(Αποσπασμα απο το αρθρο του Μιχαλη Τιβέριου, καθηγητου της Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.)
Ένα από τα κυρίαρχα δόγματα του Χριστιανισμού είναι εκείνο της «Ανάστασης του Ιησού». Από τους πιστούς θεωρείται ως η μεγαλύτερη απόδειξη για την θεϊκή φύση του Χριστού.
Η ιστορική αλήθεια, όμως, είναι εντελώς διαφορετική.
Από τα αρχαία κείμενα πληροφορούμαστε, ότι στο σύνολο τους οι αρχαίες θρησκείες πίστευαν σε θεούς που είχαν πεθάνει και στη συνέχεια αναστηθεί.
Ο Πλούταρχος, αναφέρει:
«Οι Φρύγες, επίσης, που πίστευαν ότι ο θεός κοιμάται τον χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι είναι ξυπνητός, έκαναν βακχικές τελετές προς τιμήν του, τον χειμώνα τους κατευνασμούς και το καλοκαίρι τις ανεγέρσεις. Οι Παφλαγόνες, τέλος, ισχυρίζονται ότι τον χειμώνα είναι ο θεός δεμένος και φυλακισμένος, ενώ την άνοιξη κινείται και ελευθερώνεται»
(Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 378E).
Που οφειλόταν, άραγε αυτή η πανάρχαια πεποίθηση ότι ο θεός αναγεννιέται την Άνοιξη; Ο Πλούταρχος, το αποδίδει στην ίδια την φύση της εποχής:
«Η ίδια η εποχή υποβάλλει τη σκέψη πως η κατήφεια οφείλεται στην εξαφάνιση των καρπών, τους οποίους οι παλιοί δεν θεωρούσαν βέβαια θεούς, αλλά δώρα των θεών, αναγκαία και μεγάλα για να μη ζούμε σαν τα άγρια θηρία.
Την εποχή, λοιπόν, που έβλεπαν από τη μια τους καρπούς να εξαφανίζονται εντελώς από τα δέντρα και να λείπουν, ενώ, από την άλλη, οι ίδιοι τους φύτευαν με πολλή δυσκολία και μεγάλα προβλήματα ξύνοντας τη γη με τα χέρια και με τα χέρια καλύπτοντάς τους πάλι, βάζοντας τους εκεί, χωρίς να ξέρουν, αν θα εμφανιστούν ξανά, έκαναν πράγματα παρόμοια με εκείνα που κάνουν όσοι θάβουν τους νεκρούς και τους πενθούν.
Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι, αλλά θρηνούν τους καρπούς και προσεύχονται στους θεούς, που τους γεννούν και τους δωρίζουν, να δημιουργήσουν πάλι άλλους καινούριους και να τους κάνουν να φυτρώσουν στη θέση εκείνων που χάθηκαν. Για τούτο πολύ σωστά λένε οι φιλόσοφοι πως όσοι δεν ασκούνται να καταλάβουν σωστά τις λέξεις, χρησιμοποιούν λανθασμένα τα πράγματα»
(Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 379A έως C).
Ο Πλούταρχος, λοιπόν, υποστηρίζει, ότι η ανάσταση του θεού συμβολίζει την αναγέννηση της φύσης ύστερα από τον χειμερινό της λήθαργο.
Ο Μανίλιος μας πληροφορεί, ότι τα άστρα που θεωρούνταν και θεοί, όταν έδυαν και χάνονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα έκαναν τους απλούς ανθρώπους να πιστεύουν, ότι ο θεός (άστρο) ήταν νεκρός. Κατά την επιτολή του άστρου, έλεγαν, ότι ο θεός με τον οποίον ταυτιζόταν είχε αναστηθεί ή είχε γεννηθεί :
«Οι άνθρωποι κοίταζαν την εξωτερική εμφάνιση της δημιουργίας δίχως να την καταλαβαίνουν. με κατάπληξη έβλεπαν το καινούργιο φως του σύμπαντος. Μερικές φορές θρηνούσαν επειδή πίστευαν πως το είχαν χάσει. ύστερα πάλι χαίρονταν επειδή τα άστρα έμοιαζαν να ξαναγεννιούνται [ακολουθεί αβέβαιο κείμενο]»
(Μανίλιος, «Αστρονομικόν», 1.25-112).
Το ίδιο ίσχυε και με τις τελετές του αστέρα Σείριου. Το άστρο αυτό ταυτιζόταν από τους Αιγυπτίους με τον Όσιρι και από τους Έλληνες με τον Διόνυσο. Επίσης, το ίδιο το ταύτιζαν οι Αιγύπτιοι με την Ίσιδα και οι Έλληνες με την Αθηνά. Τις πληροφορίες αυτές μας διασώζει ο Πλούταρχος στο «Περί Ίσιδος και Οσίριδος».
Σήμερα ξέρουμε, ότι στις 24 Ιουλίου κατά την επιτολή του Σείριου στην Αθήνα γιορταζόταν η γέννηση της θεάς Αθηνάς και το άστρο αυτό ευθυγραμμιζόταν με τον σηκό του Παρθενώνα της Ακρόπολης των Αθηνών.
Επίσης, τόσο οι Αιγύπτιοι όσο και οι Έλληνες, πίστευαν, ότι ο Όσιρις – Διόνυσος είχε πεθάνει και στην συνέχεια αναστηθεί:
«Συν τοις άλλοις, οι μύθοι για τους Τιτάνες και τα λεγόμενα Νυκτέλια έχουν αντιστοιχίες με το διαμελισμό του Οσίριδος, την ανάσταση και την αναγέννηση του. Το ίδιο και τα περί της ταφής, γιατί όπως οι Αιγύπτιοι, σύμφωνα με όσα ήδη έχουν λεχθεί, δείχνουν σε πολλά σημεία φέρετρα του Οσίριδος, έτσι και οι κάτοικοι των Δελφών πιστεύουν ότι τα λείψανα του Διονύσου απόκεινται στην πόλη τους…»
(Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 364F).
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν, ότι κάθε άνθρωπος αποτελείται από το Νοητό (θεϊκό στοιχείο) και από την Ύλη. Το πρώτο, για λόγους που δεν είναι απαραίτητο να αναφερθούν εδώ, έπρεπε να αφυπνισθεί. Η διαδικασία αυτή, αφύπνισης του εσωτερικού θείου, συμβολιζόταν μέσα από τα μυστήρια και τις τελετές της ανάστασης. Η αναγέννηση του Θείου, ήταν πρωτίστως μία εσωτερική νίκη του ανθρώπου η οποία εξελισσόταν στην οδό που στο τέλος τον ένωνε με το Θείον. Ο κοσμικός άνθρωπος για να το πετύχει αυτό, πρέπει να εναρμονιστεί (Νοητό – Ύλη) με τρόπο ανάλογο του σύμπαντος. Ο Πλάτων, λέει σχετικά:
«Η σωστή φροντίδα για όλα τα πράγματα είναι μία και μοναδική: να προσφέρεις στο καθένα τις οικείες τροφές και κινήσεις. Οικείες όμως και συγγενείς κινήσεις για το θεϊκό στοιχείο που υπάρχει μέσα μας είναι οι σκέψεις και οι περιφορές του σύμπαντος. Αυτές πρέπει να ακολουθούμε όλοι. Και τους δικούς μας κύκλους, που διαστρεβλώθηκαν κατά την γέννηση μας, πρέπει να τους επαναφέρουμε στην ορθή τροχιά μαθαίνοντας την αρμονία και την ομαλή περιφορά του σύμπαντος. Έτσι θα εξομοιώσουμε τη νόηση μας με το αντικείμενο της – ομοιότητα σύμφωνη με την πρωταρχική της φύση. Και με την εξομοίωση αυτή θα κατακτήσουμε την προδιαγεγραμμένη άριστη ζωή, έχοντας εκπληρώσει τον σκοπό που έθεσαν και θα συνεχίσουν να θέτουν πάντα στους ανθρώπους οι θεοί»
(Πλάτων, «Τίμαιος», 90c).
Γιατί οι αρχαίοι Ελληνες ανάσταιναν τους θεούς τους;
Στην αρχαία Ελλάδα, όπως και σε πολλές θρησκείες του αρχαίου κόσμου, απαντώνται παραδόσεις σύμφωνα με τις οποίες θεοί γνώρισαν τον θάνατο και στη συνέχεια την ανάσταση. Ο Διόνυσος είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα θεού που πέθαινε και ανασταινόταν κάθε χρόνο
Ο Απρίλης είναι ο μήνας στη διάρκεια του οποίου έχουμε την πιο μεγάλη γιορτή των Χριστιανών, που είναι τα Πάθη και η Ανάσταση του Χριστού.
Ιδιαίτερα για τους Ελληνες η γιορτή αυτή αποκτά πρόσθετη σημασία, αφού αρκετές φορές η Ανάσταση του Χριστιανικού Θεανθρώπου συσχετίστηκε με την ανάσταση της ίδιας της φυλής, ενώ συγχρόνως τους θύμιζε και πανάρχαια θρησκευτικά και λατρευτικά δρώμενα που η αρχή τους χάνεται στο βάθος των αιώνων, σε χρόνους πολύ πριν από τον ερχομό του Χριστού - Σωτήρα.
Σε πολλές θρησκείες του αρχαίου κόσμου και στην αρχαία Ελλάδα απαντώνται παραδόσεις σύμφωνα με τις οποίες θεοί γνώρισαν τον θάνατο και στη συνέχεια την ανάσταση, όπως π.χ. ο φοινικικός Άδωνις, (Φοινικες, πιθανότατα Μινωϊκο φύλο), ή ο Ελληνικός Διόνυσος. Επειδή μάλιστα συχνά οι τεθνεώτες και αναστάντες αυτοί θεοί συμβαίνει να είναι θεοί της γονιμότητας, πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι η ιδέα αυτή του θανάτου και της ανάστασης εκ νεκρών είναι παρμένη από την ετήσια εναλλαγή των εποχών, όπου το νέκρωμα της φύσης κατά τη διάρκεια του παγερού χειμώνα το διαδέχεται το ξαναζωντάνεμά της κατά τη διάρκεια της ζωοδότρας άνοιξης. Επομένως με τα πάθη αυτά των θεών συμβολίζονται οι λειτουργίες της ίδιας της φύσης και, όπως είναι γνωστό, η πίστη συχνά εκφράζεται με συμβολισμούς.
Η «επίκλησις» του Διονύσου
Ο Διόνυσος, χωρίς αμφιβολία, ήταν κι αυτός ένας θεός της βλάστησης και σαν τέτοιος ήταν ένας πάσχων θεός, που πέθαινε και ανασταινόταν κάθε χρόνο. Ωστόσο τα επεισόδια που σχετίζονται με τον θάνατό του, ο οποίος προκαλούσε τον μαρασμό της φύσης, μπορούμε να πούμε ότι δεν αποτελούσαν σημαντικό μέρος της όλης διήγησης. Εκτός από αναφορές στον βίαιο θάνατό του και τον διαμελισμό του υπήρχαν και παραδόσεις που έκαναν λόγο και για μια ομαλή κατάβασή του στον Αδη, προκειμένου να φέρει στον πάνω κόσμο, στον κόσμο των ζωντανών, τη μάνα του τη Σεμέλη.
Στους Δελφούς, μέσα στο άδυτο του ναού του Απόλλωνος, «παρά το χρηστήριον», έδειχναν τον τάφο του θεού. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, που έζησε προς τα τέλη του 1ου αι. π.Χ., μιλά για θρήνους κατά τη διάρκεια «των διονυσιακών παθών». Αλλά για τις τελετουργίες τις σχετικές με τον θάνατό του, όπως άλλωστε και γι’ αυτές που σχετίζονται με την ανάστασή του, ξέρουμε λιγοστά πράγματα. Κύρια αιτία ήταν η ευσέβεια των αρχαίων συγγραφέων που δεν ήθελαν να κοινοποιήσουν τίποτε «περί ων ου θέμις τοις αμυήτοις ιστορείν».
Με τη θριαμβευτική επανεμφάνιση του θεού οι πιστοί του ξεσπούσαν σε ουρανομήκεις φωνές και χαρούμενα τραγούδια και ξεφάντωναν με χορούς και πανηγύρια. Και εκτός από πάσχοντες θεούς στην αρχαία μυθολογία υπάρχουν και ήρωες που είχαν κατορθώσει να νικήσουν τον θάνατο, όπως ο Ηρακλής, ο Ορφέας, ο Καπανέας κ.ά.
Στις παραδόσεις των λαών της ανατολικής μεσογείου , υπάρχουν τουλάχιστον 16 θεοί που βιώνουν το δράμα του θανάτου αλλά και ταυτόχρονα την λύτρωση της αναστάσεως.
Στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο εκτός από τον Δία/Φελχανό και τον Διόνυσο/Ζαγρέα , ο σημαντικότερος Θεός που πεθαίνει και ανασταίνεται , είναι ο Άδωνις
Σύμφωνα με την παράδοση ο τάφος του βρισκόταν στην Βηθλεέμ σε μία υπόγεια σπηλιά στα θεμέλια του Ναού της Θεάς Αστάρτης. Πιθανολογείται ότι το σημείο βρίσκεται εκεί που σήμερα είναι χτισμένος ο Ναός της Γεννήσεως.
Τα Αδώνεια
Σε ανάμνηση του θανάτου και της αναστάσεως του Θεού ετελούντο κάθε χρόνο τα Αδώνεια. Σε άλλες περιοχές η γιορτή γινόταν στα μέσα του μηνός Βοηδρομίωνος (Αύγουστος – Σεπτέμβριος ) και αλλού, στην κυρίως Ελλάδα την άνοιξη κατά την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία.
Η πρώτη ημέρα των «Αδωνείων», που λεγόταν «Αφανισμός», ήταν ημέρα πένθους για το θάνατο του Θεού, που απεικονίσεις του τον παρουσιάζουν εστεμμένο με ταινίες που τις διακοσμούν ισοσκελείς σταυροί, με το στόλισμα των λεγόμενων, «επιτάφιων Κήπων του Αδώνιδος»
Η δεύτερη ημέρα των εορτασμών η Εύρεσις (ανάστασις) ήταν ημέρα χαράς για την ανάσταση του Θεού εκ νεκρών και την ανάληψή του δίπλα στη Θεά Αφροδίτη για το μισό χρόνο.
Αμέτρητοι οι «θεοί» που… σταυρώθηκαν και αναστήθηκαν!
Ο Κρίσνα, το δεύτερο πρόσωπο της Ινδικής τριάδας αντίστοιχο της χριστιανικής τριάδας, ο οποίος ονομάζεται και «υιός θεού», σταυρώθηκε όπως και ο Ιησούς. Πρόκειται για την ενσάρκωση του Βισνού. Οι ουρανοί σκοτείνιασαν την ώρα του θανάτου. Ο Κρίσνα κατέβηκε στον άλλο κόσμο, και αναστήθηκε την τρίτη μέρα, και ανελήφθει στους ουρανούς. Ο Κρίσνα, θεωρείται επίσης«άνθρωπος και Θεός» καταρρίπτοντας το χριστιανικό επιχείρημα πως ο Ιησούς ήταν ο πρώτος άνθρωπος-θεός που νίκησε τον θάνατο.
Ο Πέρσης θεός Μίθρα αποκαλούνταν «ο καλός ποιμένας» και σταυρώθηκε τουλάχιστον μια χιλιετία πριν τον Ιησού, για να λυτρώσει την ανθρωπότητα.
Ο Ασσυροβαβυλώνιος Ταμμούζ (Damuzu) σταυρώθηκε και αναστήθηκε από την Αστάρτη.
Ο Άττις, αποκαλούμενος «ο αμνός του θεού» περνάει το μαρτύριο της σταύρωσης και ανασταίνεται.
Ο Μεξικανός Κετσατκοάτλ θανατώθηκε με σταύρωση και αναστήθηκε την τρίτη μέρα.
Ο Όσιρης σκοτώνεται από τον Σεθ, και ανασταίνεται από την Ίσιδα, ενώ ο γιος τους Ώροςσταυρώνεται μεταξύ δύο κλεφτών.
Ο Όντιν σταυρώθηκε στο δέντρο της ζωής, ενώ ο γιος του Μπάλντερ σκοτώνεται από τον πανούργο Λόκι με γκυ. Αμφότεροι ανασταίνονται.
Οι θεοί ΙΑΩ, και Χέσους σταυρώθηκαν και αναστήθηκαν για να σώσουν την ανθρωπότητα χιλιάδες χρόνια πριν την εμφάνιση του Ιησού.
Ο Ίντρα αναπαριστάται με οπές από καρφιά.
Ο Χαλδαίος Κριτε και ο Ασιάτης Μπαλού αναφέρονται στα αντίστοιχα ιερά τους κείμενα ως«εσταυρωμένοι λυτρωτές».
Ο Αιγύπτιος Θούλις πέθανε στο σταυρό, θάφτηκε, αναστήθηκε και ανήλθε στους ουρανούς.
Ο μύθος της αρπαγής της Περσεφόνης (Αξιόκερσα κατά τα Καβείρια) περιέχει την κάθοδο στον Άδη, την παραμονή εκεί για ένα χρονικό διάστημα και την επιστροφή στη ζωή.
Η ανάσταση νεκρών και η νίκη επάνω στο θάνατο, δεν είναι λοιπόν μια ιδέα που γεννήθηκε στον χριστιανισμό. Στις αρχαίες θρησκείες υπήρξε πληθώρα θεών και ανθρώπων που είτε θυσιάστηκαν και ξαναγύρισαν στη ζωή, ή ήρθαν σε συμφωνία με τις θεότητες του Άδη να μοιράζουν τη ζωή τους ανάμεσα σε δύο κόσμους. Η ιδέα της ανάστασης πιθανολογείται πως προήλθε από την παρατήρηση της «νεκρανάστασης» της φύσης.
Κανένας χριστιανός ιερέας η Θεολόγος δεν έχει απαντήσει ουσιαστικά στο ερώτημα, "σε τι ακριβώς διαφέρει η σταύρωση κι η ανάσταση του θεού σας από τις αντίστοιχες των προαναφερθέντων θεών; .."
Τα βασικά συστατικά του μύθου εμφανίζονται στις παραδόσεις όλων σχεδόν των λαών της Μέσης Ανατολής και όχι μόνο.
Η σταύρωση και η ανάσταση του Ιησού δεν είχε κάτι το πρωτότυπο να δείξει.
Απλά, οι εμπνευστές της χριστιανικής θρησκείας παρέλαβαν τους αρχαίους μύθους, τους άλλαξαν ελαφρώς και τους παρουσίασαν ως δική τους αποκάλυψη.
Ένα από τα κυρίαρχα δόγματα του Χριστιανισμού είναι εκείνο της «Ανάστασης του Ιησού». Από τους πιστούς θεωρείται ως η μεγαλύτερη απόδειξη για την θεϊκή φύση του Χριστού.
Η ιστορική αλήθεια, όμως, είναι εντελώς διαφορετική.
Από τα αρχαία κείμενα πληροφορούμαστε, ότι στο σύνολο τους οι αρχαίες θρησκείες πίστευαν σε θεούς που είχαν πεθάνει και στη συνέχεια αναστηθεί.
Ο Πλούταρχος, αναφέρει:
«Οι Φρύγες, επίσης, που πίστευαν ότι ο θεός κοιμάται τον χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι είναι ξυπνητός, έκαναν βακχικές τελετές προς τιμήν του, τον χειμώνα τους κατευνασμούς και το καλοκαίρι τις ανεγέρσεις. Οι Παφλαγόνες, τέλος, ισχυρίζονται ότι τον χειμώνα είναι ο θεός δεμένος και φυλακισμένος, ενώ την άνοιξη κινείται και ελευθερώνεται»
(Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 378E).
Που οφειλόταν, άραγε αυτή η πανάρχαια πεποίθηση ότι ο θεός αναγεννιέται την Άνοιξη; Ο Πλούταρχος, το αποδίδει στην ίδια την φύση της εποχής:
«Η ίδια η εποχή υποβάλλει τη σκέψη πως η κατήφεια οφείλεται στην εξαφάνιση των καρπών, τους οποίους οι παλιοί δεν θεωρούσαν βέβαια θεούς, αλλά δώρα των θεών, αναγκαία και μεγάλα για να μη ζούμε σαν τα άγρια θηρία.
Την εποχή, λοιπόν, που έβλεπαν από τη μια τους καρπούς να εξαφανίζονται εντελώς από τα δέντρα και να λείπουν, ενώ, από την άλλη, οι ίδιοι τους φύτευαν με πολλή δυσκολία και μεγάλα προβλήματα ξύνοντας τη γη με τα χέρια και με τα χέρια καλύπτοντάς τους πάλι, βάζοντας τους εκεί, χωρίς να ξέρουν, αν θα εμφανιστούν ξανά, έκαναν πράγματα παρόμοια με εκείνα που κάνουν όσοι θάβουν τους νεκρούς και τους πενθούν.
Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι, αλλά θρηνούν τους καρπούς και προσεύχονται στους θεούς, που τους γεννούν και τους δωρίζουν, να δημιουργήσουν πάλι άλλους καινούριους και να τους κάνουν να φυτρώσουν στη θέση εκείνων που χάθηκαν. Για τούτο πολύ σωστά λένε οι φιλόσοφοι πως όσοι δεν ασκούνται να καταλάβουν σωστά τις λέξεις, χρησιμοποιούν λανθασμένα τα πράγματα»
(Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 379A έως C).
Ο Πλούταρχος, λοιπόν, υποστηρίζει, ότι η ανάσταση του θεού συμβολίζει την αναγέννηση της φύσης ύστερα από τον χειμερινό της λήθαργο.
Ο Μανίλιος μας πληροφορεί, ότι τα άστρα που θεωρούνταν και θεοί, όταν έδυαν και χάνονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα έκαναν τους απλούς ανθρώπους να πιστεύουν, ότι ο θεός (άστρο) ήταν νεκρός. Κατά την επιτολή του άστρου, έλεγαν, ότι ο θεός με τον οποίον ταυτιζόταν είχε αναστηθεί ή είχε γεννηθεί :
«Οι άνθρωποι κοίταζαν την εξωτερική εμφάνιση της δημιουργίας δίχως να την καταλαβαίνουν. με κατάπληξη έβλεπαν το καινούργιο φως του σύμπαντος. Μερικές φορές θρηνούσαν επειδή πίστευαν πως το είχαν χάσει. ύστερα πάλι χαίρονταν επειδή τα άστρα έμοιαζαν να ξαναγεννιούνται [ακολουθεί αβέβαιο κείμενο]»
(Μανίλιος, «Αστρονομικόν», 1.25-112).
Το ίδιο ίσχυε και με τις τελετές του αστέρα Σείριου. Το άστρο αυτό ταυτιζόταν από τους Αιγυπτίους με τον Όσιρι και από τους Έλληνες με τον Διόνυσο. Επίσης, το ίδιο το ταύτιζαν οι Αιγύπτιοι με την Ίσιδα και οι Έλληνες με την Αθηνά. Τις πληροφορίες αυτές μας διασώζει ο Πλούταρχος στο «Περί Ίσιδος και Οσίριδος».
Σήμερα ξέρουμε, ότι στις 24 Ιουλίου κατά την επιτολή του Σείριου στην Αθήνα γιορταζόταν η γέννηση της θεάς Αθηνάς και το άστρο αυτό ευθυγραμμιζόταν με τον σηκό του Παρθενώνα της Ακρόπολης των Αθηνών.
Επίσης, τόσο οι Αιγύπτιοι όσο και οι Έλληνες, πίστευαν, ότι ο Όσιρις – Διόνυσος είχε πεθάνει και στην συνέχεια αναστηθεί:
«Συν τοις άλλοις, οι μύθοι για τους Τιτάνες και τα λεγόμενα Νυκτέλια έχουν αντιστοιχίες με το διαμελισμό του Οσίριδος, την ανάσταση και την αναγέννηση του. Το ίδιο και τα περί της ταφής, γιατί όπως οι Αιγύπτιοι, σύμφωνα με όσα ήδη έχουν λεχθεί, δείχνουν σε πολλά σημεία φέρετρα του Οσίριδος, έτσι και οι κάτοικοι των Δελφών πιστεύουν ότι τα λείψανα του Διονύσου απόκεινται στην πόλη τους…»
(Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 364F).
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν, ότι κάθε άνθρωπος αποτελείται από το Νοητό (θεϊκό στοιχείο) και από την Ύλη. Το πρώτο, για λόγους που δεν είναι απαραίτητο να αναφερθούν εδώ, έπρεπε να αφυπνισθεί. Η διαδικασία αυτή, αφύπνισης του εσωτερικού θείου, συμβολιζόταν μέσα από τα μυστήρια και τις τελετές της ανάστασης. Η αναγέννηση του Θείου, ήταν πρωτίστως μία εσωτερική νίκη του ανθρώπου η οποία εξελισσόταν στην οδό που στο τέλος τον ένωνε με το Θείον. Ο κοσμικός άνθρωπος για να το πετύχει αυτό, πρέπει να εναρμονιστεί (Νοητό – Ύλη) με τρόπο ανάλογο του σύμπαντος. Ο Πλάτων, λέει σχετικά:
«Η σωστή φροντίδα για όλα τα πράγματα είναι μία και μοναδική: να προσφέρεις στο καθένα τις οικείες τροφές και κινήσεις. Οικείες όμως και συγγενείς κινήσεις για το θεϊκό στοιχείο που υπάρχει μέσα μας είναι οι σκέψεις και οι περιφορές του σύμπαντος. Αυτές πρέπει να ακολουθούμε όλοι. Και τους δικούς μας κύκλους, που διαστρεβλώθηκαν κατά την γέννηση μας, πρέπει να τους επαναφέρουμε στην ορθή τροχιά μαθαίνοντας την αρμονία και την ομαλή περιφορά του σύμπαντος. Έτσι θα εξομοιώσουμε τη νόηση μας με το αντικείμενο της – ομοιότητα σύμφωνη με την πρωταρχική της φύση. Και με την εξομοίωση αυτή θα κατακτήσουμε την προδιαγεγραμμένη άριστη ζωή, έχοντας εκπληρώσει τον σκοπό που έθεσαν και θα συνεχίσουν να θέτουν πάντα στους ανθρώπους οι θεοί»
(Πλάτων, «Τίμαιος», 90c).
Γιατί οι αρχαίοι Ελληνες ανάσταιναν τους θεούς τους;
Στην αρχαία Ελλάδα, όπως και σε πολλές θρησκείες του αρχαίου κόσμου, απαντώνται παραδόσεις σύμφωνα με τις οποίες θεοί γνώρισαν τον θάνατο και στη συνέχεια την ανάσταση. Ο Διόνυσος είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα θεού που πέθαινε και ανασταινόταν κάθε χρόνο
Ο Απρίλης είναι ο μήνας στη διάρκεια του οποίου έχουμε την πιο μεγάλη γιορτή των Χριστιανών, που είναι τα Πάθη και η Ανάσταση του Χριστού.
Ιδιαίτερα για τους Ελληνες η γιορτή αυτή αποκτά πρόσθετη σημασία, αφού αρκετές φορές η Ανάσταση του Χριστιανικού Θεανθρώπου συσχετίστηκε με την ανάσταση της ίδιας της φυλής, ενώ συγχρόνως τους θύμιζε και πανάρχαια θρησκευτικά και λατρευτικά δρώμενα που η αρχή τους χάνεται στο βάθος των αιώνων, σε χρόνους πολύ πριν από τον ερχομό του Χριστού - Σωτήρα.
Σε πολλές θρησκείες του αρχαίου κόσμου και στην αρχαία Ελλάδα απαντώνται παραδόσεις σύμφωνα με τις οποίες θεοί γνώρισαν τον θάνατο και στη συνέχεια την ανάσταση, όπως π.χ. ο φοινικικός Άδωνις, (Φοινικες, πιθανότατα Μινωϊκο φύλο), ή ο Ελληνικός Διόνυσος. Επειδή μάλιστα συχνά οι τεθνεώτες και αναστάντες αυτοί θεοί συμβαίνει να είναι θεοί της γονιμότητας, πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι η ιδέα αυτή του θανάτου και της ανάστασης εκ νεκρών είναι παρμένη από την ετήσια εναλλαγή των εποχών, όπου το νέκρωμα της φύσης κατά τη διάρκεια του παγερού χειμώνα το διαδέχεται το ξαναζωντάνεμά της κατά τη διάρκεια της ζωοδότρας άνοιξης. Επομένως με τα πάθη αυτά των θεών συμβολίζονται οι λειτουργίες της ίδιας της φύσης και, όπως είναι γνωστό, η πίστη συχνά εκφράζεται με συμβολισμούς.
Η «επίκλησις» του Διονύσου
Ο Διόνυσος, χωρίς αμφιβολία, ήταν κι αυτός ένας θεός της βλάστησης και σαν τέτοιος ήταν ένας πάσχων θεός, που πέθαινε και ανασταινόταν κάθε χρόνο. Ωστόσο τα επεισόδια που σχετίζονται με τον θάνατό του, ο οποίος προκαλούσε τον μαρασμό της φύσης, μπορούμε να πούμε ότι δεν αποτελούσαν σημαντικό μέρος της όλης διήγησης. Εκτός από αναφορές στον βίαιο θάνατό του και τον διαμελισμό του υπήρχαν και παραδόσεις που έκαναν λόγο και για μια ομαλή κατάβασή του στον Αδη, προκειμένου να φέρει στον πάνω κόσμο, στον κόσμο των ζωντανών, τη μάνα του τη Σεμέλη.
Στους Δελφούς, μέσα στο άδυτο του ναού του Απόλλωνος, «παρά το χρηστήριον», έδειχναν τον τάφο του θεού. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, που έζησε προς τα τέλη του 1ου αι. π.Χ., μιλά για θρήνους κατά τη διάρκεια «των διονυσιακών παθών». Αλλά για τις τελετουργίες τις σχετικές με τον θάνατό του, όπως άλλωστε και γι’ αυτές που σχετίζονται με την ανάστασή του, ξέρουμε λιγοστά πράγματα. Κύρια αιτία ήταν η ευσέβεια των αρχαίων συγγραφέων που δεν ήθελαν να κοινοποιήσουν τίποτε «περί ων ου θέμις τοις αμυήτοις ιστορείν».
Με τη θριαμβευτική επανεμφάνιση του θεού οι πιστοί του ξεσπούσαν σε ουρανομήκεις φωνές και χαρούμενα τραγούδια και ξεφάντωναν με χορούς και πανηγύρια. Και εκτός από πάσχοντες θεούς στην αρχαία μυθολογία υπάρχουν και ήρωες που είχαν κατορθώσει να νικήσουν τον θάνατο, όπως ο Ηρακλής, ο Ορφέας, ο Καπανέας κ.ά.
Στις παραδόσεις των λαών της ανατολικής μεσογείου , υπάρχουν τουλάχιστον 16 θεοί που βιώνουν το δράμα του θανάτου αλλά και ταυτόχρονα την λύτρωση της αναστάσεως.
Στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο εκτός από τον Δία/Φελχανό και τον Διόνυσο/Ζαγρέα , ο σημαντικότερος Θεός που πεθαίνει και ανασταίνεται , είναι ο Άδωνις
Σύμφωνα με την παράδοση ο τάφος του βρισκόταν στην Βηθλεέμ σε μία υπόγεια σπηλιά στα θεμέλια του Ναού της Θεάς Αστάρτης. Πιθανολογείται ότι το σημείο βρίσκεται εκεί που σήμερα είναι χτισμένος ο Ναός της Γεννήσεως.
Τα Αδώνεια
Σε ανάμνηση του θανάτου και της αναστάσεως του Θεού ετελούντο κάθε χρόνο τα Αδώνεια. Σε άλλες περιοχές η γιορτή γινόταν στα μέσα του μηνός Βοηδρομίωνος (Αύγουστος – Σεπτέμβριος ) και αλλού, στην κυρίως Ελλάδα την άνοιξη κατά την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία.
Η πρώτη ημέρα των «Αδωνείων», που λεγόταν «Αφανισμός», ήταν ημέρα πένθους για το θάνατο του Θεού, που απεικονίσεις του τον παρουσιάζουν εστεμμένο με ταινίες που τις διακοσμούν ισοσκελείς σταυροί, με το στόλισμα των λεγόμενων, «επιτάφιων Κήπων του Αδώνιδος»
Η δεύτερη ημέρα των εορτασμών η Εύρεσις (ανάστασις) ήταν ημέρα χαράς για την ανάσταση του Θεού εκ νεκρών και την ανάληψή του δίπλα στη Θεά Αφροδίτη για το μισό χρόνο.
Αμέτρητοι οι «θεοί» που… σταυρώθηκαν και αναστήθηκαν!
Ο Κρίσνα, το δεύτερο πρόσωπο της Ινδικής τριάδας αντίστοιχο της χριστιανικής τριάδας, ο οποίος ονομάζεται και «υιός θεού», σταυρώθηκε όπως και ο Ιησούς. Πρόκειται για την ενσάρκωση του Βισνού. Οι ουρανοί σκοτείνιασαν την ώρα του θανάτου. Ο Κρίσνα κατέβηκε στον άλλο κόσμο, και αναστήθηκε την τρίτη μέρα, και ανελήφθει στους ουρανούς. Ο Κρίσνα, θεωρείται επίσης«άνθρωπος και Θεός» καταρρίπτοντας το χριστιανικό επιχείρημα πως ο Ιησούς ήταν ο πρώτος άνθρωπος-θεός που νίκησε τον θάνατο.
Ο Πέρσης θεός Μίθρα αποκαλούνταν «ο καλός ποιμένας» και σταυρώθηκε τουλάχιστον μια χιλιετία πριν τον Ιησού, για να λυτρώσει την ανθρωπότητα.
Ο Ασσυροβαβυλώνιος Ταμμούζ (Damuzu) σταυρώθηκε και αναστήθηκε από την Αστάρτη.
Ο Άττις, αποκαλούμενος «ο αμνός του θεού» περνάει το μαρτύριο της σταύρωσης και ανασταίνεται.
Ο Μεξικανός Κετσατκοάτλ θανατώθηκε με σταύρωση και αναστήθηκε την τρίτη μέρα.
Ο Όσιρης σκοτώνεται από τον Σεθ, και ανασταίνεται από την Ίσιδα, ενώ ο γιος τους Ώροςσταυρώνεται μεταξύ δύο κλεφτών.
Ο Όντιν σταυρώθηκε στο δέντρο της ζωής, ενώ ο γιος του Μπάλντερ σκοτώνεται από τον πανούργο Λόκι με γκυ. Αμφότεροι ανασταίνονται.
Οι θεοί ΙΑΩ, και Χέσους σταυρώθηκαν και αναστήθηκαν για να σώσουν την ανθρωπότητα χιλιάδες χρόνια πριν την εμφάνιση του Ιησού.
Ο Ίντρα αναπαριστάται με οπές από καρφιά.
Ο Χαλδαίος Κριτε και ο Ασιάτης Μπαλού αναφέρονται στα αντίστοιχα ιερά τους κείμενα ως«εσταυρωμένοι λυτρωτές».
Ο Αιγύπτιος Θούλις πέθανε στο σταυρό, θάφτηκε, αναστήθηκε και ανήλθε στους ουρανούς.
Ο μύθος της αρπαγής της Περσεφόνης (Αξιόκερσα κατά τα Καβείρια) περιέχει την κάθοδο στον Άδη, την παραμονή εκεί για ένα χρονικό διάστημα και την επιστροφή στη ζωή.
Η ανάσταση νεκρών και η νίκη επάνω στο θάνατο, δεν είναι λοιπόν μια ιδέα που γεννήθηκε στον χριστιανισμό. Στις αρχαίες θρησκείες υπήρξε πληθώρα θεών και ανθρώπων που είτε θυσιάστηκαν και ξαναγύρισαν στη ζωή, ή ήρθαν σε συμφωνία με τις θεότητες του Άδη να μοιράζουν τη ζωή τους ανάμεσα σε δύο κόσμους. Η ιδέα της ανάστασης πιθανολογείται πως προήλθε από την παρατήρηση της «νεκρανάστασης» της φύσης.
Κανένας χριστιανός ιερέας η Θεολόγος δεν έχει απαντήσει ουσιαστικά στο ερώτημα, "σε τι ακριβώς διαφέρει η σταύρωση κι η ανάσταση του θεού σας από τις αντίστοιχες των προαναφερθέντων θεών; .."
Τα βασικά συστατικά του μύθου εμφανίζονται στις παραδόσεις όλων σχεδόν των λαών της Μέσης Ανατολής και όχι μόνο.
Η σταύρωση και η ανάσταση του Ιησού δεν είχε κάτι το πρωτότυπο να δείξει.
Απλά, οι εμπνευστές της χριστιανικής θρησκείας παρέλαβαν τους αρχαίους μύθους, τους άλλαξαν ελαφρώς και τους παρουσίασαν ως δική τους αποκάλυψη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου