Αδαμάντιος Κοραής
Γράφει ο Ιωάννης Θεοδωρόπουλος
Επειδή πολύς λόγος έγινε για την Μικρασιατική καταστροφή.
και πολλά ελέχθησαν. Δημοσιεύω το παρακάτω άρθρο μου με τον τίτλο ΔΡΑΞΑΣΘΕ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Τι άραγε να είχε κατά νου ο Αδαμάντιος Κοραής όταν προ της επανάστασης
του 1821 συνέστησε στους Έλληνες ότι δεν ήλθε ακόμη ο κατάλληλος
χρόνος, και «δράξασθε παιδείας».
Θα προσπαθήσω να μπω στην σκέψη του,
εξετάζοντας την υπάρχουσα κατάσταση την εποχή εκείνη, και τις
δυνατότητες του Ελληνισμού, εντός της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά
και του διάσπαρτου Ελληνισμού εκτός αυτής.
Μετά την οριστική
κατάλυση του πελοποννησιακού δεσποτάτου του Μυστρά από τους Οθωμανούς
(1460), άρχισαν εχθροπραξίες των Τούρκων εισβολέων με τους Ενετούς
(1463), που διατηρούσαν αρκετές σημαντικές κτήσεις στα ελληνικά εδάφη
ήδη από την εποχή των σταυροφοριών.
Εκείνα τα χρόνια, ως μεγάλος βεζίρης
της Υψηλής Πύλης αναφέρεται ο Μαχμούτ Πασάς, ο οποίος ήταν (κατά γενική
παραδοχή όλων των ιστορικών) ελληνικής καταγωγής.
Ο διάδοχός του
στο ίδιο αξίωμα κατά την αποτυχημένη εισβολή του Μωάμεθ του Πορθητή στη
Ρόδο το έτος 1467, ο μεγάλος βεζίρης Μεζίχ Παλαιολόγος, από το επώνυμο
φαίνεται πως όχι μόνο ήταν ελληνικής καταγωγής αλλά κρατούσε κιόλας «ως
εφημίζετο, εκ του ομωνύμου αυτοκρατορικού οίκου». Ο μεγάλος βεζίρης
Μεζίχ Παλαιολόγος ονομαζόταν πριν Μανουήλ, και ήταν ο γιος του
τελευταίου δεσπότη του Μυστρά Θωμά και ανιψιός του τελευταίου
αυτοκράτορα Κωνσταντίνου.
Επίσης, ο τελευταίος πρωτοβεστιάριος της
ποντιακής αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας Γεώργιος Αμοιρούτζης, μετά την
συνθηκολόγηση και παράδοση του αυτοκράτορα Δαβίδ το 1461, έγινε
μουσουλμάνος και πέρασε στην υπηρεσία του Μωάμεθ του Πορθητή ως
αξιωματούχος και λόγιος: «Αυτός ο κατά τα άλλα μορφωμένος και
ταλαντούχος Τραπεζούντιος μπορεί να χρησιμέψει σαν υπόδειγμα
στρεβλωμένου απ’ τη δουλεία υποκριτή ραγιά. Σε μίαν επιστολή προς τον
Βησσαρίωνα θρηνεί πικρά την πτώση της Τραπεζούντας, ο ίδιος όμως
αλλαξοπίστησε× εγκωμίαζε το σουλτάνο ως νέο Αχιλλέα και Αλέξανδρο, ως
γιο της Ελληνίδας μούσας κι έγραψε γι’ αυτόν ποιήματα στον τύπο των
χριστιανικών ύμνων προς την Παναγία».
Ογδόντα χρόνια περίπου μετά,
βρίσκουμε στην αυλή του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή (δισέγγονου
του Μωάμεθ) να διορίζεται κατά το 1523 στο αξίωμα του μεγάλου βεζίρη ο
Ιμπραήμ Πασάς, εξισλαμισμένος Έλληνας και αυτός, που ως αιχμάλωτος είχε
μεγαλώσει μαζί με τον σουλτάνο στο παλάτι και είχε γίνει ο πιο στενός
του φίλος. O Σουλεϊμάν ένα χρόνο μετά το διορισμό του τον πάντρεψε με
την αδελφή του, τη Χαλίς. Επίσης, ο μεγαλύτερος αρχιτέκτονας των
Οθωμανών Σινάν, γεννημένος το 1497, σε ηλικία 13 ετών είχε στρατολογηθεί
αρχικά στο πλαίσιο του «ντεβσιρμέ», δηλαδή του βίαιου ετήσιου
παιδομαζώματος προικισμένων χριστιανών (συνήθως ελληνικής καταγωγής) για
να εξισλαμιστούν και να πυκνώσουν τις τάξεις των γενιτσάρων. Αποτέλεσμα
της ευρείας αξιοποίησης όλων αυτών των ελληνικής καταγωγής
εξισλαμισμένων αξιωματούχων ήταν, η Ελληνική γλώσσα να εκτοπίσει εντελώς
την βάρβαρη και ακατέργαστη τουρκική μέσα από το παλάτι. Μάλιστα και ο
ίδιος ο σουλτάνος, ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής, πέρα από τη φημολογούμενη
ελληνική του καταγωγή, ο ίδιος μίλαγε άπταιστα και έγραφε Ελληνικά, ενώ
μελετούσε επισταμένα την αρχαία Ελληνική Παιδεία. Έτσι, ήδη από το έτος
1479 σώζονται οθωμανικά διπλωματικά έγγραφα «γεγραμμένα πάντα εν τη
Ελληνική», η οποία ήταν «επισήμω τότε γλώσση του Οθωμανικού κράτους».
Κατά την πρώτη λοιπόν περίοδο της τουρκοκρατίας η Ελληνική γλώσσα όχι
μόνο δεν αντιμετώπισε κανένα κίνδυνο από τους Οθωμανούς, αλλά απ’ ό,τι
βλέπουμε επειδή η άρχουσα τάξη των μουσουλμάνων είχε στελεχωθεί από
Έλληνες εξωμότες, εξαιτίας της μόρφωσης και της προηγούμενης
κυβερνητικής εμπειρίας τους, πήρε τη θέση της επίσημης διπλωματικής
γλώσσας της ισλαμικής αυτοκρατορίας, αλλά και της γλώσσας της
σουλτανικής διοίκησης!
Με λίγα λόγια, η Ελληνική παρέμεινε ως επίσημη
γλώσσα της αυτοκρατορίας σε όλους τους τομείς!
Βεβαίως οι Οθωμανοί
(όπως και οι Ρωμαίοι πριν από αυτούς) δεν διατήρησαν την Ελληνική γλώσσα
από κάποια αγάπη προς τους Έλληνες και τον πολιτισμό τους, αλλά για
εντελώς πρακτικούς και πολιτικούς λόγους. Εφόσον τα Ελληνικά ακόμα τότε
ομιλούνταν από τη συντριπτική πλειοψηφία όχι μόνο των χριστιανών υπηκόων
του σουλτάνου, αλλά και από τους μουσουλμάνους, οι οποίοι ήταν στη
μεγάλη τους πλειοψηφία Έλληνες «τουρκεμένοι» και ως τέτοιοι παρέμεναν
ελληνόφωνοι. Επίσης, η Ελληνική ήταν απαραίτητη ως διπλωματική γλώσσα με
τις αυλές της Δύσης, διότι τα τουρκικά δεν τα γνώριζε και δεν τα
αναγνώριζε κανείς.
Παράλληλα, ο Μωάμεθ ο Πορθητής, που είχε γνώση
της μακρινής ρωμαίικης του καταγωγής και μάλιστα από την αυτοκρατορική
οικογένεια των Κομνηνών όπως μαρτυρεί ο Φραντζής, ήθελε να αναγνωριστεί
από τις δυτικές αυλές ως γνήσιος Ρωμαίος αυτοκράτωρ, παρά ως Οθωμανός
σουλτάνος. Και αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο αν αναλογιστεί επιτέλους
κανείς ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ξεκίνησε ως παγανιστική, έπειτα έγινε
χριστιανική και πλέον θα μπορούσε να γίνει και ισλαμική! Εξάλλου ο
Μωάμεθ είχε δώσει στον εαυτό του και τον τίτλο του Καίσαρα!
Οι
Έλληνες τα χρόνια της Τουρκοκρατίας εκμεταλλευόμενοι την απροθυμία των
Τούρκων για μόρφωση αλλά και για εκμάθηση ξένων γλωσσών, καθ’ ότι το
Κοράνι τους απαγόρευε να μιλούν την γλώσσα των απίστων. Έδωσαν μεγάλη
έμφαση στην μόρφωση και στην γλωσσομάθεια.
Το Τουρκικό κράτος δεν
απαγόρευε την μόρφωση, αλλά δεν την χρηματοδοτούσε. Έτσι οι Έλληνες
προχώρησαν στην δημιουργία δικών τους σχολείων.
Μπορούμε να
υποστηρίξουμε πώς τρεις είναι οι κύκλοι γνώσεων κατά την
Τουρκοκρατούμενη περίοδο. Ο πρώτος ο κατώτερος, το λεγόμενο σχολείο
των κοινών και ιερών γραμμάτων, ο δεύτερος παρέχει την Ελληνοπαιδεία
δηλαδή την τεχνογνωσία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας.
Ο τρίτος, ο
ανώτερος, παρέχει τη μελέτη της φιλοσοφίας και των επιστημών.
Ο πρώτος
παρουσιάζεται συνήθως ανεξάρτητος. Το σίγουρο είναι ότι ο τοπικός
παράγοντας και οι υπάρχουσες εκάστοτε οικονομικές δυνατότητες
συντελούσαν στην οργάνωση των σχολείων αυτών. Ικανοποιητικότερη,
παρουσιάζεται η κατάσταση στην ανώτερη εκπαίδευση.
Η δημιουργία μιας
σχολής αυτού του επιπέδου, είναι οπωσδήποτε ένα σημαντικό γεγονός.
Η
παρουσία εξ άλλου σε μια τέτοια σχολή ως διδακτικού προσωπικού λογίων με
μεγάλη ακτινοβολία, συνετέλεσε ώστε η φήμη της να πάρει ευρύτερες
διαστάσεις.
Ας σημειωθεί πάντως ότι η μόρφωση, σε όλα αυτά τα
χρόνια, από τη βασική βαθμίδα και πέρα, που και αυτή δεν την έφθαναν
όλοι, αποτελούσε προνόμιο των ευπόρων.
Η εικόνα που προσφέρει η
Σμύρνη λίγο πριν από αγώνα είναι, ένας Ελληνικός πληθυσμός γύρω στις
40.000 κατοίκους, στο σύνολο των 120.000, έχει 8 κοινά σχολεία και 2
ανώτερα.
Τα σχολεία δημιουργήθηκαν κυρίως από χορηγούς, οι οποίοι ήσαν
πλούσιοι Έλληνες έμποροι.
Οι Σουλτάνοι προκειμένου να
εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της αυτοκρατορίας τους σε θέσεις όπως
διπλωμάτες, και διερμηνείς, που ήταν απαραίτητη η υψηλή μόρφωση
χρησιμοποίησαν τους Έλληνες Φαναριώτες, οι οποίοι και απεδείχθησαν
άξιοι των καθηκόντων των.
Η ιστορία καταγράφει από το 1661 και μέχρι το
1821 τον τίτλο του μεγάλου διερμηνέα ή αλλιώς Δραγουμάνου (που
ισοδυναμούσε με υπουργό εξωτερικών) απέκτησαν 41 Έλληνες.
Ο πρώτος
που έλαβε αυτόν τον τίτλο ήταν ο Παναγιώτης Νικούσιος. Ο Νικούσιος
που γνώριζε εκτός από τις Ευρωπαϊκές γλώσσες, και την Ελληνική, γνώριζε
Τουρκικά, Περσικά, και Αραβικά.
Αλλά πέρα από διερμηνέας ήταν και
μεγάλος διπλωμάτης, τούτο φάνηκε όταν κατάφερε μέσω της διπλωματικής
οδού να παραδώσουν οι Βενετοί το (1669) το μεγάλο κάστρο της Κρήτης
στους Οθωμανούς. Χαρακτηριστική είναι και η διπλωματική επιδεξιότητα
του μεγάλου διερμηνέα Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, στις διαπραγματεύσεις το
(1699) για την συνθήκη του Κάρλοβιτς, μεταξύ Αυστριακών και Τούρκων,
όπου απέσπασε τον θαυμασμό Τούρκων και Αυστριακών. Τελευταίος από τους
41 και μέχρι το 1821 ήταν ο Σταυράκης Αριστάρχης.
Εκτός από τις
παραπάνω υψηλές θέσεις, κατείχαν και χαμηλότερες θέσεις όπως των
γραμματέων κ.α. Αυτή η άμεση επαφή με την διοίκηση, τους είχε καταστήσει
γνώστες των αδυναμιών, και των επιδιώξεων των Οθωμανών. Πολλές φορές
μάλιστα με την διπλωματική τους ικανότητα επηρέαζαν και τις αποφάσεις
της υψηλής Πύλης.
Οι Σουλτάνοι ακόμη εμπιστεύθηκαν στους
Έλληνες, και την διοίκηση των ηγεμονιών της Βλαχίας και της Μολδαβίας.
Στην Βλαχία από το 1715 μέχρι το 1821 ηγεμόνευσαν 42 Έλληνες
Φαναρειώτες, με πρώτον το Νικόλαο Μαυροκορδάτο, και τελευταίο τον
Σκαρλάτο Καλλιμάχη.
Στην Μολδαβία από το 1709 και μέχρι το 1821
ηγεμόνευσαν 42 Έλληνες, με πρώτο τον Νικόλαο Μαυροκορδάτο, και
τελευταίο τον Μιχαήλ Σούτσο. Οι ηγεμόνες της Βλαχίας και της
Μολδαβίας διακρίθηκαν για το νομοθετικό τους έργο, προώθησαν την παιδεία
δημιουργώντας ανώτερα Ελληνικά σχολεία, όπου σπούδαζαν όχι μόνο
Έλληνες, αλλά και Ρουμάνοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Αλβανοί, ακόμη και
Τούρκοι. θεωρώντας τις χώρες αυτές ως συνέχεια της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας.
Ένα άλλο πλεονέκτημα που είχαν οι Έλληνες ήταν ο έλεγχος
του εμπορίου.
Παρ’ ότι με το εμπόριο ασχολούνταν ακόμη οι Αρμένιοι, και
οι Εβραίοι. Αλλά οι Έλληνες είχαν τον πρώτο λόγο, και ειδικά με το
διακομιστικό εμπόριο μέσω θαλάσσης ήταν αποκλειστικό προνόμιο των
Ελλήνων. ιδίως μετά την συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το (1774)
Αυτό τους είχε κάνει την πιο εύπορη τάξη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Έγιναν οι οικονομικοί παράγοντες του κράτους. Μπορούσαν να επηρεάζουν
τις διαμορφούμενες καταστάσεις, και η επιρροή τους έφτανε ακόμη και
τον Σουλτάνο.
Στην εκκλησία δια του χρήματος προωθούσαν όποιον ήθελαν.
Άλλος παράγων που καθόριζε και άλλα ατού υπέρ των Ελλήνων ήταν
ο πληθυσμός των καθαρά Τούρκων, ο οποίος δεν υπερέβαινε το 20% επί
του συνόλου. Ο πληθυσμός ειδικά της Μικράς Ασίας που αποτελείτο από
Λύδιους, Κάρες, Καππαδόκες, Φρύγιους, Τρώες, Βηθύνιους, κ.α. μπορεί να
είχαν εξισλαμιστεί, αλλά δεν ένιωθαν γνήσιοι Τούρκοι. Καθ’ ότι οι
προγονοί τους επί εποχής των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, είχαν
οικιοθελώς εξελληνιστεί.
Όλα αυτά που αποσπασματικά αναφέρω ήταν γνωστά στον Αδαμάντιο Κοραή.
Με το «δράξασθε παιδείας» σίγουρα δεν περίμενε ότι οι Έλληνες θα
γινόταν πιο σκληροτράχηλοι πολεμιστές, αλλά δια της μόρφωσης να θέσουν
υπό τον έλεγχο τους όλους τους τομείς της διοίκησης του κράτους.
Αν και δεν ήταν στρατιωτικός υπολόγιζε τον φόρο αίματος, και των
πολεμιστών και των αμάχων, που θα είχε μια επανάσταση δια των όπλων. Την
εξαθλίωση του πληθυσμού, και τις δυσκολίες που θα συναντούσαν. Τις
αιματηρές αντεκδικήσεις των Τούρκων κατά του άμαχου πληθυσμού, όπως
αυτές που έγιναν στη Χίο, στα Ψαρά, στο Μεσολόγγι, στη Μακεδονία στη
Σμύρνη, στη Κωνσταντινούπολη, κ.λ.π. και τέλος αν δεν επέμβαιναν οι
μεγάλες δυνάμεις με την ναυμαχία του Ναβαρίνου, πιθανόν η επανάσταση να
κατάρρεε..
Εγώ πιστεύω ότι ο Αδαμάντιος Κοραής είχε κατά νου
πιο μεγαλεπήβολο σχέδιο, την άλωση της εξουσίας της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, εκ των έσω, όχι δια των όπλων. Να προωθηθεί Έλληνας
Σουλτάνος αφού χρησιμοποιηθούν όλα τα παραπάνω πλεονεκτήματα. Και με
δεδομένο ότι η οθωμανική αυτοκρατορία είχε πάρει την κατηφόρα, με έντονα
τα συμπτώματα σήψης, και αποδυνάμωσης.
Ένας Έλληνας Σουλτάνος
που θα υπερείχε σε μόρφωση, και διοικητικές ικανότητες, πλαισιωμένος από
τους μορφωμένους διπλωματικούς, και διοικητικούς υπαλλήλους θα ήταν
εύκολο να επιβληθεί ως η μόνη λύση να αποφευχθεί η αποδυνάμωση της
αυτοκρατορίας. Δεν αποκλείεται και οι Ευρωπαίοι επηρεασμένοι από τους
Έλληνες της διασποράς να το έβλεπαν με καλό μάτι.
Ένας άλλος και ο
πιο σημαντικός παράγων θα ήταν και συμπεριφορά του στρατού.
Αν θα
γινόταν αποδεκτός Σουλτάνος Ελληνικής καταγωγής. Αλλά και αυτός ο
παράγων θα συναινούσε διότι οι Γενίτσαροι που ήταν το πιο εκλεκτό
στρατιωτικό σώμα προήρχετο από το παιδομάζωμα Ελληνοπαίδων.
Ο Κοραής
πρέπει να είχε για παράδειγμα την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Όπου μετά το
530 μετατράπηκε σταδιακά σε Ελληνικό κράτος. Όπου καθοριστικό ρόλο
έπαιξε η Ελληνική γλώσσα. Τοιουτοτρόπως με το «δράξασθε παιδείας»
απέβλεπε στο ίδιο αποτέλεσμα καθ’ ότι η κρατική μηχανή της
οθωμανικής αυτοκρατορίας είχε επανδρωθεί με Έλληνες κρατικούς
λειτουργούς.
Δηλαδή ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΕΚ ΤΩΝ ΕΣΩ!!!