Στον Χειμωνιάτικο
περίπατο ο Θορώ σκιαγράφησε το πορτρέτο του χειμερινού περιπατητή. Όποιος
βγαίνει το πρωί στην παγωνιά, έγραφε-τα μονοπάτια είναι καλυμμένα με χιόνι και
τα δέντρα τεντώνουν τα ισχνά τους κλαδιά- και βαδίζει μέσα σε ένα ολόλευκο
παγωμένο τοπίο, προχωρά αναγκαστικά γρήγορα και σωστά, γιατί έτσι μόνο θα
καταφέρει να κρατηθεί ζεστός και να νιώσει τη θερμότητα του σώματός του. Το
αίσθημα της φωτιάς που σιγοκαίει το στήθος είναι και αυτό μέρος της ευτυχίας
που απορρέει από το βάδισμα στο χιόνι.
«Υπάρχει στη φύση
μια υπόγεια φωτιά που μπορεί να κοιμάται, αλλά ποτέ δε σβήνει. Κανένα ψύχος δε
μπορεί να τη νικήσει.[...] Αυτή η υπόγεια φωτιά έχει το βωμό της στο στήθος
κάθε ανθρώπου. Την πιο κρύα μέρα, στον πιο έρημο λόφο, ο διαβάτης συντηρεί κάτω
απ’τις πτυχές της κάπας του μια φωτιά πιο ζεστή από εκείνη που καίει σε
οποιοδήποτε τζάκι. Ο υγιής άνθρωπος αποτελεί συμπλήρωμα των εποχών και μες στο καταχείμωνο στην
καρδιά του βασιλεύει καλοκαίρι. Εκεί βρίσκεται ο νότος». ( Περιπλανήσεις,
Φιλοσοφικοί στοχασμοί. Ένας Χειμωνιάτικος περίπατος. Αθήνα, Κέδρος,2013)
Η πρωταρχική
ενέργεια που αισθάνεται όποιος περπατά είναι η δική του, η ενέργεια που εκλύει
το σώμα που κινείται. Δεν πρόκειται περί έκρηξης δύναμης, αλλά μάλλον για μια
ευαίσθητη και συνεχή ακτινοβολία.
Οι Ινδιάνοι της
Αμερικής, των οποίων τη σοφία ο Θορώ εκτιμούσε ιδιαιτέρως, πίστευαν πως η γη
είναι ιερή πηγή ενέργειας. Ξάπλωναν στο χώμα για να αναπαυθούν, κατά τη
διάρκεια των συμβουλίων κάθονταν καταγής για να μπορέσουν να επιδείξουν
μεγαλύτερη σοφία, περπατούσαν και η επαφή με τη γη τους έδινε σθένος και
αντοχή. Η γη ως ανεξάντλητη πηγή ενέργειας. Είναι η Μητέρα από την οποία τα
πάντα έλκουν την καταγωγή τους, είναι η τροφός, είναι αυτή που κλείνει μέσα της
τους νεκρούς προγόνους. Είναι το στοιχείο εκείνο που εξασφαλίζει τη μετάδοση
της ενέργειας. Έτσι, αντί να τείνει τα χέρια προς τον ουρανό και να ικετεύσει
τις ουράνιες θεότητες, ο Ινδιάνος της Αμερικής προτιμά να περπατάει με γυμνά πέλματα
πάνω στη γη.
« [Οι Ινδιάνοι
Λακότα] αγαπούσαν τη γη και ό,τι βρίσκεται πάνω της και ο βαθμός σύνδεσής τους
με αυτήν μεγάλωνε με την ηλικία. Οι γέροντες ήταν-κυριολεκτικά-παθιασμένοι με
το έδαφος και δεν υπήρχε περίπτωση να ξεκουραστούν πάνω στο χώμα δίχως να
νιώσουν πως αυτή τους η κίνηση τους έφερνε πιο κοντά στις δυνάμεις της μητέρας
Γης. Ένιωθαν το χώμα μαλακό κάτω από τα πόδια τους, γι αυτό και έβγαζαν τα
παπούτσια τους με ευχαρίστηση και περπατούσαν ξυπόλητοι πάνω στην ιερή γη.
Έστηναν τις σκηνές τους πάνω σε αυτό το χώμα από το οποίο ήταν φτιαγμένοι και
οι βωμοί τους. Τα πουλιά ξαπόσταιναν πάνω του και η γη, σαν τρυφερή μητέρα,
κουβαλούσε ό,τι ζούσε και βλάσταινε. Το έδαφος ανακούφιζε, ενδυνάμωνε, ξέπλενε
και θεράπευε. Γι αυτό και οι γηραιότεροι της φυλής κάθονταν διαρκώς κατάχαμα,
ακριβώς επειδή δεν ήθελαν να αποκοπούν από τις δυνάμεις της ζωής. Καθισμένοι ή
πλαγιασμένοι μπορούσαν να σκέφτονται καλύτερα, να νιώθουν πιο έντονα.
Στοχάζονταν με μεγαλύτερη διαύγεια τα μυστήρια της ζωής και αισθάνονταν πως
έρχονταν σε επαφή με κάθε ζωντανή δύναμη». (Αρχηγός Λούθηρος η Όρθια Αρκούδα,
στο T.C. MacLuhan, Pieds nus sur la terre sacree-Γυμνά πόδια πάνω στην ιερή γη).
Το να βαδίζεις
στηριζόμενος στη γη, να νιώθεις τη βαρύτητά της, να ξαποσταίνεις πάνω της σε
κάθε σου βήμα, όλα αυτά λειτουργούν σαν μια συνεχόμενη ροή ενέργειας, που όμως
δεν μεταδίδεται μοναχά ως ακτινοβολία που στην αρχή γίνεται αισθητή στα πόδια
και μετά ανεβαίνει σε όλο το σώμα. Μεταφέρεται και μέσα από την ταύτιση της
κυκλοφορίας (του αίματος στο σώμα του περιπατητή και της ενέργειας της γης). Το
βάδισμα συνίσταται στην εξής κίνηση : η καρδιά χτυπά πιο δυνατά, κάνει μια
μεγάλη κίνηση, το αίμα κυλά πιο γρήγορα, πιο δυνατά απ’ότι όταν το σώμα
βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας. Τα κύματα που διαπερνούν την γη δημιουργούν
αντηχήσεις.
Τα τοπία είναι
μια τελευταία πηγή ενέργειας, μετά την καρδιά της γης. Καλούν τον περιπατητή να
τα οικοιοποιηθεί: νιώθει σαν στο σπίτι του, οι λόφοι, τα χρώματα, τα δέντρα τού
προσφέρουν αμέριστη υποστήριξη. Η γοητεία ενός μονοπατιού που σκαρφαλώνει στους
λόφους, η ομορφιά του αμπελώνα που το φθινόπωρο γεμίζει με πορφυρά και χρυσά χρώματα,
τα φύλλα της ελιάς που ασημίζουν κάτω από τον καλοκαιρινό ουρανό, οι κοφτεροί
παγωμένοι όγκοι, όλα αυτά φέρουν, μεταφέρουν, θρέφουν.
Απόσπασμα από το βιβλίο « ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ, Frederic Gros, Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2015»
Απόσπασμα από το βιβλίο « ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ, Frederic Gros, Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2015»