ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΤΙ ΑΔΙΚΟ;
Κράτος δικαίου υπάρχει και λειτουργεί μόνο ως κυρίαρχο κράτος και όχι
ως προτεκτοράτο τραπεζιτών και κερδοσκόπων που έχουν εξαγοράσει το
εγχώριο πολιτικό σύστημα για να λεηλατήσουν τη χώρα
Ορισμένοι
ρωτούν, μα είναι σωστό και δίκαιο να μην πληρώσουμε τα δανεικά της
χώρας; Δεν είναι παραβίαση των έννομων συμβατικών υποχρεώσεων του
ελληνικού κράτους απέναντι σ’ εκείνους που το έχουν δανείσει; Δεν
αποτελεί παραβίαση της έννοιας του κράτους δικαίου;
Καταρχάς
σχετικά με την έννοια του δικαίου. Ο Αριστοτέλης έλεγε στα Πολιτικά
(Βιβλίο Γ, 9,10-13) ότι «ίσον το δίκαιον είναι, και έστιν, αλλ’ ου πάσιν
αλλά τοις ίσοις· και το άνισον δοκεί δίκαιον είναι, και γαρ έστιν, αλλ’
ου πάσιν αλλά τοις ανίσοις». Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι δεν μπορεί
να υπάρξει ισοτιμία, ούτε ισότιμη σύμβαση, ανάμεσα σε άνισα μέρη.
Ισότιμη σύμβαση υπάρχει μόνο απέναντι σε πραγματικά ίσους.
Όπως
εύστοχα σχολίαζε ο φημισμένος Γερμανός νομοδιδάσκαλος και οικονομολόγος
του 19ου αιώνα Άντον Μένγκερ, «δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανισότητα από την
ίση μεταχείριση ανίσων.» Γι’ αυτό και ο R. T. Ely, που από πολλούς
θεωρείται ο πρύτανης της οικονομικής επιστήμης στις ΗΠΑ, έλεγε ότι «μόνο
οι δυνατοί και οι ισχυροί είναι υπέρμαχοι της ελεύθερης σύμβασης δίχως
κανέναν έλεγχο και περιορισμό. Η ελεύθερη σύμβαση προϋποθέτει ίσους πίσω
από το συμβόλαιο για να μπορέσει να υπάρξει ισότητα.» Γι’ αυτό και ας
τα αφήσουμε αυτά τα περί «κράτους δικαίου» και «συμβατικής ισοτιμίας».
Κράτος δικαίου είναι εκείνο το κράτος που προασπίζεται με όλα τα έννομα
μέσα τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών του και όχι
εκείνο που τα ξεπουλά προκείμενου να προασπίσει τα συμφέροντα των
δανειστών. Κράτος δικαίου υπάρχει και λειτουργεί μόνο ως κυρίαρχο κράτος
και όχι ως προτεκτοράτο τραπεζιτών και κερδοσκόπων που έχουν εξαγοράσει
το εγχώριο πολιτικό σύστημα για να λεηλατήσουν τη χώρα.
Υπήρξε
πραγματικά ίση μεταχείριση μεταξύ ίσων στις συμβάσεις δανεισμού; Ούτε
κατά διάνοια. Ο δανεισμός της χώρας ήταν προϊόν εκβιασμού, εκμαυλισμού
και προώθησης της εξάρτησης της χώρας από συγκεκριμένα συμφέροντα της
διεθνούς αγοράς. Μετά τον πόλεμο οι αγαπητοί φίλοι και σύμμαχοι
εξανάγκασαν την Ελλάδα να αναγνωρίσει όλα τα προπολεμικά της χρέη στο
υπερδιπλάσιο της τρέχουσας αξίας τους, έστω κι αν η χώρα είχε
χρεοκοπήσει επίσημα δυο φορές γι’ αυτά (1893-1932). Αναγνωρίστηκαν χρέη
που συνάφθηκαν από το 1881 και κατόπιν.
Κι όχι μόνο αυτό, την
εξανάγκασαν να αναγνωρίσει δάνεια στο άρτιο της αξίας τους, ενώ η χώρα
τα είχε δανειστεί «υπό το άρτιο». Υπό το άρτιο είναι όταν κάποιος
δανείζεται 1000 δολ., ας πούμε, η τράπεζα που τον δανείζει τον χρεώνει
1000 δολ. μαζί με τα επιτόκια πάνω σ’ αυτή την αξία, αλλά το ποσό που
εκταμιεύεται είναι πολύ χαμηλότερο γιατί ο δανειστής προεισπράττει από
το κεφάλαιο εκτός από τις αμοιβές του και διάφορα άλλα που αφορούν τον
«πιστωτικό κίνδυνο» που αναλαμβάνει. Με τον τρόπο αυτό δάνειζαν οι
διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οίκοι την Ελλάδα έως και τον μεσοπόλεμο. Της
χρέωναν 1000 και της εκταμίευαν 800, 600, πολλές φορές και λιγότερα από
500 δολάρια.
Την ίδια εποχή με την Συμφωνία του Λονδίνου (1953)
εξανάγκαζαν την Ελλάδα μαζί με μια σειρά άλλες χώρες να χαρίσουν τα χρέη
που είχε δημιουργήσει η Χιτλερική Γερμανία προς αυτές. Μέσα σ’ αυτά τα
χρέη ήταν και το αναγκαστικό δάνειο της κατοχής, το δάνειο του αίματος,
όπως το είχε χαρακτηρίσει ο Ξ. Ζολώτας, που πήραν οι ναζί καταχτητές από
την κατεχόμενη Ελλάδα. Η Ελλάδα αναγνώριζε την ανάγκη ανάπτυξης της
Γερμανίας χωρίς το βάρος των χρεών της, προκειμένου να επωφεληθούν οι
ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Αλλά οι μεγάλοι μας σύμμαχοι αρνήθηκαν να κάνουν το
ίδιο για την μικρή Ελλάδα, που στο κάτω-κάτω της γραφής έδωσε τόσα στον
πόλεμο ενάντια στον χιτλερισμό και βγήκε από αυτόν τελείως
κατεστραμμένη. Αντίθετα την έσπρωξαν στον εμφύλιο και της χρέωσαν τα
προπολεμικά χρέη για να μην μπορέσει να ξανασηκώσει κεφάλι. Από τότε
αρχίζει η κακοδαιμονία του δημόσιου χρέους για τη νεότερη Ελλάδα. Ο
αείμνηστος ακαδημαϊκός Άγγελος Αγγελόπουλος χαρακτήριζε ως «σκάνδαλο»
την συμπεριφορά των μεγάλων συμμάχων και εταίρων μας.
Και πώς τα
κατάφεραν και εξανάγκασαν την χώρα να αναγνωρίσει τα προπολεμικά χρέη;
Εξαγοράζοντας με το 30% και πλέον των ελληνικών ομολόγων τις ισχυρές
πολιτικές οικογένειες του τόπου, το παλάτι και φυσικά τις μεγάλες
οικονομικές δυναστείες της χώρας, που μυρίστηκαν εύκολο και γρήγορο
χρήμα. Από τότε το προπολεμικό χρέος είτε μεταφέρθηκε σε εξωλογιστικούς
λογαριασμούς του κρατικού προϋπολογισμού, ώστε το δημόσιο χρέος της
χούντας και της πρώτης μεταπολίτευσης του Καραμανλή να εμφανιστεί
χαμηλό, είτε φορτώθηκε στις μεγάλες ΔΕΚΟ (ΔΕΗ, ΟΤΕ, κλπ.), είτε
ανταλλάχθηκε με προκλητικά χαριστικές συμβάσεις με επιχειρηματικά
συμφέροντα του εξωτερικού.
Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80
ούτε μία δανειακή σύμβαση δεν υπήρξε, είτε με κράτος, είτε με
χρηματοπιστωτικούς ομίλους του εξωτερικού που να μην περιέχει αφενός
τοκογλυφικούς όρους και αφετέρου πρωτοφανείς δεσμεύσεις για το ελληνικό
κράτος. Έτσι οι δανειακές συμβάσεις με τις Γαλλικές τράπεζες την εποχή
του φλερτ Ζισκάρ Ντεστέν-Καραμανλή τη δεκαετία του ’70, προέβλεπαν την
παράλληλη αγορά όπλων, τροφίμων, κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, κοκ από
την Γαλλία. Με άλλα λόγια, η Γαλλία δάνειζε το ελληνικό κράτος, μόνο αν
το δεύτερο άνοιγε την εσωτερική αγορά του στην πρώτη. Αυτό έγινε με
όλους τους δανειστές. Κι έτσι ο δημόσιος δανεισμός όχι μόνο γινόταν με
τοκογλυφικούς όρους, αλλά και με παρελκόμενες συμφωνίες που οδηγούσαν
στην καταστροφή την αναιμική βιομηχανία και γενικά την παραγωγή που
υπήρχε στην Ελλάδα.
Από την δεκαετία του ’90 έως σήμερα ο
δημόσιος δανεισμός γίνεται κυρίως με ομόλογα, που επιτρέπει αφενός τη
χειραγώγηση και την εξαγορά του ελληνικού πολιτικού συστήματος χωρίς να
υπάρχουν εμφανή ίχνη. Σε ολόκληρο αυτό το διάστημα η Ελλάδα πληρώνει
τοκογλυφικά επιτόκια, πληρώνει τραπεζικές μεσιτείες στο υπερδιπλάσιο της
διεθνούς τραπεζικής πρακτικής και κάθε μεγάλη αγορά ομολόγων
συνοδεύεται από παραχωρήσεις για «μεγάλα έργα» και κρατικές προμήθειες.
Έτσι την εποχή που συζητιόταν η ζεύξη Ρίο-Αντίριο, μια μεγάλη αγορά
ομολόγων από γαλλικές τράπεζες εξασφάλισε την παράδοση του έργου σε
γαλλικά συμφέροντα. Με αυτόν τον τρόπο έγινε και η εισβολή των
γερμανικών εταιρειών για να μας πουλήσουν το σύστημα ασφαλείας C4I, που
δεν δουλεύει, τα υποβρύχια που γέρνουν, τις προμήθειες του ΟΤΕ και του
ελληνικού κράτους από τη Siemens, κοκ.
Για να δείξουμε τη σχέση
δανειστών και ξένων επιχειρηματικών συμφερόντων, αρκεί να αναφέρουμε ότι
ο κύριος δανειστής της χώρας με βάση την πρόσφατη δανειακή σύμβαση όπου
η κυβέρνηση απεμπόλησε «άνευ όρων και αμετάκλητα», όπως αναφέρει
αυτολεξεί η ίδια η δανειακή σύμβαση, την ασυλία της χώρας λόγω εθνικής
κυριαρχίας, είναι η Γερμανία. Όμως δεν μας δανείζει το Γερμανικό κράτος,
αλλά μια τράπεζα κρατικού ενδιαφέροντος και όχι μόνο, η kfw. Η τράπεζα
αυτή είναι κι ένας από τους βασικούς μετόχους της Deutsche Telecom που
είναι κύριος μέτοχος στον ΟΤΕ. Το πώς μπήκε η Deutsche Telecom στον ΟΤΕ
αποτελεί σκάνδαλο πρώτου μεγέθους και συνδέεται με ανταποδοτικά οφέλη
υπέρ των Γερμανών, προκειμένου, ανάμεσα στα άλλα, να αγοράσουν οι
Γερμανικές τράπεζες ελληνικά ομόλογα.
Είναι τυχαίο το γεγονός ότι
την τελευταία δεκαετία που οι Γερμανικές τράπεζες έγιναν ένας από τους
δυο μεγαλύτερους δανειστές του ελληνικού κράτους, η Γερμανία εδραιώθηκε
στην Ελλάδα ως η πρώτη οικονομική δύναμη κατέχοντας το μεγαλύτερο
μερίδιο στο εξωτερικό εμπόριο της χώρας και έχοντας διεισδύσει όσο
κανένας άλλος σε όλους τους ζωτικούς τομείς της οικονομίας μας; Όχι
βέβαια.
Φυσικά για να γίνουν όλα αυτά απαιτούνται δυο βασικές
προϋποθέσεις: Εξαγορασμένοι πολιτικοί και μια οικονομική ολιγαρχία που
ζει όχι από τις επενδύσεις και την ανάπτυξη της παραγωγής, αλλά από τον
παρασιτισμό της χρηματιστικής κυβείας και τον μεταπρατισμό ξένων
συμφερόντων.
Από πού κι ως πού λοιπόν θα πρέπει ο ελληνικός λαός
να δεχθεί την «συμβατική ισοτιμία» και το «δίκαιο» των απαιτήσεων
δυνάμεων που εκβίασαν, εξαγόρασαν, λεηλάτησαν και συνεχίζουν να
λεηλατούν αυτόν τον τόπο; Τι σόι «κράτος δικαίου» συμβολίζει η δανειακή
σύμβαση που επιβλήθηκε στην Ελλάδα μέσα από τον εκβιασμό των αγορών; Μια
δανειακή σύμβαση που δεν υπάρχει όμοιά της από την εποχή των
διομολογήσεων που επέβαλλαν οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις στο «μεγάλο
ασθενή» της Ανατολής, στον Οθωμανό Σουλτάνο.
Είναι «κράτος
δικαίου» η υποθήκευση μιας ολόκληρης χώρας και του λαού της στους
δανειστές; Πότε ξανάγινε στην ιστορία κάτι τέτοιο; Εκτός κι αν η
αποικιοκρατία και η δουλοπαροικία του χρέους που επιβλήθηκε στην Ελλάδα,
αποτελούν κι αυτά συστατικά στοιχεία ενός σύγχρονου «κράτους δικαίου».
Από τη στιγμή που οι δανειστές της χώρας επέβαλαν αυτό το καθεστώς,
έχασαν κάθε δυνατότητα να επικαλεστούν το «δίκαιο» για τα αιτήματά τους,
έχασαν κάθε έννομο και συμβατικό στοιχείο από τις απαιτήσεις προς τη
χώρα και τον λαό της. Δεν μπορείς να υποδουλώνεις μια χώρα και έναν λαό,
να τον αναγκάζεις να ζήσει μια κόλαση, μόνο και μόνο γιατί έχεις
«έννομες απαιτήσεις».
Ο κατακτητής είναι πάντα κατακτητής, είτε
γίνεται με τα όπλα, είτε με οικονομικά μέσα. Κι αυτό δεν το λέμε εμείς,
αλλά αποτελεί βασική αρχή του μεταπολεμικού διεθνούς δικαίου. Και
απέναντι στον κατακτητή υπάρχει μόνο μια απάντηση: ο πατριωτισμός των
Ελλήνων, οι οποίοι σύμφωνα και με το σύνταγμα (120.4) «δικαιούνται και
υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε
επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.»
Κι όπως γνωρίζουν όλοι η
βία δεν είναι μόνο στρατιωτική, είναι και πολιτική και οικονομική.
Σήμερα ο πατριωτισμός των Ελλήνων δοκιμάζεται και επιβεβαιώνεται πρώτα
και κύρια απέναντι στους νέους κατακτητές της χώρας, τους ντόπιους
δωσίλογους κυβερνώντες και κάθε άλλον που σκαρφίζεται θεωρίες «δικαίου»
για να ρίξει την ευθύνη στο θύμα ώστε να αθωωθεί ο θύτης.
Του Δ. Καζάκη