Λογική Ετύμου
6. Ἑπόμενον θέμα εἶναι ὁ γνωστὸς κατακλυσμὸς τοῦ Νῶε ( < νέω= πλέω). Κάποτε οἱ Ἕλληνες ὅταν ἤθελαν νὰ ἀναφερθοῦν σὲ κάτι τόσον παλαιὸν ποὺ δὲν δύναται ἄνθρωπος νὰ γνωρίζει τὸ πότε ἔγινε, τὸ ἔλεγε «ώγύγιον» ἀπὸ τὸν μυθικὸν βασιλέα Ὤγυγον, κατὰ τὴν βασιλεία τοῦ ὁποίου ἔγινε μεγάλος κατακλυσμὸς, ὅπως ὑποδηλώνει καὶ τὸ ὄνομά του ( Ὤγυγος < ὠγήν = ὠκεανός). Γράφει τὸ Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα :
«Ὤγυγος, ἀρχαῖος βασιλεὺς Ἀθηναίων, ἀφ’ οὗ καὶ Ὠγύγιαι πύλαι ἐν Θήβαις. Καὶ πᾶν τὸ ἀρχαῖον, ὠγύγιον φασί, διὰ τὸ πολὺ αὐτὸν γενέσθαι ἀρχαιότατον».
( =Ὤγυγος, ἀρχαῖος βασιλεὺς τῶν Ἀθηναίων, ἀπὸ τὸν ὁποῖον καὶ οἱ Ὤγύγιες πύλες στὴν Θῆβα. Καὶ κάθε τὶ τὸ ἀρχαῖον, τὸ λέγουν «ὠγύγιον», λόγῳ τοῦ πολὺ ἀρχαίου καιροῦ ποὺ αὐτὸς ὑπῆρξε).
Σήμερα πολλοὶ χρησιμοποιοῦν τὴν ἰουδαϊκὴ ἐκδοχὴ καὶ ὅταν ἀναφέρονται σὲ κάτι παμπάλαιον, τὸ ἀνάγουν στὴν ἐποχὴ τοῦ Νῶε! Ἀσχέτως ποῦ εἴμαστε ὁ μοναδικὸς λαὸς ποὺ ἔχει διαφυλάξει στὴν ἱστορία του 3 μεγάλους κατακλυσμούς (τοῦ Ὠγύγου, τοῦ Δευκαλίωνος καὶ τοῦ Δαρδάνου), ὅταν ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοὶ ἀναφέρονται μόνον σὲ ἕναν.
Σήμερα ἡ ἄποψις ποὺ κυριαρχεῖ σχετικὰ μὲ τὸν ἕναν μόνον ( ! ) κατακλυσμὸν ποὺ μᾶς ἔμαθαν εἶναι πὼς ὁ κόσμος εἶχε φτάσει σὲ ἀκραῖον σημεῖον ἀνηθικότητος, ἀσυδοσίας καὶ ἀμαρτίας, ὥστε ὁ Θεὸς ἐπέφερε κατακλυσμόν ὡς τιμωρία. Ἔτσι συνεβούλευσε τὸν μόνον δίκαιον καὶ εὐσεβῆ, τὸν Νῶε νὰ πάρει τὴν γυναῖκα του καὶ τοὺς τρεῖς υἰούς του, μαζὶ μὲ ἕνα ζεῦγος ἀπὸ κάθε ζῶον καὶ νὰ κατασκευάσει μία κιβωτὸν, ὥστε νὰ σωθοῦν. Ἡ κιβωτὸς λέγεται πὼς βρέθηκε στὴν κορυφὴ τοῦ ὅρους Ἀραράτ. Ἐκεῖ λέγει στὴν «Γένεσιν» (Η’, 10, 11) ὁ Νῶε ἐξαπέστειλε τὴν περιστέρα ἐκ τῆς κιβωτοῦ, ἡ ὁποία ἀνέστρεψεν πρὸς ἐσπέραν καὶ ἡ ὁποία κρατοῦσε στὸ στόμα της φύλλον ἐλαίας.
Καὶ ἀκόμα κι ἄν δὲν ἔχει διδαχθεῖ κανεὶς γιὰ τοὺς τρεῖς κατακλυσμοὺς ποὺ ἀναφέρουν οἱ Ἕλληνες, ἀκόμα καὶ ἄν δὲν ἔχει διδαχθεῖ γιὰ αὐτὸν τοῦ Δευκαλίωνος ποὺ εἶναι σὰν νὰ κόπηκε καὶ νὰ ῥάφτηκε στὶς ἐπιταγὲς τοῦ ἑκάστοτε λαοῦ (ἀναλύεται στὴν συνέχεια), δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀναρωτηθεῖ πῶς βρέθηκε στὴν κορυφὴ τοῦ ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΟΥ ὅρους Ἀραράτ, ὕψους πάνω ἀπὸ ΠΕΝΤΕ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ, ἑλαία, ποὺ ὡς γνωστὸν φύεται μόνον σὲ θερμά, μεσογειακὰ κλίματα καὶ ἀκόμα καὶ ἡ πιὸ ἀνθεκτικὴ ποικιλία δὲν ἀντέχει οὔτε κὰν σὲ ὑψόμετρα ποὺ πλησιάζουν τὸ ἕνα χιλιόμετρο!
Ὁ Πλούταρχος στὸν «Βίον τοῦ Ἀλεξάνδρου», (57) γράφει πὼς στὰ μέρη ἐκεῖνα δὲν ὑπάρχει ἐλαία:
«καὶ ταῦτα τῆς χώρας μηδ’ ἐλαίας φερούσης».
Καὶ πῶς νὰ φυτρώνει, ἀφοῦ τὸ ὅτι ἡ ἐλαία χρειάζεται ἁλέα ( =θερμότητα ἡλίου) τὸ λέει καὶ τὸ ὄνομά της· ἁλέα/ εἴλη > ἐλάα > ἐλαία ( «ἐν θερμοῖς τόποις γὰρ χαίρει ἡ ἐλαία», Μέγα Ἐτυμολογικόν) !
Ὡς πρὸς τὸν δεύτερον (κατὰ ἄλλους τρίτον) σὲ σειρὰ κατακλυσμὸν τῶν Ἑλλήνων, αὐτὸν τοῦ Δευκαλίωνος, ἡ σπουδαία φιλόλογος Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου στὴν «Καταστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν βιβλιοθηκῶν» ἔχει συνοψίσει κάποια ἀπὸ τὰ πάμπολλα ἐδάφια τῆς ἀρχαίας μας βιβλιογραφίας ποὺ ἀναφέρονται σὲ αὐτόν. Γράφει λοιπὸν :
«Ὁ κατακλυσμὸς τοῦ Δευκαλίωνος καὶ ἡ σωτηρία αὐτοῦ καὶ τῆς οἰκογενείας του, καθὼς καὶ ὡρισμένων ζώων, ἐντὸς λάρνακος, ἐπαναλαμβάνεται στὴν ἱστορία τοῦ κατακλυσμοῦ τοῦ Νῶε.
Ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης, στὴν «Ὠγυγία‐Ἀρχαιολογία» ( «Περὶ τοῦ Δευκαλίωνος καὶ τῶν ἀπογόνων αὐτοῦ», 277), ἀφηγεῖται συνοπτικῶς τὰ τοῦ Δευκαλίωνος στηριζόμενος βιβλιογραφικῶς εἰς τοὺς ἐναπομείναντας ἐκ τῶν Ἑλλήνων καὶ Λατίνων συγγραφέων ποὺ ἔχουν γράψει περὶ τοῦ τρίτου Κατακλυσμοῦ, παραθέτων ἐπακριβῶς Ἔργα, Κεφάλαια καὶ ἐδάφια…
Παραθέτομεν μέρος τῆς κυρίας ἀναφορᾶς του:
«Ἐπειδὴ οἱ ἀπόγονοι τῶν Τιτάνων ἦσαν ἀσεβεῖς, ἀπεφάσισεν ὁ Ζεύς, νὰ ἐξολοθρεύσῃ τὸ γένος τοῦτο, κατὰ τὴν μυθολογίαν. Μαθὼν δὲ τοῦτο ὁ Προμηθεύς, εἶπε πρὸς τὸν Δευκαλίωνα πῶς νὰ σωθῇ αὐτὸς καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, ἐπειδὴ ἦσαν εὐσεβεῖς καὶ δίκαιοι. Γυναῖκα δὲ εἶχε τὴν Πύῤῥαν θυγατέρα τοῦ Προμηθέως. Ὅθεν κατασκευάσας πλοῖον, ἐκλείσθη ἐν αὐτῷ μὲ τὴν Πύῤῥαν. Μετὰ δὲ ταῦτα ἔβρεξεν ὁ Ζεὺς ῥαγδαίως, καὶ ἔπνιξε τὰ περισσότερα μέρη τῆς Ἑλλάδος μετὰ πάντων τῶν ζώων καὶ ἀνθρώπων, ἐκτὸς ὀλίγων τινῶν, οἵτινες προφθάσαντες ἔφυγον εἰς τὰ ὑψηλὰ ὄρη. Ὁ δὲ Δευκαλίων περιπλέων ἐννέα ἡμερονύκτια ἐπὶ τὰ ὕδατα, ἐξῆλθεν εἰς τὸν Ἄθωνα, ἢ εἰς τὴν Δωδώνην, ἢ κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην εἰς τὸν Παρνασσόν, καὶ ἐθυσίασεν εἰς τὸν Φύξιον Δία. Ὁ δὲ Ζεὺς ὁρῶν τὴν τοσαύτην εὐσέβειαν, ἔπεμψε τὸν Ἑρμῆν, νὰ εἰπῇ πρὸς αὐτόν, ἵνα ζητήσῃ ὅ,τι θέλει, καὶ ἐζήτησεν ἀνθρώπους...».
Ὁ Ἀπολλόδωρος στὴν «Βιβλιοθήκη» του (Γ΄, VIII, 2) ἀναφέρει ἐπακριβῶς ὅτι ὁ κατακλυσμὸς τοῦ Δευκαλίωνος συνέβη ἐπὶ Νυκτίμου, ἐγγονοῦ τοῦ Πελασγοῦ. Ἀρχαιοτάτη ἐποχή.
Πελασγός: «υἱὸς Διὸς καὶ Νιόβης, αὐτόχθων».
«Νυκτίμου δὲ τὴν βασιλείαν παραλαβόντος, ὁ ἐπὶ Δευκαλίωνος κατακλυσμὸς ἐγένετο. Τοῦτον ἔνιοι διὰ τὴν τῶν Λυκάονος ( =βασιλεὺς τῆς Ἀρκαδίας, κεραυνωθεὶς λόγω τῶν ἀνομιῶν του) παίδων δυσσέβειαν εἶπον γεγενῆσθαι...».
( = ὁ κατακλυσμὸς τοῦ Δευκαλίωνος ἔγινε, ἀφ’ ὅτου ὅ Νύκτιμος παρέλαβε τὴν βασιλείαν. Αὐτὸν -τὸν κατακλυσμόν- κάποιοι εἶπαν ὅτι ἔγινε λόγῳ τῆς δυσσεβείας τῶν παίδων τοῦ Λυκάονος).
...Τὴν ἴδια ἐκείνη ἐποχὴ στὴν Ἀθῆνα ἐβασίλευε ὁ υἱὸς τοῦ Κέκροπος, Κραναός. (Ἐκ τοῦ Κέκροπος ἡ Ἀττικὴ ὠνομάζετο Κεκροπία. Ἀργότερα ἦλθε ἡ Ἀθηνᾶ καὶ τῆς ἐχάρισε τὸ ὄνομά της).
«Κέκροψ αὐτόχθων... τὴν γῆν πρότερον λεγομένην Ἀκτήν, ἀφ’ ἑαυτοῦ Κεκροπίαν ὠνόμασεν ( = τὴν γῆν ποὺ προηγουμένως ἐλέγετο Ἀκτή, ἀπὸ τὸν ἴδιον Κεκροπίαν ὠνόμασε)... Κέκροπος δὲ ἀποθανόντος, Κραναὸς ἐβασίλευσεν, αὐτόχθων ὤν, ἐφ’ οὗ λέγεται τὸν ἐπὶ Δευκαλίωνος κατακλυσμὸν γενέσθαι ( =ὅταν πέθανε ὁ Κέκροψ, ὁ Κραναὸς ἐβασίλευσε, ὄντας αὐτόχθων, κατὰ τὴν βασιλείαν τοῦ ὁποίου λέγεται πὼς ἐγένετο ὁ κατακλυσμὸς τοῦ Δευκαλίωνος)... Καὶ τὴν χώραν Κραναὸς Ἀτθίδα προσηγόρευσε ( =Καὶ τὴν χώρα ὁ Κραναὸς Ἀτθίδα ὠνόμασε)...» (Γ΄ 14.15)
...Καὶ ἀφηγεῖται τὰ περὶ Κατακλυσμοῦ (Α’, 7)...
«Προμηθέως δέ, παῖς Δευκαλίων ἐγένετο... γαμεῖ Πύρραν ( =σύζυγόν του εἶχε τὴν Πύρρα)... Ἐπεὶ δὲ ἀφανίσαι Ζεὺς τὸ χαλκοῦν γένος ἠθέλησε...Δευκαλίων τεκτηνάμενος λάρνακα, καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἐνθέμενος, εἰς ταύτην μετὰ Πύρρας εἰσέβη. Ζεὺς δὲ πολὺν ὑετὸν ( =ὁρμητικὴν βροχὴν) ἀπ’ οὐρανοῦ χέας, τὰ πλεῖστα μέρη τῆς Ἑλλάδος κατέκλυσεν, ὥστε διαφθαρῆναι πάντας ἀνθρώπους, ὀλίγων χωρίς ( =ἐκτὸς ὀλίγων), οἳ συνέφυγον εἰς τὰ πλησίον ὑψηλὰ ὄρη. Τότε δὲ καὶ τὰ κατὰ Θεσσαλίαν ὄρη διέστη (καὶ επειδὴ διέστησαν, χωρίστηκαν, ἔγινε τομὴ στὰ θεσσαλικὰ ὄρη ἀπὸ τότε ὠνομάσθηκαν Τέμπη < τέμνω). Δευκαλίων δέ, ἐν τῇ λάρνακι διὰ τῆς θαλάσσης φερόμενος ἐπὶ ἡμέρας ἐννέα καὶ νύκτας τὰς ἴσας, τῷ Παρνασσῷ προσίσχει ( =προσεγγίζει). Καὶ ἐκεῖ τῶν ὄμβρων παῦλαν λαβόντων, ἐκβὰς (=ἐξελθὼν) θύει Διὶ φυξίῳ (=προσφέρει εὐχαριστήριον θυσίαν εἰς τὸν Δία, ὁ ὁποῖος τὸν ἐβοήθησε νὰ ξεφύγη)».
( =Υἰὸς τοῦ Προμηθέως ἦταν ὁ Δευκαλίων…σύζυγόν του εἶχε τὴν Πύρρα…ἐπειδὴ ὁ Ζεὺς θέλησε νὰ ἀφανίσει τὸ χάλκινον γένος…ὁ Δευκαλίων κατεσκεύασε μία λάρνακα καὶ ἔβαλε μέσα της τὰ ἀπαραίτητα καὶ σὲ αὐτὴν εἰσέβη μὲ τὴν Πύρρα. Ὁ Ζεὺς ἔχυσε πολλὴ καὶ ὁρμητικὴ βροχὴ ἀπὸ τὸν οὐρανόν καὶ τὰ περισσότερα μέρη τῆς Ἑλλάδος κατέκλυσε, ὥστε σκοτώθηκαν ἅπαντες οἱ ἄνθρωποι, ἐκτὸς ὀλίγων, οἱ ὁποῖοι κατέφυγαν στὰ πλησίον τους ὑψηλὰ ὄρη. Τότε καὶ τὰ ὄρη ποὺ βρίσκονται στὴν Θεσσαλία διαχωρίστηκαν (ἐννοεῖ τὰ Τέμπη < τέμνω). Ὁ Δευκαλίων -ποὺ βρισκόταν- μέσα στὴν λάρνακα, ἀφοῦ φέρεται/ πηγαινοέρχεται μέσα στὴν θάλασσα ἐπὶ ἐννέα μέρες καὶ νύκτες, προσεγγίζει τὸν Παρνασσόν. Καὶ ἐκεῖ ἔλαβε τέλος ὁ ὄμβρος, καὶ ἀφοῦ ἐξῆλθε -τῆς λάρνακος- προσφέρει εὐχαριστήριον θυσίαν στὸν Φύξιον Δία).
Ο Ζεὺς ἐξετίμησε τὴν εὐσεβῆ εὐγνωμοσύνη τοῦ Δευκαλίωνος καὶ ἀπέστειλε τὸν ἄγγελο Ἑρμῆ γιὰ νὰ τοῦ πῆ ὅτι μπορεῖ, ὡς ἀνταμοιβήν, νὰ ζητήση ὅ,τι ἐπιθυμεῖ.
«Ζεὺς δὲ πέμψας ( =στέλνοντας) Ἑρμῆν πρὸς αὐτὸν, ἐπέτρεψεν αἱρεῖσθαι (=νὰ διαλέξη καὶ νὰ ζητήση) ὅ,τι βούλεται. Ὁ δὲ αἱρεῖται ( =ἐπέλεξε) ἀνθρώπους αὐτῷ γενέσθαι. Καὶ Διὸς εἰπόντος, ὑπὲρ κεφαλῆς ἔβαλλεν αἴρων λίθους.
Προχωρώντας ἐσήκωνε λιθάρια, «λᾶες» καὶ τὰ ἔρριχνε πίσω του. Καὶ οὓς ‐λίθους‐ ἔβαλε ( =ἔρριξε) ὁ Δευκαλίων, ἄνδρες ἐγένοντο. Οὓς ( =ὅσους) δὲ Πύρρα, γυναῖκες ‐ἐγένοντο‐. Ὅθεν καὶ λαοὶ μεταφορικῶς ὠνομάσθησαν, ἀπὸ τοῦ λᾶας, λίθος».
Δηλαδή, ἐπειδὴ ὁ λίθος ὀνομάζεται λᾶας, μέχρι σήμερα ὀνομαζόμεθα «ἑλληνικὸς λαός».
…Τὸ ἴδιο ἀφηγεῖται ποιητικὰ ὁ Πίνδαρος:
«...Πύρρα Δευκαλίων τε Παρνασσοῦ καταβάντε...ἄτερ εὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν λίθινον γόνον· λαοὶ δ’ ὀνύμασθεν»
( =Ο Δευκαλίων καὶ ἡ Πύρρα, ἀπ’ τὸν Παρνασσό σὰν ἦρθαν...χωρὶς ν’ ἀγκαλιαστοῦνε, πέτρινο γεννῆσαν πλῆθος, καὶ λαοὶ ἐδῶθε πῆραν τ’ ὄνομά τους ἀπὸ τούτους), ἀπόδοσις Β. Τάσου.
Τὸ δὲ Έτυμολογικὸν τὸ Μέγα, παραθέτει καὶ τὴν ἐτυμολογίαν τοῦ ὄρους Παρνασσός.
«Παρνασσός, ὄρος ἐστὶ Δελφῶν, ἀπὸ Παρνασοῦ ἐγχωρίου ἥρωος. Ἄνδρων δέ φησιν ἐπειδὴ προσώρμισεν ἡ λάρναξ ( =κιβωτός) τοῦ Δευκαλίωνος καὶ τὸ μὲν πρότερον Λαρνησσὸς ἐκαλεῖτο. Ὕστερον δὲ κατ’ ἐναλλαγὴν τοῦ λ εἰς π, Παρνασσός».
Ἂς ἀκούσουμε καὶ τὸν Λουκιανό, τὸν «μόνιμο» θαμῶνα καὶ τρόφιμο τῆς βιβλιοθήκης τῆς Ἀντιοχείας, πρὶν τῆν κάψουν καὶ αὐτήν. Γράφει λοιπὸν ὁ Λουκιανὸς εἰς τὸ ἔργον του «Περὶ τῆς Συρίης θεοῦ» (ὅπου ἀποδεικνύει πὼς ἡ θεὰ ποὺ λατρεύουν στὴν Συρία, δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν Ἥρα), εἰς ἐκτενῆ ἀναφορά του, μεταξὺ ἄλλων πολλῶν τὰ ἑξῆς (458,12):
«Δευκαλίων, ἐπὶ τοῦ ( =ἐπὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ ὁποίου), τὸ πολλὸν ὕδωρ ἐγένετο... Περὶ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων τάδε μυθέονται. Ὑβρισταὶ ὄντες, ἀθέμιστα ἔργα ἔπραττον…Ὄμβροι μεγάλοι ἐγένοντο... καὶ ἡ θάλασσα ἀνέβη, πάντα ὕδωρ ἐγένοντο καὶ πάντες ὤλοντο ( =χάθηκαν, σκοτώθηκαν). Δευκαλίων δὲ μόνος ἀνθρώπων ‐ὑπ‐ἐλίπετο ( =ἔμεινε πίσω/ διεσώθη), τοῦ εὐσεβοῦς ἕνεκα ( =λόγῳ τοῦ ὅτι ἦταν εὐσεβής). Ἡ δὲ σωτηρία ἥδε ἐγένετο. Ἐς λάρνακα μεγάλην ἐσβιβάσας παῖδας καὶ γυναῖκας, εἰσέβη...
...ἀφίκοντο ( =κατέφθαναν) δὲ ἵπποι καὶ λέοντες καὶ ὄφεις καὶ ἄλλα…Καὶ ἐν μιᾷ λάρνακι πάντες ἔπλευσαν, ἕως ὅτου τὸ ὕδωρ ἐπεκράτει...Δευκαλίων δέ, ἐπεὶ τάδε ἐγένετο, βωμοὺς ἔθετο…»
Ὁ Ἀρριανὸς (Fragm. Βιθυν. Β’, TLG) συνδυάζει μὲ τὸν Κατακλυσμὸ αὐτόν, καὶ τὴν ὀνοματοθεσία τῆς Νεμέας.
«Δευκαλίων τοῦ κατακλυσμοῦ γενομένου διαφυγών ( =ἀφοῦ διέφυγε τὸν γενόμενον κατακλυσμόν), καὶ εἰς τὴν ἄκραν τοῦ Ἄργους διασωθείς ( =διεσώθη στὴν ἄκραν/ ἄκρην τοῦ Ἄργους), ἱδρύσατο βωμὸν ἀφεσίου Διός, ὅτι ἀφέθη ἐκ τοῦ Κατακλυσμοῦ ( =ἵδρυσε βωμὸν τοῦ Ἀφεσίου/ λυτρωτή Διός, διότι ἐσώθη ἀπὸ τὸν κατακλυσμόν). Ἡ δὲ ἄκρα, ὕστερον, Νεμέα ἐκλήθη, ἀπὸ τῶν βοσκημάτων ἐκεῖ νεμομένων [ =ἡ δὲ ἄκρα ἔπειτα ὠνομάσθη Νεμέα, ἀπὸ τὰ νεμόμενα ( γιὰ ζῶον =βγαίνω γιὰ βοσκή) ἐκεῖ βοσκήματα]».
Ἔχει περισωθῆ καὶ ἡ περιγραφὴ τοῦ φιλοσόφου Ἀσκληπιοῦ:
«Γίνονται γὰρ κατακλυσμοὶ καὶ σεισμοὶ καὶ ἀφανίζονται τὰ πράγματα καὶ πάλιν εὑρίσκονται, ὥς φησι καὶ αὐτὸς Ἀριστοτέλης ( =ὅπως λέγει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀριστοτέλης) ἐν τοῖς «Μετεώροις»... καὶ ὅτι ἐπὶ Δευκαλίωνος, ἐγένετο μέγας κατακλυσμὸς καὶ πολλοὶ ἠφανίσθησαν τόποι, καὶ πᾶσαι αἱ πεδιάδες ἀπώλοντο ( =χάθηκαν), καὶ μόνοι ἠδυνήθησαν περισωθῆναι οἱ ἐν ταῖς ἀκρωρείαις τῶν ὀρέων ὄντες ( =καὶ οἱ μόνοι ποὺ μπόρεσαν νὰ σωθοῦν ἦταν ὅσοι ηὑρίσκοντο στὶς κορυφὲς τῶν βουνῶν)... Εἶτα λοιπόν, μετὰ τὸ παύσασθαι τὸν κατακλυσμόν, κατῆλθον οἱ περισωθέντες ἐν ταῖς πεδιάσι ( =ἔπειτα λοιπόν, αφοῦ ἔπαυσε ὁ κατακλυσμός, κατέβηκαν οἱ περισωθέντες στὶς πεδιάδες)» (10.28‐11‐).
Καὶ ο ἱστορικὸς Διόδωρος ὁ Σικελιώτης ἀναφέρεται εἰς «τὸν ἐπὶ Δευκαλίωνος γενόμενον κατακλυσμόν» (ΙΔ’, 113, 2) :
«...ἐκ Θετταλίας φυγόντας τὸν ἐπὶ Δευκαλίωνος κατάκλυσμόν»…
Ὁ Πλάτων ἐπίσης ὁμιλεῖ περὶ Κατακλυσμοῦ, καὶ στοὺς «Νόμους» καὶ στὸν «Τίμαιο» καὶ στὸν «Κριτία» χωρὶς ὅμως νὰ καθορίζη περὶ ποίου Κατακλυσμοῦ πρόκειται.
«Φέρε δή, νοήσωμεν μίαν τῶν πολλῶν ταύτην ‐φθοράν‐ τὴν τῷ κατακλυσμῷ ποτὲ γενομένην... ὡς οἱ τότε περιφυγόντες τὴν φθοράν, σχεδὸν ὄρειοί τινες... οὐκοῦν ὄργανά τε πάντα ἀπόλλυσθαι...», Πλάτ. Νόμοι 677.
«...μία γενομένη νύξ ὑγρὰ διαφερόντως, ‐τὴν Ἀθῆναν‐ γῆς ψιλήν, περιτήξασα ( =καλύφθηκε ὁλόγυρα μὲ νερὸν καὶ ἰσχνοποιήθηκε), πεποίηκε...τὸ τῆς Ἀκροπόλεως οὐκ εἶχε τότε ὡς τὰ νῦν ἔχει...», Κριτίας 112.
Ἐντυπωσιακὴ ἡ πληροφορία ποὺ μᾶς παρέχει. Κάποια νύχτα ἔβρεξε τόσο πολύ, τόσο διαφορετικὰ ἀπὸ τὰ συνηθισμένα, ὥστε ἀπεψίλωσε τὴν Ἀθῆνα ἀπὸ χῶμα. Ἔκανε λάσπη τὸ χῶμα καὶ τὸ παρέσυρε. Καὶ ἀπέμεινε ὁ ἱερὸς βράχος ὁ ὁποῖος προηγουμένως ἦτο ἑνωμένος, μέσῳ τοῦ χωματώδους ἐδάφους, μὲ τοὺς ἄλλους λόφους τῆς Ἀθῆνας (εἶχε ἑπτὰ λόφους). Τὸ χῶμα παρεσύρθη, ὁ βράχος «ἔμεινε βράχος». Καὶ φανερώθηκε ἡ Ἀκρόπολις. Γι’ αὐτὸ ὁ Πλάτων τονίζει ὅτι «τὸ τῆς Ἀκροπόλεως οὐκ εἶχε τότε ὡς τὰ νῦν ἔχει».
Πολὺ συνοπτικῶς ὁ Δευκαλίων καὶ ἡ Πύρρα κατέληξαν Νῶε καὶ Νααμά, οἱ τρεῖς ἐγγονοὶ του Δευκαλίωνος, ἀπὸ τὸν υἰόν του Ἕλληνα, οἱ Δῶρος, Ξοῦθος, Αἴολος, κατέληξαν νὰ γίνουν οἱ τρεῖς υἰοὶ τοῦ Νῶε, Χάμ, Σῆμ καὶ Ἰάφεθ, ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ Ἑβραῖοι λέγουν πὼς προέρχονται οἱ λαοὶ τοῦ κόσμου.
Ἡ λᾶρναξ ποὺ κατέφυγε ὁ Δευκαλίων μὲ τὴν οἰκογένειά του καὶ λόγῳ αὐτῆς ὠνομάσθη τὸ ὄρος Λαρνησσός, τὸ ὁποῖον σήμερα λέγεται Παρνασσός, ἔγινε «κιβωτὸς τοῦ Νῶε» καὶ βρέθηκε στὴν κορυφὴ τοῦ ὅρους Ἀραράτ, ὅπου δὲν φύεται ἐλαία, πάρ’ αὐτα ἡ περιστέρα τοῦ Νῶε κρατοῦσε κλάδον ἐλαίας στὸ στόμα της!
Ὁ Προμηθεὺς ποὺ ἔδωσε συμβουλὴν στὸν Δευκαλίωνα νὰ κατασκευάσει λάρνακα ( «Ὑποθεμένου Προμηθέως, Δευκαλίων τεκτηνάμενος λάρνακα εἰς ταύτην μετὰ τῆς Πύρρας εἰσέβη», Ἀπολλόδωρος), ἔγινε ὁ Κύριος ποὺ ἔδωσε ἐντολὴ στὸν Νῶε νὰ φτιάξει κιβωτόν καὶ τὰ ζῶα καὶ τὰ ἀπαραίτητα ποὺ πῆρε ὁ Δευκαλίων μαζί του ( «ἀφίκοντο δὲ καὶ ἵπποι καὶ λέοντες καὶ ὄφεις καὶ ἄλλα...ἐν μιᾷ λάρνακι πάντες ἔπλευσαν», Λουκιανός/ «καὶ τὰ ἐπιτήδεια ( =ἀπαραίτητα) ἐνθέμενος», Ἀπολλόδωρος) παρέμειναν τὰ ἴδια.
Ὁ ἴδιος παρέμεινε καὶ ὁ λόγος ἀφανισμοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ( «Περὶ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων…ὑβρισταὶ ὄντες, ἀθέμιτα, ἔργα ἔπραττον», Λουκιανός/«Ἀφανίσαι Ζεὺς τὸ χαλκοῦν ἠθέλησε γένος», Ἀπολλόδωρος), ὅπως καὶ τὸ ὅτι ὁ Νῶε «ὠικοδομησε θυσιαστήριον» στὸν Κύριον, ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὴν κιβωτόν, ἀκριβῶς ὅπως ἕκανε ὁ Δευκαλίων ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὴν λάρνακα καὶ ἔθεσε βωμοὺς στὸν Φύξιον ( < φύξις =διαφυγή) Δία, ἀλλὰ φρόντισε καὶ τοὺς σβηστοὺς ὅπως γράφει καὶ ὁ Ὀβίδιος ( «Καὶ ἐξερχόμενοι -ὁ Δευκαλίων καὶ ἡ σύζυγός του- ἐφρόντισαν τοὺς βωμούς, ἐπειδὴ οἱ βωμοὶ δίχα πυρὸς ἵσταντο», Μεταμορφώσεις, 369-70)!
Καὶ γράφει ὁ Κέλσος στὸν «Ἀληθῆ Λόγον» :
«Κατακλυσμόν τινα καὶ κιβωτὸν ἀλλόκοτον, καὶ περιστεράν τινα καὶ κορώνην ἀγγέλους ( =ἀγγελιαφόρους), παραχαράττοντες καὶ ραδιουργοῦντες τὸν Δευκαλίωνα...Ἀτεχνῶς, παισὶ νηπίοις ( =σὰν νήπια παιδιὰ) ἐμυθολόγησαν».
Τί κι ἄν ἔχουμε μέχρι σήμερα τὴν Θεσσαλία ( < θέσις ἁλός, διότι εἶχε μετατραπεῖ ἀπὸ πεδιάδα σὲ θάλασσα μὲ τὸν Κατακλυσμὸν τοῦ Δευκαλίωνος/ «Τὴν δὲ Θεσσαλίην, τὸ παλαιὸν εἶναι λίμνην...συγκεκληιμένην πάντοθεν, ὑπερμήκεσι ὄρεσι», Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, Ζ΄, 129) καὶ τὰ Τέμπη,
τί κι ἄν ἔχουμε τὰ παρὰ τὴν ἅλαν, Φάρσαλα,
τί κι ἄν ἔχουμε τὶς ἱστορικὲς Πλαταιές ( < ἀπὸ τὴν πλάτη τῆς κώπης =κουπί/ «Πόλυβος ἐξ Ἄργους ἐπέκτισε -ἵδρυσε ἐκ νέου- Πλαταιάς, μετὰ τὸν ἐπὶ Δευκαλίωνος κατακλυσμόν», Μέγα Ἐτυμολογικόν/ «Ἐκλιμνωθείσης τῆς Βοιωτίας, οἱ παροικοῦντες, πλῶ -πλέοντες- πορεύεσθαι πρὸς ἀλλήλους», Ἐθνικά, 526, Στ. Βυζάντιος),
τί κι ἄν ἔχουμε τὴν Δωδώνη ( «Δευκαλίων μετὰ τὸν Κατακλυσμόν, γενόμενος εἰς Ἤπειρον, ἐμαντεύετο ἐν τῇ δρυὶ -τοῦ Διός-…Κατοικίζει τὸν τόπον συναθροίσας τοὺς περιλειφθέντας ἀπὸ τοῦ κατακλυσμοῦ. Καὶ ἀπὸ τοῦ Διὸς καὶ τῆς Δωδώνης…Δωδώνην τὴν χώραν προσηγόρευσε», Μέγα Ἐτυμολογικόν/ Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πλούταρχος γράφει -Βίοι Παραλληλοι, Πύρρος, 1- πὼς κατοίκησαν τὸ περὶ Δωδώνην ἱερόν, στοὺς Μολοσσούς),
τί κι ἄν ἔχουμε τὰ Γεράνεια Ὄρη νὰ στέκουν ἀπὸ τότε ἀγέρωχα ( «εἴρηται δὲ ὅτι Μεγαρεὺς ὁ Διός, τοῦ κατακλυσμοῦ γενομένου, πρὸς φωνὴν γεράνων νηχόμενος -κολυμπώντας- προσέφυγε τῇ ἄκρᾳ τοῦ ὄρους. Ἀπὸ δὲ τῶν γεράνων, Γεράνεια ἐκάλεσαν τὸν τόπον», Μέγα Ἐτυμολογικόν),
τί κι ἄν ἔχουμε τόσες ἱστορικὲς πηγὲς γιὰ τὸ ποῦ ἔζησε καὶ ἐτάφη ὁ Δευκαλίων, γιὰ τὰ Ὑδροφόρια (ἑορτὴ πρὸς ἀνάμνησιν τῆς ἀποχωρήσεως τῶν ὑδάτων τοῦ κατακλυσμοῦ τοῦ Δευκαλίωνος), μερικοὶ γνωρίζουν μόνον τὴν ἑβραϊκὴ ἐκδοχή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου