Την ξενιτιά, τον θάνατο,την φτώχια, την ορφανιά, τα τέσσερα τα ζύγισαν, βαρύτερα είν' τα ξένα
Πολλοί εγκάθετοι της νέας τάξης και της παγκοσμιοποίησης, αρχής γενομένης από τους δημοσιογράφους έως και τους δήθεν «φιλανθρωπιστές», θέλοντας να ενισχύσουν και να επιβάλλουν την άποψη τους, που οδηγεί στον αφανισμό των πολιτισμένων εθνών και ιδιαίτερα των Ελλήνων, συγκρίνουν τους Έλληνες που φύγανε μετανάστες με τους σημερινούς εισβολείς από Ασία και Αφρική.
Το γεγονός ότι είμαι παιδί μεταναστών, μου δίνει ένα παραπάνω δικαίωμα να εκφέρω επί του θέματος άποψη και να αντικρούσω τα ψεύδη των δημοσιογραφίσκων της κακιάς ώρας.
Οι Έλληνες που πήραν τον δρόμο της ξενιτιάς, δεν φεύγανε γιατί ήθελαν να παρατήσουν τον επίγειο παράδεισο που λέγεται Ελλάδα, αλλά γιατί τους αναγκάσανε οι καταστάσεις και οι ανθελληνικές κυβερνήσεις. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Να δούμε το θέμα και ιστορικά και πολιτικά και οικονομικά.
Αρχές του 20ου αιώνα υπάρχει ένα μεγάλο κύμα Ελλήνων μεταναστών, οι οποίοι αφήνουν την αγαπημένη τους Πατρίδα, τους συγγενείς τους και φεύγουν ταξίδι για το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Φεύγουν κυρίως για την μακρινή Αμερική, την τότε «γη της επαγγελίας», «χώρα των μεγάλων ευκαιριών». Αφήνουν πίσω τους κατεστραμμένη γη. Μια χώρα που μόλις βγήκε από 450 χρόνια σκλαβιάς, κυβερνώμενοι από ξένους ηγεμόνες, προδότες πολιτικούς. Χαρακτηριστική είναι η συμφωνία που υπέγραψε ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τις «συμμαχικές» δυνάμεις, για εξαγωγή εργατικού δυναμικού, ώστε να στέλνεται το συνάλλαγμα για να αυξηθεί η ελληνική οικονομία, ώστε τα κοπρόσκυλα της πολιτικής να ισχυροποιήσουν την θέση τους.
Πρόσφυγες από τις αλύτρωτες Πατρίδες, εξαθλιωμένοι, με μαυρισμένη την ψυχή τους από τον εφιάλτη που ζήσανε μετά τις σφαγές στην Μικρά Ασία και τον Πόντο, πήραν τον δρόμο της ξενιτιάς, για ένα καλύτερο μέλλον. Βέβαια η χώρα υποδοχής, η Αμερική δεν τους δέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες. Δεν τους στήσανε hot spot, ούτε τους μοιράσανε σπίτια, λεφτά, ασφάλιση, κινητά, τρόφιμα, ρούχα. Αντιθέτως. Μέχρι να βγει η άδεια εισόδου στην απέραντη ήπειρο, οι Έλληνες μετανάστες δέχτηκαν εξευτελισμούς, απαξιώσεις και μίσος. Χαρακτηριστική είναι η φράση που έβλεπαν σε διάφορα μαγαζιά εκείνη την εποχή «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΕ ΣΚΥΛΟΥΣ ΚΑΙ ΣΕ ΕΛΛΗΝΕΣ». Αυτή ήταν η υποδοχή κύριοι νεοταξίτες και κύριοι δημοσιοκάφροι…
Όσον αφορά τους μετανάστες οι οποίοι τόλμησαν να ξεκινήσουν το ταξίδι, χωρίς τα απαραίτητα νόμιμα έγγραφα, κρυμμένοι μέσα στα αμπάρια, δεν τους επιτρεπόταν καν η είσοδο στην χώρα. Με το ίδιο καράβι τους έστελναν πίσω!!
Αλλά η μετανάστευση, το άδειασμα της Ελλάδος, το ξεπούλημα των νέων συνεχίζεται αφού η χώρα δεν μπορεί να ορθοποδήσει, εξαιτίας των στυγερών συνθηκών που υπεγράφησαν από τους διορισμένους και πουλημένους πολιτικούς, ξεκινά το δεύτερο προσφυγικό κύμα των Ελλήνων. Ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον αδελφοκτόνο εμφύλιο, όπου οι κομμουνιστές-αριστεροί, πούλησαν την ίδια τους την Πατρίδα, τις αξίες και τα ιδανικά τους για να ακολουθήσουν την μιαρή εβραϊκή ιδεολογία του κομμουνισμού. Χώρα προορισμού των μεταναστών η Γερμανία. Η χώρα που εισέβαλλε στην Ελλάδα, εξαθλίωσε τους Έλληνες, έκλεψε την πολιτιστική της κληρονομιά, ήταν η αιτία για πάνω από μισό εκατομμύριο θανάτους από ασιτία. Ναι αγαπητοί μου δημοσικάφροι, σε αυτή την χώρα εξήγαγαν την νεολαία της Ελλάδος οι «εθνάρχες» της δημοκρατίας. Φυσικά οι Γερμανοί δεν δεχόταν όποιον και όποιον να εισέλθει στην χώρα τους. Τους περνούσαν από γιατρούς, μέχρι και τα δόντια τους έλεγχαν αν είναι γερά, πριν τους δώσουν την άδεια παραμονής και εργασίας στην Γερμανία.
Οι Έλληνες μετανάστες, που πήγαν στις χώρες υποδοχής, εντάχθηκαν στις εκεί κοινωνίες, αποδέχτηκαν τους νόμους της χώρας, σεβάστηκαν τους κατοίκους και τα έθιμά τους και διέπρεψαν. Οι Έλληνες μετανάστες δεν σπάσανε τους ναούς των αμερικανών, των αυστραλών ,των γερμανών κλπ. Δεν βίασαν τις γυναίκες τους. Δεν κλέβανε τα υπάρχοντα τους. Δουλέψανε σκληρά, σε αντίξοες συνθήκες για να επιβιώσουν και να στείλουν στους γονείς, γυναίκες και παιδιά τους χρήματα να μπορούν να ανταπεξέλθουν στην κατεστραμμένη Ελλάδα.
Οι Ελληνίδες μετανάστριες δεν φθάνανε στις χώρες υποδοχής βαμμένες σαν μοντέλα, ούτε με πανάκριβα ρούχα και κινητά τελευταίας τεχνολογίας στο χέρι. Φθάνανε καταταλαιπωρημένες, εξαθλιωμένες, με τον πόνο και τα βάσανα ζωγραφισμένα στο πρόσωπο τους.
Οι Έλληνες μετανάστες, ήταν ευγνώμονες με κάθε τι που τους παρείχε το κράτος υποδοχής. Δεν απαιτούσαν ξεδιάντροπα…τα καλύτερα ή και περισσότερα.
Οι Έλληνες μετανάστες ΣΕΒΟΤΑΝ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΟΥΣΑΝ και το απειροελάχιστο που τους πρόσφεραν.
Ο πόνος βαθιά χαραγμένος στην ψυχή τους. Η νοσταλγία για την πατρίδα να τους τρώει τα σωθικά. Μιλούσαν για Ελλάδα και δάκρυζαν. Όνειρο τους η επιστροφή στην Πατρίδα.
Κάνοντας λοιπόν σύγκριση τα γεγονότα και τις καταστάσεις, θα πω λοιπόν το εξής και είμαι απόλυτη σε αυτό.
ΟΧΙ , δεν είναι καημένοι
ΟΧΙ, δεν φύγανε εξαιτίας πολέμου, άθλιων συνθηκών κλπ. αλλά επειδή εξυπηρετούν σκοτεινά σχέδια και συμφέροντα.
ΟΧΙ, ο συρφετός που εισβάλλει στην χώρα μας και κατ΄ επέκταση στον ευρωπαϊκό χώρο δεν είναι μετανάστες, αλλά στυγεροί δολοφόνοι και άποικοι.
ΝΑΙ είναι εγκληματίες,
ΝΑΙ είναι ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
Και τέλος
ΝΑΙ ΕΙΣΤΕ ΚΟΠΡΟΣΚΥΛΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΞΕΠΟΥΛΑΤΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΒΡΑΙΚΟ ΜΑΜΩΝΑ.
Κλείνοντας για να φανεί καλύτερα η διαφορά των Ελλήνων μεταναστών από τους ΛΑΘΡΟΕΙΣΒΟΛΕΙΣ, θα σας παραπέμψω σε ένα ποίημα του Γεώργιου Δροσίνη, που είναι και το αγαπημένο μου, το οποίο μιλά για τον ξενιτεμένο Έλληνα και την λαχτάρα του για την Ελλάδα μας….
Η Πατρίδα μας
Ξένε που μόνος κι έρημος
σε ξένους τόπους τρέχεις,
πες μου, ποιος είναι ο τόπος σου
και ποια πατρίδα έχεις;»
«Τη μακρινή πατρίδα μου
πάντα ποθώ στα ξένα.
Εκεί τα χρόνια της ζωής
περνούν ευλογημένα.
Εκεί κι ο θάνατος γλυκός,
κι αφού κανείς πεθάνει,
έχει στο μνήμα του Σταυρό,
καντήλι και λιβάνι.
Στ’ αγαπημένο μου χωριό
χαρές πάντα και γέλια,
στ’αλώνια τραγουδιών φωνές
ξεφάντωμα στ’ αμπέλια.
Κι όταν χορεύει η λεβεντιά
στης Πασχαλιάς τη μέρα,
βροντοκοπά το τύμπανο
και κελαηδεί η φλογέρα.
Στη μακρινή Πατρίδα μου
έχει ευωδιά και χάρη
το ταπεινότερο δεντρί,
το πιο φτωχό χορτάρι.
Στους κλώνους της αμυγδαλιάς,
σμίγουν ανθοί και χιόνια
και φέρνουνε την άνοιξη
γοργά τα χελιδόνια.
Στων μαγεμένων της βουνών
τα μαρμαρένια πλάγια,
γλυκολαλούν οι πέρδικες
και κλαίει η κουκουβάγια.
Η ασημένια θάλασσα
μ’ αφρούς την περιζώνει
κι ο ουρανός με τ’ άστρα του
τη χρυσοστεφανώνει.
Τη μακρινή Πατρίδα μου,
πριν η σκλαβιά πλακώσει,
τη δόξαζ’ η παλληκαριά,
τη φώτιζεν η γνώση.
Και τώρ’ από τη μαύρη γη,
τη γη τη ματωμένη,
πρόβαλε παλ’ η ελευθεριά
σαν πρώτα αντρειωμένη».
Φτάνει τη χώρα που μου λες,
τη γνώρισα, την είδα,
τη μακρινή Πατρίδα σου
έχω κι εγώ Πατρίδα.