ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΕΡΣΕΩΣ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΝΤΟΚΤΟΝΟΥ ΚΑΙ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΥ ΠΟΥ ΚΑΤΕΛΗΞΕ ...ΑΪ ΓΙΩΡΓΗΣ
Αὐτὴ ὅμως ἡ ἱστορία εἶναι ἀντιγραφὴ τῆς ἱστορίας τοῦ Περσέως καὶ τῆς Ἀνδρομέδας, ποὺ τὸ ἀρχεῖον τοῦ σύμπαντος διατηρεῖ μέχρι σήμερα ὁρατὴν στὸν οὐρανόν, ὑπενθυμίζοντας τὴν ἀλήθεια σὲ ὅποιον παύσει νὰ εἶναι κυριολεκτικῶς ταπεινὸς καὶ στρέψει ἐπιτέλους ξανὰ τὸ βλέμμα του ψηλά, ὡς Ἕλλην, στὸν οὐρανόν...
Ἀκροθιγῶς, ὁ Περσεὺς μετὰ τὸν φόνο τῆς Μεδούσης πῆρε τὸν δρόμον τῆς ἐπιστροφῆς. Περνώντας ἀπὸ τὴν Αἰθιοπία, συνάντησε σὲ ἕναν βράχο δεμένη τὴν Ἀνδρομέδα, τὴν ὁποία καὶ ἐρωτεύτηκε πολύ. Ἡ Ἀνδρομέδα ἦταν τιμωρημένη ἀπὸ τὸν Ποσειδῶνα καὶ τὶς Νηρηίδες καὶ μάλιστα ὁ Ποσειδῶν εἶχε ἀναθέσει σὲ ἕναν θαλάσσιον δράκοντα, τὸ Κῆτος, νὰ σκοτώσει τὴν κοπέλα. Ὁ Περσεὺς ὅμως δὲν θὰ ἐπέτρεπε νὰ πεθάνει ἡ ἀγαπημένη του καὶ νίκησε τὸν δράκοντα, σκοτώνοντάς τον. Γι’ αὐτὸ καὶ φέρει τὸ προσωνύμιον «Δρακοντοκτόνος», ἀλλὰ καὶ «Τροπαιοφόρος» ( =ὁ φέρων τὴν νίκην ), προσωνύμια ποὺ «πέρασαν» αὐτούσια στὸν… «Ἅγιον Γεώργιον τὸν Τροπαιοφόρον».
Ἀναλυτικότερα :
Σὲ πανάρχαιες ἐποχές, πολὺ πρὶν τὴν ἑβραΐλα καὶ τοὺς Μωϋσῆδες ποὺ διὰ τῆς βίας κάποιοι αὐτοκράτορες καὶ μετέπειτα «ἅγιοι τοῦ χριστιανικοῦ δόγματος» φόρτωσαν στὸ κεφάλι τοῦ Ἕλληνος, ὁ ἑξάκις ἐγγονὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Ἀργείας Ἰοῦς, ὁ -δικαιωματικῶς λοιπὸν- βασιλεὺς τοῦ Ἄργους, Ἀκρίσιος Ἀβαντιάδης (υἰὸς τοῦ Ἄβαντος) ἤθελε νὰ ἀποκτήσει διάδοχον γιὰ τὸν θρόνον του. Παρὰ τὶς προσπάθειες του δὲν ἀποκτοῦσε υἰόν, ὅμως εἶχε μία κόρη, τὴν Δανάη.
Πῆγε λοιπὸν στὸ Μαντεῖον τῶν Δελφῶν γιὰ νὰ μάθει ἄν θὰ ἀποκτήσει ἐπιτέλους καὶ κάποιον ἀπόγονον γιὰ τὸν θρόνον του. Ἡ Πυθία τὸν ἐνημέρωσε πὼς θὰ ἀποκτήσει ἐγγονὸν ἀπὸ τὴν κόρη του, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἐγγονὸς θὰ τὸν σκοτώσει. Τότε ὁ Ἀκρίσιος πῆρε τὴν ἀπόφασιν νὰ κλείσει γιὰ πάντα τὴν κόρη του σὲ ἕνα ὑπόγειον δωμάτιον, ἀπομονωμένον ἀπὸ ὅλους, ὥστε νὰ μὴν ἐπαληθευτεῖ ὁ χρησμός.
Ὅμως τὴν ἐρωτεύτηκε ὁ Ζεὺς καὶ μπῆκε ἀπὸ τὸ παράθυρον τοῦ δωματίου, ὑπὸ τὴν μορφὴ χρυσῆς βροχῆς καὶ ὁ νεφεληγερέτης γονιμοποίησε τὴν Δανάη, καὶ ἐκείνη τοῦ γέννησε τὸν Περσέα.
Τότε ὁ Ἀκρίσιος ἀπεφάσισε νὰ κλείσει τὴν κόρη του καὶ τὸν ἐγγονό του σὲ λάρνακα καὶ νὰ τοὺς πετάξει στὴν θάλασσα. Ὅμως ἡ λάρνακα μπλέχτηκε στὰ δίχτυα ἑνὸς ἁλιέως στὴν Σέριφον, τὸν ὁποῖον ἔλεγαν Δίκτυ καὶ ὁ ὁποῖος ἀνέσυρε τὸν Περσέα καὶ τὴν μητέρα του ἀπὸ τὴν θάλασσα, σώζοντάς τους (ἀκριβῶς ὅ,τι διατείνονται οἱ Ἑβραῖοι -«Ἔξοδος», 2,1- γιὰ τὸν Μωϋσή τους ποὺ τὸν ἔβαλε βρέφος ἡ μήτηρ του σὲ ἕνα καλάθι καὶ τὸν πέταξε στὸν Νεῖλον, γιὰ νὰ τὸν σώσει ἀπὸ τὸν Αἰγύπτιον βασιλέα, καὶ τελικῶς ἀφοῦ βρῆκε ἡ κόρη τοῦ Φαραώ τὸ καλάθι, τὸν υἰοθέτησε).
«Ὅταν ὁ Ἀκρίσιος ῥωτοῦσε τὸ Μαντεῖον νὰ τοῦ πεῖ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκτήσει ἀρσενικὰ παιδιά, ὁ θεὸς τοῦ εἶπε ὅτι ἡ θυγατέρα του θὰ ἀποκτήσει ἕνα ἀγόρι, τὸ ὁποῖον ὅμως θὰ τὸν σκοτώσει. Φοβηθεὶς αὐτὸ ὁ Ἀκρίσιος, κατεσκεύασε ὑπογείως χάλκινον θάλαμον, ὅπου φύλαττε τὴν Δανάη…Ὁ Ζεὺς μεταμορφωθεὶς σὲ χρυσάφι κύλησε διὰ τῆς ὀροφῆς μέσα στοὺς κόλπους τῆς Δανάης καὶ συνουσιάστηκε μαζί της. Ὅταν ὕστερα εἶδε ὁ Ἀκρίσιος τὸν ἐξ αὐτῆς γεννημένον Περσέα, μὴ πιστεύοντας πὼς ἔμεινε ἔγκυος ἀπὸ τὸν Δία, ἔβαλε τὴν κόρη του μαζὶ μὲ τὸ παιδὶ μέσα σὲ μία λάρνακα καὶ -τοὺς- ἔρριψε στὴν θάλασσα. Φτάνοντας ἡ λάρνακα στὴν Σέριφον, τὴν ἔπιασε ὁ Δίκτυς καὶ ἀνέθρεψε αὐτόν -τὸν Περσέα-», Βιβλιοθήκη, Β’, 4,1, Ἀπολλόδωρος.
Καὶ συνεχίζει ὁ Ἀπολλόδωρος στὸ ἴδιο σύγγραμμα (Β', 4,2 κ.ἑξ.) :
«Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Δίκτυος, ὁ Πολυδέκτης, ποὺ ἦταν τότε βασιλεὺς τῆς νήσου ἐρωτεύτηκε τὴν Δανάη, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ πλαγιάσει μαζί της, διότι ὁ Περσεὺς εἶχε πλέον ἀνδρειωθεῖ. Συνεκάλει λοιπὸν τοὺς φίλους του, μαζὶ καὶ τὸν Περσέα γιὰ νὰ συνεισφέρουν κάτι μὲ τὸ πρόσχημα πὼς διενεργοῦν ἔρανον ὡς γαμήλιον δῶρον γιὰ τὸν γάμον τῆς Ἱπποδαμείας μὲ τὸν Οἰνόμαον.
Κάποια στιγμὴ ὁ Περσεὺς δήλωσε πὼς δὲν θὰ εἶχε ἀντίρρησιν νὰ εἰσφέρει ἀκόμη καὶ τὸ κεφάλι τῆς Γοργόνας».
Ὁ Πολυδέκτης ξέροντας πὼς κάτι τέτοιον ἦταν ἀδύνατον καὶ θὰ ἔθετε τὴν ζωὴ τοῦ Περσέως σὲ κίνδυνον, πρᾶγμα δηλαδὴ συμφέρον γιὰ τὸν ἴδιον, ἀφοῦ γιὰ νὰ κάνει γυναῖκα του τὴν Δανάη, τὸ μόνον του ἐμπόδιον ἦταν ὁ Περσεύς, τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ φέρει τὸ κεφάλι τῆς Γοργόνας.
«Καὶ αὐτὸς μὲ τὴν καθοδήγησιν τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ἀθηνᾶς ἔρχεται στὶς θυγατέρες τοῦ Φόρκου, τὴν Ἐνυώ ( < ἔνω =φονεύω, ὁ πόλεμος προσωποποιημένος), τὴν Πεφρηδὼ ( < βρέμω) καὶ τὴν Δεινώ ( < δέος). Αὐτὲς ἦταν κόρες τῆς Κητοῦς καὶ τοῦ Φόρκου, ἀδερφὲς τῶν Γοργόνων, γραῖες ἐκ γενετῆς. Εἶχαν καὶ καὶ οἱ τρεῖς ἕνα μάτι κι ἕνα δόντι καὶ μὲ τὴν σειρὰ τὸ ἔδιναν ἡ μία στὴν ἄλλη. Ὁ Περσεὺς τοὺς τὸ ἥρπαξε κι ὅπως τὸν παρεκάλουν νὰ τοὺς τὰ δώσει πίσω, εἶπε ὅτι θὰ τοὺς τὰ δώσει, ἄν τοῦ δείξουν τὸν δρόμον ποὺ ὁδηγεῖ στὶς νύμφες. Αὐτὲς οἱ νύμφες εἶχαν φτερωτὰ πέδιλα καὶ τὴν κίβισιν, ποὺ ἦταν μία σακκοῦλα ὅπως λέγουν...Στὶς πλάτες του εἶχε τὸ κεφάλι ἑνὸς φοβεροῦ τέρατος, τῆς Γοργόνας καὶ γύρω του κρεμόταν ἡ κίβισις...Εἶχαν ἀκόμη καὶ τὴν περικεφαλαία τοῦ Ἅδου...
-Ὁ Περσεύς- μὲ τὴν κίβισιν τυλίχτηκε, τὰ πέδιλα τὰ ταίριαξε στοὺς ἀστραγάλους του καὶ ἔβαλε στὸ κεφάλι του τὴν περικεφαλαία. Μὲ αὐτὴν αὐτὸς ἔβλεπε ὅποιους ἤθελε, χωρὶς οἱ ἄλλοι νὰ μποροῦν νὰ τὸν βλέπουν. Παίρνοντας, τέλος, κι ἀπ' τὸν Ἑρμῆ ἕνα ἀτσάλινο σπαθί πέταξε στὸν Ὠκεανὸν κι ἔπιασε τὶς Γοργόνες στὸν ὕπνον. Αὐτὲς ἦταν ἡ Σθενώ, ἡ Εὑρυάλη καὶ ἡ Μέδουσα. Μόνον ὅμως ἡ Μέδουσα ἦταν θνητή. Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Περσεὺς ἐστάλη νὰ τῆς πάρει τὸ κεφάλι. Εἶχαν οἱ Γοργόνες κεφάλια μὲ κουλουριασμένα φίδια, χαυλιόδοντες ὅπως οἱ κάπροι, χάλκινα χέρια καὶ χρυσὲς φτεροῦγες γιὰ νὰ πετοῦν· κι ἀπολίθωναν ὅποιον τοὺς ἀντίκρυζε.
Ὁ Περσεὺς λοιπὸν στάθηκε ἀπὸ πάνω τους καθῶς κοιμόνταν καὶ ἐνῶ κατηύθυνε τὸ χέρι του ἡ Ἀθηνᾶ, αὐτὸς μὲ τὸ βλέμμα στραμμένο ἔβλεπε μέσω τῆς χάλκινης ἀσπίδος, σὰν σὲ καθρέφτη, τὸ εἴδωλον τῆς Γοργόνας καὶ τῆς πῆρε τὸ κεφάλι».
Καὶ τότε ἀπὸ τὸ κομμένο κεφάλι τῆς Μεδούσης ξεπήδησε ὁ Πήγασος καὶ ὁ Χρυσάωρ, ὁ πατὴρ τοῦ Γηρυόνου· τέκνα ποὺ ὅπως λέγει ὁ μύθος προέκυψαν ἀπὸ τὴν ἕνωσιν τοῦ αἵματος τῆς Μεδούσης καὶ τοῦ Ποσειδῶνος. Ὁ Περσεὺς ἔβαλε στὴν κίβισιν τὸ κεφάλι της Γοργόνας καὶ πῆρε τὸν δρόμον τῆς ἐπιστροφῆς. Στὸν δρόμον του πέρασε κι ἀπὸ τὴν Αἰθιοπία, ὅπου ἐκεῖ τότε ἐβασίλευε ὁ Κηφεύς. Ἐκεῖ βρῆκε δεμένη σὲ ἕναν βράχον τὴν κόρη τοῦ Κηφέως, Ἀνδρομέδα, κι αὐτὸ διότι ἡ μήτηρ αὐτῆς, ἡ Κασσιόπη εἶχε καυχηθεῖ πὼς ἡ κόρη της, ἤ κατὰ ἄλλη ἐκδοχήν ἡ ἴδια, εἶναι ὀμορφοτέρα ἀπὸ τὶς Νηρηίδες.
Τότε οἱ Νηρηίδες, μαζὶ καὶ ὁ Ποσειδῶν ὡργίσθησαν καὶ ἔρριξαν στὴν χώρα μεγάλη πλημμύρα καὶ ἕνα κῆτος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ὁ χρησμὸς ἔλεγε πὼς θὰ γλυτώσουν μόνον ἄν ἡ κόρη τῆς Κασσιόπης γίνει βορὰ στὸ κῆτος.
Ὁ Κηφεὺς ἀναγκάστηκε ἀπὸ τοὺς Αἰθίοπας νὰ θυσιάσει τὴν κόρη του, ὅμως μόλις τὴν εἶδε ὁ Περσεὺς δεμένη στὰ βράχια τὴν ἐρωτεύτηκε καὶ ὑποσχέθηκε στὸν πατέρα της νὰ τὴν σώσει καὶ νὰ σκοτώσει τὸ κῆτος, ἀρκεῖ νὰ μπορέσει νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ κάνει τὴν Ἀνδρομέδα γυναῖκα του. Ἀφοῦ συνεφώνησαν ὁ Περσεὺς σκότωσε τὸ κῆτος καὶ πῆρε τὴν Ἀνδρομέδα.
Γυρίζοντας στὴν Σέριφον βρῆκε τὸν Δίκτυν καὶ τὴν Δανάη νὰ εἶναι ἱκέτες στοὺς βωμούς, κυνηγημένοι ἀπὸ τὸν Πολυδέκτη. Τότε μπῆκε στὸ ἀνάκτορον ὅπου ὁ Πολυδέκτης εἶχε προσκαλέσει τοὺς φίλους του καὶ μὲ στραμμένο τὸ πρόσωπόν του, τοὺς ἔδειξε τὸ κεφάλι τῆς Μεδούσης καὶ τότε πέτρωσαν ὅλοι. Ἀπὸ τότε ἡ Σέριφος ἔγινε πετρώδης τόπος.
Ἔπειτα ὁ Περσεὺς διώρισε βασιλέα τῆς Σερίφου τὸν Δίκτυ, ἔδωσε τὰ πέδιλα, τὴν περικεφαλαία καὶ τὴν κίβισιν στὸν Ἑρμῆν καὶ τὴν κεφαλὴ τῆς Μεδούσης τὴν παρέδωσε στὴν θεὰ τῆς Σοφίας ποὺ τὸν βοήθησε, στὴν Ἀθηνᾶ, ἡ ὁποία τὴν τοποθέτησε στὴν ἀσπίδα της, τὸ γνωστόν γοργόνειον.
Ὁ Περσεὺς μὲ τὴν Ἀνδρομέδα ἀπέκτησαν μεταξὺ ἄλλων τέκνων καὶ τὸν Πέρσην, ὁ ὁποῖος ἔμελλε νὰ δώσει τὸ ὄνομά του στοὺς Πέρσες, οἱ ὁποῖοι πρότερον ἐκαλοῦντο Κηφῆνες (ἐκ τοῦ Κηφέως) (βλ. «Ἱστορίαι», Ζ', Ἡρόδοτος).
Τὸν Περσέα κατεστέρισε στὸν οὐρανὸν ἡ Ἀθηνᾶ πρὸς ὑπόμνησιν τοῦ κατορθώματός του. Δίπλα του στὸν οὐρανὸν βρίσκονται ὁ ἀστερισμὸς τῆς ἀγαπημένης του, Ἀνδρομέδας, ἡ ὁποία φαίνεται νὰ σηκώνει τὰ χέρια της ψηλὰ καλώντας τον νὰ τὴν σώσει ἀπὸ τὸ Κῆτος. Δίπλα στὴν Ἀνδρομέδα βρίσκεται καὶ ἡ μήτηρ της, Κασσιόπη, ὁ Πήγασος καὶ κοντά της στέκει καὶ ὁ πατήρ της, Κηφεύς.
Γράφει ὁ Ἐρατοσθένης στοὺς «Καταστερισμούς» του περὶ τοῦ ἀστερισμοῦ τοῦ Περσέως :
«Περὶ τούτου ἱστορεῖται ὅτι ἐν τοῖς ἄστροις ἐτέθη διὰ τὴν δόξαν· τῇ γὰρ Δανάῃ ὡς χρυσὸς μιγεὶς ὁ Ζεὺς ἐγέννησεν αὐτόν· ὑπὸ δὲ τοῦ Πολυδέκτου πεμφθεὶς ἐπὶ τὰς Γοργόνας τήν τε κυνῆν ἔλαβε παρ’ Ἑρμοῦ καὶ τὰ πέδιλα, ἐν οἷς διὰ τοῦ ἀέρος ἐποιεῖτο τὴν πορείαν· δοκεῖ δὲ καὶ ἅρπην παρ’ Ἡφαίστου λαβεῖν ἐξ ἀδάμαντος· ὡς δὲ Αἰσχύλος φησὶν ὁ τῶν τραγῳδιῶν ποιητὴς ἐν Φορκίσιν, Γραίας εἶχον προφύλακας αἱ Γοργόνες· αὗται δὲ ἕνα εἶχον ὀφθαλμὸν καὶ τοῦτον ἀλλήλαις παρεδίδοσαν κατὰ φυλακήν· τηρήσας δ’ ὁ Περσεὺς ἐν τῇ παραδόσει, λαβὼν ἔρριψεν αὐτὸν εἰς τὴν Τριτωνίδα λίμνην, καὶ οὕτως ἐλθὼν ἐπὶ τὰς Γοργόνας ὑπνωκυίας ἀφείλετο τῆς Μεδούσης τὴν κεφαλήν, ἣν ἡ Ἀθηνᾶ περὶ τὰ στήθη ἔθηκεν αὑτῆς, τῷ δὲ Περσεῖ τὴν εἰς τὰ ἄστρα θέσιν ἐποίησεν, ὅθεν ἔχων θεωρεῖται καὶ τὴν Γοργόνος κεφαλήν».
Ἀναφέρει δὲ καὶ γιὰ τὸν ἀστερισμὸν τῆς Ἀνδρομέδας :
«Αὕτη κεῖται ἐν τοῖς ἄστροις διὰ τὴν Ἀθηνᾶν, τῶν Περσέως ἄθλων ὑπόμνημα, διατεταμένη τὰς χεῖρας, ὡς καὶ προετέθη τῷ κήτει· ἀνθ’ ὧν σωθεῖσα ὑπὸ τοῦ Περσέως οὐχ εἵλετο τῷ πατρὶ συμμένειν οὐδὲ τῇ μητρί, ἀλλ’ αὐθαίρετος εἰς τὸ Ἄργος ἀπῆλθε μετ’ ἐκείνου, εὐγενές τι φρονήσασα. Λέγει δὲ καὶ Εὐριπίδης σαφῶς ἐν τῷ περὶ αὐτῆς γεγραμμένῳ δράματι».
...
Οὔτε Ἁϊ-Γιώργηδες, οὔτε Μωϋσῆδες, οὔτε Σάρρες καὶ Ἀβραάμηδες, οὔτε τίποτε ἄλλον ἀλλότριον, παρὰ μόνον ἑλληνικῶς φθέγγεται τὸ σύμπαν ὑπενθυμίζοντας πάντοτε στοὺς βροτοὺς τὴν ἀληθινὴ ἱστορία τοῦ κόσμου.