Είμαστε Έλληνες, τότε ας ζήσουμε σαν Έλληνες και όχι σαν ξεθωριασμένα καρτούν από ταινία του Χόλυγουντ.
Είμαστε Έλληνες, τότε ας φερθούμε σαν Έλληνες και όχι σαν φοβισμένα κοριτσόπουλα.
Είμαστε Έλληνες, τότε ας υμνούμε τους Έλληνες προγόνους και προπάτορες μας και όχι τους προγόνους και τους προπάτορες άλλων εθνών.
Είμαστε Έλληνες, τότε ας αντισταθούμε σαν Έλληνες, όπως προστάζει το ήθος και η ανδρεία της χιλιόχρονης ιστορίας μας.
Είμαστε Έλληνες, τότε ας σπουδάζουμε την Ελληνική αρχαία γραμματεία και όχι την γραμματεία των βάρβαρων φίλων και γειτόνων μας.
Είμαστε Έλληνες, τότε ας υμνούμε τους Έλληνες Θεούς μας, τους οποίους εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε, με μόνο σκοπό, να δοξάσουμε την πλάση, η οποία, είναι ο ίδιος ο Δημιουργός της ζωής, της τάξης και της αταξίας συνάμα.
Είμαστε Έλληνες, τότε ας μάθουμε στα παιδιά μας να ζούνε και να μεγαλουργούν σαν Έλληνες και όχι σαν κέρινα ομοιώματα, που με την πρώτη ζέστη λιώνουν και χάνονται.
Είμαστε Έλληνες, τότε ας πούμε και πάλι όχι στην νέα βαρβαρότητα των νέων στρατιών του Ξέρξη, που θέλουν και πάλι να αντικαταστήσουν το φως των προγόνων μας με το δικό τους βαρβαρικό σκοτάδι.
Εάν λοιπόν είμαστε Έλληνες, ας αποτινάξουμε από επάνω μας ότι ξένο, ότι πλαστικό, ότι κάλπικο, ότι βαρβαρικό και ας τρέξουμε στις αγκαλιές των προγόνων μας, ζητώντας τους να μας δείξουν τον δρόμο της σκέψης, της φιλοσοφίας, της αρετής, της γνώσης, της ανδρείας, της φιλοπατρίας, τον δρόμο αυτόν, που εδώ και εκατοντάδες χρόνια χάσαμε.
Εάν είμαστε Έλληνες, ας ξεκινήσουμε για το μεγάλο ταξίδι, το ταξίδι αυτό, που θα μας κάνει και πάλι να λέμε με υπερηφάνεια σε όλους του πλανήτη, ότι είμαστε ΕΛΛΗΝΕΣ.
, τότε ας ζήσουμε σαν Έλληνες και όχι σαν ξεθωριασμένα καρτούν από ταινία του Χόλυγουντ.Είμαστε Έλληνες, τότε ας σπουδάζουμε την Ελληνική αρχαία γραμματεία και όχι την γραμματεία των βάρβαρων φίλων και γειτόνων μας.
Είμαστε Έλληνες, τότε ας υμνούμε τους Έλληνες Θεούς μας, τους οποίους εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε, με μόνο σκοπό, να δοξάσουμε την πλάση, η οποία, είναι ο ίδιος ο Δημιουργός της ζωής, της τάξης και της αταξίας συνάμα.
Είμαστε Έλληνες, τότε ας μάθουμε στα παιδιά μας να ζούνε και να μεγαλουργούν σαν Έλληνες και όχι σαν κέρινα ομοιώματα, που με την πρώτη ζέστη λιώνουν και χάνονται.
Είμαστε Έλληνες, τότε ας πούμε και πάλι όχι στην νέα βαρβαρότητα των νέων στρατιών του Ξέρξη, που θέλουν και πάλι να αντικαταστήσουν το φως των προγόνων μας με το δικό τους βαρβαρικό σκοτάδι.
Εάν λοιπόν είμαστε Έλληνες, ας αποτινάξουμε από επάνω μας ότι ξένο, ότι πλαστικό, ότι κάλπικο, ότι βαρβαρικό και ας τρέξουμε στις αγκαλιές των προγόνων μας, ζητώντας τους να μας δείξουν τον δρόμο της σκέψης, της φιλοσοφίας, της αρετής, της γνώσης, της ανδρείας, της φιλοπατρίας, τον δρόμο αυτόν, που εδώ και εκατοντάδες χρόνια χάσαμε.
Εάν είμαστε Έλληνες, ας ξεκινήσουμε για το μεγάλο ταξίδι, το ταξίδι αυτό, που θα μας κάνει και πάλι να λέμε με υπερηφάνεια σε όλους του πλανήτη, ότι είμαστε ΕΛΛΗΝΕΣ.
Είμαστε Έλληνες, τότε ας φερθούμε σαν Έλληνες και όχι σαν φοβισμένα κοριτσόπουλα.
Είμαστε Έλληνες, τότε ας υμνούμε τους Έλληνες προγόνους και προπάτορες μας και όχι τους προγόνους και τους προπάτορες άλλων εθνών.
Είμαστε Έλληνες, τότε ας αντισταθούμε σαν Έλληνες, όπως προστάζει το ήθος και η ανδρεία της χιλιόχρονης ιστορίας μας.
Είμαστε Έλληνες, τότε ας σπουδάζουμε την Ελληνική αρχαία γραμματεία και όχι την γραμματεία των βάρβαρων φίλων και γειτόνων μας.
Είμαστε Έλληνες, τότε ας υμνούμε τους Έλληνες Θεούς μας, τους οποίους εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε, με μόνο σκοπό, να δοξάσουμε την πλάση, η οποία, είναι ο ίδιος ο Δημιουργός της ζωής, της τάξης και της αταξίας συνάμα.
Είμαστε Έλληνες, τότε ας μάθουμε στα παιδιά μας να ζούνε και να μεγαλουργούν σαν Έλληνες και όχι σαν κέρινα ομοιώματα, που με την πρώτη ζέστη λιώνουν και χάνονται.
Είμαστε Έλληνες, τότε ας πούμε και πάλι όχι στην νέα βαρβαρότητα των νέων στρατιών του Ξέρξη, που θέλουν και πάλι να αντικαταστήσουν το φως των προγόνων μας με το δικό τους βαρβαρικό σκοτάδι.
Εάν λοιπόν είμαστε Έλληνες, ας αποτινάξουμε από επάνω μας ότι ξένο, ότι πλαστικό, ότι κάλπικο, ότι βαρβαρικό και ας τρέξουμε στις αγκαλιές των προγόνων μας, ζητώντας τους να μας δείξουν τον δρόμο της σκέψης, της φιλοσοφίας, της αρετής, της γνώσης, της ανδρείας, της φιλοπατρίας, τον δρόμο αυτόν, που εδώ και εκατοντάδες χρόνια χάσαμε.
Εάν είμαστε Έλληνες, ας ξεκινήσουμε για το μεγάλο ταξίδι, το ταξίδι αυτό, που θα μας κάνει και πάλι να λέμε με υπερηφάνεια σε όλους του πλανήτη, ότι είμαστε ΕΛΛΗΝΕΣ.
ΣΑΣ ΣΙΧΑΘΗΚΑ.
Κείμενο από το Μεγάλο Ανθρωπάκι.
Θέλω να ζήσω, ρε !!!!!!!!!!!.....
Όχι απλά να επιβιώσω !!!!!!!!
Βαρέθηκα να είμαι ένας ακόμα αριθμός στις στατιστικές σας.
Ένα νούμερο και όχι μια ψυχή.
Να είμαι ένας ακόμα απ’ όλους εκείνους που ρίχνουν νερό στο μύλο της φαυλότητας σας.
Σιχάθηκα να παίζω το παιχνίδι σας και να σας προσφέρω απλόχερα και το άλλο μάγουλο κάθε φορά που ρίχνετε κι ένα καινούριο χαστούκι στην αξιοπρέπεια μου.
Μπούχτισα πια να σκύβω φοβισμένος το κεφάλι μου, προσπαθώντας να μαζέψω τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι σας για να επιβιώσω.
Θέλω να ζήσω, ρε!
Δεν θέλω απλά να επιβιώσω στον κόσμο σας.
Σ' έναν κόσμο που φτιάξατε χωρίς να με ρωτήσετε!
Δε θέλω πια να προσπαθώ να γίνω αυτό που όλοι εσείς σχεδιάσατε για μένα. Θέλω να ακολουθώ τα θέλω της ψυχής μου.
Θέλω να διαβάζω ποίηση και όχι τα μαθηματικά σας.
Σιχαίνομαι το δημιούργημά σας (τον κόσμο σας) και την κοινωνία σας.
Σας σιχάθηκα πια!
Μα πιο πολύ απ’ όλα, σιχάθηκα τον εαυτό μου, που τόσα χρόνια σας ανέχτηκε, τιποτένια και πανούργα ανθρωπάκια.
Σιχάθηκα τις ιδέες σας, σιχάθηκα τη θρησκεία σας, σιχάθηκα τις αξίες σας.
Σιχάθηκα όλα εκείνα που ξεγελώντας με από μωρό, κάνατε να μοιάζουν σημαντικά όλη μου τη ζωή τώρα.
Σας φοβήθηκα, πίστεψα πως είστε δυνατοί.
Μεγάλοι και τρανοί.
Μα τώρα πια δε σας φοβάμαι άλλο...
Σφίγγω το χέρι του διπλανού μου, και ορμάω για ν’ αγγίξω το άπειρο.
Κυνηγάω πια το όνειρο, εκείνο που ποτέ μου δε θ’ αγγίξω.
Όλα εκείνα που κάνατε να πιστέψω, βάζοντας το μυαλό μου στη μηχανή του κιμά σας, πως είναι ανέφικτα.
Διέλυσα το κρεβάτι του Προκρούστη που με κοιμίζατε από μωρό.
Το έκανα κομμάτια και τα πέταξα στη θάλασσα που δε μ’ αφήνατε τόσο καιρό να ταξιδέψω...
Έραψα πάνω του για πανιά τις ελπίδες και τις προσδοκίες που μου σκοτώνατε όλα αυτά τα χρόνια κι έβαλα ρότα για την ευτυχία.
Την ευτυχία...
Που όσο κι αν την παστώσατε με λογής λογής ψεύτικα χρώματα και την σκεπάσατε μ’ άχρηστα στολίδια και φτιασίδια, δεν καταφέρατε να τη σκοτώσετε..
Σας βαρέθηκα τιποτένια, άχρηστα και γελοία ανθρωπάκια...
Ξέρω πως πρώτος απ' όλους φταίω εγώ για την κατάντια μου...
Μα τώρα πια μπορώ να δω!
Και να σας στείλω πια εκεί που σας αρμόζει.
Στη λήθη και την ανυπαρξία...
Στο τίποτα και στο πουθενά...
Είμαστε Έλληνες, τότε ας σπουδάζουμε την Ελληνική αρχαία γραμματεία και όχι την γραμματεία των βάρβαρων φίλων και γειτόνων μας.
Είμαστε Έλληνες, τότε ας υμνούμε τους Έλληνες Θεούς μας, τους οποίους εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε, με μόνο σκοπό, να δοξάσουμε την πλάση, η οποία, είναι ο ίδιος ο Δημιουργός της ζωής, της τάξης και της αταξίας συνάμα.
Είμαστε Έλληνες, τότε ας μάθουμε στα παιδιά μας να ζούνε και να μεγαλουργούν σαν Έλληνες και όχι σαν κέρινα ομοιώματα, που με την πρώτη ζέστη λιώνουν και χάνονται.
Είμαστε Έλληνες, τότε ας πούμε και πάλι όχι στην νέα βαρβαρότητα των νέων στρατιών του Ξέρξη, που θέλουν και πάλι να αντικαταστήσουν το φως των προγόνων μας με το δικό τους βαρβαρικό σκοτάδι.
Εάν λοιπόν είμαστε Έλληνες, ας αποτινάξουμε από επάνω μας ότι ξένο, ότι πλαστικό, ότι κάλπικο, ότι βαρβαρικό και ας τρέξουμε στις αγκαλιές των προγόνων μας, ζητώντας τους να μας δείξουν τον δρόμο της σκέψης, της φιλοσοφίας, της αρετής, της γνώσης, της ανδρείας, της φιλοπατρίας, τον δρόμο αυτόν, που εδώ και εκατοντάδες χρόνια χάσαμε.
Εάν είμαστε Έλληνες, ας ξεκινήσουμε για το μεγάλο ταξίδι, το ταξίδι αυτό, που θα μας κάνει και πάλι να λέμε με υπερηφάνεια σε όλους του πλανήτη, ότι είμαστε ΕΛΛΗΝΕΣ.
ΣΑΣ ΣΙΧΑΘΗΚΑ.
Κείμενο από το Μεγάλο Ανθρωπάκι.
Θέλω να ζήσω, ρε !!!!!!!!!!!.....
Όχι απλά να επιβιώσω !!!!!!!!
Βαρέθηκα να είμαι ένας ακόμα αριθμός στις στατιστικές σας.
Ένα νούμερο και όχι μια ψυχή.
Να είμαι ένας ακόμα απ’ όλους εκείνους που ρίχνουν νερό στο μύλο της φαυλότητας σας.
Σιχάθηκα να παίζω το παιχνίδι σας και να σας προσφέρω απλόχερα και το άλλο μάγουλο κάθε φορά που ρίχνετε κι ένα καινούριο χαστούκι στην αξιοπρέπεια μου.
Μπούχτισα πια να σκύβω φοβισμένος το κεφάλι μου, προσπαθώντας να μαζέψω τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι σας για να επιβιώσω.
Θέλω να ζήσω, ρε!
Δεν θέλω απλά να επιβιώσω στον κόσμο σας.
Σ' έναν κόσμο που φτιάξατε χωρίς να με ρωτήσετε!
Δε θέλω πια να προσπαθώ να γίνω αυτό που όλοι εσείς σχεδιάσατε για μένα. Θέλω να ακολουθώ τα θέλω της ψυχής μου.
Θέλω να διαβάζω ποίηση και όχι τα μαθηματικά σας.
Σιχαίνομαι το δημιούργημά σας (τον κόσμο σας) και την κοινωνία σας.
Σας σιχάθηκα πια!
Μα πιο πολύ απ’ όλα, σιχάθηκα τον εαυτό μου, που τόσα χρόνια σας ανέχτηκε, τιποτένια και πανούργα ανθρωπάκια.
Σιχάθηκα τις ιδέες σας, σιχάθηκα τη θρησκεία σας, σιχάθηκα τις αξίες σας.
Σιχάθηκα όλα εκείνα που ξεγελώντας με από μωρό, κάνατε να μοιάζουν σημαντικά όλη μου τη ζωή τώρα.
Σας φοβήθηκα, πίστεψα πως είστε δυνατοί.
Μεγάλοι και τρανοί.
Μα τώρα πια δε σας φοβάμαι άλλο...
Σφίγγω το χέρι του διπλανού μου, και ορμάω για ν’ αγγίξω το άπειρο.
Κυνηγάω πια το όνειρο, εκείνο που ποτέ μου δε θ’ αγγίξω.
Όλα εκείνα που κάνατε να πιστέψω, βάζοντας το μυαλό μου στη μηχανή του κιμά σας, πως είναι ανέφικτα.
Διέλυσα το κρεβάτι του Προκρούστη που με κοιμίζατε από μωρό.
Το έκανα κομμάτια και τα πέταξα στη θάλασσα που δε μ’ αφήνατε τόσο καιρό να ταξιδέψω...
Έραψα πάνω του για πανιά τις ελπίδες και τις προσδοκίες που μου σκοτώνατε όλα αυτά τα χρόνια κι έβαλα ρότα για την ευτυχία.
Την ευτυχία...
Που όσο κι αν την παστώσατε με λογής λογής ψεύτικα χρώματα και την σκεπάσατε μ’ άχρηστα στολίδια και φτιασίδια, δεν καταφέρατε να τη σκοτώσετε..
Σας βαρέθηκα τιποτένια, άχρηστα και γελοία ανθρωπάκια...
Ξέρω πως πρώτος απ' όλους φταίω εγώ για την κατάντια μου...
Μα τώρα πια μπορώ να δω!
Και να σας στείλω πια εκεί που σας αρμόζει.
Στη λήθη και την ανυπαρξία...
Στο τίποτα και στο πουθενά...