ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΥΚΛΟΣ: Η Κοσμογονία του Ησιόδου κατά την «Θεογονία».:
Ο
Ησίοδος
στο ποίημά του Θεογονία μας δίδει μία
συστηματική κοσμογονία (στίχοι
116-138).
Ας
την παρακολουθήσουμε νεοελληνική της
απόδοση και στο πρωτότυπο.
«Αληθινά
πρώτα πρώτα έγινε το Χάος,
αλλά μετά η πλατύστηθη Γαία,
όλων στέρεη βάση πάντα των αθάνατων
που έχουν την κεφαλή του χιονοσκέπαστου
Ολύµπου και τα
οµιχλώδη Τάρταρα
στο βάθος της πλατύδροµης γης, κι ο
Έρωτας, που είναι ο πιο ωραίος µέσα στους
αθάνατους θεούς, ο λυσοµέλης, κι όλων
των θεών όλων των ανθρώπων δαµάζει µες
στα στήθη τους τη γνώση και τη φρόνιµη
βουλή.
Κι
απ’ το Χάος ο Έρεβος κι η µαύρη Νύχτα
έγιναν· κι απ’ τη Νύχτα ο Αιθέρας κι η
Ηµέρα γεννήθηκαν, που τα έκανε αφού
συνέλαβε σµίγοντας µε το Έρεβος στην
αγάπη.
Μα
η Γαία πρώτα γέννησε
ίσον µ’ αυτήν τον
έναστρο Ουρανό, για
να την σκεπάζει γύρω από παντού, να είναι
στους Μακάριους
Θεούς
βάση στέρεα πάντα.
Και
γέννησε τα µακριά βουνά, τα όµορφα των
θεϊσσών κατοικητήρια, των Νυµφών, που
κατοικούν στων βουνών τις κοιλάδες.
Αυτή
γέννησε και το άγονο πέλαγος, το όλο
κύµα, τον Πόντο, χωρίς ηδονική αγάπη κι
έπειτα µε τον Ουρανό κοιµήθηκε και
γέννησε τον βαθύδινο Ωκεανό και τον
Κοίο και τον Κρείο και τον Υπερίονα και
τον Ιαπετό και τη Θεία και τη Ρεία και
τη Θέµη και τη Μνηµοσύνη και τη
χρυσοσοστέφανη Φοίβη και τη χαριτωµένη
Τηθή.
Και
µετ’ απ’ αυτούς τελευταίος γεννήθηκε
ο στρεψόνοος Κρόνος,
ο πιο φοβερός απ’ τους γιούς της και το
θαλερό εχθρεύτηκε γονιό του».
«ἤτοι
μὲν πρώτιστα Χάος
γένετ᾽· αὐτὰρ ἔπειτα
Γαῖ᾽
εὐρύστερνος, πάντων ἕδος ἀσφαλὲς
αἰεὶ
ἀθανάτων
οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου,
Τάρταρά
τ᾽ ἠερόεντα μυχῷ χθονὸς εὐρυοδείης,
ἠδ᾽
Ἔρος, ὃς κάλλιστος ἐν ἀθανάτοισι
θεοῖσι,
λυσιμελής,
πάντων τε θεῶν πάντων τ᾽ ἀνθρώπων
δάμναται
ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν.
ἐκ
Χάεος δ᾽ Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ
ἐγένοντο·
Νυκτὸς
δ᾽ αὖτ᾽ Αἰθήρ τε καὶ Ἡμέρη ἐξεγένοντο,
οὓς
τέκε κυσαμένη Ἐρέβει φιλότητι μιγεῖσα.
Γαῖα
δέ τοι πρῶτον μὲν ἐγείνατο ἶσον
ἑωυτῇ
Οὐρανὸν
ἀστερόενθ᾽, ἵνα μιν περὶ πάντα καλύπτοι,
ὄφρ᾽
εἴη μακάρεσσι θεοῖς
ἕδος ἀσφαλὲς αἰεί,
γείνατο
δ᾽ οὔρεα μακρά, θεᾶν χαρίεντας ἐναύλους
Νυμφέων,
αἳ ναίουσιν ἀν᾽ οὔρεα βησσήεντα,
ἠδὲ
καὶ ἀτρύγετον πέλαγος τέκεν οἴδματι
θυῖον,
Πόντον,
ἄτερ φιλότητος ἐφιμέρου· αὐτὰρ ἔπειτα
Οὐρανῷ
εὐνηθεῖσα τέκ᾽ Ὠκεανὸν βαθυδίνην
Κοῖόν
τε Κρεῖόν θ᾽ Ὑπερίονά τ᾽ Ἰαπετόν τε
Θείαν
τε Ῥείαν τε Θέμιν τε Μνημοσύνην τε
Φοίβην
τε χρυσοστέφανον Τηθύν τ᾽ ἐρατεινήν.
τοὺς
δὲ μέθ᾽ ὁπλότατος γένετο
Κρόνος ἀγκυλομήτης,
δεινότατος
παίδων, θαλερὸν δ᾽ ἤχθηρε τοκῆα».
(Ησίοδος,
στίχοι
116-138).
Όπως
βλέπουμε, όλες οι δυνάμεις της Κοσμογονίας
ονοματίζονται και προσωποποιούνται,
για να μπορέσουν να γίνουν
κατανοητές σε όσους θέλουν
βέβαια να τις κατανοήσουν.
Στο
απόσπασμα που παρέθεσα, δυσκολία
δημιουργεί, η λέξη «Χάος»,
διότι συγχέεται με μεταγενέστερες
σημασίες.
Σήμερα
παραδείγματος χάριν, λέγοντας «χάος»
εννοούμε μία ακαταστασία, μία κατάσταση
χαώδη, πράγματα, ιδέες και σκέψεις
ατακτοποίητες.
Μερικά
τμήματα του σύμπαντος ίσως να λειτουργούσαν
σαν μηχανές, αλλά αυτά είναι κλειστά
συστήματα και τα κλειστά συστήματα το
πολύ – πολύ να αποτελούν ένα μικρό μόνον
μέρος του σύμπαντος.
Στην
πραγματικότητα τα περισσότερα φαινόμενα
αφορούν σε ανοικτά συστήματα, πού
ανταλλάσσουν ύλη, ενέργεια και πληροφορίες
με το περιβάλλον τους.
Χωρίς
αμφιβολία τα βιολογικά και κοινωνικά
συστήματα είναι ανοικτά, πράγμα που
σημαίνει, ότι η προσπάθεια να τα
μελετήσουμε με όρους μηχανιστικούς
είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Το
μεγαλύτερο μέρος της πραγματικότητος
δεν έχει τάξη, σταθερότητα και ισορροπία,
αλλά κοχλάζει και αναταράζεται από την
αταξία, τις αλλαγές και τις διεργασίες.
Όλα
τα συστήματα περιέχουν υποσυστήματα,
που συνεχώς «κυματίζουν».
Κάποτε
εξαιτίας μιας θετικής ανάδρασης,
ένας μόνον κυματισμός, ή
συνδυασμός κυματισμών αποκτά
τόση δύναμη, ώστε συντρίβει την
προϋπάρχουσα οργάνωση.
Σε
αυτήν την κρίσιμη στιγμή (μοναδική
στιγμή ή σημείο
διακλαδώσεως, την
λένε οι
επιστήμονες),
είναι από την φύση των πραγμάτων αδύνατον
να καθορίσουμε από πριν την κατεύθυνση
της αλλαγής, δηλαδή εάν το σύστημα θα
αποσυντεθεί φθάνοντας σε κατάσταση
«χάους», ή
θα
μεταπηδήσει σε νέο, διαφοροποιημένο,
ανώτερο επίπεδο «τάξεως», ή
οργανώσεως, που καλείται «σκεδαστική
δομή», διότι σε σύγκριση με
την απλούστερη δομή, την οποία αντικαθιστά,
χρειάζεται περισσότερη ενέργεια, για
να διατηρηθεί.
Με
κάποια διεργασία «αυτοοργανώσεως»
μπορούν να προέλθουν «αυτομάτως»
τάξη και οργάνωση από την αταξία και το
χάος.
(Ilya
Prigogine-Isabell Stenger, Τάξη μέσα
από το Χάος, Ελληνική έκδοση Κέδρος,
Αθήναι 1986, σελίδα 24 και εξής).
Θα
ήταν ενδιαφέρον να μελετούσαμε τα
σχετικά με το θερμικό χάος
και με το τυρβώδες
χάος.
Εάν
είναι εύκολο να βρείτε βιβλία, όπως:
των C. Nicolis
and I. Prigogine,
Self-Organization
in Nonequilibrium Systems, ed. John Wiley
and Sons, New York. 1977 , ή του Μ. Kac. Probability
and Related Topics in Physical Sciences,
ed. Interscience Publications,
London, 1959,
τότε
ας αρκεστείτε να απευθυνθείτε σε κάποιον
μορφωμένο απόφοιτο θετικών.
Είναι
βέβαιο ότι θα σας βοηθήσει να διαβείτε
αυτό το δύσβατο μονοπάτι της σύγχρονης
επιστήμης.
Η
ετυμολογία της λέξης «Χάος»
ανάγεται στην ρίζα «Χα»,
που σημαίνει «χάσμα», «οπή»,
«άνοιγμα».
Η
ρίζα αυτή δίνει και τα ρήματα «χάσκω»
και «χαίνω».
Η
λέξη «Χάος»
δεν έχει καμία ετυμολογική
συγγένεια με
το ρήμα «χέω», που σημαίνει «χύνω».
Επομένως
είναι λάθος να
θεωρούμε ότι η αρχική κατάσταση, δηλαδή
το «Χάος»,
ήταν μία υγρή
κατάσταση,
όπως λέει ο Ζήνων Μνασέου
Κιτιεύς, ο
ιδρυτής της
Στωικής φιλοσοφίας σε ένα διασωθέν
απόσπασμά του:
«Ο
Ζήνων ισχυρίζεται
ότι το «Χάος»
στον Ησίοδο
είναι ύδωρ
(νερό), το οποίο, όταν
καθιζάνει, γίνεται λάσπη,
η οποία πήζει και
έτσι στερεοποιείται η
γη».
(Ζήνων,
Απόσπασμα 104).
«Καί
Ζήνων δέ τό πάρ’ Ἡσιόδῳ χάος
ὕδωρ εἶναι φησὶν,
συνιζάνοντος ἰλύν γίνεσθαι, ἧς πηγνυμένης
ἡ γῆ στερεμνιοῦται».
( Ζήνων, Απόσπασμα
104).
Ακόμη
και τον 2ο αιώνα μ.Χ. ο
σοφιστής Λουκιανός
ο Σαμοσατεύς, επηρεασμένος
από σχετικές Στωικές
αντιλήψεις γράφει:
«Εγώ
λοιπόν βεβαίως στην αρχή του λόγου μου,
επικαλούμαι ως μάρτυρα για εκείνα τα
θέματα, πού αξίζω, την προμήτορα και
πρώτη ρίζα της κάθε γενέσεως, εννοώ την
ιερή φύση των όλων, η οποία αφού έπηξε
τα πρώτα στοιχεία του κόσμου, δηλαδή
την γην, τον αέρα, το πυρ και το ύδωρ, με
την ανάμειξή τους ζωογόνησε κάθε έμψυχο
όν».
(Λουκιανού,
Έρωτες, 19, 9-14).
«ἔγωγ'
οὖν εὐθὺς ἐν ἀρχῇ τοῦ λόγου τὴν
προμήτορα καὶ πάσης γενέσεως πρωτόρριζον
ὧν ἀξιῶ μάρτυρα ἐπικαλοῦμαι, λέγω δὲ
τὴν ἱερὰν τῶν ὅλων φύσιν, ἣ τὰ πρῶτα
πηξαμένη στοιχεῖα τοῦ κόσμου γῆν ἀέρα
πῦρ ὕδωρ τῇ πρὸς ἄλληλα τούτων
ἐπικράσει πᾶν ἐζῳογόνησεν ἔμψυχον».
(Λουκιανού,
Έρωτες, 19, 9-14).
Όπως
βλέπουμε, μπορεί να μη ομιλεί κυριολεκτικά
ο Λουκιανός για
Χάος, αλλά η «προμήτορα
καὶ πάσης γενέσεως πρωτόρριζον»
είναι ακριβώς η
περιγραφή του Χάους
στην βασική του ιδιότητα, κατά
τον Ησίοδο.
Ο
Ρωμαίος ποιητής
Οβίδιος
θεωρώντας ότι το Χάος
είναι αταξία γράφει
στις «Μεταμορφώσεις» του:
«Πριν
από την θάλασσα και την στεριά και τον
ουρανό, πού τα καλύπτει όλα, υπήρχε μία
κατάσταση σε όλο το Σύμπαν,
πού την ονόμασαν Χάος:
μία ογκώδης μάζα ακατέργαστη και άτακτη
πού δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μόνον ένα
αδρανές βάρος και συσσωρευμένα όχι
καλώς λόγω της δυσαρμονίας σπέρματα
όλων ανεξαιρέτως των πραγμάτων».
(Οβίδιος,
Μεταμορφώσεις,
1, 5-9)
«Ante
mare et terras et quod tegit omnia caelum unus erat toto naturae
vultus in orbe, quem dixere Chaos:
rudis indigestaque moles nec quicquam nisi pondus iners congestaque
eodem non bene iunctarum discordia semina rerum».
( Οβίδιος,
Metamorphoses, 1, 5-9)
Αλλά
και ο Έλληνας
αστρονόμος Αχιλλεύς
Τάτιος (2ος αιώνας μ.Χ.)
γράφει για το Χάος:
«Ο
Θαλής ο Μιλήσιος
και ο Φερεκύδης ο
Σύριος θεωρούν το
ύδωρ ως αρχή των
πάντων.
Το
ύδωρ ο
Φερεκύδης το
ονομάζει χάος,
όπως είναι εύλογο, διότι την ιδέα την
έλαβε από τον Ησίοδο,
πού λέει «στα
αλήθεια, πρώτα-πρώτα έγινε το χάος».
Διότι
από το ρήμα «χέομαι»
(χύνομαι)
έχει ονομαστεί το
ύδωρ «χάος»
».
(Αχιλλεύς
Τάτιος, Προς εισαγωγήν
περί του παντός, 3, 27-32).
«Θαλῆς
δὲ ὁ Μιλήσιος καὶ Φερεκύδης ὁ Σύριος
(p. 39 Sturz) ἀρχὴν τῶν ὅλων τὸ ὕδωρ
ὑφίστανται, ὃ δὴ καὶ χάος καλεῖ ὁ
Φερεκύδης, ὡς εἰκός, τοῦτο ἐκλεξάμενος
παρὰ
τοῦ ῾Ησιόδου οὕτω λέγοντος (Theog. 116)
„ἤτοι μὲν πρώτιστα χάος γένετο“·
παρὰ γὰρ τὸ χεῖσθαι (ὑπολαμβάνει) τὸ
ὕδωρ χάος ὠνόμασται».
(Αχιλλεύς
Τάτιος, Προς εισαγωγήν
περί του παντός, 3, 27-32).
Αρκετά
όμως είπαμε για
το
τι
δεν
είναι το Χάος
του Ησιόδου.
Ας
εξετάσουμε λοιπόν, τι είναι αυτό το
Χάος.
Ασφαλώς
είναι ένα χάσμα, ένα άνοιγμα.
Όχι
όμως με την συνήθη έννοια του χάσματος,
ή του ανοίγματος, ή
της οπής, ή της ρωγμής
σε κάποιο υλικό.
Διότι
και αυτό θα μπορούσε να υποστηριχθεί.
Εάν
το υλικό αυτό ήταν το Ωόν
που εξερράγη (Κοσμικό αυγό), ίσως το
«χάος» (χάσμα)
θα συγκεκριμενοποιούνταν.
Αλλά
αυτό δεν είναι λογικό.
Διότι
ο Ησίοδος πουθενά
στην Θεογονία του
δεν μίλησε για
Ωόν
(Κοσμικό αυγό), για το οποίο ασφαλώς
θα σας μιλήσω στις Ορφικές
κοσμογονίες.
Αλλά
εάν υποθέσουμε, ότι ο Ησίοδος
χωρίς να το γράφει, υπονοεί
την ύπαρξη του Ωού
(Κοσμικού αυγού),
τότε πώς δικαιολογείται το χρονικό
επίρρημα
«πρώτιστα»,
πού είναι υπερθετικού
βαθμού, στον στίχο 116
της Θεογονίας
;
Δεν
θα ήταν λογικότερο να έλεγε ο
Ησίοδος, εάν
θεωρούσε ότι
προηγήθηκε το
Ωόν
(Κοσμικό αυγό), «Ήτοι
πρώτιστα Ωόν
γένετο» ;
Δεν
είπε όμως τίποτε τέτοιο.
Άρα
αγνοούσε την ύπαρξη του Ωού
(Κοσμικού αυγού),
και άρα το Χάος
δεν
είναι ένα είδος ρωγμής στο κέλυφος
του κοσμικού
Ωού.
Μήπως
όμως είναι το Χάος
του Ησιόδου κάποιο
σύνηθες βάραθρο, κάποιο χάσμα κρημνώδες
;
Αλλά
τότε θα ήταν χάσμα κάποιου υλικού, που
λογικά θα έπρεπε να προηγείται του
χάσματος.
Ή
μήπως το «Χάος»
ήταν το χάσμα, ένα είδος αβύσσου,
μεταξύ του Ουρανού
και της Γης, όπως
νόμισαν μερικοί ;
Αυτό
θα μπορούσε να θεωρηθεί λογικό, εάν
ανταποκρινόταν στην σκέψη του Ησιόδου.
Ο
Ησίοδος όμως
γράφει ότι
το Χάος
προηγήθηκε
και της Γης
και του Ουρανού.
Καταλήγουμε
λοιπόν σε αδιέξοδο
;
Το
«Χάος» του
Ησιόδου είναι ένα
νοητό άνοιγμα στο «άρρητον», για να
αποκαλυφθούν οι κοσμογονικές δυνάμεις
μέσω αυτού, σε
όποιους μπορούν
να τις αντιληφθούν.
Πριν
από αυτό το νοητό χάσμα, την νοητή ρωγμή
του «αρρήτου»,
(δηλαδή αυτού πού δεν μπορεί
να διατυπωθεί με λόγια),
δεν υπήρχε τίποτε το οποίο θα μπορούσε
να γίνει αντικείμενο περιγραφής.
Υπάρχει
όμως και ένα
άλλο πρόβλημα στον στίχο 116
της Θεογονίας.
Το
ρήμα «Γένετο»,
πού αναφέρεται στο Χάος,
είναι αόριστος ποιού
ρήματος ;
Υπάρχουν
δύο ρήματα, πού έχουν κοινό
αόριστο
«ἐγενόμην, ἐγένου,
ἐγένετο, ἐγενόμεθα, ἐγένεσθε, ἐγένοντο»:
το ένα είναι το «εἰμί»
και το άλλο είναι το «γίγνομαι».
Εάν
λοιπόν το «γένετο»
(ἐγένετο) ανήκει στο «εἰμί»,
τότε ο Ησίοδος εννοεί
«πρώτα - πρώτα
υπήρξε το Χάος».
Εάν
όμως ο ίδιος τύπος ανήκει στο «γίγνομαι»,
τότε ο Ησίοδος εννοεί
«πρώτα - πρώτα έγινε
το Χάος».
Η
πρώτη περίπτωση
έχει αυτοτέλεια νοήματος.
Η
δεύτερη όμως προκαλεί
την απορία, από ποιόν «έγινε».
Έγινε
από μόνο του, ή από
κάποιον άλλον ;
Με
το λογικό, με τον «λόγο»,
δεν μπορούμε να πλησιάσουμε περισσότερο,
διότι ο λόγος ερευνά κάτι, που έχει αρχή,
μέση και τέλος.
Το
«Χάος»
όμως του Ησιόδου είναι
απλώς μία μυθική αρχή και έτσι ο «λόγος»
στέκεται σιωπηλός πριν αυτής.
Ας
συνεχίσουμε όμως την προσέγγισή μας
στους υπολοίπους στίχους της
Θεογονίας του Ησιόδου,
που έχω ήδη παραθέσει.
Η
Γαία έγινε ύστερα.
Έγινε από μόνη της ;
Έγινε
από κάποιον ;
Πάντως
δεν έγινε από το Χάος,
κατά τον Ησίοδο.
Η
Γαία είναι η ασφαλής
έδρα των πάντων.
Οι
στίχοι 118 και 119, που ακολουθούν
θεωρούνται από πολλούς μελετητές ως
εμβόλιμοι.
Εξειδικεύουν
την λέξη «πάντες» μόνον
στους «αθανάτους»
Θεούς, πού κατοικούν στις χιονισμένες
κορυφές του Ολύμπου και στα σκοτεινά
Τάρταρα, που βρίσκονται στον μυχό
της γης.
Μάλιστα
υπάρχουν μελετητές, όπως οι G.
S. Kirk και
J. E.
Raven (The Presocratic
Philosophers, Cambridge University Press, 1957, σελίδα
24 και εξής), οι
οποίοι συγκαταλέγουν τα
«Τάρταρα» στις αρχικές
κοσμογονικές δυνάμεις, μεταξύ Γαίας
και Έρωτος.
Αυτό
όμως είναι λανθασμένο συμπέρασμα,
έστω και εάν οι στίχοι 118 και 119
γράφτηκαν από τον ίδιο τον Ησίοδο.
Η
αίσθηση του Ελληνικού
λόγου, που έχουμε εμείς οι Έλληνες,
είναι μία δυνατότητα, που μας δίνει
το προβάδισμα σε αυτόν
τον τομέα.
Σύμφωνα
λοιπόν με τα συμφραζόμενα, τα «Τάρταρα»
δεν
αποτελούν αρχική κοσμογονική δύναμη,
διότι τότε θα
έπρεπε να
αποτελούν κοσμογονική δύναμη αρχική
και οι κορυφές του Ολύμπου, που
αναφέρει ο Ησίοδος.
Και
μένουμε κατά σειρά στις
τρείς πρώτες κατά σειρά κοσμογονικές
δυνάμεις: το Χάος,
την Γαία και τον
Έρωτα
(Εννοείται τον Κοσμικό
και όχι τον γήινο).
Συνεχίζοντας
ο Ησίοδος λέει ότι
από το Χάος
έγινε το Έρεβος και η Νύκτα.
Και
από την Νύκτα έγινε ο Αιθήρ
και η Ημέρα, ύστερα από ερωτική σχέση
της με το Έρεβος.
Παρατηρούμε
δηλαδή ότι το Χάος
δεν
σμίγει ερωτικά με
κανένα άλλο στοιχείο.
Παραμένει
μονήρες και από αυτό γίνονται το
Έρεβος και η Νύκτα.
Τα
δύο τελευταία στοιχεία σμίγουν
ερωτικά και γεννούν τον Αιθέρα
και την Ημέρα.
Πιστεύω
ότι τόσο το Έρεβος, όσο και ο Αιθήρ
αναφέρονται στο Σύμπαν, ενώ η
Νύκτα και η Ημέρα αναφέρονται
στην γη.
Ίσως
το Έρεβος να κυριολεκτείται στα
διαγαλαξιακά και διαστρικά σκοτάδια,
ενώ ο Αιθήρ ίσως στα Γαλαξιακά,
ή αστρικά φώτα.
Εάν
μάλιστα υπάρχουν πολλά σύμπαντα, τότε
τα διασυμπαντικά σκοτάδια θα μπορούσαν
να αποκληθούν «Ζόφος», ή
«Γνόφος».
Δεν
είναι βέβαιο, πώς θα μπορούσε να αποκληθεί
το φως εκάστου σύμπαντος.
Ίσως
δεν θα έσφαλλα, εάν το ονόμαζα «αρχέγονο
φως».
Κατόπιν
ο Ησίοδος,
αφού ολοκλήρωσε τα του Χάους,
επανέρχεται στην Γαία,
η οποία αρχικά γέννησε μόνη της,
χωρίς επαφή,
τον Ουρανό
τον γεμάτο αστέρια, ίσο
με
αυτήν (σε
μέγεθος, ή σε δύναμη ;)
Ύστερα
η Γαία γέννησε,
και
πάλι χωρίς καμία
ερωτική επαφή
με κανέναν και
με τίποτε, τα Όρη.
Στην
επόμενη φάση η Γαία
έσμιξε με τον
Ουρανό
(που ήταν και
γιός της), και γέννησε Ωκεανό,
τον Κοίο, τον Κρείο, τον
Υπερίωνα, τον Ιαπετό,
την Θεία, την Ρέα, την
Θέμη, την Μνημοσύνη, την
Φοίβη, την Τηθύ και τον Κρόνο,
δηλαδή με άλλα λόγια γέννησε
τους Τιτάνες
και τις Τιτανίδες.
Και
ακολουθεί η γνωστή Θεογονία
(βλέπε Ησιόδου
Θεογονία στίχοι
139-1022), καθώς και την εκπληκτική
ταξινόμηση των διαφόρων Θεϊκών
και ηρωικών γενεών της Ησιόδειας αυτής Θεογονίας:
Αναρτήθηκε:
Γεώργιος Γρηγορομιχελάκης : Συγγραφέας,
Ιστορικός Ερευνητής.