶ ὅμως ζοῦσαν στὴν δευτέρα ζώνη, ποὺ βρισκόταν πιὸ κοντὰ στὴν Ἀκρόπολιν. Ὅσοι ἦταν ἀκόμα πιὸ ἀφοσιωμένοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἶχαν κατοικίες μέσα στὴν Ἀκρόπολιν, γύρω ἀπ’ τ’ ἀνάκτορα. Οἱ ναύσταθμοι ἦταν γεμάτοι μὲ τριήρεις καὶ ἦταν ἐξοπλισμένοι ἱκανῶς. Τὰ σχετικὰ λοιπὸν μὲ τὶς βασιλικὲς κατοικίες ἔτσι ἦταν κατασκευασμένα.
Ὅταν κάποιος διέσχιζε τὰ λιμάνια, ποὺ ἦταν τρία, γιὰ νὰ βγεῖ ἔξω, ἔβλεπε ἕνα τεῖχος ποὺ ἄρχιζε ἀπ’ τὴν θάλασσα καὶ περιτριγύριζε τὸ νησὶ σὲ ἀπόστασιν πενήντα σταδίων ( =9250 μέτρων) ἀπ’ τὴν μεγαλυτέρα ζώνη καὶ τὸ μεγαλύτερον λιμάνι, γιὰ νὰ καταλήξει στὸ στόμιον τῆς διώρυγος ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν θάλασσα. Ἐκεῖ ὑπῆρχαν ἀμέτρητα σπίτια τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο. Ἡ διώρυξ καὶ ὁ μέγας λιμὴν ἦταν γεμάτοι πλοῖα καὶ ἐμπόρους ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου καὶ ἐπειδὴ ἦταν πολλοί, ἔκαναν φασαρία καὶ κάθε εἴδους θορύβους μέρα καὶ νύχτα. Γιὰ τὴν πόλιν λοιπὸν καὶ τὴν ἀρχαία οἴκησίν της, σχεδὸν ὅπως εἰπώθηκαν τότε, τὰ ἀπομνημόνευσα καὶ τὰ ἀφηγήθηκα».
*1 Ἕνα στάδιον σὲ γενικὲς γραμμές (καθῶς ἀπὸ πόλιν σὲ πόλιν διαφοροποιεῖτο κατὰ κάτι ἑκατοστά) ἰσοδυναμεῖ μὲ 600 πόδια/6 πλέθρα, ἄρα εἶναι περίπου 185 μέτρα.
Ἕνας ἀττικὸς ποῦς ἰσοδυναμεῖ μὲ 0,3083 μέτρα.
Ἕνα πλέθρον ἰσοῦται μὲ 100 ἑλληνικοὺς πόδες (30,83 μέτρα).
*2 Γιὰ τὸ ἑλληνικὸ ὄνομα καὶ τὴν ἱστορία τῶν Γαδείρων (Cadix/Κάντιθ) γράφει ὁ Στέφανος Βυζάντιος (Ἐθνικά, 193) :
«Γάδειρα, πόλις καὶ νῆσος ἐν τῷ ὠκεανῷ στενὴ καὶ περιμήκης, ὡς οὖσα ταινία τῆς ΓΗΣ ΔΕΙΡΑ».
Ἱδρυτής της θεωρεῖται ὁ Ἡρακλῆς κατὰ τὴν περιηγήσιν του στὰ μέρη ἐκεῖνα στὴν πραγματοποίησιν τοῦ ἄθλου μὲ τὰ βόδια τοῦ Γηρυόνου/ «Ἐρύθειαν δὲ τὰ Γάδειρα ἔοικε λέγειν ὁ Φερεκύδης», (Στράβ. Γεωγρ., Γ’, 5,5).
Τὰ Γάδειρα μὲ ἰωνικὴ τροπὴ τοῦ α σὲ η λέγονται Γήδειρα καὶ ἐτυμολογοῦνται ἐκ τῶν «γῆ + δειράς» ( =τράχηλος, λόφος, κορυφογραμμὴ ὀροσειρᾶς).
Γράφει ἡ Τζιροπούλου ( «μαθημ. ἀρχ. ἑλλην, γ’ κυκλ., βιβλ. καθηγ., σελ. 174) σχετικῶς μὲ τὴν ἐτυμολογία τῆς λέξεως :
«Δειρὰς λέγεται καὶ ἐπὶ τοῦ Ἰσθμοῦ τῆς Κορίνθου. Δειρή =τράχηλος, δηλαδὴ ἰσθμός.
«Σκάψας -ὁ Ἡρακλῆς- ἤνοιξε τὸ στενὸν καὶ ἥνωσε τὸν Ὠκεανὸν μὲ τὴν Μεσόγειον θάλασσαν», Ὠγυγία, Δ’, σελ. 478»
Τὸ ὅτι ἡ ΑΚΡΗ τῆς Ἀτλαντίδος βρισκόταν κοντὰ στὴν σημερινὴ Γαδειρική, ἤτοι ΕΚΤΟΣ τῶν Ἡρακλείων στηλῶν συμφωνεῖ μὲ τὰ ὅσα γράφει στὴν ἀρχὴ τοῦ «Τιμαίου» ὁ Πλάτων πὼς ἡ Ἀτλαντὶς βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὶς Ἡράκλειες στῆλες καὶ εἶναι ἀκόμη μία ἀναφορᾶ-ἀπόδειξις πὼς ἡ Ἀτλαντὶς δὲν μπορεῖ νὰ τοποθετεῖται ἐντὸς τῶν ἡρακλείων στηλῶν.