Τον Οκτώβριο του 1801, με οδηγό το ζωγράφο του Έλγιν, Τζιοβάνι Λουζιέρι, ο Κλαρκ επισκέφθηκε την Ακρόπολη και σημείωσε: “Η ευτυχία μας είναι πλήρης. Ξεχάσαμε όλες τις ταλαιπωρίες μας... Παρά την ικανοποίησή μου, όμως, πρέπει να θρηνήσω για το σχέδιο που ακολουθούν οι πράκτορες του λόρδου Έλγιν στον τόπο αυτό. Με το πρόσχημα ότι σώζουν τις τέχνες από τα χέρια των Τούρκων, κατεδαφίζουν ναούς που αντιστέκονταν στις φθορές του χρόνου και του πολέμου και τους βαρβάρους για αιώνες, για να διακοσμήσουν μια αξιοθρήνητη σκοτσέζικη βίλα (το παλατάκι που είχε υποσχεθεί ο Έλγιν στη μέλλουσα σύζυγό του). Τα λεπτά ανάγλυφα του Παρθενώνα μπαρκάρουν για την Κωνσταντινούπολη και η Αθηνά κοκκινίζει για το άσυλο που προορίζεται για τους βωμούς της”. (“Τhe life and remains of Edward D. Clarke”, London, 1824, σ. 502).
Λίγα χρόνια αργότερα, ωστόσο, αφού και η δική του επιχείρηση συλλογής αρχαιοτήτων είχε ολοκληρωθεί, έγραψε με παράπονο που δεν μπόρεσε να απομακρύνει και άλλες: “H συλλογή, όπως είναι τώρα, πρέπει να θεωρηθεί απλώς σταχυολόγηση. Το δρεπάνι ήταν στα χέρια άλλων...” (“Greek marbles brought from the shores of the Euxine Archipelago and Mediterranean”, Cambridge, 1809, εισαγωγή).
Το άγαλμα που έμελλε να αλλάξει τη μοίρα του Κλαρκ κείτονταν ανάμεσα στα ερείπια του ιερού της Ελευσίνας. Ήταν τρεις φορές περίπου το μέγεθος του ανθρώπου, σωζόταν μέχρι τη μέση, είχε το πρόσωπο φθαρμένο από τις λεηλασίες και έφερε στο κεφάλι σαν κορόνα ένα κυλινδρικό κουτί, μια κίστη, διακοσμημένη με στάχυα, παπαρούνες και γιρλάντες. Το ιερό φυτό της Δήμητρας έδινε τη βεβαιότητα στους χωρικούς ότι το άγαλμα φρόντιζε για τη σοδειά τους. Είχε εντοπιστεί το 1676, αλλά από τη μια λόγω τους βάρους του, από την άλλη χάρη στη δεισιδαιμονία των χωρικών, έμενε στη θέση του.
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα και ο Κλαρκ περιγράφει την υπόθεση στον φίλο και βιογράφο του Ουίλιαμ Ότερ, στις 15 Δεκεμβρίου 1801, από την κορυφή του Παρνασσού: “Αφού γυρίσαμε από τον Μοριά, βρήκα τη θεά θαμμένη σ’ ένα σωρό κοπριά μέχρι τ’ αυτιά. Οι βοσκοί της Ελευσίνας και μόνο που έλεγα ότι θα τη μεταφέρω με κοιτούσαν σαν να επρόκειτο να βγάλω το φεγγάρι από την τροχιά του. Τι θα γινόταν το καλαμπόκι τους, έλεγαν, αν έπαιρναν τη γριά με το καλάθι της; Πήγα στην Αθήνα και έκανα αίτηση στον πασά και βοήθησα το αίτημά μου γλιστρώντας ένα εγγλέζικο τηλεσκόπιο στα δάχτυλά του. Η δουλειά έγινε και αφήνοντας τον (συνοδοιπόρο του) κ. Κριπς στην Αθήνα ξεκίνησα για την Ελευσίνα, με τη συνοδεία ενός Τούρκου αξιωματούχου, του Τσοχαντάρη του πασά”. (“Τhe life”, σ. 505-6).
Αναλυτικότερα εμφανίζεται η περιγραφή στο βιβλιαράκι που έγραψε ο Κλαρκ με αφορμή την τοποθέτηση του αγάλματος στη Βιβλιοθήκη του Κέιμπριτζ (“Testimonies of different authors respecting the colossal statue of Ceres”, Cambridge, 1803, σ. 21-25).
Καμιά εκατοστή χωρικοί μαζεύτηκαν από το χωριό και τη γύρω περιοχή και περίπου πενήντα αγόρια. Οι χωρικοί μοιράστηκαν σαράντα και σαράντα από τη μια και από την άλλη πλευρά, για να δουλέψουν τα σκοινιά, ενώ οι υπόλοιποι με λοστούς σήκωναν τη μηχανή (μια ξύλινη τριγωνική σχάρα, όπου είχαν ξαπλώσει το άγαλμα) όταν συναντούσε πέτρες ή ογκόλιθους στην πορεία της. Τα αγόρια που δεν είχαν αρκετή δύναμη για να δουλέψουν με τα σκοινιά ή τους λοστούς σήκωναν τα κατρακύλια μόλις η μηχανή τα άφηνε πίσω της και τα τοποθετούσαν πάλι μπροστά.
Νικήθηκαν οι τεχνικές δυσκολίες, αλλά όχι πριν προβάλλουν μια τελευταία αντίσταση οι θεϊκές δυνάμεις. Το προηγούμενο βράδυ της μεταφοράς του αγάλματος συνέβη ένα ατύχημα, που παρά λίγο να βάλει τέλος στο εγχείρημα. Την ώρα που οι κάτοικοι συζητούσαν με τον Τούρκο αξιωματούχο που έφερε το φιρμάνι από τον βοεβόδα της Αθήνας, ένα βόδι που είχε λυθεί από τον ζυγό του ήρθε και στάθηκε μπροστά στο άγαλμα και αφού το χτύπησε για λίγη ώρα με τα κέρατά του έφυγε τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα μουγκρίζοντας προς τον κάμπο της Ελευσίνας. Αμέσως απλώθηκε ψίθυρος και καθώς αρκετές γυναίκες ήταν μέσα στο πλήθος πολύ δύσκολα μπορούσε να γίνει συνεννόηση. Πάντοτε, έλεγαν, ήταν ονομαστοί για το καλαμπόκι τους και η γονιμότητα της γης θα έπαυε όταν θα έφευγε το άγαλμα.
Στη συνέχεια, πάντως, αυτοί οι ενδoιασμοί κάμφθηκαν και το επόμενο πρωί, 22 Νοεμβρίου 1801, ο ιερέας της Ελευσίνας φορώντας τα καλά άμφιά του κατέβηκε στο άνοιγμα, όπου το άγαλμα ήταν μισοθαμμένο, για να δώσει το πρώτο χτύπημα με τον κασμά, ώστε οι άνθρωποι να πειστούν ότι καμιά συμφορά δεν θα έπεφτε πάνω στους εργάτες. Το μεσημέρι το άγαλμα είχε φτάσει στην κορυφή του λόφου πάνω από την Ελευσίνα και το ηλιοβασίλεμα, με την επιπλέον βοήθεια του πληρώματος ενός κασσιώτικου πλοίου που είχε μισθωθεί για να το μεταφέρει, είχε τοποθετηθεί στην άκρη της αρχαίας προκυμαίας του λιμανιού.
Την επόμενη μέρα, 23 Νοεμβρίου, το άγαλμα μεταφέρθηκε στο πλοίο και, σαν την “Ξανθούλα” του Διονυσίου Σολωμού: “... να σου η θεά δεμένη για την Αγγλία να περνά από τον Πειραιά για να αφήσει τους Αθηναίους” (“The life”, σ. 506).
Στον δρόμο της επιστροφής, σε ένα παράξενο παιχνίδι της τύχης, το πλοίο βούλιαξε λίγο έξω από τις ακτές της Αγγλίας. Το άγαλμα ανασύρθηκε και τη 1 Ιουλίου 1803 τοποθετήθηκε με δόξες και τιμές στο πιο προβεβλημένο σημείο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης του Κέιμπριτζ. Η σύγκλητος του πανεπιστημίου απένειμε ομόφωνα στον Κλαρκ τον τίτλο “Doctor of Laws” (LLD) και στον συνοδοιπόρο του Κριπς τον τίτλο “Master of Arts” (MA). Τα ονόματα και των δύο χαράχθηκαν στο βάθρο του αγάλματος. Το 1808, μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να εκλεγεί καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας, ο Κλαρκ εκλέχθηκε θριαμβευτικά καθηγητής Ορυκτολογίας. Πέθανε στις 9 Μαρτίου 1822.
Δεν είναι δυσεξήγητο ότι ένα από τα πρώτα μελήματα του νεοσύστατου κράτους ήταν η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας ίδρυσε το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αίγινα το 1829, ενώ το 1835 η Ελλάδα θέσπισε νόμο για την προστασία των αρχαιοτήτων, ο οποίος προέβλεπε την απαγόρευση εξόδου τους από τη χώρα.
(ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου