Ο Ιουλιανός (Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός,
Λατ. Flavius Claudius Julianus, 331 ή 332 — 26 Ιουνίου 363), γνωστός ως
Ιουλιανός ο Παραβάτης ή Ιουλιανός ο Αποστάτης, αλλά και Ιουλιανός ο Μέγας,
ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο και
αξιοσημείωτος φιλόσοφος και συγγραφέας στην ελληνική γλώσσα.
Συμβασίλευσε, ως Καίσαρας, με τον Κωνστάντιο Β’ από το 355 ως το 360 και
μόνος του, ως Αύγουστος, από το 361 ως το 363. Ο Ιουλιανός ήταν ο
τελευταίος αυτοκράτορας της Κωνσταντίνειας δυναστείας και ο μοναδικός
Εθνικός και μη χριστιανός. Το χριστιανικό ιερατείο της εκκλησίας, τον
κατασυκοφάντησε (ο Ιουλιανός υπήρξε ο μοναδικός, μη χριστιανός
αυτοκράτορας του Βυζαντίου), όπως άλλωστε όλους όσους στεκόταν εμπόδιο
στα σχέδιά επεκτατισμού της.
Ο
Ιουλιανός υπήρξε βαθύτατα μορφωμένος άνθρωπος. Επηρεασμένος από την
ελληνική κλασική παιδεία, ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του Έλληνα και δεν
δίσταζε να να δηλώνει «Έλλην ειμί». Σε επιστολή του προς τον φιλόσοφο
Θεμίσιο θα αναφέρει χαρακτηριστικά: «Φεύγοντας για την Ελλάδα, τότε που
όλοι νόμιζαν πως με στέλναν εξορία, τάχα δε δόξασα την τύχη μου σαν να
γιόρταζα τη μεγαλύτερη γιορτή, λέγοντας πως εκείνη η αλλαγή ήταν για
μένα ό,τι καλύτερο και πως είχα ανταλλάξει, όπως λένε, “Χαλκό με χρυσάφι
και εννιά βόδια με εκατό”; Τέτοια αγαλλίαση ένιωθα που μού λαχε να πάω
στην Ελλάδα αντί να μείνω σπίτι μου κι ας μην είχα εκεί ούτε χωράφι ούτε
κήπο ούτε ένα σπιτάκι δικό μου». Σε κάποια άλλη του επιστολή («Εγκώμιον
στην αυτοκράτειρα Ευσεβία»), δεν μπορεί να κρύψει την αγάπη του για την
Ελλάδαι: «Μα τι μ’ έχει πιάσει; Και τι είδους ομιλία είχα σκοπό να
ολοκληρώσω αν όχι τον έπαινο της αγαπημένης μου Ελλάδας, που δεν μπορώ να τη φέρω στο νου χωρίς να μένω έκθαμβος με κάθε τι δικό της;».
Τον
Ιουλιανό τον ενοχλούσε το φαινόμενο του Χριστιανισμού που ερχόταν σε
ευθεία σύγκρουση με την ελληνική του παιδεία και μόρφωση, καθώς και με
τον Ελληνικό Πολιτισμό που λάτρευε. Προσπάθησε να βάλει φρένο στην
ασυδοσία των κληρικών και τον πλουτισμό της Εκκλησίας, χωρίς ωστόσο να
προχωρήσει σε διώξεις εναντίον τους («Εγώ, μα τους θεούς, δε θέλω ούτε
να σκοτώνονται οι χριστιανοί ούτε να δέρνονται άδικα ούτε άλλο κακό να
παθαίνουν» [«Ιδιόχειρη επιστολή προς τον Ατάρβιο»]). Απεναντίας
προσπάθησε να κρατήσει μια ισορροπία. Εκδίδει διατάγματα περί
ανεξιθρησκείας, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αναβιώσει την ελληνική (και
ρωμαϊκή) θρησκεία.
Επιστρέφει τις
περιουσίες και ανακαλεί από την εξορία τους, διωχθέντες από τον
-αρειανιστή- Κωνστάντιο, ορθόδοξους χριστιανούς. Καταργεί τις κρατικές
χορηγήσεις στην χριστιανική εκκλησία. Εκδίδει πέντε διατάγματα για την
ενίσχυση της εξουσίας των τοπικών βουλών. Απαγορεύει να τον
προσαγορεύουν «Δεσπότη» και διακηρύσσει ότι θεωρεί τον εαυτό του μέλος
της συγκλητικής τάξης. Στις επιστολές του απευθύνεται προς τις βουλές
των πόλεων ως ίσος προς ίσον. Προωθεί μέτρα (φοροαπαλλαγές, παραγραφή
χρεών κ.α.) για την ενίσχυση της αυτονομίας των πόλεων. Προσπαθεί να
συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες μερίδες των χριστιανών και να αποτρέψει
συγκρούσεις ανάμεσα σε εθνικούς και χριστιανούς «Σε όλους τους
χριστιανούς έχω φερθεί με τέτοια πραότητα και φιλανθρωπία, που κανείς
απ’ αυτούς δεν υφίσταται βία πουθενά ούτε τους σέρνουν με το ζόρι στα
ιερά ούτε εξαναγκάζονται να κάνουν οτιδήποτε ενάντια στη θέληση τους»
Προς του κατοίκους της Έδεσσας.
Επιχειρώντας να περιορίσει την χριστιανική προπαγάνδα και την εξάπλωση του Χριστιανισμού,
εκδίδει διάταγμα αποκλεισμού των χριστιανών δασκάλων από την παιδεία·
απαγορεύει τα κληροδοτήματα προς τις εκκλησίες· υποχρεώνει τους
χριστιανούς να επανορθώσουν τις ζημιές που είχαν προξενήσει στα ιερά των
εθνικών. Ο Ιουλιανός θα δικαιολογήσει το μέτρο που πήρε, να απαγορέψει
στους χριστιανούς ρητοροδιδασκάλους και γραμματικούς να διδάσκουν
ελληνική φιλολογία, συνοψίζοντας την όλη στάση του απέναντι τους στην
φράση: «Πηγαίνετε στις εκκλησίες σας, να ερμηνεύσετε Ματθαίο και Λουκά;»
Οι χριστιανοί θεώρησαν ότι το μέτρο εκείνο κατ’ επέκταση απαγόρευε και
στα παιδιά τους να σπουδάζουν. Ως προς αυτό όμως ο Ιουλιανός, προς το
τέλος της επιστολής («Επιστολή 42»), είναι σαφής:
“Σωστή παιδεία, νομίζω, δεν σημαίνει το να χειρίζεσαι τις λέξεις και τη γλώσσα με ευρυθμία, αλλά το να σε διακρίνει η υγιής νοητική διάθεση να σκέφτεσαι λογικά,
να χεις σωστές απόψεις για το καλό και το κακό, το ωραίο και το αισχρό.
Αυτός, λοιπόν, που άλλα πιστεύει και άλλα διδάσκει σ’ όσους μαθητεύουν
πλάι του, νομίζω έχει απομακρυνθεί τόσο από την παιδεία όσο και από την
τιμιότητα. Και αν η διαφορά ανάμεσα στις σκέψεις και στα λόγια αφορά σε
μικροζητήματα, τότε είναι κάπως υποφερτό το κακό. Στα μεγάλα ζητήματα
όμως, αν κάποιος διδάσκει τα αντίθετα απ’ αυτά που πιστεύει, πώς να μη
θεωρηθεί άνθρωπος πανούργος, κάθε άλλο παρά έντιμος και ευσυνείδητος,
που μιλάει με πολύ καλά λόγια για πράγματα που τα θεωρεί τιποτένια,
εξαπατώντας και δελεάζοντας με επαίνους εκείνους στους οποίους επιδιώκει
να μεταδώσει τις δικές του ασχήμιες;
Περισσοτερα στο : https://terrapapers.com/ioulianos-o-megas-kata-christianon/