Και χάλκινα σανδάλια. (**)
Δεν δίδαξα στον Κρότωνα
Δεν έζησα στην Αίτνα.
Γεννήθηκ’ η ψυχή μου.
Μία σταγόνα γάλακτος
Απ’ την θηλή της Ήρας.
Μαζί με τους γενναίους.
Τον Πήλιο, τον Μήστορα,
Τον Φλέγυ, τον Ποδάργη,
Τον Ίσανδρο, τον Έλενο,
Τον Δάρη, τον Διομήδη,
Τον Σίπυλο, τον Φενεό,
Και τον λαμπρό Πηλείδη.
Τόσων νεκρών ηρώων.
Που πέταξαν στα σύννεφα
Και που πετούν ακόμα.
Χαρούμενα φωνάζουν,
Σμήνη πουλιών πυκνά πετούν
Στα νέφη κολυμπούνε.
Ωσάν την Περσεφόνη,
Βουτούν ξανά στον Άδη μας
Το γένος για να σώσουν.
Σαν όλους τους ανθρώπους.
Δεν έχουν σήμα στην μορφή,
Για να τους ξεχωρίσεις.
Από τις δοξασμένες,
Συγγένεια νοιώθεις με μιας
σαν θα βρεθείς κοντά τους.
Τα χρόνια που περάσαν.
Η άγνοια κι η αμάθεια
Και το βαθύ σκοτάδι
Κι οι απειλές για θάνατο
Σβήνανε κάθε ελπίδα.
Σαν την πυγολαμπίδα,
Σε δάσος άγριο, πυκνό
Έφεγγε στο σκοτάδι.
Με γλώσσα στρεβλωμένη,
Χωρίς θεούς και ήρωες
Πορεύτηκε στην νύχτα.
Ανάβει στα ερέβη
Πλήθωνας κι Ιουλιανός
Καβάφης, Υψηλάντης
Έλληνες βροντοφώναξαν
Τους τάφους σας γκρεμίστε.
Κελάδων, Νηλεΐδης
Και Υπατία η Μαριώ
Μαινάδα του Διονύσου.
Λατρεύστε τους θεούς σας
Στρώστε, πατήστε την πυρά ,
Μεθύστε με τον Βάκχο.
Καλλίτερα από πρώτα.
Φιλόσοφοι και ρήτορες
γλύπτες κι ιεροφάντες
της Δήμητρας, της κόρης της,
την κίστη θα δεικνύουν.
(**) Εμπεδοκλής