Κρεμάστηκα ανάποδα στο δέντρο της κρίσης,
σε τόπο ακατοίκητο , γεμάτο μ' αστέρια.
Σε ξερόκλαδο πιάστηκα,που θα σπάσει αν αφήσεις,
χιμπαντζήδες και πίθηκους ν'απλώσουν τα χέρια.
Τ' ουρανού τα θηρία,κυνηγούν τα πουλιά,
που πετούν βιαστικά,για να μπουν στις φωλιές!
Καραβάνια αυταπάτες,βαριά η καρδιά,
σκασμένη σαν έρημος,μ' ανοιχτές τις πληγές.
Η θάλασσα μαύρη,το φεγγάρι ματωμένο,θολό
ξεραμένη η γη,ο ουρανός θυμωμένος!
Καταχνιά και αντάρα,στο δικό μου μυαλό,
κι η αιτία είσαι συ, που με βλέπεις σαν ξένος.
Αχτένιστη κι άπλυτη,της ζωής το βιβλίο,
ανοίγω να βρώ τα δικά μου ασυγχώρητα λάθη.
Ετοιμόρροπα κτίρια,ρημαδιό το δικό μου σχολείο,
στο βαθύ το ποτάμι πετάω τα άχρηστα πάθη.
Το τοπίο αλλάζει,το δέντρο μου ανθίζει,
μονόπλευρα κι άτσαλα,μα ξεχνάει τα φύλλα!!
Κολλάω στην ρίζα,η γη μου σαν σφαίρα γυρίζει,
με χτυπούν στο κεφάλι,κομμάτια από ξύλα.
Σηκώνεται αέρας,με παίρνει μακριά,
με ρίχνει στην θάλασσα,στο βιβλίο μου επάνω,
αφρισμένα τα κύματα,με χτυπούν στην καρδιά,
προσπαθώ να πιαστώ από σένα που συνέχεια χάνω.
Ονειρεύομαι ότι είμαι,παιδί ευτυχισμένο,
που πιστεύει σε μάγισσες,γοργόνες και μάγους,
στο περβάζι του επάνω,να γελά καθισμένο,
με το φως της ψυχής του να λιώνει τους πάγους.
Παραδείσια πουλιά,πλουμιστά και πανώρια παγόνια,
καθάρια νερά,νούφαρα κι άνθη τριγύρω!
Θρονιασμένη γλυκά,στου ονείρου τ' αλώνια,
ένα πρίγκηπα βάτραχο, απ' την λάσπη να σύρω.
Διάφανα μήλα,κρυστάλλινα κίτρα,
ειν' οι καρποί που παράγει το δέντρο της κρίσης.
Γυαλίζουν και λάμπουν,μα σκουλήκια είναι πήχτρα,
θα τα δεις αν τα φρούτα με μαχαίρι τρυπήσεις.
Το μυαλό μου αδειάζει,σταματώ το ταξίδι,
σ' αφιλόξενες θάλασσες πετώ τα καράβια,
που μέσα μου αρμένιζαν...με κλέβαν στο ζύγι,
προτιμώ την καρδιά μου μονάχη και άδεια.
Σαν φτωχή πεταλούδα,που χάνει το χρώμα,
που χάνει την λάμψη κι αργά ξεθωριάζει,
που φεύγει γοργά,και θάβει στο χώμα,
την μικρή της ζωή,αυτό μου ταιριάζει..
Το δέντρο της κρίσης απόμεινε μόνο,
σώθηκα,ξέφυγα,δραπέτευσα πάλι,
και θ' αρχίσω καινούργια ταξίδια στον χρόνο,
χαλάλι οι κόποι,η πίκρα,κι ο πόνος χαλάλι.
που πετούν βιαστικά,για να μπουν στις φωλιές!
Καραβάνια αυταπάτες,βαριά η καρδιά,
σκασμένη σαν έρημος,μ' ανοιχτές τις πληγές.
Η θάλασσα μαύρη,το φεγγάρι ματωμένο,θολό
ξεραμένη η γη,ο ουρανός θυμωμένος!
Καταχνιά και αντάρα,στο δικό μου μυαλό,
κι η αιτία είσαι συ, που με βλέπεις σαν ξένος.
Αχτένιστη κι άπλυτη,της ζωής το βιβλίο,
ανοίγω να βρώ τα δικά μου ασυγχώρητα λάθη.
Ετοιμόρροπα κτίρια,ρημαδιό το δικό μου σχολείο,
στο βαθύ το ποτάμι πετάω τα άχρηστα πάθη.
Το τοπίο αλλάζει,το δέντρο μου ανθίζει,
μονόπλευρα κι άτσαλα,μα ξεχνάει τα φύλλα!!
Κολλάω στην ρίζα,η γη μου σαν σφαίρα γυρίζει,
με χτυπούν στο κεφάλι,κομμάτια από ξύλα.
Σηκώνεται αέρας,με παίρνει μακριά,
με ρίχνει στην θάλασσα,στο βιβλίο μου επάνω,
αφρισμένα τα κύματα,με χτυπούν στην καρδιά,
προσπαθώ να πιαστώ από σένα που συνέχεια χάνω.
Ονειρεύομαι ότι είμαι,παιδί ευτυχισμένο,
που πιστεύει σε μάγισσες,γοργόνες και μάγους,
στο περβάζι του επάνω,να γελά καθισμένο,
με το φως της ψυχής του να λιώνει τους πάγους.
Παραδείσια πουλιά,πλουμιστά και πανώρια παγόνια,
καθάρια νερά,νούφαρα κι άνθη τριγύρω!
Θρονιασμένη γλυκά,στου ονείρου τ' αλώνια,
ένα πρίγκηπα βάτραχο, απ' την λάσπη να σύρω.
Διάφανα μήλα,κρυστάλλινα κίτρα,
ειν' οι καρποί που παράγει το δέντρο της κρίσης.
Γυαλίζουν και λάμπουν,μα σκουλήκια είναι πήχτρα,
θα τα δεις αν τα φρούτα με μαχαίρι τρυπήσεις.
Το μυαλό μου αδειάζει,σταματώ το ταξίδι,
σ' αφιλόξενες θάλασσες πετώ τα καράβια,
που μέσα μου αρμένιζαν...με κλέβαν στο ζύγι,
προτιμώ την καρδιά μου μονάχη και άδεια.
Σαν φτωχή πεταλούδα,που χάνει το χρώμα,
που χάνει την λάμψη κι αργά ξεθωριάζει,
που φεύγει γοργά,και θάβει στο χώμα,
την μικρή της ζωή,αυτό μου ταιριάζει..
Το δέντρο της κρίσης απόμεινε μόνο,
σώθηκα,ξέφυγα,δραπέτευσα πάλι,
και θ' αρχίσω καινούργια ταξίδια στον χρόνο,
χαλάλι οι κόποι,η πίκρα,κι ο πόνος χαλάλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου