Ο Ισοκράτης ήταν μέγας ρητοροδιδάσκαλος και επιφανής λογογράφος της Κλασικής Αρχαιότητας.
Ήταν γιος του Θεόδωρου, πλούσιου αυλοποιού και της Ηδυτώς. Ρήτορας
εξαίρετος και ο ίδιος, κατά γενική ομολογία χαρακτηριζόταν ο
τελειότερος, μεταξύ όλων, χειριστής του Αττικού πεζού λόγου, αποτελώντας
έναν από τους τέσσερις μεγάλους Αττικούς ρήτορες. Γεννήθηκε το 436 π.Χ.
στον Αθηναϊκό δήμο Ερχιά και πέθανε το 338 π.Χ. μετά τη μάχη της
Χαιρώνειας, αυτοκτονώντας, καθώς καταδίκασε ο ίδιος τον εαυτό του σε
ασιτία, λόγω της μεγάλης ήττας των συμπολιτών του, των Αθηναίων. Τάφηκε
με τιμές και δημόσια έξοδα σε έναν λόφο στις Κυνοσαργές, ενώ
στον
τάφο του τοποθετήθηκε σειρήνα σαν σύμβολο της ελκυστικής χάρης που είχε η
φυσιογνωμία και η προσωπικότητά του, αλλά και η τεράστια ρητορική
σαγήνη του «Ισοκράτειου Λόγου».
Μορφώθηκε με ξεχωριστή φροντίδα και έτυχε καλής και επιμελημένης αγωγής
και παιδείας. Φιλομαθής, μαθήτευσε σε ονομαστούς σοφιστές όπως ήταν ο
Πρόδικος, ο Γοργίας, ο Πρωταγόρας και ο Τεισίας, ενώ παρακολούθησε τη
διδασκαλία του Σωκράτη, του οποίου η διδασκαλία και αρετή τον γοήτευσαν
ιδιαιτέρως. Αργότερα, ίδρυσε τη δική του σχολή, αρχικά στη Χίο και
κατόπιν στην Αθήνα, όπου εκτός από τη ρητορική, δίδασκε και φιλοσοφία.
Κεντρικό σημείο ήταν η διδαχή της ευρυθμίας και η περίτεχνη σύνθεση του λόγου, αλλά και πολιτικά ζητήματα.
Σαν διδάσκαλος απέκτησε τρανή φήμη, καθώς οι λόγοι του ήταν υψηλοί,
μεγαλόπρεποι και πανελλήνιας σημασίας και ενδιαφέροντος. Αποτέλεσμα ήταν
η φήμη της σχολής να εξαπλωθεί τόσο, ώστε αναφερόταν ως το
«Πανεπιστήμιο της Ελλάδας», προσελκύοντας μαθητές από όλες τις γωνιές
του ελληνόφωνου κόσμου. Χαρακτηριστικά, ο Κικέρωνας ανέφερε ότι από τη
σχολή του Ισοκράτη ξεπήδησαν πλείστοι όσοι υπέροχοι άνδρες, οι οποίοι
εξοπλισμένοι με πλούτο γνώσεων και μεγάλες αρετές, διέπρεψαν είτε ως
άνθρωποι του πνεύματος, είτε ως πολιτικοί, είτε ως πολέμαρχοι της πόλης
του. Την έβλεπε σαν ένα άλλο «Δούρειο Ίππο», από τον οποίο ξεπήδησαν
πολλοί ήρωες των γραμμάτων, της πολιτικής και της πολεμικής τέχνης, σαν
έναν «οίκο της Ελλάδας όμοιο με γυμναστήριο και εργαστήριο ευγλωττίας».
Το περιεχόμενο των λόγων του αποσκοπούσε τόσο στην επιστημονική μόρφωση
των μαθητών του, αλλά και στον οπλισμό τους με ορθή κρίση, αυτοκυριαρχία
και σταθερό χαρακτήρα, δημιουργώντας έτσι πολίτες έντιμους και αγαθούς.
Τους ήθελε «ικανούς εις το νοείν και πράττειν τα δέοντα».
Από τα συγγραφικά του έργα συνολικά διασώθηκαν εικοσιένα, καθώς και
δέκα επιστολές του, απευθυνόμενες σε διακεκριμένα πρόσωπα της εποχής
του. Το έργο του διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες: Λόγοι Συμβουλευτικοί,
Δικανικοί και Επιδεικτικοί. Ωστόσο, περίφημοι από τους διασωθέντες
δημόσιους λόγους του θεωρούνται ο «Αρεοπαγιτικός», ο «Πανηγυρικός», ο
«Παναθηναϊκός», ο «Περί Ειρήνης», ο «Προς Φίλιππον», ο «Προς Νικοκλέα», ο
«Προς Ευαγόραν», ο «Πλαταιϊκός», ο «Περί Αντιδόσεως» κ.α. Ως ρήτορας
επεδίωκε την ευφωνία, απέφευγε τις χασμωδίες, ενώ
κατάφερνε να
συναρμόζει τις λέξεις κατά τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε φράση του να είναι
αρμονική, αλλά συνάμα πομπώδης και εντυπωσιακή.
Με τον πολιτικό τομέα ασχολήθηκε περισσότερο έμμεσα, παρά άμεσα, αν και
θεωρείται ένας από τους παράγοντες που διαμόρφωσαν την πολιτική
κατάσταση της εποχής του. Έζησε και έγραψε στο ίδιο πολιτισμικό και
κοινωνικό πλαίσιο του Πελοποννησιακού πολέμου και στην μεταβατική
περίοδο από τον αποκαλούμενο «Χρυσό Αιώνα», στην περίοδο της παρακμής
της αθηναϊκής πόλης - κράτους. Εντούτοις, ήταν αντικειμενικός κριτής,
παρακολουθώντας με νηφαλιότητα την εξέλιξη των γεγονότων, και ίσως από
τους πρώτους που συνέλαβε την Πανελλήνια Ιδέα. Για αυτό ακριβώς το λόγο
θεωρείται και «
Πνευματικός Πατέρας του Έθνους», διατυπώνοντας πρώτος την ανάγκη διατήρησης του.
Στις ατομικές του πεποιθήσεις υπήρξε θερμός υπέρμαχος της ενότητας του Ελληνισμού.
Στους λόγους του απέφευγε να είναι επικριτικός, αλλά κατέφευγε σε
συμβουλές για ομόνοια και συνένωση όλων των Ελλήνων προς αντιμετώπιση
των βαρβάρων. Όταν αντιλήφθηκε ότι οι προτροπές του σε Σπάρτη, Αθήνα,
Θήβα και Κόρινθο για κοινή αντιμετώπιση των Περσών δεν είχαν αντίκρισμα,
λόγω πολιτικών διαφωνιών, στράφηκε στο Φίλιππο της Μακεδονίας,
θεωρώντας τον ως τον μόνο ικανό να διεξάγει τον αγώνα.
Όσον
αφορά στην εξωτερική πολιτική προέτρεπε την κατάκτηση όλων των βάρβαρων
λαών, ενώ για την εσωτερική προτιμούσε τη δημοκρατία από την ολιγαρχία,
επαινώντας τον Περικλή και θαυμάζοντας τον Σόλωνα. Αξίζει να
σημειωθεί, ότι την πόλη του Αθήνα, την θεωρούσε την αρχαιότερη πόλη,
μεγάλη και γνωστή στα πέρατα του κόσμου. Χαρακτηριστικά δήλωνε: «
κατοικούμε,
όχι επειδή διώξαμε άλλους κατοίκους για να την αρπάξουμε, ούτε την
βρήκαμε μια έρημη πόλη και αποφασίσαμε να την κατοικήσουμε, ούτε
συγκεντρωθήκαμε πολλοί λαοί και ήλθαμε να την καταλάβουμε. Αλλά, η
καταγωγή μας είναι τόσο καλή και γνήσια, ώστε η ίδια γη στην οποία
γεννηθήκαμε, βρίσκεται στην κατοχή μας χωρίς καμιά διακοπή. Είμαστε εδώ
αυτόχθονες». Επίσης, πίστευε πως «την πόλη αυτή, μόνο εμείς οι Έλληνες δικαιούμαστε να την ονομάζουμε και μάνα και πατρίδα».
Ο Ισοκράτης μεταλαμπάδευσε πλούτο ασύγκριτων γνώσεων στην Ελληνική Φυλή.
Ωστόσο, αποδείχθηκε τρομερά διορατικός και προφητικός, όταν στον
«Αρεοπαγιτικό» του λόγο μίλησε για το δημοκρατικό πολίτευμα της εποχής
του, με σφοδρή κριτική: «
Η Δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται, διότι
κατεχράσθη το δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας, διότι έμαθε τους
πολίτες να θεωρούν την αυθάδεια ως δικαίωμα, την παρανομία ως
ελευθερία, την αναίδεια του λόγου ως ισότητα και την αναρχία ως
ευδαιμονία». Μεταφερόμενα τα λόγια του στο σήμερα, αποδεικνύεται
πιο επίκαιρος από ποτέ. Σε μια «δημοκρατία» που ο καθένας αντιλαμβάνεται
και ερμηνεύει κατά το δοκούν, και η οποία καμία σχέση δεν έχει με την
έννοια της «δημοκρατίας», όπως την εννοούσαν και την εφήρμοζαν οι
Αρχαίοι μας Πρόγονοι. Διαστρεβλωμένη και αλλοιωμένη έχει καταλήξει να
ταυτίζεται με την ασυδοσία, την ανυπακοή και την ισοπέδωση οποιασδήποτε
Αρχής και Αξίας. Έτσι, επιστρατευμένη από τους πλέον ανάξιους και
ακατάλληλους κρατούντες, μετατρέπεται στο καλύτερο μέσο υποδούλωσης,
ανελευθερίας και εκφυλισμού, του ανθρώπου και του πολιτισμού του.
Αντεπίθεση.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου