Θέρος
Οι Εποχές είναι φτερωτές θεότητες της Ελληνικής Μυθολογίας. Ως εποχές αναγνωρίζονται οι τέσσερις κόρες του Ήλιου [Απόλλωνα] που διακρίνονται στις Έαρ, Θέρος, Οπώρα και Χειμών. Οι Αθηναίοι υπολόγιζαν το μεν έαρ και την οπώρα από δύο μήνες εκάστη, το δε θέρος και τον χειμώνα ,από τέσσερις μήνες.
Οπώρα [φθινόπωρο]
Η θεότητα Οπώρα είναι η προσωποποίηση της Εποχής του φθινοπώρου. Στην Ελληνική Μυθολογία η Οπώρα παριστάνεται ως φτερωτή θεότητα που φέρει ένα καλάθι με σταφύλια.
Οπώρα είναι η περίοδος του έτους μεταξύ της εμφάνισης του Σείριου και του Αρκτούρου (δηλ. τέλη Ιουλίου , ολόκληρος ο Αύγουστος, και μέρος του Σεπτεμβρίου).
Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα «ἀπετέλεσε τὸ τεῖχος ἀρξάμενος ἀπὸ ἠρινοῦ χρόνου πρὸ ὀπώρας» ( αποτέλειωσε το τείχος, αφού είχε αρχίσει από την άνοιξη πριν από το καλοκαίρι). Στην Ομήρου Οδύσσεια ορίζεται ως το τέλος του καλοκαιριού. Καθώς τότε ήταν η περίοδος ωρίμανσης των καρπών, κατέληξε να σημαίνει τον ίδιο τον καρπό, σύμφωνα με τους Σοφοκλή και Πλάτωνα.
Μεθομηρικά η λέξη «ὀπώρα» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και τα φρούτα της εποχής αυτής, (σταφύλια, σύκα κ.λπ.), απ' όπου η σημασία της επεκτάθηκε σε όλους τους εδώδιμους καρπούς. Η λέξη Οπώρα, σήμερα, εμφανίζεται ως β' συνθετικό στη λέξη φθινόπωρο. [Liddell, Scott, Jones' A Greek–English Lexicon: ὀπώρα]
Χειμών [χειμώνας]
Η θεότητα Χειμών είναι η προσωποποίηση της Εποχής του Χειμώνα. Στην Ελληνική Μυθολογία η Χειμών παριστάνεται ως φτερωτή θεότητα ενδεδυμένη με βαρύ μανδύα που στέκεται δίπλα σε ένα δίσκο από χειμωνιάτικα μούρα.
«Χειμών» σημαίνει χειμώνας, αντίθετα προς το θέρος. Στην Ομήρου Ιλιάδα αναφέρεται «χειμῶνος» και σημαίνει «την ώρα του χειμώνα». Ο Ξενοφώντας γράφει «τοῦ χειμῶνος» που σημαίνει «κατά τη διάρκεια του χειμώνα». «Θεόσσυτος χειμών» είναι και η καταιγίδα συμφορών που στέλνουν οι Θεοί. [Liddell, Scott, Jones' A Greek–English Lexicon: χειμών]
ἔαρ ή εἶᾰρ (άνοιξη)
Η θεότητα Έαρ ή Εἶᾰρ είναι η προσωποποίηση της Εποχής της Άνοιξης. Στην Ελληνική Μυθολογία η Έαρ παριστάνεται ως φτερωτή θεότητα στεφανωμένη με καταπράσινο στέμμα χλόης. Στο χέρι κρατά ένα καλάθι με φρέσκια χλόη της Άνοιξης.
«ἔᾰρος- ἔαρος νέον ἱσταμένο» σημαίνει στην αρχή της άνοιξης. Στον σε Όμηρο στην Οδύσσεια αναφέρεται «ἅμα τῷ ἔαρι», δλδ. στο ξεκίνημα της άνοιξης. Ο Σοφοκλής μάς παραδίδει ότι η λέξη «ἔαρ» σημαίνει «στην ακμή ή στην καλύτερη περίοδο της ζωής». Το ίδιο και ο Ηρόδοτος: ἔαρ ὁρᾶν, δηλ. αυτός που δείχνει ακμαίος και σπινθηροβόλος. Σύμφωνα με την Θεόκριτο «γενύων ἔαρ» είναι το πρώτο χνούδι στα μάγουλα και στο πηγούνι ενός νέου [Liddell, Scott, Jones' A Greek–English Lexicon: ἔαρ].
Η λέξη «άνοιξη» αποτελεί νεωτερισμό της Ελληνικής και προήλθε από τον βυζαντινό μεσαίωνα όταν είχε τη σημασία «ανοίγει ο καιρός» και «ανοίγουν τα άνθη» . Τότε, υποκατέστησε στη δημώδη βυζαντινή την αρχαία λέξη ἔαρ (που σήμερα επιβιώνει στο παράγωγο επίθετο «εαρινός», δηλ. ανοιξιάτικος: εαρινή ισημερία, εαρινή σύνοδος κλπ), προφανώς για να δηλώσει την αυθεντική έννοια της συγκεκριμένης Εποχής. Διαβάζουμε στο ‘’Λεξικόν τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἑλληνικῆς Διαλέκτου’’ του Σκαρλάτου Δ. τού Βυζαντίου: «ἄνοιξις, ὄχι διότι τότε ἀνοίγει πρός πλοῦν ἡ θάλασσα, ἀλλά διότι τότε ἀνοίγουν τά ἄνθη.» [Ετυμολογία τῆς λέξης "῎Ανοιξη"].
Σήμερα, η γλυκύτατη σπινθηροβόλος (στην ακμή της νεότητάς της) φτερωτή θεότητα Έαρ ή Εἶᾰρ, επιβιώνει γλωσσολογικά στην αυθεντική μορφή της στην πρώτη στάση στο δημοφιλές εγκώμιο της βυζαντινής υμνολογίας «Ω γλυκύ μου Έαρ». Το εγκώμιο για την «γλυκύ Έ α ρ» ψάλλεται την εβδομάδα του ορθόδοξου Πάσχα που γιορτάζεται πάντοτε την πρώτη ή δεύτερη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο μετά την ε α ρ ι ν ή ισημερία.
Θέρος [καλοκαίρι]
Η θεότητα Θέρος είναι η προσωποποίηση της Εποχής του Καλοκαιριού. Στην Ελληνική Μυθολογία η Θέρος παριστάνεται ως φτερωτή θεότητα που κρατά δεμάτι από σιτάρι στο ένα χέρι και ρομφαία στο άλλο (ρομφαία είναι ξίφος που έχει σχήμα δρεπάνης).
θέρος: τό, Ιων. γεν. θέρευς (θέρω). Σημαίνει καλοκαίρι, η χρονική περίοδος του καλοκαιριού. Ο Όμηρος αναφέρει «χείματος οὐδὲ θέρευς» (το χειμώνα και όχι το καλοκαίρι), ενώ ο Ηρόδοτος αναφέρει «θέρους μεσοῦντος» (γύρω στα μέσα του καλοκαιριού). [βλ. και Liddell, Scott, Jones' A Greek–English Lexicon: θέρος].
Η λέξη «καλοκαίρι» αποτελεί νεωτερισμό της Ελληνικής και προήλθε από τη σημασία «καλοκαιρινή θερμότητα». Στον βυζαντινό μεσαίωνα η λέξη «καλοκαίρι(ον)» υποκατάστησε τη φτερωτή θεότητα Θέρος και έκτοτε χρησιμοποιείται στους βυζαντινούς χρόνους, οπότε και βαθμιαία αντικατέστησε τη λέξη «θέρος» για την Εποχή που -- στην εποχή μας -- ονομάζουμε «καλοκαίρι».
[Οι απεικονίσεις με τις τέσσερις φτερωτές θεότητες των Εποχών, Έαρ, Θέρος, Οπώρα και Χειμών, είναι από τη μουσειακή συλλογή Richmond. Πρόκειται για ρωμαϊκό ψηφιδωτό με τις τέσσερις Εποχές που φυλάσσεται στο Μουσείο Virginia Museum of Fine Arts. Το ψηφιδωτό είναι του 3ου αι. μετά Χριστόν.]
Thanasis AlampasisΗ θεότητα Οπώρα είναι η προσωποποίηση της Εποχής του φθινοπώρου. Στην Ελληνική Μυθολογία η Οπώρα παριστάνεται ως φτερωτή θεότητα που φέρει ένα καλάθι με σταφύλια.
Οπώρα είναι η περίοδος του έτους μεταξύ της εμφάνισης του Σείριου και του Αρκτούρου (δηλ. τέλη Ιουλίου , ολόκληρος ο Αύγουστος, και μέρος του Σεπτεμβρίου).
Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα «ἀπετέλεσε τὸ τεῖχος ἀρξάμενος ἀπὸ ἠρινοῦ χρόνου πρὸ ὀπώρας» ( αποτέλειωσε το τείχος, αφού είχε αρχίσει από την άνοιξη πριν από το καλοκαίρι). Στην Ομήρου Οδύσσεια ορίζεται ως το τέλος του καλοκαιριού. Καθώς τότε ήταν η περίοδος ωρίμανσης των καρπών, κατέληξε να σημαίνει τον ίδιο τον καρπό, σύμφωνα με τους Σοφοκλή και Πλάτωνα.
Μεθομηρικά η λέξη «ὀπώρα» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και τα φρούτα της εποχής αυτής, (σταφύλια, σύκα κ.λπ.), απ' όπου η σημασία της επεκτάθηκε σε όλους τους εδώδιμους καρπούς. Η λέξη Οπώρα, σήμερα, εμφανίζεται ως β' συνθετικό στη λέξη φθινόπωρο. [Liddell, Scott, Jones' A Greek–English Lexicon: ὀπώρα]
Χειμών [χειμώνας]
Η θεότητα Χειμών είναι η προσωποποίηση της Εποχής του Χειμώνα. Στην Ελληνική Μυθολογία η Χειμών παριστάνεται ως φτερωτή θεότητα ενδεδυμένη με βαρύ μανδύα που στέκεται δίπλα σε ένα δίσκο από χειμωνιάτικα μούρα.
«Χειμών» σημαίνει χειμώνας, αντίθετα προς το θέρος. Στην Ομήρου Ιλιάδα αναφέρεται «χειμῶνος» και σημαίνει «την ώρα του χειμώνα». Ο Ξενοφώντας γράφει «τοῦ χειμῶνος» που σημαίνει «κατά τη διάρκεια του χειμώνα». «Θεόσσυτος χειμών» είναι και η καταιγίδα συμφορών που στέλνουν οι Θεοί. [Liddell, Scott, Jones' A Greek–English Lexicon: χειμών]
ἔαρ ή εἶᾰρ (άνοιξη)
Η θεότητα Έαρ ή Εἶᾰρ είναι η προσωποποίηση της Εποχής της Άνοιξης. Στην Ελληνική Μυθολογία η Έαρ παριστάνεται ως φτερωτή θεότητα στεφανωμένη με καταπράσινο στέμμα χλόης. Στο χέρι κρατά ένα καλάθι με φρέσκια χλόη της Άνοιξης.
«ἔᾰρος- ἔαρος νέον ἱσταμένο» σημαίνει στην αρχή της άνοιξης. Στον σε Όμηρο στην Οδύσσεια αναφέρεται «ἅμα τῷ ἔαρι», δλδ. στο ξεκίνημα της άνοιξης. Ο Σοφοκλής μάς παραδίδει ότι η λέξη «ἔαρ» σημαίνει «στην ακμή ή στην καλύτερη περίοδο της ζωής». Το ίδιο και ο Ηρόδοτος: ἔαρ ὁρᾶν, δηλ. αυτός που δείχνει ακμαίος και σπινθηροβόλος. Σύμφωνα με την Θεόκριτο «γενύων ἔαρ» είναι το πρώτο χνούδι στα μάγουλα και στο πηγούνι ενός νέου [Liddell, Scott, Jones' A Greek–English Lexicon: ἔαρ].
Η λέξη «άνοιξη» αποτελεί νεωτερισμό της Ελληνικής και προήλθε από τον βυζαντινό μεσαίωνα όταν είχε τη σημασία «ανοίγει ο καιρός» και «ανοίγουν τα άνθη» . Τότε, υποκατέστησε στη δημώδη βυζαντινή την αρχαία λέξη ἔαρ (που σήμερα επιβιώνει στο παράγωγο επίθετο «εαρινός», δηλ. ανοιξιάτικος: εαρινή ισημερία, εαρινή σύνοδος κλπ), προφανώς για να δηλώσει την αυθεντική έννοια της συγκεκριμένης Εποχής. Διαβάζουμε στο ‘’Λεξικόν τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἑλληνικῆς Διαλέκτου’’ του Σκαρλάτου Δ. τού Βυζαντίου: «ἄνοιξις, ὄχι διότι τότε ἀνοίγει πρός πλοῦν ἡ θάλασσα, ἀλλά διότι τότε ἀνοίγουν τά ἄνθη.» [Ετυμολογία τῆς λέξης "῎Ανοιξη"].
Σήμερα, η γλυκύτατη σπινθηροβόλος (στην ακμή της νεότητάς της) φτερωτή θεότητα Έαρ ή Εἶᾰρ, επιβιώνει γλωσσολογικά στην αυθεντική μορφή της στην πρώτη στάση στο δημοφιλές εγκώμιο της βυζαντινής υμνολογίας «Ω γλυκύ μου Έαρ». Το εγκώμιο για την «γλυκύ Έ α ρ» ψάλλεται την εβδομάδα του ορθόδοξου Πάσχα που γιορτάζεται πάντοτε την πρώτη ή δεύτερη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο μετά την ε α ρ ι ν ή ισημερία.
Θέρος [καλοκαίρι]
Η θεότητα Θέρος είναι η προσωποποίηση της Εποχής του Καλοκαιριού. Στην Ελληνική Μυθολογία η Θέρος παριστάνεται ως φτερωτή θεότητα που κρατά δεμάτι από σιτάρι στο ένα χέρι και ρομφαία στο άλλο (ρομφαία είναι ξίφος που έχει σχήμα δρεπάνης).
θέρος: τό, Ιων. γεν. θέρευς (θέρω). Σημαίνει καλοκαίρι, η χρονική περίοδος του καλοκαιριού. Ο Όμηρος αναφέρει «χείματος οὐδὲ θέρευς» (το χειμώνα και όχι το καλοκαίρι), ενώ ο Ηρόδοτος αναφέρει «θέρους μεσοῦντος» (γύρω στα μέσα του καλοκαιριού). [βλ. και Liddell, Scott, Jones' A Greek–English Lexicon: θέρος].
Η λέξη «καλοκαίρι» αποτελεί νεωτερισμό της Ελληνικής και προήλθε από τη σημασία «καλοκαιρινή θερμότητα». Στον βυζαντινό μεσαίωνα η λέξη «καλοκαίρι(ον)» υποκατάστησε τη φτερωτή θεότητα Θέρος και έκτοτε χρησιμοποιείται στους βυζαντινούς χρόνους, οπότε και βαθμιαία αντικατέστησε τη λέξη «θέρος» για την Εποχή που -- στην εποχή μας -- ονομάζουμε «καλοκαίρι».
[Οι απεικονίσεις με τις τέσσερις φτερωτές θεότητες των Εποχών, Έαρ, Θέρος, Οπώρα και Χειμών, είναι από τη μουσειακή συλλογή Richmond. Πρόκειται για ρωμαϊκό ψηφιδωτό με τις τέσσερις Εποχές που φυλάσσεται στο Μουσείο Virginia Museum of Fine Arts. Το ψηφιδωτό είναι του 3ου αι. μετά Χριστόν.]