Του Μπάμπη Παζαίτη
Εμείς
οι τότε νέοι προλάβαμε όλους τους πλανόδιους επαγγελματίες, να
παρελαύνουν σε καθημερινή βάση πολλοί και ορισμένοι εποχιακά ανάλογα με
το προϊόν πώλησης και περιστασιακά με τις υπηρεσίες που παρείχαν.
Διέρχονταν πεζοί ή με κάποιο ζώο φορτωμένο σαν γαϊδούρι γιατί τέτοιο
ήταν ή άλογο ή μουλάρι, με μεγάλα ψάθινα κοφίνια να κρέμονται στα πλευρά
του ζώου και ο αφέντης καβάλα σαν τον πασά στα Γιάννενα. Όλοι
διαλαλούσαν το εμπόρευμα με δυνατή χαρακτηριστική φωνή που την άκουγες
από μακριά, καθώς οι τότε δρόμοι και γειτονιές ήταν ήσυχες χωρίς θόρυβο
μηχανών αυτοκινήτων παρά μόνο παιδιών που παίζανε ανέμελα και αυτά όμως
σώπαιναν καθώς πλησίαζε ο ντελάλης και τον ακολουθούσαν χαζεύοντας τα
προϊόντα του, ή περιμένοντας να αρχίσει τα μαγικά του στην αυλή κάποιου
γείτονα παρέχοντας υπηρεσίες Γανωτή ή Καλαϊτζή, Παπλωματά, Ασπριτζή κ.α.
χρησιμοποιώντας παράξενα εργαλεία που κουβαλούσε στην πλάτη.
Από τίς πιο χαρακτηριστικές φωνές που θυμάμαι είναι: Τα μηλαράκιαααααααα ζάχαρη τριαντάφυλλο.
Ένας μελαψός βαθύ μελαχρινός, κουβαλούσε ένα κοντάρι και σε κάποιες τρύπες ήταν καρφωμένα με ένα μικρό ξυλάκι βυθισμένο, μικρά καραμελωμένα μήλα φιρίκια που δαγκάνες την καραμέλα και πετάγονταν από μέσα ευωδιαστός χυμός μήλου. Όταν τελείωνε η εποχή του μήλου, καθώς δεν τρώγαμε εισαγόμενα, άλλαζε προϊόν σε σκέτη κόκκινη γυαλιστερή και τραγανιστή καραμέλα σε σχήμα κοκκοράκι που δαγκάνες και γέμιζε το στόμα γλυκά ανακατεμένη με άρωμα τριαντάφυλλου, γι'αυτό και φώναζε: Τα κοκκοράκιααααααα ζάχαρη τριαντάφυλλο.
Φαινόμενο ήταν ο αποκαλούμενος από τις νοικοκυρές Υαλοπώλης που στην ουσία πουλούσε τα πάντα γύρω από ένα νοικοκυριό. Η πραμάτεια ήταν φορτωμένη σε ένα κάρο με τέσσερις ρόδες με πλαϊνά υπερυψωμένα που κλείνανε με ρολό όπως των μαγαζιών της εποχής. Το έσερνε ένα γεροδεμένο άλογο που σε κάθε στάση του περνούσε στο κεφάλι ένα σακί με σπόρους για να τρώει και να είναι ήσυχο και ενίοτε να αφοδεύει καταμεσής του δρόμου με στίβα από βουνιά. Δεν μπορώ να υπολογίσω πόσα είδη είχε η πραμάτεια, όμως το φαινόμενο ήταν ότι τα διαλαλούσε όλα μα όλα με μια σειρά και μάλιστα με λεπτομέρειες χρήσης του κάθε προϊόντος. Από τα λίγα που θυμάμαι είναι: Κουβαρίστρες μασουράκια, (όλα σε ζεύγη) Βελόνες παραμάνες, Ντιντιτί για κατσαρίδες, Παγάνες για ποντίκια, Τεντζερέδες τηγάνια, Σεντόνια μαξιλάρια, Πετσέτες σεμεδάκια, Ποτήρια κανάτες, ο Υαλοπώληηηηηηηηηης ντέεεεε με το τελευταίο να απευθύνεται στο άλογο να συνεχίσει εκτός αν φώναζε Όοοοοοοοο για στάση.
Αυτές οι φωνές ήταν καλοδεχούμενες γιατί έφερναν και του πουλιού το γάλα στην αυλή της νοικοκυράς ( για όσους δεν γνώρισαν αυλή ήταν κάτι που δεν υπάρχει σε πόλεις οπότε ας ψάξουν σε χωριά να την βρούν).
Και τώρα υπάρχουν πλανόδιοι πωλητές ως επί το πλείστον με ένα αγροτικό με σύγχρονο σύστημα ήχου dolby saround, και μεγάφωνο με έκο και παραμόρφωση που με τέρμα τα ντεσιμπέλ περνάνε αδιάκοπα για να σπάνε νεύρα και να τους ανέχονται όλοι άπραγοι έρμαια της μοίρας.
Και σας ρωτάω σε τι χρησιμεύει το μεγάφωνο του Αλέξανδρου το Καλό Παιδί, ως αυτοαποκαλείται ο τσιγγάνος παλιατζής που στροβιλίζει: Παλιατζής, όλα τα παλιά μαζεύω, αποθήκες καθαρίζω, ταράτσες υπόγεια καθαρίζω, όλα τα μαζεύω, παλιά σίδερα, παλιές μπαταρίες, αυτοκίνητα παλιά μικρά και μεγάλα, αλομήνια ( είδος αλουμινίου στα Ρομά) και όλα αυτά οδηγώντας με 10 χ.α.ω με το χέρι έξω από το παράθυρο με τσιγάρο αναμμένο και το κεφάλι μισό έξω για να παρατηρεί την παραμικρή κίνηση ενδιαφέροντος και να αδιαφορεί για το σύννεφο δυσφορίας που υποφέρουν τα έρμαια.
Εδώ σταματώ γιατί νευρίασα μόνο με την αναφορά του, και που να σας περιγράψω τον πλανόδιο μανάβη Μελένικο με ειδικότητα μόνο φράουλες κεράσια καρπούζια ευτυχώς εποχιακά δυστυχώς όμως εποχή με ανοικτές μπαλκονόπορτες και παράθυρα που η στρίγγλα φωνή του μπαίνει μέσα στο σπίτι και δεν ξέρεις που να κρυφτείς να μην ακούς.
Μνημείο για τους πρόσφυγες παπλωματάδες με όλα τα εργαλείο τους
σιδερένια για να αντέχουν στο χρόνο, ενώ τα πραγματικά ήταν ξύλινα.
Από τίς πιο χαρακτηριστικές φωνές που θυμάμαι είναι: Τα μηλαράκιαααααααα ζάχαρη τριαντάφυλλο.
Ένας μελαψός βαθύ μελαχρινός, κουβαλούσε ένα κοντάρι και σε κάποιες τρύπες ήταν καρφωμένα με ένα μικρό ξυλάκι βυθισμένο, μικρά καραμελωμένα μήλα φιρίκια που δαγκάνες την καραμέλα και πετάγονταν από μέσα ευωδιαστός χυμός μήλου. Όταν τελείωνε η εποχή του μήλου, καθώς δεν τρώγαμε εισαγόμενα, άλλαζε προϊόν σε σκέτη κόκκινη γυαλιστερή και τραγανιστή καραμέλα σε σχήμα κοκκοράκι που δαγκάνες και γέμιζε το στόμα γλυκά ανακατεμένη με άρωμα τριαντάφυλλου, γι'αυτό και φώναζε: Τα κοκκοράκιααααααα ζάχαρη τριαντάφυλλο.
Φαινόμενο ήταν ο αποκαλούμενος από τις νοικοκυρές Υαλοπώλης που στην ουσία πουλούσε τα πάντα γύρω από ένα νοικοκυριό. Η πραμάτεια ήταν φορτωμένη σε ένα κάρο με τέσσερις ρόδες με πλαϊνά υπερυψωμένα που κλείνανε με ρολό όπως των μαγαζιών της εποχής. Το έσερνε ένα γεροδεμένο άλογο που σε κάθε στάση του περνούσε στο κεφάλι ένα σακί με σπόρους για να τρώει και να είναι ήσυχο και ενίοτε να αφοδεύει καταμεσής του δρόμου με στίβα από βουνιά. Δεν μπορώ να υπολογίσω πόσα είδη είχε η πραμάτεια, όμως το φαινόμενο ήταν ότι τα διαλαλούσε όλα μα όλα με μια σειρά και μάλιστα με λεπτομέρειες χρήσης του κάθε προϊόντος. Από τα λίγα που θυμάμαι είναι: Κουβαρίστρες μασουράκια, (όλα σε ζεύγη) Βελόνες παραμάνες, Ντιντιτί για κατσαρίδες, Παγάνες για ποντίκια, Τεντζερέδες τηγάνια, Σεντόνια μαξιλάρια, Πετσέτες σεμεδάκια, Ποτήρια κανάτες, ο Υαλοπώληηηηηηηηηης ντέεεεε με το τελευταίο να απευθύνεται στο άλογο να συνεχίσει εκτός αν φώναζε Όοοοοοοοο για στάση.
Αυτές οι φωνές ήταν καλοδεχούμενες γιατί έφερναν και του πουλιού το γάλα στην αυλή της νοικοκυράς ( για όσους δεν γνώρισαν αυλή ήταν κάτι που δεν υπάρχει σε πόλεις οπότε ας ψάξουν σε χωριά να την βρούν).
Και τώρα υπάρχουν πλανόδιοι πωλητές ως επί το πλείστον με ένα αγροτικό με σύγχρονο σύστημα ήχου dolby saround, και μεγάφωνο με έκο και παραμόρφωση που με τέρμα τα ντεσιμπέλ περνάνε αδιάκοπα για να σπάνε νεύρα και να τους ανέχονται όλοι άπραγοι έρμαια της μοίρας.
Και σας ρωτάω σε τι χρησιμεύει το μεγάφωνο του Αλέξανδρου το Καλό Παιδί, ως αυτοαποκαλείται ο τσιγγάνος παλιατζής που στροβιλίζει: Παλιατζής, όλα τα παλιά μαζεύω, αποθήκες καθαρίζω, ταράτσες υπόγεια καθαρίζω, όλα τα μαζεύω, παλιά σίδερα, παλιές μπαταρίες, αυτοκίνητα παλιά μικρά και μεγάλα, αλομήνια ( είδος αλουμινίου στα Ρομά) και όλα αυτά οδηγώντας με 10 χ.α.ω με το χέρι έξω από το παράθυρο με τσιγάρο αναμμένο και το κεφάλι μισό έξω για να παρατηρεί την παραμικρή κίνηση ενδιαφέροντος και να αδιαφορεί για το σύννεφο δυσφορίας που υποφέρουν τα έρμαια.
Εδώ σταματώ γιατί νευρίασα μόνο με την αναφορά του, και που να σας περιγράψω τον πλανόδιο μανάβη Μελένικο με ειδικότητα μόνο φράουλες κεράσια καρπούζια ευτυχώς εποχιακά δυστυχώς όμως εποχή με ανοικτές μπαλκονόπορτες και παράθυρα που η στρίγγλα φωνή του μπαίνει μέσα στο σπίτι και δεν ξέρεις που να κρυφτείς να μην ακούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου