ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΑΤΛΑΝΤΙΔΟΣ (ΜΕΡΟΣ 1ον)
ΤΟ ΑΡΜΑ ΤΟΥ ΦΑΕΘΟΝΤΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ Ο ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΑΣΤΡΑ ΕΚΙΝΟΥΝΤΟ ΜΕ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΦΟΡΑ
Στοὺς πλατωνικοὺς διαλόγους «Τίμαιος» καὶ «Κριτίας» συναντῶμεν πληροφορίες σχετικῶς μὲ μία πολιτεία ποὺ βρίσκεται ἐκτὸς τῶν Ἡρακλείων στηλῶν μὲ μέγεθος ὅσον ἡ Ἀφρικὴ καὶ ἡ Ἀσία μαζί, τὴν Ἀτλαντίδα καὶ ἡ ὁποία λόγῳ μεγάλων φυσικῶν καταστροφῶν μαθαίνουμε πὼς βυθίστηκε ὁλόκληρη (ὁ Πλάτων, καὶ ὡς πρὸς τὸ ΜΕΓΕΘΟΣ τῆς νήσου-ἠπείρου Ἀτλαντίδος καὶ ὡς πρὸς τὴν θέσιν της ΕΚΤΟΣ τῶν Ἡρακλείων στηλῶν, εἶναι ξεκάθαρος καὶ τὸ ἀναφέρει μάλιστα πολλάκις, ὁπότε εἶναι ἄτοπον νὰ ὑπάρχουν τοποθετήσεις τῆς Ἀτλαντίδος ὁπουδήποτε ἐντὸς τῶν Ἡρακλείων στηλῶν καὶ ἀναφορὲς σὲ νῆσον ποὺ οὔτε κὰν πλησιάζουν στὸ ἐλάχιστον τὶς διαστάσεις ποὺ δίδονται ἀπὸ τὸν Πλάτωνα).
Προτοῦ παρατεθοῦν τὰ ἀποσπάσματα τῶν προαναφερθέντων ἔργων σχετικῶς μὲ τὴν Ἀτλαντίδα καὶ ἄλλα κοσμοϊστορικὰ γεγονότα, φρόνιμον θὰ ἦταν νὰ ἀναφερθοῦν λίγες σχετικὲς τῶν διαλόγων πληροφορίες, ὅπως ἡ θεματολογία τους καὶ τὰ καταγραφόμενα ὡς ἐμπλεκόμενα πρόσωπα.
Ὁ διάλογος «Τίμαιος» λοιπὸν φέρει τὸ ὄνομα καὶ «Περὶ φύσεως» καθῶς σὲ αὐτὸν συναντῶμεν κοσμολογικὲς-κοσμογονικὲς καὶ ἀνθρωπολογικὲς πληροφορίες, ποὺ τὸ καθιστοῦν γραμματειακῶς στὰ συγγράμματά μας ἐκεῖνα τὰ σχετικὰ τῆς κοσμογονίας. Συζητοῦν καὶ περὶ χρόνου, φυσικῆς, χημείας, ἰατρικῆς, περὶ ψυχῆς…
Ἀποδεικνύεται δὲ μέσῳ -καὶ- αύτοῦ τοῦ πλατωνικοῦ διαλόγου πὼς ἡ φιλοσοφία εἶναι ἀδελφὴ τῶν μαθηματικῶν, ἀλλὰ καὶ πόσο ὑψηλὴ καὶ πολυσχιδῆ ἐπιστημονικὴ ἀντίληψιν πρέπει νὰ ἔχει ὁ ἀναγνώστης, ὥστε νὰ ἐννοήσει τὰ γεγραμμένα.
Ὁ διάλογος διεξάγεται τὴν παραμονὴ τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῶν Παναθηναίων, γι’ αὐτὸ καὶ πρὸς τιμὴν εἰς τὴν θεὸν ( «Τίμαιος», 20,Ε) συζητῶνται θέματα ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἱστορία καὶ ἐνδοξότητα τῆς πόλεώς της.
Ὁ Τίμαιος ποὺ ἔδωσε τὸ ὄνομά του στὸν πλατωνικὸ διάλογον ἦταν φιλόσοφος, ἀστρονόμος καὶ μαθηματικός. Κατήγετο ὅπως μαθαίνουμε ἀπὸ τὴν Λοκρίδα τῆς Κάτω Ἰταλίας ( «Τίμαιος», 20α), ἦταν ἀπὸ εὐκατάστατη καὶ εὐγενῆ οἰκογένεια καὶ εἶχε ἀσκήσει ἀνώτατα ἀξιώματα γιὰ τὰ ὁποῖα ἔλαβε καὶ μεγάλες τιμές. Ὁ Σωκράτης ( «Τίμαιος», 20c) θεωρεῖ πὼς ὁ Λοκρὸς φιλόσοφος εἶχε φτάσει στὸ ἀνώτερον ἐπίπεδον τῆς φιλοσοφίας. Ἀκόμα, γίνεται κατανοητὸν ἀπὸ τὸ σύγγραμμα πὼς ὁ Τίμαιος διαθέτει ὑψηλὴ ἀντίληψιν τοῦ κόσμου, ἐπιστημονικότητα, πολυδιάστατη καὶ βαθεῖα κατάρτισιν καὶ ἄλλες ἀρετὲς ποὺ πράγματι χαρακτηρίζουν κάθε φιλόσοφον.
Ὁ δὲ «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος» Σωκράτης, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ αὐτὸς πρόσωπον τοῦ διαλόγου δὲν χρειάζεται ἰδιαίτερες συστάσεις.
Ὁ Κριτίας συμμετέχει καὶ αὐτὸς στὴν συζήτησιν. Ὑπάρχουν πολλὲς παρερμηνεῖες τὶς τελευταῖες δεκαετίες ἀπὸ διαφόρους συγγραφεῖς, σχετικῶς μὲ τὸ ποιός Κριτίας εἶναι αὐτός. Ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος ὅμως γενεαλογώντας τὸν Πλάτωνα ( «Πλάτων», 1) γράφει πὼς ὁ Πλάτων ἦταν ἔκτη γενιὰ ἀπὸ τὸν Σόλωνα, κι αὐτὸ διότι ὁ ἀδελφὸς τοῦ Σόλωνος, Δρωπίδης ἔκανε τὸν Κριτία. Αὐτὸς τὸν Κάλλαισχρον, ὁ Κάλλαισχρος τὸν Κριτία τὸν τριάκοντα τυράννων καὶ τὸν Γλαύκωνα. Ὁ Γλαύκων ἔκανε τὴν Περικτιόνη, τὴν μητέρα τοῦ Πλάτωνος. Ἄρα μὲ αὐτὸ δεδομένον καὶ μὲ βάσιν τὶς πληροφορίες τοῦ κειμένου τοῦ Πλάτωνος, δὲν χωρᾶ ἀμφιβολία πὼς πρόκειται γιὰ τὸν γνωστὸν τῶν τριάκοντα τυράννων καὶ θεῖον τῆς μητρὸς τοῦ Πλάτωνος καὶ ὄχι τὸν ἔκπαππον ( =προ-προπάππου) τοῦ Πλάτωνος, ὅπως γράφεται.
Τέλος στὸν διάλογον συμμετέχει καὶ ὁ Ἑρμοκράτης, ὁ γνωστὸς στρατηγὸς ἀπὸ τὶς Συρακοῦσες ποὺ διεκρίθη στὴν ἀντίστασιν τῶν Συρακουσίων κατὰ τὴν σικελικὴ ἐκστρατεία τῶν Ἀθηναίων τὸ 415 π.Χ.
Ὁ διάλογος «Κριτίας» εἶναι τὸ δεύτερον μέρος τοῦ προηγουμένου διαλόγου. Ὅταν ὁ Τίμαιος τελειώνει τὴν ὁμιλία του, δίνει τὸν λόγον στὸν Κριτία νὰ ἐκθέσει καὶ αὐτὸς τὴν δική του. Ὁ «Κριτίας» ἀφ’ ὅτι ΦΑΙΝΕΤΑΙ δὲν διασώζεται ὁλόκληρος (καὶ μάλιστα ἡ ἀφήγησις σταματᾶ ἀπότομα καὶ σὲ πολὺ συναρπαστικὸν καὶ καίριον σημεῖον…). Τὸ τρίτο μέρος τῆς τριλογίας ποὺ θὰ ἦταν ὁ λόγος τοῦ Ἑρμοκράτους καὶ θὰ ἐξετίθεντο λογικῶς καὶ τὰ συμπεράσματα τοῦ διαλόγου τῶν μεγάλων αὐτῶν Ἑλλήνων, ΦΑΙΝΕΤΑΙ πὼς ὁ Πλάτων δὲν πρόλαβε νὰ τὸ ὁλοκληρώσει.
Ὁ διάλογος αὐτὸς φέρει καὶ τὸ ὄνομα «Ἀτλαντικός», καθῶς ἐπραγματεύετο τὴν περιγραφὴ τῆς Ἀτλαντίδος καὶ τὴν σύγκρουσιν τῶν βασιλέων της μὲ τὴν Ἀθῆνα, ποὺ ἔληξε μὲ νίκη τῶν Ἀθηναίων, οἱ ὁποῖοι -ὅπως λέει καὶ ὁ Αἰγύπτιος ἱερεὺς στὸν Σόλωνα (Τίμαιος, 25d)- ἔσωσαν ἀπὸ τὴν δουλεία, μὲ τὴν ἀνδρεία τους καὶ τὴν ἀρετή τους ὅλους ὅσους βρίσκονταν στὴν μέσα πλευρὰ τῶν Ἡρακλείων στηλῶν. Στὸ ἔργον αὐτὸ δίνονται μοναδικὲς πληροφορίες, γιὰ τὸ πῶς ἦταν ἡ ἀρχαία Ἀττικὴ πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ τοῦ Δευκαλίωνος, ὅταν τελοῦσε ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία τοῦ Ἡφαίστου καὶ τῆς Ἀθηνᾶς! Ἀναφέρεται καὶ ἐδὼ πὼς οἱ θεοὶ δημιούργησαν ἀνθρώπους αὐτόχθονες καὶ πολιτισμὸν στὴν Ἀθῆνα τῆς 10ης π.Χ. χιλιετίας.
Ἐπίσης, γράφεται πὼς διεσώθησαν τὰ ὀνόματα τῶν πρώτων βασιλέων τῆς χώρας διὰ τῆς παραδόσεως, χωρὶς νὰ γίνει γνωστὸν τὸ ἔργον τους καὶ πὼς ἡ τότε Ἀθῆνα ἔφτανε μέχρι τὸν Ἰσθμὸν, τὴν Πάρνηθα καὶ τὸν Ὡρωπόν. Μαθαίνουμε ἀκόμα, πὼς ἡ πόλις εἶχε ἔδαφος πάρα πολὺ γόνιμον, μὲ πολλὰ νερὰ καὶ δάση καὶ πὼς πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ ἡ Ἀκρόπολις ἦταν ἑνωμένη μὲ τὸν Λυκαβηττὸν καὶ τὴν Πνύκα. Ἡ Ἀτλαντὶς ὅπως θὰ δοῦμε ἀνῆκε μόνον στὸν Ποσειδῶνα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐγκαταστήσει σὲ αὐτὴν τὰ δέκα του παιδιὰ (5 ζευγάρια διδύμων), τὰ ὁποῖα εἶχε ἀποκτἠσει ἀπὸ τὴν Κλειτώ. Ὁ πρεσβύτερος υἰός του ὠνομάζετο Ἄτλας, ἐξ οὗ καὶ ἡ Ἀτλαντὶς.
Στὴν ἀρχὴ τοῦ «Τιμαίου» (20e) λοιπὸν ὁ Κριτίας ἀπευθύνεται στὸν Σωκράτη λέγοντάς του νὰ ἀκούσει μία ἱστορία ποὺ ἔχει νὰ ἐξιστορήσει σχετικὰ μὲ παλαιὰ σπουδαῖα καὶ ἀξιοθαύμαστα κατορθώματα τῆς πόλεώς τους -τῶν Ἀθηνῶν-, τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀφανισθεῖ-ξεχασθεῖ λόγῳ τοῦ χρόνου, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῆς φθορᾶς-θανάτου τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὰ γνώριζαν· θὰ μιλήσει γιὰ τὴν Ἀθῆνα -χονδρικῶς- τοῦ 9.500 π.Χ.
Τοὺ λέγει πὼς ὁ λόγος ποὺ θὰ ἀκούσει εἶναι περίεργος, ἀλλὰ ἀπολύτως ἀληθὴς καὶ τὸν διηγήθηκε κάποτε ὁ Σόλων, ἕνας ἐκ τῶν ἑπτὰ σοφῶν τῆς ἀρχαιότητος στὸν προπάππου τοῦ ἰδίου, τὸν Δρωπίδη. Ὁ Σόλων ἦταν συγγενής τους καὶ πολὺ καλὸς φίλος μὲ τὸν προπάππον του.
Ὁ Δρωπίδης λοιπὸν λέγει πὼς τὰ μετέφερε στὸν υἰόν του, Κριτία καὶ παπποῦ τοῦ ὁμιλοῦντος Κριτία -ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομά του-, καὶ ὁ παπποῦς Κριτίας τὰ ἐξιστόρησε τὴν Κουρεώτιδα μέρα τῶν Ἀπατουρίων*1 -καὶ- σὲ αὐτόν.
Ὁ πάππος ὅπως μαθαίνουμε ἀπὸ τὸν διάλογον ἦταν τότε ἐνενῆντα ἐτῶν καὶ ὁ μικρὸς Κριτίας ποὺ συνδιαλέγεται στὸν πλατωνικὸν διάλογον ἦταν μόλις δέκα. Γράφει λοιπὸν ὁ Πλάτων :
ΣΩΚΡΑΤΗΣ : …ποιό εἶναι τὸ ἀρχαῖον ἔργον αὐτὸ ποὺ διηγήθη ὁ Κριτίας, ὡς ὄντως πραχθὲν ἀπὸ αὐτὴν τὴν πόλιν, ὅπως τὸ ἤκουσε ἀπὸ τὸν Σόλωνα;
ΚΡΙΤΙΑΣ : Θὰ σᾶς πῶ μία παλαιὰ ἱστορία ποὺ τὴν ἄκουσα ὄχι ἀπὸ νέον ἄνθρωπον· ἦταν τότε ὁ Κριτίας, ὅπως εἶπε, σχεδὸν κοντὰ στὰ ἐνενῆντα, ἐνὼ ἐγὼ ἤμουν περίπου δέκα ἐτῶν. Ἔτυχε νὰ εἶναι ἡ Κουρεῶτις ἡμέρα τῶν Ἀπατουρίων. Συνέβη καὶ τότε τὸ σύνηθες μὲ τὰ παιδιὰ σὲ αὐτὴν τὴν ἑορτὴ*1· καὶ οἱ πατέρες μας ἔθεσαν ἔπαθλα γιὰ τὶς ἀπαγγελίες. Ἀπηγγέλθησαν πολλὰ ποιήματα πολλῶν ποιητῶν, ἀλλὰ πολλοὶ ἀπὸ ἑμᾶς εἴπαμε ποιήματα τοῦ Σόλωνος, διότι ἦταν νέα ἐκείνον τὸν καιρόν. Εἶπε λοιπὸν κάποιος ἀπὸ τοὺς φράτορες, εἴτε ἐπειδὴ τὸ πίστευε, εἴτε ἐπειδὴ ἤθελε νὰ εὐχαριστήσει τὸν Κριτία, πὼς κατὰ τὴν γνώμη του ὁ Σόλων ἦταν ὁ πιὸ σοφὸς καὶ στὰ ὑπόλοιπα ζητήματα, ἀλλὰ καὶ ὁ πιὸ ἐλευθέριος ἀπὸ ὅλους τοὺς ποιητές. Ὁ γέρος -πολὺ ζωντανὰ τὸ θυμᾶμαι- ηὐχαριστήθη πολὺ καὶ χαμογελώντας εἶπε :
«Ἀλήθεια, Ἀμύνανδρε, ἄν δὲν εἶχε ἐπιδοθεῖ στὴν ποίησιν ὡς πάρεργον, ἀλλὰ τὴν εἶχε καλλιεργήσει ὅπως οἱ ἄλλοι, κι ἄν εἶχε τελειοποιήσει τὸν λόγον ποὺ μετέφερε ἐδῶ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ἀντὶ νὰ τὸν παραμελήσει λόγῳ τῶν ἐμφυλίων ταραχῶν καὶ τῶν ἄλλων κακῶν ποὺ βρῆκε ὅταν γύρισε ἐδῶ, τότε κατὰ τὴν γνώμη μου βέβαια, οὔτε ὁ Ἡσίοδος, οὔτε ὁ Ὅμηρος οὔτε κανένας ἄλλος ποιητὴς θὰ γινόταν ποτὲ ἀνώτερος του».
…-Ὁ λόγος ποὺ μετέφερε ὁ Σόλων- ἦταν γιὰ μία πολὺ μεγάλη καὶ δικαίως τὴν πιὸ ὀνομαστὴ ἀπὸ ὅλες πράξιν…ποὺ ἔχει κάνει αὐτὴ ἡ πόλις, ἀλλὰ λόγῳ τοῦ χρόνου ποὺ πέρασε καὶ τοῦ θανάτου ἐκείνων ποὺ τὸν πραγματοποίησαν δὲν «ἔφτασε» ὡς ἑμᾶς.
…«Ὑπάρχει στὴν Αἴγυπτον…στὸ Δέλτα, ἐκεῖ ποὺ χωρίζεται στὴν κορυφή του τὸ ῥεῦμα τοῦ Νείλου, μία περιοχὴ ποὺ λέγεται Σαϊτική· αὐτῆς τῆς περιοχῆς μεγαλυτέρα πόλις εἶναι ἡ Σάις -ἀπὸ ὅπου εἶναι καὶ ὁ βασιλεὺς Ἄμασις-. Σύμφωνα μὲ αὐτούς, ἀρχηγὸς τῆς πόλεως ἦταν μία θεὸς ποὺ Αἰγυπτιστὶ τὸ ὄνομά της εἶναι Νηίθ, ἑλληνιστὶ ὅπως λέγουν οἱ ἴδιοι, Ἀθηνᾶ*2· οἱ κάτοικοι της ἰσχυρίζονται πὼς εἶναι πολὺ φιλαθήναιοι/ἀγαποῦν πολὺ τὴν Ἀθῆνα καὶ ὅτι κατὰ κάποιον τρόπον εἶναι οἰκεῖοι τους.
Ὅταν λοιπὸν πῆγε ἐκεῖ ὁ Σόλων εἶπε πὼς ἐτιμήθη σφόδρα· καὶ ὅταν ζήτησε πληροφορίες γιὰ τὰ ἀρχαῖα γεγονότα τους, ἀπὸ τοὺς ἐμπείρους σὲ αὐτὰ τὰ πράγματα ἱερέας, διεπίστωσε πὼς οὔτε ὁ ἴδιος, οὔτε ἄλλος Ἕλλην, ὅπως λέγεται, δὲν βρέθηκε νὰ γνωρίζει τίποτα σχετικὰ μὲ αὐτά. Καὶ ὅταν θέλησε νὰ τοὺς παρασύρει σὲ συζήτησιν σχετικῶς μὲ τὴν ἀρχαία ἱστορία, ἐπεχείρησε νὰ τοὺς μιλήσει γιὰ τὶς ἀρχαιότατες παραδόσεις, γιὰ τὸν Φορωνέα*7 ποὺ λέγεται πὼς ἦταν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος καὶ τὴν Νιόβη, καὶ γιὰ τὸν Δευκαλίωνα καὶ τὴν Πύρρα καὶ γιὰ τὸν τρόπον ποὺ διεσώθησαν ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸν καὶ γιὰ τοὺς ἐξ αὐτῶν γενεαλογουμένους καὶ προσπάθησε νὰ ὑπολογίσει τὸ χρονικὸν διάστημα ποὺ μεσολάβησε ἀπὸ αὐτοὺς μετρώντας τὰ χρόνια. Τότε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἱερέας, πολὺ ἡλικιωμένος είπε: «Σόλων, Σόλων, οἱ Ἕλληνες εἶστε αἰωνίως παιδιά, γέρος δὲ Ἕλλην δὲν ὑπάρχει».
Ἀκούγοντάς τον λοιπὸν εἶπε: «Πῶς; Τί ἐννοεῖς;»
«Εἶστε ὅλοι νέοι στὴν ψυχή…γιατί δὲν ἔχετε κρατήσει μέσα σὲ αὐτὲς καμμία ἀπὸ τὶς παλαιὲς δοξασίες τῆς ἀρχαίας παραδόσεως, οὔτε καὶ καμμία πανάρχαια γνῶσιν/ κανένα παλαιὸν μάθημα. Καὶ ἡ αἰτία αὐτῶν εἶναι ἡ ἑξῆς: Συνέβησαν καὶ θὰ συμβοῦν πολλές καὶ διάφορες καταστροφὲς στοὺς ἀνθρώπους· οἱ μεγαλύτερες προῆλθαν ἀπὸ πυρκαϊὲς καὶ ἀπὸ νερά/πλημμύρες, -καὶ οἱ- μικρότερες ἀπό ἀμέτρητες ἄλλες αἰτίες.
Ἔτσι λοιπὸν αὐτὸ ποὺ λέγεται στὰ μέρη σας, ὅτι κάποτε ὁ Φαέθων, ὁ υἰος τοῦ Ἡλιου, ἀφοῦ ἔζευξε τὸ ἅρμα τοῦ πατρός του, ἀλλὰ μὴ μπορώντας νὰ τὸ ὁδηγήσει στὴν ὁδὸν/ τροχιὰ τοῦ πατρός του, κατέκαυσε ὅ,τι βρισκόταν πάνω στὴν γῆ καὶ ὁ ἴδιος κατεκεραυνώθη, αὐτὸ ἀναφέρεται ὡς μῦθος*3· ἡ ἀληθινὴ του σημασία εἶναι ὅτι τὰ σώματα ποὺ περιφέρονται στὸν οὐρανὸν γύρω ἀπὸ τὴν γῆ παρεκκλίνουν ἀπὸ τὴν τροχιά τους μὲ τὴν πάροδον πολλῶν ἐτῶν καὶ καταστρέφουν ὅλα ὅσα βρίσκονται στὴν ἐπιφάνεια της μὲ τεράστιες φωτιές.
Τότε λοιπὸν ὅσοι κατοικοῦν στὰ ὄρη καὶ σὲ ὑψηλοὺς τόπους καὶ ξηροὺς παθαίνουν μεγαλύτερες καταστροφὲς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦν κοντὰ σὲ ποταμοὺς καὶ στὴν θάλασσα. Ἑμᾶς καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωσιν καὶ σὲ ἄλλες δύσκολες στιγμὲς σωτὴρ εἶναι/ μᾶς σώζει ὁ Νεῖλος ποὺ πλημμυρίζει. Ὅταν πάλι οἱ θεοὶ πλημμυρίζουν τὴν γῆ γιὰ νὰ τὴν καθαρίσουν/ ἐξαγνίσουν, γλυτώνουν οἱ ὀρεσείβιοι, οἱ βοσκοὶ καὶ οἱ κτηνοτρόφοι, ἐνῶ ὅσοι κατοικοῦν σὲ πόλεις σὰν τὴν δική σας παρασύρονται ἀπὸ τὰ ποτάμια στὴν θάλασσα.
Σ' αὐτὴν ἐδῶ ὅμως τὴν χώρα οὔτε τότε, οὔτε ἄλλη φορὰ πέφτει ἀπὸ πάνω τὸ νερὸ στὸ ἔδαφος, ἀντιθέτως -τὰ νερά- ἀναβλύζουν πάντοτε ἀπὸ κάτω*5. Γι' αυτοὺς λοιπὸν τοὺς λόγους οἱ παραδόσεις ποὺ διασώζονται ἐδῶ θεωρούνται πὼς εἶναι οἱ πιὸ παλαιές*4. Ἡ ἀλήθεια πάντως εἶναι πὼς σὲ ὅλους τοὺς τόπους, ὅπου τὸ κρύο δὲν εἶναι ὑπερβολικὸ ἤ ἡ ζέστη ἀπαγορευτική, ὑπάρχει πάντα τὸ ἀνθρώπινο γένος λίγο ἤ πολύ.
Ὅσα ἔχουν γίνει, ὄμορφα ἤ μεγάλα ἤ διαφέρουν κατὰ κάποιον τρόπον/ εἶναι ἀξιοπερίεργα στὸν τόπον σας ἤ ἐδῶ -στὴν Αἴγυπτον- ἤ καὶ σὲ ἄλλον τόπον, ποὺ ἐξ ἀκοῆς τὰ ξέρουμε, ὅλα αὐτὰ εἶναι κατακεχωρημένα καὶ διεσωσμένα στὰ ἱερά μας ἀπὸ τὰ παλαιὰ χρόνια. Στὴν πόλιν σας ὅμως, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες, ἔρχεται κάθε τόσο τὸ ῥεῦμα τοῦ οὐρανοῦ σὰν φοβερή ἀρρώστια καὶ καταστρέφει ὅλα ὅσα ἔχουν ἀναπτυχθεῖ μὲ τὰ γράμματα καὶ ὅλα ὅσα χρειάζονται οἱ πόλεις, ἀφήνοντας ζωντανοὺς μόνον τοὺς ἀγραμμάτους καὶ τοὺς ἀκαλλιεργήτους ἀπὸ σᾶς, ὥστε γίνεστε σὰν νέοι ἀπὸ τὴν ἀρχή, χωρὶς νὰ γνωρίζετε τίποτα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔγιναν τὸν παλαιὸν καιρόν, τόσο στὴν δική μας, ὅσο καὶ στὴν δική σας χώραν*4.
Αὐτὰ λοιπὸν ποὺ ἀνέφερες μόλις τώρα, Σόλων, γιὰ τὶς παραδόσεις σας σχετικῶς μὲ τὶς γενεαλογίες ἔχουν πολὺ μικρὴ διαφορὰ ἀπὸ τοὺς παιδικοὺς λόγους· θυμᾶστε μόνον ἕναν κατακλυσμόν, ἄν καὶ προηγουμένως ἔγιναν πολλοί*6. Δὲν ξέρετε, ἐπίσης, ὅτι στὴν δική σας χώρα γεννήθηκε τὸ καλλίτερον καὶ τελειότερον ἀνθρώπινον γένος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον κατάγεσαι κι ἐσὺ καὶ ὅλοι οἱ συμπολίτες σου, ἀπὸ τὸ λίγον σπέρμα ποὺ διεσώθη· αὐτὸ ὅμως τὸ ἀγνοεῖτε, διότι ἐπὶ πολλὲς γενεὲς οἱ ἐπιζήσαντες πέθαναν χωρὶς νὰ ἀφήσουν πίσω τους γραφές» ).
*1 Ἀπατούρια < ἐπιτ. ἀ +πατήρ· ἦταν μεγάλη ἑορτὴ στὴν Ἀθῆνα, καθῶς κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Ἀπατουρίων «ἐνέγραφον τοῦς γεννωμένας παῖδας ὀμνύοντας οἱ πατέρες ἦ μὴν ( =δίνοντας ὅρκον οἱ πατέρες ἀληθῶς) εἶναι Ἀθηναίους ἐξ Ἀθηναίων». Ἐθεωρεῖτο τόσον σπουδαία ἑορτὴ ποὺ σὲ πολλὲς πόλεις τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας ὁ Πυανεψιών, ὁπότε ἐτελοῦντο οἱ ἐγγραφὲς-δηλώσεις τῶν νέων τῆς πόλεως ὡς πολιτῶν, μὲ κριτήριον τὴν ΑΥΤΟΧΘΟΝΙΑ αὐτῶν καὶ τῆς γενιᾶς τους, ὠνομάσθη καὶ Ἀπατούριος.
Διαρκοῦσε τρεῖς ἡμέρες· ἡ πρώτη ἐλέγετο «Δορπία» λόγῳ τῶν κοινῶν δείπνων ( =δόρπων) ποὺ ἐτελοῦντο σὲ κάθε φρατρία.
Ἡ δευτέρα ἡμέρα ἐλέγετο «Ἀνάρρυσις» ( =ἀπολύτρωσις, θυσία) διότι ἐθυσιάζον στὸν Φράτριον Δία καὶ στὴν Ἀπατουρία Ἀθηνᾶ· καὶ ἡ τρίτη ἐλέγετο «Κουρεῶτις» ( < κείρω= κόπτω, κουρεύω), διότι ἐκείνη τὴν ἡμέρα κατεχώρουν -οἱ Ἀθηναῖοι (ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες ἰωνικὲς πόλεις οἱ ἀντίστοιχοι πολίτες) τοὺς τριετεῖς-τετραετεῖς υἰούς τους στὸν κατάλογον τῆς οἰκείας φρατρίας (τὸ ὁποῖον ἦταν καὶ ἡ ἀπόδειξις Ἀθηναίου πολίτου) καὶ ἔκειρον τὰ μαλλιὰ τῶν υἰῶν τους, προσφέροντάς τα θυσία στὴν Ἄρτεμιν. Τὰ παιδιὰ ἀπήγγειλλαν ποιήματα, γιὰ τὰ ὁποῖα στὸν «Τίμαιον» μαθαίνουμε πὼς ἐβραβεύοντο καὶ μὲ ἔπαθλα.
Εἶναι σπουδαῖον καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ νέοι αὐτοὶ πολίτες ὅταν ἔφταναν σὲ ἡλικία νὰ θάλλουν γένειον, ἤτοι ἦταν νεαροὶ ἄνδρες καὶ ἄρα ἱκανοὶ πολεμιστὲς καὶ ὑπερασπιστὲς τῆς πόλεώς-πατρίδος τους ὄντες, χαρακτηρίζονταν ὡς κοῦροι ( «ὁ κείρων τὴν κόμην του καὶ ξυρῶν τὸ γένειον» ).
*2 Γράφει ἡ Τζιροπούλου στὸ βοηθητικὸν βιβλίον μαθημάτων ἀρχαίων ἑλληνικῶν τοῦ γ’ ἔτους :
«Κατὰ τὴν παράδοσιν, ἡ πόλις Σάις ἦτο ἀρχαιοτάτη ἀποικία τῶν Ἀθηναίων, ἐλατρεύετο δὲ ἐκεῖ ἡ Ἀθηνᾶ τὴν ὁποία ἀργότερον οἱ Αἰγύπτιοι ἀπεκάλεσαν Νηίθ…γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς οἱ Αἰγύπτιοι εἶναι φιλαθήναιοι καὶ ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι κατὰ κάποιον τρόπον οἰκεῖοι τῶν Ἀθηναίων. Ὁ Διόδωρος Σικελιώτης -Ε’,57- γράφει :
«Ἀθηναῖοι κτίσαντες ἐν Αἰγύπτῳ πόλιν τὴν ὀνομαζομένην Σάιν».
Εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ Ἕλληνες, εἰς ἀρχαιοτάτους προϊστορικοὺς χρόνους ἔκτισαν πάρα πολλὲς πόλεις εἰς Αἴγυπτον : Ἡλιούπολις, Λατόπολις, Ἄρχανδρος ἤ Ἀνδρόπολις, Μέμφις, Ἡρακλεόπολις, Κυνόπολις, Ἑρμούπολις, Ἱερακόπολις, Πανόπολις, Ἀφροδιτόπολις, Θῆβαι, Θώνις, Μίνωτις, Ἀπολλωνόπολις, Διόσπολις, Ναύκρατις, Κοπτώ -ὅπου ἐθρήνει καὶ ἐκόπτετο ἡ Ἴσις-, Βούβασις -ἐκ τῆς Ἰοῦς-, Κάνωβος -ἀπὸ τὸν κυβερνήτην τοῦ πλοίου τοῦ Μενελάου κ.ἄ.
Περὶ δὲ τῆς Νηὶθ ἡ ὁποία ἐλατρεύετο ὅπως ἀκριβῶς ἡ Ἀθηνᾶ ὡς ἔφορος τῆς ἐλαίας, αναφέρεται ὅτι στὴν Σάιν εἶχε ναὸν μεγαλοπρεπέστατον καὶ ἑορτὴν ἐτήσιον ὀνομαζομένη Λυχνοκαΐαν, ἐπειδὴ ἔκαιον λύχνους ὅλη τὴν νύχτα.
Καὶ ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσίριδος», 354C γράφει :
«Τὸ δὲ ἐν Σάι τῆς Ἀθηνᾶς, ἥν καὶ Ἴσιν νομίζουσιν, ἐπιγραφὴν εἶχε τοιαύτη : ἐγὼ εἰμὶ πᾶν τὸ γεγονὸς καὶ ὄν καὶ ἐσόμενον καὶ τὸν ἐμὸν πέπλον οὐδεὶς πω θνητὸς ἀπεκάλυψεν»».
Στὸ προαναφερθὲν ἀπόσπασμα τοῦ Διοδώρου Σικελιώτου, ἀναφέρεται πὼς ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἡλιάδες, ὁ Ἀκτὶς πῆγε στὴν Αἴγυπτον καὶ ἔχτισε πόλιν, τὴν Ἡλιούπολιν, στὴν ὁποία ἔδωσε τὸ ὄνομα τοῦ πατρός του, Ἡλίου. Ἀπὸ αὐτὸν ἔμαθαν οἱ Αἰγύπτιοι τοὺς νόμους τῆς ἀστρονομίας καὶ ὅταν ἀργότερα ἔγινε κατακλυσμὸς καὶ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες ἐχάθησαν μαζὶ μὲ τὰ ΓΡΑΠΤΑ μνημεῖα, οἱ Αἰγύπτιοι βρῆκαν τὴν εὐκαιρία νὰ ἰδιοποιηθοῦν τὴν γνῶσιν τῆς ἀστρονομίας· καὶ καθῶς οἱ Ἕλληνες δὲν μποροῦσαν πλέον νὰ ἐπικαλεστοῦν γραπτὲς μαρτυρίες, ἐπεκράτησε ἡ γνώμη πὼς ἡ ἀστρονομία ξεκίνησε στην Αἴγυπτον.
Κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον γράφει πὼς οἱ Ἀθηναῖοι ποὺ ἔχτισαν τὴν Σάιν στὴν Αἴγυπτον εἶχαν ἄγνοια γι’ αὐτό, ἀλλὰ τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὰ γράμματα ποὺ λόγῳ αύτῆς τῆς ἀγνοίας τους ἐξαιτίας τοῦ κατακλυσμοῦ ΘΕΩΡΗΣΑΝ πὼς πρῶτος τὰ εἶχε φέρει ὁ Κάδμος ἀπὸ τὴν Φοινίκη στὴν ἐνδοχώρα (διότι καὶ ἡ Φοινίκη ἑλληνικὴ ἦταν) μετὰ ἀπὸ πολλὲς γενιές, ἐνῶ ἐπὶ τῆς οὐσίας ἁπλῶς τὰ ΕΠΑΝΕΦΕΡΕ στὴν κοιτίδα τους!
*3 Οἱ Ἕλληνες διετήρησαν -καὶ αὐτὸ- τὸ πανάρχαιον κοσμοϊστορικὸν γεγονὸς μὲ τὴν μορφὴ μύθου (κλειστοῦ λόγου). Ὁ μῦθος ἔλεγε πὼς ὁ Φαέθων θέλοντας νὰ ζεύξει τὸ ἅρμα τοῦ πατρός του, ἐκρημνίσθη ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἔπεσε πλησίον τοῦ ποταμοῦ Ἡριδανοῦ. Ὁ Πολύβιος ὁ Μεγαλοπολίτης (Ἱστοριῶν, Β’, 16) ἀναφερόμενος στὸν ποταμὸν ἀναφέρει σχετικὲς ἱστορίες τῶν Ἑλλήνων ποὺ λέγουν πὼς οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς πενθοῦν καὶ πὼς οἱ λεῦκες δακρύζουν λόγῳ τοῦ θλιβεροῦ συμβᾶντος (σημειωτέον πὼς στὸν μῦθον σὲ λεῦκες εἶχαν μετατραπεὶ οἱ ἀδελφὲς τοῦ Φαέθοντος, Ἡλιάδες, ἀπὸ τὴν στεναχώρια τους γιὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀδελφοῦ τους καὶ τὰ δάκρυά τους μετετράπησαν σὲ ἤλεκτρον) :
«τὰ περὶ τὸν ποταμὸν τοῦτον ἱστορούμενα παρὰ τοῖς Ἕλλησι, λέγω δὴ τὰ περὶ Φαέθοντα καὶ τὴν ἐκείνου πτῶσιν, ἔτι δὲ τὰ δάκρυα τῶν αἰγείρων καὶ τοὺς μελανείμονας τοὺς περὶ τὸν ποταμὸν οἰκοῦντας, οὕς φασι τὰς ἐσθῆτας εἰσέτι νῦν φορεῖν τοιαύτας ἀπὸ τοῦ κατὰ Φαέθοντα πένθους…».
Ὁ Στέφανος Βυζάντιος στὰ Ἐθνικά (299-300) στὸ λῆμμα Ἡλεκτρίδες νῆσοι γράφει τὰ ἑξῆς :
«Ἠλεκτρίδες νῆσοι, ἐν αἷς εἰσι δύο ἀνδριάντες Δαιδάλου καὶ Ἰκάρου. ταύτας δὲ τὰς νήσους φασὶ καὶ τὸν Ἠριδανὸν ποταμὸν προσκεχωκέναι. ἔστι δὲ καὶ λίμνη πλησίον τοῦ ποταμοῦ ὕδωρ ἔχουσα θερμόν, ὀσμὴ δὲ ἀπ' αὐτῆς βαρεῖα καὶ χαλεπὴ ἀποπνεῖ, καὶ οὔτε ζῷον πίνει ἐξ αὐτῆς οὔτε ὄρνεον ὑπερίπταται, ἀλλὰ πίπτει καὶ ἀποθνήσκει. ἔστι δὲ ὁ κύκλος στάδιοι διακόσιοι, τὸ [δὲ] εὖρος [ἕως δέκα]. καὶ μυθολογοῦσι Φαέθοντα κεραυνωθέντα πεσεῖν ἐκεῖ. εἶναι δὲ ἐκεῖ καὶ αἰγείρους πολλάς, ἐξ ὧν πίπτει τὸ καλούμενον ἤλεκτρον, ὅμοιον κόμμι διὰ τὸ σκληρύνεσθαι ὡς λίθον. οἱ κατοικοῦντες Ἠλεκτρῖται πρὸς τὸν τύπον [τῶν εἰς ις], Ἠλεκτρῖνοι διὰ τὸ ἐπιχώριον».
Ὁ Παυσανίας ( «Ἑλλάδος Περιήγησις», Ἀττικά, 1,4/ 1,19) ἀναφέρει σχετικῶς μὲ τὸν μῦθον, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς ποταμοὺς, ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα «Ἡριδανός» :
«καί σφισι διὰ τῆς χώρας ῥεῖ ποταμὸς Ἠριδανός, ἐφ᾽ ᾧ τὰς θυγατέρας τὰς Ἡλίου ὀδύρεσθαι νομίζουσι τὸ περὶ τὸν Φαέθοντα τὸν ἀδελφὸν πάθος/ ταῦτα μὲν οὕτω γενέσθαι λέγουσι· ποταμοὶ δὲ Ἀθηναίοις ῥέουσιν Ἰλισός τε καὶ Ἠριδανῷ τῷ Κελτικῷ κατὰ τὰ αὐτὰ ὄνομα ἔχων, ἐκδιδοὺς ἐς τὸν Ἰλισόν.»
Καὶ ὁ Στράβων στὰ «Γεωγραφικά» (Ε’, 1,9) γράφει σχετικῶς :
«οἷον τὰ περὶ Φαέθοντα καὶ τὰς Ἡλιάδας τὰς ἀπαιγειρουμένας περὶ τὸν Ἠριδανόν͵ τὸν μηδαμοῦ γῆς ὄντα͵ πλησίον δὲ τοῦ Πάδου λεγόμενον͵ καὶ τὰς Ἠλεκτρίδας νήσους τὰς πρὸ τοῦ Πάδου καὶ μελεαγρίδας ἐν αὐταῖς»
Πρέπει δὲ νὰ ὑπογραμμιστεῖ πὼς ὁ ἴδιος ὁ Πλάτων -καὶ- στὸν «Τίμαιον» ἐπιβεβαιώνει μὲ τὸ «μύθου μὲν σχῆμα ἔχον λέγεται, τὸ ἀληθὲς ἐστί», τὸ σημασιολογικὸν περιεχόμενον τῆς πλέον διαστρεβλωμένης λέξεως «μῦθος»· πὼς δὲν εἶναι τίποτα ἄλλον παρὰ ὁ ἀλληγορικὸς τρόπος νὰ ἐξιστορηθεῖ καὶ νὰ διαφυλαχθεῖ ἡ ἱστορία· ἤτοι πρόκειται γιὰ κεκρυμμένη ἀλήθεια, κλειστὸν λόγον.
Οἱ λεῦκες -προφανῶς ἀπὸ τότε- ἐθεωροῦντο ὡς δένδρον τοῦ Κάτω κόσμου.
Ἕνα ἄλλον τεράστιον θέμα σχετικῶς μὲ κοσμογονικὲς μνῆμες καὶ κοσμοϊστορικὰ πρωτόγνωρα γεγονότα, εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ ἀναφέρουν πλεῖστα κείμενά μας περὶ τῆς ἀλλαγῆς τῆς πορείας τῶν ἄστρων καὶ ἀνατολῆς-δύσεως τοῦ Ἡλίου ἀπὸ τὸ…ἀντίθετον σημεῖον τοῦ ὁρίζοντος!!! Ἐνδεικτικῶς :
«τότε δὴ τότε φαεννὰς ἄστρων μετέβασ' ὁδοὺς Ζεὺς καὶ φέγγος ἀελίου λευκόν τε πρόσωπον ἀοῦς, τὰ δ' ἕσπερα νῶτ' ἐλαύνει θερμᾷ φλογὶ θεοπύρῳ, νεφέλαι δ' ἔνυδροι πρὸς ἄρκτον, ξηραί τ' Ἀμμωνίδες ἕδραι φθίνουσ' ἀπειρόδροσοι, καλλίστων ὄμβρων Διόθεν στερεῖσαι. λέγεται, τὰν δὲ πίστιν σμικρὰν παρ' ἔμοιγ' ἔχει, στρέψαι θερμὰν ἀέλιον χρυσωπὸν ἕδραν ἀλλάξαντα δυστυχίᾳ βροτείῳ θνατᾶς ἕνεκεν δίκας», Ἠλέκτρα, 726 κ.ἑξ. , Εὐριπίδης
«Ἔρις τό τε πτερωτὸν ἁλίου μετέβαλεν ἅρμα, τὰν πρὸς ἑσπέραν κέλευθον
οὐρανοῦ προσαρμόσασα μονόπωλον ἐς Ἀῶ, ἑπταπόρου τε δράμημα Πελειάδος εἰς ὁδὸν ἄλλαν Ζεὺς μεταβάλλει», Ὀρέστης, 1001-6, Εὐριπίδης
Τὸ ἀκόμη δὲ συγκλονιστικὸτερον εἶναι καὶ τὸ πότε συνέβη αὐτὴ ἡ κοσμοϊστορικὴ μεταβολὴ στὴν ἀνατολή-δύσιν τοῦ ἡλίου καὶ τῶν ἄλλων ἄστρων. Τὴν χρονολογία μᾶς τὴν δίνει ὁ Πλάτων στὸν «Πολιτικόν» τοῦ (269a) :
«τὸ περὶ τῆς μεταβολῆς δύσεώς τε καὶ ἀνατολῆς ἡλίου καὶ τῶν ἄλλων ἄστρων, ὡς ἄρα ὅθεν μὲν ἀνατέλλει νῦν εἰς τοῦτον τότε τὸν τόπον ἐδύετο, ἀνέτελλε δ᾽ ἐκ τοῦ ἐναντίου, τότε δὲ δὴ μαρτυρήσας ἄρα ὁ θεὸς Ἀτρεῖ μετέβαλεν αὐτὸ ἐπὶ τὸ νῦν σχῆμα».
( =Τὸ περὶ τῆς μεταβολῆς δύσεως καὶ ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου καὶ τῶν ἄλλων ἄστρων, ὅτι δηλαδὴ τὸ ἀφ’ ὅπου ἀνατέλλει τώρα, τότε ἔδυε σ’ αὐτὸν τὸν τόπον καὶ ἀνέτελλε ἀπὸ τὴν ἀντίθετη πλευρά, καὶ τότε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ δείξει τὴν εὔνοιά του στὸν Ἀτρέα μετέβαλε/ ἄλλαξε τὴν πορεία τους ἐπὶ τὸ νῦν σχῆμα/ καθιερώνοντας τὴν παροῦσα τάξιν).
Σημειωτέον πὼς ὁ Ἀτρεὺς φιλονεικοῦσε τότε μὲ τὸν ἀδελφόν του, τὸν Θυέστην. Ὁ Ἀτρεὺς ἦταν μεταξὺ ἄλλων καὶ ὁ πατὴρ τῶν τρωικῶν ἡρώων, Ἀγαμέμνονος καὶ Μενελάου καὶ ὁ Θυέστης -μεταξὺ καὶ ἄλλων παίδων- ὁ πατὴρ τοῦ Αἰγίσθου. Ὅλα αὐτὰ δηλαδὴ συνέβησαν λίγο πρὶν τὰ Τρωικά!
Ἀναφορὲς γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτῆς τῆς μεταβολῆς τῆς φορᾶς τῶν ἄστρων ὑπάρχουν καὶ στὸν Ἡρόδοτον ( «Ἱστορία», Β’, 142) καὶ στὸν Νόννο τὸν Πανοπολίτη ( «Διονυσιακά», 1,176/ 38,347)
*4 Ἡ ἀναφορὰ σὲ φυσικὲς καταστροφὲς ποὺ συνέβησαν στὸν -σημερινὸν- ἑλληνικὸν χῶρον ἐξηγεῖ τὴν ἔλλειψιν πηγῶν τόσο παλαιῶν, ὅσο αὐτῶν τῆς Αἰγύπτου καὶ ἄλλων πανάρχαιων περιοχῶν-ἀποικιῶν μας. Συνάμα ἐπεξηγεῖ πολλὰ «παρεξηγημένα» γεγραμμένα τῆς γραμματείας μας, ὅπως γιὰ παράδειγμα αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ Σωκράτους δαιμονίου», πὼς ὁ Ἀγησίλαος ἀνεκάλυψε στὴν Ἁλίαρτον τὸν τάφον τῆς μητρὸς τοῦ Ἡρακλέους, Ἀλκμήνης, ὁ ὁποῖος εἶχε ὡς ἀφιέρωμα «πίνακα χαλκοῦν ἔχοντα γράμματα πολλὰ θαυμαστά, ΠΑΜΠΑΛΑΙΑ».
Τόσον παμπάλαια ποὺ ἔστειλαν τὸν πίνακα στὴν Αἴγυπτον, ὅπου ἀκόμα διετηρεῖτο ἀρχεῖον «παντοδαπῶν χαρακτήρων» καὶ ὁ Αἰγύπτιος ἱερεὺς Χάνουφις, ἀφοῦ τὰ μελέτησε ἐπὶ 3 ἡμέρες, ἀπήντησε γιὰ τὸ περιεχόμενον τοῦ κειμένου ( «τὰ γράμματα κελεύει συντελεῖσθαι ἀγῶνα ταῖς Μούσαις» ). Οἱ δὲ τύποι τῶν γραμμάτων, μαθαίνουμε πὼς ἦταν οἱ χρησιμοποιηθέντες ἐπὶ βασιλέως Πρωτέως καὶ αὐτὰ τὰ γράμματα εἶχε μάθει καὶ ὁ Ἡρακλῆς.
Ἐπίσης -καὶ- ἡ πλατωνικὴ αὐτὴ καταγραφὴ δικαιολογεῖ καὶ τὴν ἐκδοχὴ τοῦ προσδιορισμοῦ «Φοινίκεια» γιὰ τὰ γράμματα, δηλαδὴ τῆς ΕΠΑΝΕΙΣΑΓΩΓΗΣ τῶν ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ἀπὸ τὴν ΕΛΛΗΝΙΚΗ Φοινίκη ( < Φοίνιξ, υἰὸς Ἀγήνορος καὶ Τηλεφάσσης καὶ ἀδελφὸς Κάδμου, Εὐρώπης, Κίλικος…), μετὰ τὸν κατακλυσμὸν τοῦ Δευκαλίωνος (βλ. σχόλια «Τέχνης γραμματικῆς» τοῦ Διονυσίου Θρακός)
*5 Βλ. πλημμύρες τοῦ Νείλου, «Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη», Α’/Β’, Διόδωρος Σικελιώτης, «Ἱστορ. -Μαρτυρίαι-, Ἔφορος, TLG, «Περὶ ποταμῶν», Πλούταρχος κ.ἄ
*6 Στὴν ἀρχαία μας γραμματεία ὑπάρχουν ἀναφορὲς καὶ γιὰ τοὺς τρεῖς -γνωστούς- κατακλυσμούς. Ἡ διαφορὰ τῶν ἄλλων δύο (Ὠγύγου, Δαρδάνου) σὲ σχέσιν μὲ τοῦ Δευκαλίωνος εἶναι πὼς γιὰ τὸν τελευταῖον ὑπάρχουν περισσότερες λεπτομέρειες, ἀφηγήσεις, γενεαλογίες, στοιχεῖα, ὠδὲς, ὀνόματα…
Γιὰ τὸν πρῶτον δὲ -ἐπὶ Ὠγύγου- εἶχαν καὶ μία λέξιν ποὺ χαρακτήριζε κάθε τὶ τόσον παλαιὸν, ποὺ δὲν δύναται τὶς νὰ χρονολογήσει· τὸ ἔλεγαν «ὠγύγειον», δηλαδὴ ὅτι ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὠγύγου.
*7 Ὁ Φορωνεὺς σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπολλόδωρον ( «Βιβλιοθήκη», Β’,1,1) ἦταν υἰὸς τοῦ Ἰνάχου καὶ τῆς Ὠκεανίδος Μελίας. Ἀδελφόν του εἶχε τὸν Αἰγιαλέα ποὺ ὠνόμασε τὴν Αἰγιάλεια. Μὲ τὴν νύμφη Τηλεδίκη γέννησε τὸν Ἄπιν (ὁ ὁποῖος ἔδωσε τὸ ὄνομά του στὴν Ἀπία, ἤτοι στὴν Πελοπόννησον, ποὺ σήμερα καλεῖται ἔτσι λόγῳ τοῦ Πέλοπος. Ὁ Ἄπις μετὰ θάνατον «νομισθεὶς θεὸς ἐκλήθη Σάραπις» ) καὶ τὴν Νιόβη (ἡ πρώτη θνητὴ μὲ τὴν ὁποία ἐμίγη ὁ Ζεύς). Ἀπὸ τὴν κόρη του, Νιόβη καὶ τὸν Δία ἐγεννήθη ὁ Πελασγὸς καὶ ὁ Ἄργος.
Ὁ Διονύσιος ὁ Ἁλικαρνασσεὺς ( «Ῥωμαϊκὴ ἀρχαιολογία», Α’, 11,2) ἀναφέρει πὼς πέμπτη γενιὰ μετὰ τὸν Φορωνέα ἦταν ὁ Οἴνωτρος, ποὺ πέρασε πρῶτος τὸ Ἰόνιον (ἐξ οὗ καὶ ἡ Ἰταλία κάποτε ὠνομάζετο Οἰνωτρία). Αὐτὸ συνέβη «ἑπτακαίδεκα γενεαῖς πρότερον τῶν ἐπὶ Τροίαν στρατευσάντων», ἤτοι 17 γενιὲς πρὶν τὰ Τρωικά!
Σημειωτέον πὼς ὁ Οἴνωτρος εἶχε ἀδελφὸν τὸν Νύκτιμον, κατὰ τὴν βασιλεία τοῦ ὁποίου ἔγινε ὁ κατακλυσμὸς τοῦ Δευκαλίωνος -Ἀπολλόδωρος, «Βιβλιοθήκη», 3,8,2- ὅταν ὁ Ζεὺς ἤθελε νὰ ἀφανίσει τὸ χάλκινο γένος. Βασιλεὺς στὴν Ἀθῆνα ἐπὶ κατακλυσμοῦ ἦταν κατὰ τὸν Ἀπολλόδωρον -Γ’, 14, 15- ὁ Κραναός.