Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Ο αρχαίος Έλληνας και η φύση


Πώς ο πρόγονος αντιμετώπιζε τη φύση…

(Μέρος 1°)

 

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

«Ω Γη, Μητέρα των πάντων Εσέ τώρα ψάλλω
πανάρχαια δύναμη που πάνω στο χώμα θρέφεις αυτά που υπάρχουν
όσα πατούν στη στεριά σου ή ζουν στα ωραία νερά σου,
όλα όσα ζουν μες στα πλούτη σου ή πετούν ψηλά στους αιθέρες.
Από σε έχουν οι άνθρωποι ωραία παιδιά κι ολόμορφους θέρους
ω αυθέντρα κι εσύ το πανάκριβο μας χάρισες δώρο της ζήσης
κι εσύ πάλι το παίρνεις. Μα πανεύτυχος όποιος κοπιάζει
μες την τόση σου εύνοια!, τα πάντα του τότε πανάφθονα τάχει
κι όλη γι’ αυτόνε πανέμορφη γίνεσαι κι όλη από πλούτο βαραίνεις
στα λιβάδια πληθαίνουν οι αγέλες του και μόνος πλουταίνει
τον κόπο του χαίρεται και μέσα στις πόλεις
τις ολόστολες μ’ ωραίες γυναίκες
και πάντα όπου πάει μιαν απέραντη νοιώθει ευτυχία
λάμπουν τ’ αγόρια του ως άνθη απ’ ολόσφριγα χαρούμενα νιάτα
κι οι κόρες του ολόχαρες χορεύουν ολόστεφες άνθη
πηδώντας επάνω στη χλόη και στα θεία λουλούδια.
Τα πάντα χαρίζεις σ’ όποιον σ’ εργάζεται ανοιχτόχερη Θεά μου,
χαίρε Μητέρα των Θεών, του πάναστρου ουρανού μας Γυναίκα!
Σ’ εύνοια πάντοτε νάσαι, κι αν με αμείψεις γι’ αυτό το τραγούδι
καλότυχες δος μου ημέρες τη δόξα σου στη Μνήμη να ψάλλω!»

(«Ύμνος στη Γη», από τους «Ομηρικούς Ύμνους», απόδοση: Λεωνίδας Πολυδεύκης).

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν διαμορφώσει μια βασική φιλοσοφία για τη φύση διερευνώντας την αρχή του κόσμου. Μια φιλοσοφία που αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο στον οποίο στηρίχτηκαν οι μετέπειτα φιλοσοφικές κι επιστημονικές αναζητήσεις και θεωρήσεις για τον κόσμο –και τούτο συνιστά τη μεγάλη προσφορά στη γνώση και την επιστήμη από αυτούς, παρά το γεγονός ότι η καταφυγή στο ακατάληπτο αποτελούσε σε πολλές περιπτώσεις λύση στο αδιέξοδο των εξηγήσεων.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι στους αρχαίους χρόνους στην Ελλάδα ο φιλόσοφος ήταν κι επιστήμονας, καταλαβαίνουμε τη βαθιά και ουσιαστική εμπλοκή του στη διερεύνηση του φυσικού φαινομένου, δεδομένου ότι η εξήγησή του διαπερνούσε μέσα από θεωρήσεις φιλοσοφικού χαρακτήρα, που έδιναν στην ερμηνεία μιαν υψηλή διερευνητική αίσθηση. Δεν είναι περίεργο που η μεταφυσική είχε θέση στην εξήγηση του φαινομένου, δεδομένου του γεγονότος ότι η φυσική επιστήμη μόλις τότε διαμορφωνόταν, αποτελώντας τρόπο και πηγή εξήγησης του ανεξήγητου. Και τούτο εκπήγαζε από την ανάγκη του ανθρώπου να εξηγήσει τον κόσμο ως διατεταγμένο σύνολο, ως μια ολότητα με αρχή τάξης σαν αυτή που χαρακτήριζε τον κοινωνικό κόσμο. Για την εξήγηση της φύσης δηλαδή, οι άνθρωποι κατέφευγαν στο μύθο και τη μεταφυσική. Η λογική έτσι, συμπληρωνόταν στα κενά της από τη μεταφυσική, για να υποστηριχτεί η εξήγηση του κόσμου, η οποία μεταφυσική είχε τις πηγές της στο θεϊκό στοιχείο. Η προσφυγή στο θείο, αποτελούσε μια «λογική» πρακτική για τον φιλόσοφο ώστε να υποστηρίξει τη θεώρησή του για το «φύσιν λειτουργείν».

Δημιουργήθηκε λοιπόν από τους αρχαίους Έλληνες η «θρησκεία» της φύσης, καθώς ψάχνοντας να βρουν την αρχή του κόσμου κατέληξαν στην ανώτερη, τη θεϊκή δύναμη που τον κόσμο δημιούργησε και σύμφωνα με αυτήν άρχεται. Με τον τρόπο αυτό ταύτισαν τη Θεογονία με την Κοσμογονία. Εξάλλου τότε, κάθε εξήγηση είχε αναφορά στο θείο, είχε θεϊκή εντολή, με καταφυγή σε προσωποποιημένες δυνάμεις της φύσης, όπως και σ’ έννοιες ηθικής τάξης (ας αναλογιστούμε ότι πριν την αθηναϊκή δημοκρατία και τη δημιουργία των νόμων, όλη η λειτουργία της κοινωνίας είχε προσανατολισμό από το θείο κι ενεργούσε βάσει θείας εντολής). Για το λόγο τούτο βλέπουμε τον αρχαίο Έλληνα να δίδει πρωταρχική σημασία στα θέσφατα και την αρχαία ελληνική κοινωνία να έχει ηθικό κατά πρώτον δεσμό, ο οποίος αποτελεί τη ζωτική αρχή του λαού. Αντιλαμβανόμενος ο λαός τη σημασία της ζωτικής τούτης αρχής προσέδιδε θρησκευτικό σεβασμό στην ύπαρξη και διατήρησή της, περιβαλλόμενη η καταπάτησή της με τη θεία τιμωρία. Η φύση είχε βασικό ρόλο στην ηθική του λαού, καθώς συνιστώνταν από θείες δυνάμεις οι οποίες συνέθεταν το γίγνεσθαι της κοινωνίας και συγκροτούσαν το Είναι του ανθρώπου.

 

Η Άρτεμις ήταν η θεά της φύσης στην Αρχαία Ελλάδα. Αφιερώνοντας οι αρχαίοι Έλληνες σε μια θεά τη φύση, την ανήγαγαν ως προς τη σημασία της, συμβολοποιώντας την δε ως στοιχείο ιερό της ζωής. (πίνακας «Άρτεμις και Ακταίων», Jean-Baptiste Camille Corot, 1836).

Ο κάθε αρχαίος θεός συνδέονταν με κάποιο φυσικό στοιχείο (ο Δίας με τον κεραυνό και τα σύννεφα, η Ήρα με τη γη, ο Απόλλωνας με τον Ήλιο, ο Ποσειδώνας με τη θάλασσα κ.ο.κ.), έχοντας ανθρώπινη μορφή, αλλά ανώτερη υπόσταση. Η δε φύση ως δημιουργία ήταν αφιερωμένη στη θεά Άρτεμη. Αποτελούσαν οι θεοί το πνεύμα, την ανώτερη δύναμη, που καθόριζε (και ήλεγχε) το φύσει πράττειν του ανθρώπου. Παράλληλα, με την εξανθρώπιση των θεών, το Είναι αναβιβάζονταν, καθώς το θείο στοιχείο αποκαθαιρούσε την ψυχή και το πνεύμα, και τα οδηγούσε στη σύλληψη του υψηλού, του αγαθού και του ωραίου.

Η σχέση του ανθρώπου με τη φύση ήταν σχέση υψηλής σύλληψης που ανάγονταν στην πρόσληψη του θείου στοιχείου στη ζωή, τ’ οποίο δηλωνόταν μέσα από τη φύση. Η μοίρα του ανθρώπου, το πεπρωμένο του, συνίστατο στο να λειτουργεί βάσει του κανόνα να μην προσβάλλει το φυσικό στοιχείο που αποτελεί θεϊκό σύμβολο –άλλως έχει την «τιμωρία» του θεού. Παραπέρα ο άνθρωπος έδωσε μεταφυσική διάσταση στη θεώρηση της φύσης, καλύπτοντας με μυστήρια τη σχέση του με αυτήν, δηλαδή με προλήψεις για τη φύση, φτιάχνοντας μύθους, ανάγοντάς την έτσι ως κάτι το ανώτερο που μυστικοί κανόνες, κώδικες ανερμήνευτοι κι ανυπέρβλητες δυνάμεις τη συγκροτούν. Αλλιώς θα λέγαμε, μεθερμηνεύοντας τις καταστάσεις, ότι μια τέτοια στάση ικανοποιούσε το μύθο για τους θεούς, στους οποίους αποδόθηκαν μέρη της φύσης και συγκρούονταν μεταξύ τους ή ανταγωνίζονταν, προκειμένου να τα υπερασπιστούν ή να δηλώσουν τη δύναμή τους δι’ αυτών.

Είχε ο αρχαίος Έλληνας προσδώσει στη φύση θέση πρωτεύουσας αρχής, την είχε αναγάγει στο υπέρ του κόσμου του, που ως τέτοιο έχει την προστασία και την εποπτεία των θεών. Η φύση αντιμετωπιζόταν ως ενιαίο όλον, οπού το μέρος συγκροτούσε το φυσικό οικοδόμημα. Αντιμετωπιζόταν ως το υπέρ και δέον, που έχει την εύνοια και προστασία των θεών, και διέπεται από κανόνες σεβαστούς, που αν τους παραβείς αντιμετωπίζεις τη μήνι τους. Ήταν, μετά τούτων, ασέβεια στους θεούς να καταστρέφεις ή να υποβαθμίζεις τη φύση, ήταν «ύβρις», και μια τέτοια ενέργεια προκαλούσε τη «θεία δίκη», την ποινή από τους θεούς, την τιμωρία.

Φρόντισε όμως ο αρχαίος πρόγονος να «περιορίσει» τη θεϊκή εξουσία στη φύση, στους αφιερωμένους τόπους στους θεούς, στα ιερά άλση, στα δένδρα, στα ιερά, στα μαντεία, κ.ά., για να μπορεί να δραστηριοποιηθεί στην υπόλοιπη φύση ικανοποιώντας τις βιοτικές ανάγκες του˙ να μπορεί δηλαδή να επεμβαίνει σε αυτήν χωρίς το φόβο της τιμωρίας. Και δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η δραστηριοποίησή του αυτή είχε το στοιχείο της κατάχρησης, κρίνοντας βεβαίως από τις καταστροφές που προξένησε και γενικότερα από την υποβάθμιση που υπήρξε σε φυσικά στοιχεία και μέρη της Ελλάδας.

 

Τα ιερά άλση των αρχαίων Ελλήνων δημιουργήθηκαν για να πλαισιώσουν αισθητικά τους ιερούς χώρους και να ενισχύσουν το στοιχείο της ιερότητάς τους μέσα από τη μεταφυσική αντίληψη που υπήρχε για τη φύση, δίδοντας τοπία υψηλής αισθητικής. Αναπαράσταση του Ασκληπιείου της Κω, από τον K. Keneryi το 1964. (πηγή: Keneryi Κ., «Der Goltliche Arzt», Berlin 1964).

Γενικώς, κείνο τ’ οποίο διαπιστώνουμε διερευνώντας την ιστορία του ανθρώπου είναι ότι το πέρασμά του από την Προϊστορία στην Ιστορία σηματοδοτεί την κυριαρχία του στη φύση. Τέτοια, δε, ήταν η αίσθηση αυτής της κυριαρχίας που το βάρος της αποδόθηκε με το μύθο του Ερυσίχθονα. Ιδού τι λέγει.

Ο Ερυσίχθονας ο Θεσσαλός, μυθικός γιος του Μυρμιδόνα ή του Τρίοπα και εγγονός του θεού Ποσειδώνα, πήρε μια μέρα μαζί του 20 δούλους του και πήγε στο άλσος που είχαν αφιερώσει οι Πελασγοί στη θεά Δήμητρα και τους διέταξε να κόψουν τα ιερά δέντρα για να μπορέσει να χτίσει παλάτι, στο οποίο θα γλεντούσε με τους φίλους του. Ανάμεσα στ’ άλλα δένδρα βρισκόταν και μία πανύψηλη λεύκα, που ήταν το αγαπημένο δέντρο της Δήμητρας (κατά μιαν άλλη εκδοχή το δένδρο τούτο ήταν η ιερή βελανιδιά του τεμένους της θεάς Δήμητρας). Γύρω από το δένδρο τότε συγκεντρώθηκαν οι Δρυάδες Νύμφες που έψελναν τα όμορφα τραγούδια τους και χόρευαν τους μαγικούς χορούς τους, προκειμένου να εξευμενίσουν τον ασεβή. Όμως αυτός δε σταμάτησε το καταστρεπτικό του έργο. Τότε, με την πρώτη τσεκουριά που έδωσε στο δένδρο, παρουσιάσθηκε ενώπιόν του η ιέρεια της Δήμητρας Νικίππη, που δεν ήταν παρά η ίδια η θεά μεταμορφωμένη. Η ιέρεια προσπάθησε να σταματήσει το κόψιμο του δένδρου, αλλά ο Ερυσίχθονας την απείλησε με την αξίνα του. Η θεά τότε πέταξε τη μεταμφίεση της ιέρειας κι εμφανίσθηκε με όλη της τη θεϊκή μεγαλοπρέπεια.

Από τη στιγμή εκείνη ο Ερυσίχθων άρχισε να τρώει ότι έβρισκε μπροστά του, καθότι η θεά τον τιμώρησε με ακόρεστη πείνα. Αφού έφαγε ότι φαγώσιμο βρισκόταν στο σπίτι του και όλα του τα ζώα, άρχισε να γυρίζει στους δρόμους και να αρπάζει τις προσφορές από τους βωμούς. Μάλιστα, έφτασε στο σημείο να πουλήσει την κόρη του Μήστρα για να βρει τροφή. Αλλά η Μήστρα, που ήταν μάγισσα, επέστρεψε στο σπίτι της και παρακάλεσε τον Ποσειδώνα να λυτρώσει τον πατέρα της. Ο θεός, μη μπορώντας να βοηθήσει τον Ερυσίχθονα, έδωσε στη Μήστρα την ικανότητα να μεταμορφώνεται σε διάφορα ζώα και να ξεφεύγει από τον πατέρα της. Μία εκδοχή αναφέρει ότι η Μήστρα, από δική της πρωτοβουλία, εκμεταλλεύθηκε το χάρισμα της μεταμορφώσεως για να πουλιέται ως δούλα συνεχώς και να βοηθά έτσι τον πατέρα της. Στο τέλος, ο Ερυσίχθονας, μην έχοντας να φάει τίποτα πια, άρχισε να τρώει τις σάρκες του, μέχρι που πέθανε. Διερωτώμαστε, σκωπτικά βεβαίως: Μην και αυτή νάναι η μοίρα του ανθρώπου σήμερα, ο οποίος, προκειμένου να ικανοποιήσει την ακόρεστη πείνα του για υλικά αγαθά, καταλήγει ν’ αυτοχειριάζεται καταστρέφοντας τον πλανήτη;

Η «ύπερθεν» προστασία της φύσης προκύπτει και από το μύθο της προστασίας της από τις κατώτερες θεές, από τις Νύμφες. Αυτές προστάτευαν τα φυσικά στοιχεία, έχοντας συγκεκριμένη αποστολή: οι δρυάδες προστάτευαν τα δάση (ήταν οι νύμφες των δρυών, από τις οποίες ήταν κατάφυτη η Ελλάδα στ’ αρχαία χρόνια), οι Μελιάδες προστάτευαν ειδικά τις μελιές, που ήταν σημαντικές διότι από το ξύλο τους έφτιαχναν τα δόρατα (από τις Μελιάδες θεωρείτο ότι κατάγονταν το πολεμοχαρές «χαλκούν γένος»), οι Ορειάδες ή Ορεστιάδες προστάτευαν τα όρη και τους λόφους, οι Ναϊάδες ή Υδριάδες προστάτευαν τους ποταμούς και γενικά τα γλυκά νερά, οι Νηρηίδες προστάτευαν τις θάλασσες. Ενώ υπήρχαν και οι Αμαδρυάδες, οι οποίες αποτελούσαν μια γενική κατηγορία νυμφών, που ήταν η ψυχή των δένδρων και στην απώλειά τους αντιδρούσαν κι εκδικούνταν τον ασεβή θνητό που τα υλοτόμησε ή τέλος πάντων συνετέλεσε ή οδήγησε στην απώλειά τους!

(

Aπό το βιβλίο: «ΦΥΣΙΣ ΕΡΓΟΝ. νοώντας για τη φύση…», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2017). Πηγή

https://ellas2.wordpress.com/2017/09/23/%CE%BF-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%82-%CE%AD%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CF%86%CF%8D%CF%83%CE%B7/ 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: