Το δυτικό οικονομικό σύστημα έχει μετατραπεί σε ένα γιγαντιαίο, παράνομο και απάνθρωπο κατασκεύασμα, το οποίο είναι ικανό να καταστρέψει τους πάντες για να εξασφαλίσει την επιβίωση του – ενώ η βρώμικη δουλειά της χειραγώγησης έχει ανατεθεί στις διεφθαρμένες οργανώσεις που χρηματίζονται από τους εκλεκτούς
.
.
«Αυτό που προξενεί εντύπωση όσον αφορά την ανοησία και απέχθεια σε σχέση με τη συμπεριφορά, είναι η εγχώρια ελίτ – η οποία πίστευε πως θα μπορούσε να συμμετέχει στη λεηλασία της Ελλάδας από τους δανειστές της, με σημαντικό μερίδιο, υπερασπίζοντας ως εκ τούτου τις οργανώσεις των εισβολέων (ΔΝΤ, Τρόικα κοκ.).Δυστυχώς για τον εαυτό της αδυνατούσε να καταλάβει πως, ειδικά οι Γερμανοί, δεν δίνουν ούτε ένα ψίχουλο από το γεύμα τους – ενώ ταυτόχρονα απεχθάνονται τους προδότες, πολύ περισσότερο από τους προδομένους«.
.
Ανάλυση
Σε ένα οικονομικό σύστημα, εντός του
οποίου μέσω της χειραγώγησης του πλήθους, της εσωτερικής πληροφόρησης
και των «στημένων» επιχειρηματικών εγχειρημάτων δεν παράγεται καμία
πραγματική αξία για τις κοινωνίες, ενώ οι μεγάλοι εταιρικοί όμιλοι λεηλατούν κράτη και νοικοκυριά όπως τα παράσιτα,
οι δεξαμενές σκέψεις (think tanks), διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο –
όσον αφορά κυρίως τον προγραμματισμό αυτών των λεηλασιών.
Ειδικότερα, παρά το ότι χρηματοδοτούνται
από τα φορολογικά έσοδα των κρατών, λειτουργούν ως οι «μυστικοί
πράκτορες» των μεγάλων ομίλων – επηρεάζοντας τους πολιτικούς με
κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο, έτσι ώστε να καταπιέζουν τις μάζες
επιβάλλοντας τα εκάστοτε συμφέροντα τους. Πολύ συχνά δε αυτές οι δεξαμενές σκέψεις χαρακτηρίζονται ως «Πανεπιστήμια χωρίς φοιτητές»
– όπου όμως η κύρια φροντίδα τους, το μοναδικό έργο που παράγουν
καλύτερα, δεν είναι άλλο από την προπαγάνδα και τη χειραγώγηση του
πλήθους, προς όφελος των λίγων «εκλεκτών».
Κλασσικό παράδειγμα είναι το αμερικανικό
ινστιτούτο Brookings, από τις αίθουσες του οποίου «παρελαύνουν» όλοι οι
πολιτικοί του δυτικού κόσμου – όπως ο σημερινός μας πρωθυπουργός, ο οποίος έδωσε τα «διαπιστευτήρια» του πριν ακόμη εκλεγεί (πηγή).
Χιλιάδες εσωτερικά μηνύματα μεταξύ του ινστιτούτου και των χρηματοδοτών
του (JP Morgan, KKR, Microsoft, Hitachi κλπ.), τα οποία είδαν το φως
της δημοσιότητας, έχουν τεκμηριώσει τη σκοτεινή δράση του – όπου,
σύμφωνα με την αμερικανίδα γερουσιαστή κυρία Elisabeth Warren, «οι
χρηματοδότες του είναι γιγαντιαίοι όμιλοι, οι οποίοι έχουν ανακαλύψει
ότι, μέσω δωρεών ύψους μερικών δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων, μπορούν να
κερδίζουν αρκετά δισεκατομμύρια δολάρια, απλά και μόνο επηρεάζοντας τις
αποφάσεις της Ουάσιγκτον» (προφανώς πολλών άλλων κρατών).
Περαιτέρω, ο ετήσιος προϋπολογισμός του «Brookings Institute» διπλασιάστηκε την τελευταία δεκαετία στα 100.000.000 $
– το «American Enterprise Institute» κατασκευάζει ένα νέο κτίριο στην
Ουάσιγκτον κόστους 80.000.000 $, ενώ τα γραφεία του «Centers for
Strategic and International Studies (της γνωστής δεξαμενής C.S.I.S.)
που ευρίσκεται δίπλα, κόστισαν 100.000.000 $.
Σύμφωνα πάντως με διάφορα ντοκουμέντα, οι δήθεν έρευνες που δημοσιεύουν οι δεξαμενές σκέψεις, δίνονται έτοιμες από τους χρηματοδότες τους
– ενώ η τελευταία δωρεά της J.P. Morgan στο Brooking Institute ανήλθε
στα 15,5 εκ. δολάρια, τα οποία φυσικά αφαιρεί η τράπεζα από τα κέρδη της
ως έξοδα (γεγονός που σημαίνει ότι, επιβαρύνονται ανάλογα οι
φορολογούμενοι – οι οποίοι κατά κάποιον τρόπο «αγοράζουν μόνοι τους το σκοινί για να κρεμαστούν»). Η συνεργασία της J.P. Morgan με το Brooking Institute φαίνεται στη φωτογραφία που ακολουθεί – η οποία είναι χαρακτηριστική.
Συνεχίζοντας, στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε τους τρόπους, μέσω των οποίων χειραγωγούνται οι μάζες από τις εκάστοτε ομάδες συμφερόντων της πολιτικής με την οικονομική εξουσία – μεταξύ άλλων με τη βοήθεια των δεξαμενών σκέψης. Ειδικότερα τα εξής:
Το παράδοξο της Δημοκρατίας
Στις πολιτικές συζητήσεις της παγκόσμιας ελίτ, ο λαός
παρομοιάζεται συχνά με μία αγέλη προβάτων, η οποία διακρίνεται από την
έντονη τάση της προς τις παράλογες συναισθηματικές αντιδράσεις – από έναν ανορθόδοξο παρορμητισμό, ο οποίος οφείλει να ελέγχεται.
Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό για την
ηγεσία ενός κράτους να ερμηνεύει τη «σιωπή της αγέλης», σαν μία έγκριση
της πολιτικής της δράσης – όπως στο παράδειγμα του Νίξον, ο οποίος ισχυρίσθηκε πως η σιωπή της συντριπτικής πλειοψηφίας των Αμερικανών σήμαινε ότι, συμφωνούσαν με τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Ανάλογα βέβαια ερμηνεύεται και η σημερινή σιωπή των Ελλήνων – ως η
συμφωνία τους δηλαδή με την πολιτική των μνημονίων, της εξαθλίωσης και
της υποδούλωσης της χώρας τους.
Περαιτέρω, πρώτος ο Θουκυδίδης είχε αναφέρει ότι, ο όχλος διακρίνεται από το πάθος εις βάρος της λογικής, πως ο λαός είναι ασταθής και άστατος, ενώ καθιστά υπεύθυνους τους άλλους για τα δικά του λάθη –
όταν, από την άλλη πλευρά, οι πολιτικοί κατευθύνονται κυρίως από την
τάση τους για δύναμη, με στόχο να ικανοποιήσουν τις κυριαρχικές τους
βλέψεις, καθώς επίσης τις προσωπικές τους φιλοδοξίες.
Αναγνώρισε επομένως ότι, η κάθε σωστή
μορφή οργάνωσης μίας κοινωνίας θα έπρεπε να λαμβάνει υπ’ όψιν τις
αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, όπως είναι οι παραπάνω – κάτι που, κατά
την άποψη του, δεν ήταν δυνατόν να εξασφαλισθεί από τη Δημοκρατία.
Θεώρησε λοιπόν, κρίνοντας από το παράδειγμα του Περικλή στην Αθήνα, πως η ιδανική μορφή διακυβέρνησης μίας χώρας είναι η ηγεσία ενός ανδρός, στο όνομα όμως της Δημοκρατίας – κάτι με το οποίο συμφώνησε και ο Αριστοτέλης.
Σε μία τέτοια κυβερνητική μορφή (Τιμοκρατία, όπου διοικούν οι πλέον σεβαστοί στο λαό και οικονομικά ανεξάρτητοι), όφειλαν να ισορροπούν μεταξύ τους τόσο τα ολιγαρχικά, όσο και τα δημοκρατικά στοιχεία – με έναν τέτοιον τρόπο, ώστε ούτε η μάζα και οι φτωχοί, ούτε η ελίτ και οι πλούσιοι να έχουν την εξουσία.
Ειδικά ο Αριστοτέλης θεωρούσε τη Δημοκρατία ως μία «ληγμένη» Τιμοκρατία – επειδή στη Δημοκρατία εμπερικλείεται η δυνατότητα να μοιράσουν μεταξύ τους οι μάζες τις περιουσίες των πλουσίων, εφόσον αποτελούν την πλειοψηφία, γεγονός που κατά το φιλόσοφο ήταν άδικο.
Κάτι ανάλογο ουσιαστικά έχει υιοθετηθεί
από το αμερικανικό σύνταγμα, σύμφωνα με το οποίο κάθε μορφή κυβερνητικής
οργάνωσης πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να προστατεύει τη μειοψηφία των
πλουσίων από την πλειοψηφία των φτωχών. Η λύση που δόθηκε εν προκειμένω
από τον ιδρυτή του αμερικανικού συντάγματος (J. Madison), ήταν η
«αντιπροσωπευτική Δημοκρατία», η οποία συναντάται σήμερα και στην Ελλάδα
– όπου εκ των πραγμάτων πρόκειται για μία καλυμμένη μορφή της Ολιγαρχίας (η Δημοκρατία στην αρχαία Αθήνα ήταν άμεση, αφού κυριαρχούσε πλήρως ο λαός – οι Αθηναίοι Πολίτες βέβαια και όχι οι δούλοι).
Συνεχίζοντας, η Δημοκρατία στη Δύση σήμερα δεν είναι πλέον μία από τις πολλές δυνατές μορφές διακυβέρνησης – αλλά η μοναδική, μέσω της οποία νομιμοποιείται η εκάστοτε πολιτική εξουσία.
Ταυτόχρονα, οι κυριαρχούσες ελίτ αντιμετωπίζουν τη Δημοκρατία ως μία
απολύτως απαραίτητη ψευδαίσθηση – προσπαθώντας, πίσω από τη ρητορική της
Δημοκρατίας, να εξασφαλίσουν τα δικά τους προσωπικά συμφέροντα,
στηρίζοντας τις ολιγαρχικές δομές που θεωρούν ως τις πλέον κατάλληλες.
Επί πλέον, κάνουν ότι μπορούν για να
διαβρώσουν τις δημοκρατικές δομές – με τέτοιον τρόπο όμως, ώστε οι
ενέργειες τους αυτές να μην είναι εύκολα ορατές στον πληθυσμό. Η
συγκεκριμένη διαδικασία έχει επιταχυνθεί σήμερα, με έναν εξαιρετικά
ανησυχητικό ρυθμό – με τη βοήθεια των χρεών, καθώς επίσης Θεσμών του τύπου της ΕΕ, της Τρόικας, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΔΝΤ, της TTIP (άρθρο) κοκ.
Με απλά λόγια, οι εγκατεστημένες ολιγαρχικές δομές κάτω από το μανδύα της Δημοκρατίας, έχουν καταφέρει τον εντυπωσιακό άθλο να μετατρέψουν τις Δημοκρατίες της Δύσης σε Ολιγαρχίες, χωρίς να αντιμετωπίζονται ως τέτοιες από τους λαούς – με αφετηρία τις Η.Π.Α., στις οποίες υπάρχουν πολλά εγχειρίδια που αναφέρονται στη «διαχείριση» της Δημοκρατίας προς όφελος της ελίτ.
Η συλλογική ουτοπία
Σύμφωνα τώρα με νέες αναλύσεις (Gilens&Page, 2014), το 70% του αμερικανικού πληθυσμού δεν έχει πλέον καμία επιρροή στις πολιτικές αποφάσεις –
κάτι που συμβαίνει και στην Ευρώπη. Μπορεί δε να διαπιστωθεί από τα ΜΜΕ
της ελίτ, μεταξύ άλλων από τη «Wall Street Journal», τα οποία δεν
ασχολούνται με την πολιτική ρητορική και με την προπαγάνδα, όπως τα
αντίστοιχα που απευθύνονται στο ευρύ κοινό.
Για παράδειγμα, η «Wall Street Journal» διαπίστωσε στις 28 Φεβρουαρίου του 2013 ότι, «το
νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα δεν μπορεί πλέον να καταργηθεί δημοκρατικά –
αφού επικράτησε, παρά τα αντίθετα εκλογικά αποτελέσματα σε πολλές χώρες«.
Το γεγονός αυτό άλλωστε φάνηκε καθαρά
και στην Ελλάδα όπου, παρά το ότι οι Έλληνες ψήφισαν δύο φορές εναντίον
των μνημονίων, τα οποία νομιμοποιούν το νεοφιλελεύθερο καθεστώς, δεν συνέβη απολύτως τίποτα. Ακόμη χειρότερα, την τρίτη φορά ψήφισαν υπέρ (αυτοί που ψήφισαν) – ενώ το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των βουλευτών αποφάσισε να σκύψει εξευτελιστικά το κεφάλι.
Οι Έλληνες δε, παρά το ότι φάνηκε καθαρά πως όποιο
κόμμα και αν επέλεγαν, δεν θα απέφευγαν τα μνημόνια, τη λεηλασία, τη
υποδούλωση και την απόλυτη υποταγή τους στο νεοφιλελευθερισμό, συνεχίζουν να έχουν την ψευδαίσθηση πως μπορούν με δημοκρατικές διαδικασίες να αλλάξουν το οδυνηρό μέλλον
που διαγράφεται μπροστά τους, καθώς επίσης να ξεφύγουν από τον
αφελληνισμό – αρνούμενοι να πιστέψουν ακόμη και αυτά που φαίνονται δια
γυμνού οφθαλμού, όπως η «άφεση αμαρτιών» που υποχρεώθηκε να δώσει το
ΣΔΟΕ, στους φοροφυγάδες εγχώριους ελίτ (πηγή).
Επομένως, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Ελλάδα αποδείχθηκε πως ήταν ψευδαίσθηση η πεποίθηση ότι, οι Πολίτες επηρεάζουν τα αποτελέσματα των εκλογών – ή πως συμμετέχουν με την ψήφο τους στις «συστημικά» σημαντικές πολιτικές αποφάσεις.
Επίσης τεκμηριώθηκε απόλυτα ότι, ειδικά
όσον αφορά την οικονομική πολιτική, ο νεοφιλελευθερισμός και η
αντιπροσωπευτική Δημοκρατία είναι στην πραγματικότητα δύο πολιτικές,
άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους – γεγονός που ανέφερε δημόσια (1990) ένας από τους πατέρες του νεοφιλελευθερισμού, ο M. Friedman, με την εξής φράση: «Όταν ιδρυθεί μία δημοκρατική κοινωνία, καταστρέφεται η ελεύθερη οικονομία» (a democratic society once established, destroys a free economy – υπενθυμίζοντας πως η ελεύθερη οικονομία δεν έχει απολύτως καμία σχέση με το νεοφιλελευθερισμό).
Συμπερασματικά λοιπόν, η
Δημοκρατία γίνεται τότε μόνοι ανεκτή, επιτρεπτή, όσο ο τομέας της
Οικονομίας παραμένει ανέπαφος από τις δημοκρατικές διαδικασίες και τις
συλλογικές αποφάσεις – επομένως, όσο δεν είναι
πραγματική Δημοκρατία. Από την πλευρά δε των πολυεθνικών ομίλων, η
ουσιαστική Δημοκρατία αποτελεί τον εχθρό του νεοφιλελευθερισμού – ένα μη
αποδεκτό επιχειρηματικό ρίσκο.
Όταν τώρα οι απλοί Πολίτες δεν είναι
πρόθυμοι να αποδεχθούν πως η οργάνωση μίας κοινωνίας πρέπει να
υποτάσσεται στις οικονομικές υποχρεωτικές ανάγκες, καθώς επίσης
πως οι μισθοί και οι κοινωνικές παροχές αποτελούν εξαιρετικά αρνητικούς
παράγοντες για τον πολλαπλασιασμό των κεφαλαίων, τότε
πρέπει οι κυρίαρχες ελίτ να επιβάλλουν τα κατάλληλα μέτρα διαρθρωτικών
αλλαγών, με απολυταρχικούς τρόπους – με μνημόνια, με Τρόικες, με το ΔΝΤ,
με ενδοτικές κυβερνήσεις κοκ.
Απλούστατα, εάν η Δημοκρατία αποτελεί μία απαραίτητη ψευδαίσθηση στα «πολιτικά εγχειρήματα», τότε θα πρέπει να ελέγχεται από τους κατάλληλα εκπαιδευμένους ειδικούς, έτσι ώστε να μετατρέπεται σε μία «θεατρική δημοκρατία» (spectator
democracy) – όπως άλλωστε είναι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Έτσι
διατηρείται ανέπαφη η ψευδαίσθηση, ενώ εξασφαλίζεται η απαιτούμενη
πολιτική σταθερότητα – κάτι που θεωρείται απαραίτητο, για την επίτευξη
των στόχων της εκάστοτε ελίτ.
Η συστηματική προπαγάνδα
Περαιτέρω, σύμφωνα με ένα από τα πολλά
εγχειρίδια της ελίτ (The Crisis of Democracy), η κρίση της Δημοκρατίας
που προκαλείται από την υπερβολική διόγκωση της επιλύεται και ελέγχεται
τότε μόνο (από την πλευρά της ελίτ), όταν ο πληθυσμός αποπολιτικοποιείται σε μεγάλο βαθμό – υποχρεούμενος σε έναν πολιτικό λήθαργο, καθώς επίσης σε μία ηθική απάθεια, σε μία συλλογική αποχαύνωση.
Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται με τη χρήση
των κατάλληλων τεχνικών, κυρίως με την «επαγωγική απάθεια» (μέσω των
αυξημένων οικονομικών προβλημάτων, της ανόδου του κόστους διαβίωσης
παράλληλα με τη μείωση των μισθών, των φόβων για το μέλλον, του
καταναλωτισμού κοκ.) – επίσης, με την τεχνική της διαχείρισης της κοινής γνώμης, όπως και με το «management» της οργής (το
βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα, έχοντας υποχρεωθεί από τα ΜΜΕ κλπ. να
σιχαινόμαστε οργιζόμενοι όλους τους πολιτικούς, οπότε την ίδια την
Πολιτική, αποστασιοποιούμενοι).
Η προπαγάνδα, η χειραγώγηση δηλαδή του όχλου με τρόπους που δεν μπορεί να τους κατηγοριοποιήσει ως μεθόδους επηρεασμού του, ανήκει υποχρεωτικά στα βασικά στοιχεία μίας λειτουργικής, «θεατρικής Δημοκρατίας», όπως όλες σχεδόν οι δυτικές.
Για παράδειγμα, με ορισμένες τηλεοπτικές εκπομπές, με δημοσιογράφους που δήθεν ελέγχουν την εξουσία, κατηγορώντας την συνεχώς – στόχος των οποίων όμως είναι η εκτόνωση των θεατών τους, έτσι ώστε να μην αντιδρούν οι ίδιοι, ήσυχοι πως κάποιοι άλλοι ενεργούν στη θέση τους για την προστασία των συμφερόντων τους.
Οι τεχνικές αυτές της διαχείρισης της κοινής γνώμης (προπαγάνδα) σε τυπικές Δημοκρατίες, με την αριστερά πέπλο να αποτελεί τη σύγχρονη εξέλιξη τους,
έχουν ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα, σε σχέση με τις τεχνικές ελέγχου
των δικτατοριών: είναι φθηνότερες από τη βία, από το χρηματισμό ή από
οιαδήποτε άλλη μορφή ελέγχου.
Επομένως, αυτού του είδους οι «Δημοκρατίες» αποτελούν έναν ιδανικό, βέλτιστο τύπο διακυβέρνησης του όχλου, συγκριτικά με οποιονδήποτε άλλο –
με την έννοια της προπαγάνδας εδώ να ορίζεται ως εκείνες οι
συστηματικές προσπάθειες, στόχος των οποίων είναι η ελαχιστοποίηση της
ικανότητας των ανθρώπων να κρίνουν σωστά. Επίσης η δημιουργία απόψεων,
εντυπώσεων ή πεποιθήσεων που να επιτρέπουν στις ελίτ, πολιτικές ή
οικονομικές, να εκμεταλλεύονται τις μάζες στο έπακρο, με τη θέληση τους.
Σύμφωνα τώρα με έναν από τους μεγαλύτερους ειδικούς στον τομέα της προπαγάνδας (Bernay, βιβλίο του από το 1928), «Η
συνειδητή και ευφυής χειραγώγηση του τρόπου συμπεριφοράς και των
πεποιθήσεων των μαζών, αποτελεί ένα από τα βασικότερα συστατικά των
δημοκρατικών κοινωνιών. Οι οργανώσεις που λειτουργούν στο παρασκήνιο, ελέγχουν όλες τις κοινωνικές διαδικασίες. Συνιστούν δε μία σκιώδη διακυβέρνηση, η οποία είναι ο πραγματικός ηγεμόνας της χώρας μας«.
Σήμερα, η προπαγάνδα αποτελεί ένα από τα πλέον αναγκαία «συστήματα κατήχησης» όλων των δυτικών κοινωνιών – ενώ οι σκιώδεις κυβερνήσεις αποτελούνται από τα αόρατα δίκτυα των πολλών και διαφορετικών ελίτ, τα οποία ελέγχουν με τη βοήθεια της χειραγώγησης όλες τις κοινωνικές διαδικασίες.
Οι ελίτ αυτές καθοδηγούν όλες τις πολιτικές αποφάσεις, ενώ τις προωθούν, με τον τρόπο που θέλουν, στις μάζες, με τη βοήθεια των διατεταγμένων δημοσιογράφων των ΜΜΕ –
ως αναπόφευκτες συνήθως θυσίες ή περιορισμούς, για το καλό της
πλειοψηφίας των ανθρώπων και ειδικά των αδυνάτων! Στο γράφημα που
ακολουθεί φαίνεται πως ακόμη και οι Πολίτες κρατών, όπως η Γερμανία,
αποτελούν θύματα των πολυεθνικών ομίλων – κρίνοντας από το ότι αποτελούν
ουραγό στην εξέλιξη των αμοιβών τους, σε σχέση με όλες τις άλλες
ευρωπαϊκές χώρες.
Επεξήγηση γραφήματος: Η
Γερμανία στην τελευταία θέση – Αύξηση των πραγματικών κατά κεφαλή
αμοιβών μεταξύ των ετών 2000 και 2010 (Γερμανία, Βέλγιο, Αυστρία,
Ιταλία, ΕΕ των 27, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Γαλλία, Σουηδία, Βρετανία,
Ολλανδία, Ελλάδα, Δανία, Φινλανδία, Ιρλανδία, Νορβηγία).
.
Με βάση τώρα έναν εξαιρετικό επικοινωνιολόγο (P. Lazarsfeld), η ιδανικότερη μέθοδος προώθησης είναι η πλημύρα πληροφοριών προς τις μάζες, έτσι ώστε να έχουν την ουτοπία της σωστής, πλήρους ενημέρωσης τους – γεγονός που τους δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι είναι υπεύθυνα πληροφορημένοι Πολίτες, οπότε ήσυχοι με τη συνείδηση τους.
Κλείνοντας οι «κοινωνικοί ναρκωτές», όπως αποκαλεί τα ΜΜΕ, φροντίζουν
να εθίζουν τους θεατές, αναγνώστες ή ακροατές τους στις ειδήσεις σε
τέτοιο βαθμό, έτσι ώστε να μην μπορούν χωρίς αυτές –
αδυνατώντας να κατανοήσουν την αρρώστια που τους προκαλεί ο
συγκεκριμένος εθισμός («to keep the addict from recognizing his own
malady»).
Επίλογος
Ο μεγάλος αριθμός των «ενημερωτικών» πολιτικών εκπομπών στα ελληνικά κανάλια, εκ των οποίων πολλά από τα μικρότερα γεννήθηκαν ή ανδρώθηκαν στην εποχή των μνημονίων, αποδεικνύει
το πόσο στενά είναι συνδεδεμένη η προπαγάνδα με τα ΜΜΕ – ειδικά σε μία
χώρα που αποτελεί το πειραματόζωο της νέας πολιτικής της ελίτ, την οποία
ξεκίνησε να εφαρμόζει με τη βοήθεια της παραποίησης των οικονομικών
μεγεθών, έτσι ώστε να γίνει εφικτή η μετατροπή των Πολιτών σε σκλάβους χρέους.
Το αμέσως επόμενο πείραμα ήταν η
αριστερίζουσα αντιπροσωπευτική δημοκρατία, με έντονα δεξιές αποχρώσεις
(κόμματα συγκυβέρνησης) – έχοντας στεφθεί με απόλυτη επιτυχία στην Ελλάδα, οπότε έχει μετατραπεί σε ένα εξαγώγιμο προϊόν για όποια χώρα υπάρξει ανάγκη.
Ο συνδυασμός τώρα των οικονομικών
μαρτυρίων που επιβλήθηκαν στους Έλληνες, με την έντονη προπαγάνδα που
ασκήθηκε και ασκείται από τα ΜΜΕ, εύλογα εξουδετέρωσε όλες τις υγιείς αντιστάσεις τους –
προς όφελος της παγκόσμιας ελίτ, η οποία κατάφερε να μάθει πάρα πολλά
από τη διαχείριση της ελληνικής κρίσης, επί πλέον στα χρήματα που
κέρδιζε και κερδίζει.
Στα πλαίσια αυτά, δεν πρέπει να αναρωτιέται κανείς γιατί σιωπούν τα πρόβατα τα οποία, ενώ φοβόνταν το λύκο, οδηγούνται στη σφαγή από το χαμογελαστό, νεαρό βοσκό τους – χωρίς την παραμικρή αντίσταση ή, έστω, αντίδραση, επειδή έχουν πλέον συνθηκολογήσει ψυχικά και διανοητικά.
Εν τούτοις, αναρωτιόμαστε τι ακριβώς περιμένουν οι Έλληνες στο μέλλον, αφού δεν υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία για τα απολύτως καταστροφικά αποτελέσματα της πολιτικής των μνημονίων (ανάλυση) – ενώ, εάν τυχόν νομίζουν πως η διαγραφή του δημοσίου χρέους συνεχίζει να αποτελεί λύση, έχουν δυστυχώς τη λάθος εντύπωση.
Σε κάθε περίπτωση, εάν συνεχίζουν να επιτρέπουν να θεωρούνται ως διανοητικά ανεπαρκείς, πιστεύοντας
πως η επιμήκυνση της αποπληρωμής του χρέους που θα εγκριθεί, όταν
αποδείξουν πως είναι καλά και υπάκουα παιδιά, είναι ταυτόσημη με την
ονομαστική διαγραφή, τότε οι εφιάλτες τους δεν πρόκειται ποτέ να τελειώσουν – ελπίζοντας όπως πάντα να κάνουμε λάθος.
Ολοκληρώνοντας, αυτό που προξενεί
εντύπωση όσον αφορά την ανοησία και απέχθεια σε σχέση με τη συμπεριφορά,
είναι η εγχώρια ελίτ – η οποία πίστευε πως θα μπορούσε να συμμετέχει στη λεηλασία της Ελλάδας από τους δανειστές της, με σημαντικό μερίδιο, υπερασπίζοντας ως εκ τούτου τις οργανώσεις των εισβολέων (ΔΝΤ, Τρόικα κοκ.).
Δυστυχώς για τον εαυτό της αδυνατούσε να καταλάβει πως, ειδικά οι Γερμανοί, δεν δίνουν ούτε ένα ψίχουλο από το γεύμα τους – ενώ ταυτόχρονα απεχθάνονται τους προδότες, πολύ περισσότερο από τους προδομένους.
Εκτός αυτού οι Γερμανοί γνωρίζουν πως υπάρχει ένας πολύ μεγάλος συγκριτικά αριθμός πάμπλουτων Ελλήνων, τους οποίους δεν θα αφήσουν ήσυχους
– μεταξύ των οποίων αρκετοί εφοπλιστές που ποτέ δεν διανοήθηκαν να
βοηθήσουν την πατρίδα τους, έχοντας εγκαταστήσει τα «αρχηγία» τους σε
άλλες χώρες.
Υπεράσπιζαν δε ανέκαθεν τον εαυτό τους
με το έωλο επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο οι ευθύνες της απομάκρυνσης
τους ανήκουν στο λαό και την πολιτική του ηγεσία – κάτι που φυσικά δεν
ισχύει, αφού θα μπορούσαν κάλλιστα οι ίδιοι να αναλάβουν τα ηνία της χώρας,
έχοντας όλα τα μέσα στη διάθεση τους για να το επιτύχουν. Εν τούτοις
δεν το έκαναν ποτέ, ενώ είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πώς ανέχονται τη
λεηλασία της πατρίδας τους από τους δανειστές της, χωρίς να αντιδρούν
καθόλου, παρά το ότι έχουν τη δυνατότητα. Πόσο μάλλον όταν, αργά ή
γρήγορα, θα έλθει και η σειρά τους.