Λίγο πριν το τέλος μας, περιμένουμε δεμένοι επάνω στον βράχο της
δουλικής υπομονής να έρθει ο πολιτιστικός, εθνικός και οικονομικός
θάνατος να μας λυτρώσει από τα αιώνια λάθη μας, τα οποία τώρα έγιναν
δυσθεώρητο βάρος και μας πάνε κατευθείαν στα σκοτεινά και ανίερα βάθη
των προσωπικών και κρατικών μας ωκεανών και σαν χανόμαστε, αγκαλιά με
την άγκυρα κρεμασμένη στον λαιμό, από την μια κοιτάμε με τρόμο το βαθύ
σκοτάδι που μας περιμένει και από την άλλη, αναπολούμε με λησμονιά το
λαμπερό φως του ήλιου που αφήνουμε στα χέρια αυτών που με τόση
εγκληματική λεπτομέρεια μας έφεραν στην κορυφή του βουνού για να μας
δέσουν με αλυσίδες στον βράχο της υποταγής, έτσι ώστε, το θεριό του
κόσμου να μπήξει με περίσσια ευκολία τα νύχια του μέσα στις ψυχές μας
και να μας κάνει ζωντανούς νεκρούς, που σαν τα φαντάσματα και πάλι θα
κυκλοφορούμε στα πέρατα του κόσμου μιλώντας και κλαίγοντας για
αλησμόνητες και χαμένες πατρίδες.
Λίγο πριν το τέλος μας, θυμηθήκαμε τον συνάνθρωπο μας, τον γείτονα μας, τον συγγενή και φίλο μας, που μέχρι εχθές στεκόταν φτωχός και ανήμπορος δίπλα μας, αλλά δεν τον βλέπαμε, διότι η παραζάλη και ο χορός του χρήματος, της άνεσης και του οχαδερφισμού, δεν μας άφηνε και δεν μας επέτρεπε να βγάλουμε τις παρωπίδες μας, που ακόμα και από γέννα τοποθετούσαν επάνω μας, μόνο και μόνο, για να μας κάνουν αυτό που είμαστε σήμερα, ένα δουλικό, διαλυμένο και απαξιωμένο έθνος, τόσο στα μάτια των εχθρών μας, όσο και στα μάτια των φίλων μας και πόσο μάλλον μεταξύ μας, που ο ένας χαίρεται για τον πόνο και την δυστυχία του άλλου, περιμένοντας ο ένας, την πτώση του άλλου, για να πάρει γρήγορα και χωρίς σκέψη ότι αφήνει πίσω του ο άτυχος και δύσμοιρος ανθρωπάκος, ο οποίος δεν έχει τις δυνατότητες να αντισταθεί σε αυτό το φρικιαστικό και δολοφονικό τσουνάμι το οποίο σαρώνει ανθρώπους, οικογένειες, περιουσίες, ήθη, αρχές, προγόνους, ιστορία και σύνορα.
Λίγο πριν το τέλος μας, θυμηθήκαμε να βγούμε από τις προσωπικές, εργασιακές και κομματικές μας τρύπες, για να φωνάξουμε και να αντισταθούμε, όχι για την πατρίδα μας, όχι για την ιστορία μας, όχι για τον διαμελισμό της χώρας μας, όχι για την εκδίωξη των προγόνων μας, αλλά για την αγωνία στο να κρατήσουμε τις όποιες εργασιακές, πολιτικές και κομματικές μας τρύπες, μόνο που ξεχάσαμε ότι, ο κάμπος της ζούγκλας πλημυρίζει και όταν πλημυρίζει ένας κάμπος, πρώτα οι τρύπες γεμίζουν με νερό και πνίγουν στο υγρό σκοτάδι ότι υπάρχει μέσα, γι αυτό τον λόγο, καιρός είναι να αφήσουμε τα λαγούμια μας και να ενωθούμε όλοι μαζί, δημιουργώντας αναχώματα, για να εμποδίσουμε την προδοτική και ανθελληνική πλημύρα που έρχεται κατά επάνω μας.
Λίγο πριν το τέλος μας, τα καφενεία και τα πάσης φύσεως καταγώγια γεμίζουν και πλημυρίζουν από πολεμικές ιαχές εναντίον του κατακτητή, από τους πάσης φύσεως αγωνιστές και επαναστάτες, οι οποίοι, βγαίνοντας έξω από την πόρτα του καταγώγιου, ξεχνάνε δια μαγείας τις όποιες ιαχές, κρεμάνε στον λαιμό την κουδούνα και συνεχίζουν με πλήρη ωριμότητα το βέλασμα, έτσι ώστε, να δώσουν το παρών στον τσομπάνη, ο οποίος περιμένει ανυπόμονος με την γκλίτσα στο χέρι να κτυπήσει ανελέητα το όποιο αμνοερίφιο δεν βελάξει και δεν ακολουθήσει το καθιερωμένο μονοπάτι για το μαντρί.
Λίγο πριν το τέλος μας, κοιτάζω έξω από το παράθυρο και βλέπω,
Τις συμμορίες με καλάσζικοφ να κλέβουν και να βιάζουν ολημερίς και ολονυκτίς.
Τις συμμορίες με κλεμμένα οχήματα να λεηλατούν την χώρα ρημάζοντας μέρα μεσημέρι τα πάντα και τους πάντες.
Τους κλέφτες και δολοφόνους παντός τύπου και πάσης εθνικότητος να συμμετέχουν σε ένα τρελό γαϊτανάκι χαράς και ατιμωρησίας.
Τους εμπόρους ναρκωτικών να πουλάνε την πραμάτεια τους ακόμα και σε παιδιά δημοτικών σχολείων.
Τους πληρωμένους δημοσιογράφους να τυφλώνουν και να κουφαίνουν με λάσπη τα μάτια και τα αυτιά των ανθρώπων.
Τους φοροφυγάδες, τους τσαρλατάνους και τους απατεώνες να στήνουν πανηγύρια.
Από ανθέλληνες πολιτικούς να ζητούν και επίσημα την διάλυση της χώρας.
Πολιτικούς και πολίτες να έχουν βασιλικές περιουσίες τις οποίες απέκτησαν ματώνοντας το κράτος και τον λαό.
Τους παράνομους και παράτυπους μετανάστες να απειλούν το κράτος και τον λαό με θρησκευτικό πόλεμο.
Όλα τα κρατικά κτήρια, δρόμοι, λεωφορεία, τρένα, σπίτια και αγάλματα να είναι βανδαλισμένα με μπογιές και συνθήματα δημιουργώντας ένα τοπίο πολιτιστικού και πνευματικού χάους.
Τους διάφορους υπανθρώπους να καίνε και να ρημάζουν ανενόχλητοι τα εθνικά μας σύμβολα.
Τα σχολεία και τα νοσοκομεία σε ανύπαρκτη λειτουργία.
Τους δημοσίους υπαλλήλους σε λευκή και μαύρη απεργία.
Τα παιδιά να παίζουν μέσα στις πόλεις επάνω σε τεχνητά βουνά σκουπιδιών.
Τα σύνορα μας να καταργούνται.
Τις πλατείες και τις παιδικές χαρές να θυμίζουν καταυλισμό του ΟΗΕ.
Τις κομματικές και τυποποιημένες ανίερες διαδηλώσεις.
Τις ιδεολογικές επαναστάσεις του φραπέ.
Τους εκατοντάδες άστεγους και αβοήθητους ανθρώπους.
Τις ανύπαρκτες κυβερνήσεις έρμαια του κάθε φραγκολεβαντίνου.
Τους ψεύτες και τους απατεώνες πολιτικούς να γίνονται ηγέτες.
Το απόλυτο τίποτε να γίνεται κάτι και το κάτι, να μετατρέπεται σε ένα απόλυτο τίποτε.
Τους νέους της χώρας να φεύγουν και πάλι μετανάστες.
Τις τηλεοράσεις να παίζουν ολημερίς τούρκικα σήριαλ.
Τους δικούς μας να πουλάνε και τους ξένους να αγοράζουν.
Την παραβίαση των νόμων και του συντάγματος.
Την κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων.
Τις οθωμανικού τύπου φοροεισπρακτικές επιδρομές.
Και το χειρότερο όλων, ενώ όλο το σύμπαν είναι στους δρόμους, εντούτοις, το μόνο που αισθάνεσαι είναι σιωπή, μια ατελείωτη ανατριχιαστική και φονική σιωπή, που σαν πυκνή ομίχλη σκεπάζει τα πάντα στο πέρασμα της, δημιουργώντας μόνο φόβο και αγωνία, για το πότε θα πέσεις επάνω σε αυτό που δεν μπορείς να δεις.
Λίγο πριν το τέλος μας, καταλάβαμε ότι τα πρόβατα που ταΐζαμε επί τόσα χρόνια ήσαν λύκοι, οι οποίοι, ξεχύθηκαν στα βουνά, στις θάλασσες και στους κάμπους και ζητάνε ουρλιάζοντας να ποιούνε το αίμα της πατρίδος μας, μπήγοντας συνάμα, τα μολυσμένα τους δόντια επάνω στο ιερό κορμί της, με μόνο σκοπό, να προκαλέσουν την εδώ και δεκάδες χρόνια ζητούμενη και ποθούμενη εθνική σηψαιμία, έτσι ώστε, να ζητήσουν εκ του ασφαλούς αυτήν την φορά, γη και ύδωρ.
Λίγο πριν το τέλος μας, προσπαθούμε απεγνωσμένα να διορθώσουμε τα λάθη μας, πως, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερα, δίνοντας σε ακόμα μεγαλύτερους ανθέλληνες και προδότες, την άδεια, για να θανατώσουν ότι εθνικό απέμεινε έως τώρα.
Πατρίδα μου συγνώμη.
Λίγο πριν το τέλος μας, θυμηθήκαμε τον συνάνθρωπο μας, τον γείτονα μας, τον συγγενή και φίλο μας, που μέχρι εχθές στεκόταν φτωχός και ανήμπορος δίπλα μας, αλλά δεν τον βλέπαμε, διότι η παραζάλη και ο χορός του χρήματος, της άνεσης και του οχαδερφισμού, δεν μας άφηνε και δεν μας επέτρεπε να βγάλουμε τις παρωπίδες μας, που ακόμα και από γέννα τοποθετούσαν επάνω μας, μόνο και μόνο, για να μας κάνουν αυτό που είμαστε σήμερα, ένα δουλικό, διαλυμένο και απαξιωμένο έθνος, τόσο στα μάτια των εχθρών μας, όσο και στα μάτια των φίλων μας και πόσο μάλλον μεταξύ μας, που ο ένας χαίρεται για τον πόνο και την δυστυχία του άλλου, περιμένοντας ο ένας, την πτώση του άλλου, για να πάρει γρήγορα και χωρίς σκέψη ότι αφήνει πίσω του ο άτυχος και δύσμοιρος ανθρωπάκος, ο οποίος δεν έχει τις δυνατότητες να αντισταθεί σε αυτό το φρικιαστικό και δολοφονικό τσουνάμι το οποίο σαρώνει ανθρώπους, οικογένειες, περιουσίες, ήθη, αρχές, προγόνους, ιστορία και σύνορα.
Λίγο πριν το τέλος μας, θυμηθήκαμε να βγούμε από τις προσωπικές, εργασιακές και κομματικές μας τρύπες, για να φωνάξουμε και να αντισταθούμε, όχι για την πατρίδα μας, όχι για την ιστορία μας, όχι για τον διαμελισμό της χώρας μας, όχι για την εκδίωξη των προγόνων μας, αλλά για την αγωνία στο να κρατήσουμε τις όποιες εργασιακές, πολιτικές και κομματικές μας τρύπες, μόνο που ξεχάσαμε ότι, ο κάμπος της ζούγκλας πλημυρίζει και όταν πλημυρίζει ένας κάμπος, πρώτα οι τρύπες γεμίζουν με νερό και πνίγουν στο υγρό σκοτάδι ότι υπάρχει μέσα, γι αυτό τον λόγο, καιρός είναι να αφήσουμε τα λαγούμια μας και να ενωθούμε όλοι μαζί, δημιουργώντας αναχώματα, για να εμποδίσουμε την προδοτική και ανθελληνική πλημύρα που έρχεται κατά επάνω μας.
Λίγο πριν το τέλος μας, τα καφενεία και τα πάσης φύσεως καταγώγια γεμίζουν και πλημυρίζουν από πολεμικές ιαχές εναντίον του κατακτητή, από τους πάσης φύσεως αγωνιστές και επαναστάτες, οι οποίοι, βγαίνοντας έξω από την πόρτα του καταγώγιου, ξεχνάνε δια μαγείας τις όποιες ιαχές, κρεμάνε στον λαιμό την κουδούνα και συνεχίζουν με πλήρη ωριμότητα το βέλασμα, έτσι ώστε, να δώσουν το παρών στον τσομπάνη, ο οποίος περιμένει ανυπόμονος με την γκλίτσα στο χέρι να κτυπήσει ανελέητα το όποιο αμνοερίφιο δεν βελάξει και δεν ακολουθήσει το καθιερωμένο μονοπάτι για το μαντρί.
Λίγο πριν το τέλος μας, κοιτάζω έξω από το παράθυρο και βλέπω,
Τις συμμορίες με καλάσζικοφ να κλέβουν και να βιάζουν ολημερίς και ολονυκτίς.
Τις συμμορίες με κλεμμένα οχήματα να λεηλατούν την χώρα ρημάζοντας μέρα μεσημέρι τα πάντα και τους πάντες.
Τους κλέφτες και δολοφόνους παντός τύπου και πάσης εθνικότητος να συμμετέχουν σε ένα τρελό γαϊτανάκι χαράς και ατιμωρησίας.
Τους εμπόρους ναρκωτικών να πουλάνε την πραμάτεια τους ακόμα και σε παιδιά δημοτικών σχολείων.
Τους πληρωμένους δημοσιογράφους να τυφλώνουν και να κουφαίνουν με λάσπη τα μάτια και τα αυτιά των ανθρώπων.
Τους φοροφυγάδες, τους τσαρλατάνους και τους απατεώνες να στήνουν πανηγύρια.
Από ανθέλληνες πολιτικούς να ζητούν και επίσημα την διάλυση της χώρας.
Πολιτικούς και πολίτες να έχουν βασιλικές περιουσίες τις οποίες απέκτησαν ματώνοντας το κράτος και τον λαό.
Τους παράνομους και παράτυπους μετανάστες να απειλούν το κράτος και τον λαό με θρησκευτικό πόλεμο.
Όλα τα κρατικά κτήρια, δρόμοι, λεωφορεία, τρένα, σπίτια και αγάλματα να είναι βανδαλισμένα με μπογιές και συνθήματα δημιουργώντας ένα τοπίο πολιτιστικού και πνευματικού χάους.
Τους διάφορους υπανθρώπους να καίνε και να ρημάζουν ανενόχλητοι τα εθνικά μας σύμβολα.
Τα σχολεία και τα νοσοκομεία σε ανύπαρκτη λειτουργία.
Τους δημοσίους υπαλλήλους σε λευκή και μαύρη απεργία.
Τα παιδιά να παίζουν μέσα στις πόλεις επάνω σε τεχνητά βουνά σκουπιδιών.
Τα σύνορα μας να καταργούνται.
Τις πλατείες και τις παιδικές χαρές να θυμίζουν καταυλισμό του ΟΗΕ.
Τις κομματικές και τυποποιημένες ανίερες διαδηλώσεις.
Τις ιδεολογικές επαναστάσεις του φραπέ.
Τους εκατοντάδες άστεγους και αβοήθητους ανθρώπους.
Τις ανύπαρκτες κυβερνήσεις έρμαια του κάθε φραγκολεβαντίνου.
Τους ψεύτες και τους απατεώνες πολιτικούς να γίνονται ηγέτες.
Το απόλυτο τίποτε να γίνεται κάτι και το κάτι, να μετατρέπεται σε ένα απόλυτο τίποτε.
Τους νέους της χώρας να φεύγουν και πάλι μετανάστες.
Τις τηλεοράσεις να παίζουν ολημερίς τούρκικα σήριαλ.
Τους δικούς μας να πουλάνε και τους ξένους να αγοράζουν.
Την παραβίαση των νόμων και του συντάγματος.
Την κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων.
Τις οθωμανικού τύπου φοροεισπρακτικές επιδρομές.
Και το χειρότερο όλων, ενώ όλο το σύμπαν είναι στους δρόμους, εντούτοις, το μόνο που αισθάνεσαι είναι σιωπή, μια ατελείωτη ανατριχιαστική και φονική σιωπή, που σαν πυκνή ομίχλη σκεπάζει τα πάντα στο πέρασμα της, δημιουργώντας μόνο φόβο και αγωνία, για το πότε θα πέσεις επάνω σε αυτό που δεν μπορείς να δεις.
Λίγο πριν το τέλος μας, καταλάβαμε ότι τα πρόβατα που ταΐζαμε επί τόσα χρόνια ήσαν λύκοι, οι οποίοι, ξεχύθηκαν στα βουνά, στις θάλασσες και στους κάμπους και ζητάνε ουρλιάζοντας να ποιούνε το αίμα της πατρίδος μας, μπήγοντας συνάμα, τα μολυσμένα τους δόντια επάνω στο ιερό κορμί της, με μόνο σκοπό, να προκαλέσουν την εδώ και δεκάδες χρόνια ζητούμενη και ποθούμενη εθνική σηψαιμία, έτσι ώστε, να ζητήσουν εκ του ασφαλούς αυτήν την φορά, γη και ύδωρ.
Λίγο πριν το τέλος μας, προσπαθούμε απεγνωσμένα να διορθώσουμε τα λάθη μας, πως, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερα, δίνοντας σε ακόμα μεγαλύτερους ανθέλληνες και προδότες, την άδεια, για να θανατώσουν ότι εθνικό απέμεινε έως τώρα.
Πατρίδα μου συγνώμη.