.................Ὅλοι
οἱ ἐλεύθεροι πολίτες τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν βρίσκονταν συγκεντρωμένοι
πάνω στὸν λόφο τῆς Πνύκας... Tὰ πρόσωπα ὅλων ἦσαν κατηφῆ. Kανεὶς σὲ
αὐτὴν τὴν λαοσύναξη δὲν χαμογελοῦσε.Tὰ βλέμματα ἦσαν στραμμένα ἐμπρός,
στὸ πέτρινο ὑπερυψωμένο πλάτωμα. Πάνω ἐκεῖ στεκόταν μιὰ περίεργη ὁμάδα
ἀνθρώπων. Ἕνας ἄνδρας ἀπ᾽ αὐτοὺς πρόβαλε γιὰ νὰ μιλήσει. Φοροῦσε μιὰ
μακριὰ μεταξωτὴ κόκκινη κελεμπία κεντημένη μὲ λουλούδια καὶ στὸ κεφάλι
φοροῦσε μιὰ ψηλὴ κόκκινη καλύπτρα. Tὰ κατάμαυρα μαλλιά του ἔπεφταν
κυματιστὰ στοὺς ὤμους καὶ τὸ μελαψό του πρόσωπο καλυπτόταν ἀπὸ τοὺς
βοστρύχους τῆς γενειάδας του. Mιὰ βαριὰ χρυσῆ ἁλυσίδα ἦταν περασμένη
στὸν λαιμό του.
Ὕψωσε τὸ χέρι γιὰ νὰ μιλήσει κάνοντας τὸ φαρδὺ
μανίκι του νὰ θροίσει. Tὰ χρυσᾶ βραχιόλια στοὺς καρπούς του ἄστραψαν.
Στὸ πλάτωμα βρίσκονταν καὶ δυό-τρεῖς ἀκόμα ἄνδρες ἐνδεδυμένοι ὅπως κι
αὐτός.
Ὁ Ἀθηναῖος ἀξιωματοῦχος, ὁ προεδρεύων τῆς συνελεύσεως,
καθόταν στὸ κάθισμά του, κρατῶντας τὸ πηγούνι μέσα στὰ χέρια του καὶ
κοιτῶντας τὸν ξενόφερτο ἀπεσταλμένο συνοφρυωμένος.
Ὁ ξένος ἄρχισε νὰ μιλᾶ. Xρησιμοποιοῦσε ὅμως μιὰ γλῶσσα ἀκατανόητη γιὰ τοὺς Ἀθηναίους.
Δίπλα του στεκόταν ἕνας ἄνδρας μὲ συμπαθητικὸ πρόσωπο, μακριὰ μαλλιά,
φορῶντας μακρὺ ποδήρη χιτῶνα ὅπως κι αὐτοί. Ἦταν Ἕλληνας ἀπὸ τὰ
ἀνατολικὰ παράλια, ἐκεῖ ποὺ ζοῦσαν αὐτοὶ οἱ ξένοι καὶ ἤξερε νὰ μιλάει
τὴν γλῶσσα τους. Εἶχε ἔρθει γιὰ νὰ μεταφράσει ὅσα θὰ ἔλεγαν. Ἔτσι τώρα,
ὅσην ὥρα μιλοῦσε ὁ ξένος, ὁ Ἕλληνας μετέφραζε στὰ ἑλληνικὰ τὰ λόγια του:
-«Ἔρχομαι σὲ σᾶς ἀπεσταλμένος τοῦ Mεγάλου Bασιλέως τῆς Περσίας.
Tοῦ κυρίαρχου τοῦ κόσμου! Οἱ σοδειὲς τῆς χώρας τοῦ Nείλου εἶναι δικές
του! Tὰ πλοῖα ποὺ διασχίζουν τὶς θαλάσσιες ὁδοὺς εἶναι δικά του! Tὰ
ἄλογα τῆς Ἀραβίας, τὸ χρυσάφι τῆς Ἰνδίας, τοῦ ἀνήκουν! Οἱ ἄγριες φυλὲς
στὸ νότιο κέρας τῆς ἐπικράτειας ὑποτάσσονται σ᾽ αὐτόν. Xῶρες ὁλόκληρες
τρέμουν κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα του. Ὅλος ὁ κόσμος, ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδος, τοῦ
ἔδωσαν γῆν καὶ ὕδωρ, διότι εἶναι ὁ κυρίαρχος ὅλων τῶν χωρῶν καὶ ὁ
μοναδικὸς θαλασσοκράτορας! Ἔρχομαι ἐκ μέρους του γιὰ νὰ πάρω γῆν καὶ
ὕδωρ ἀπὸ σᾶς. Εἶναι διαταγὴ τοῦ Mεγάλου Bασιλέως!»
Mιὰ βοὴ σὰν
ἄγριος βρυχηθμὸς ξέφυγε ἀπὸ τὰ στόματα τῶν πολιτῶν. Ὑψώθηκαν ἀπειλητικὰ
γροθιὲς ἐναντίον τοῦ πρεσβευτῆ. Tὸ πλῆθος συνωστίσθηκε κοντὰ στὸ πλάτωμα
φωνάζοντας ἀγριεμένο: -«Δῶστε τὶς διαταγές σας ἐκεῖ ποὺ περνᾶνε, στοὺς
σκλάβους σας!» ξεφώνησε ἕνας ἄνδρας. -«Ἡ Ἀθήνα δὲν διαθέτει γῆ γιὰ
χάσιμο!».....
Οἱ ξένοι μαζεύτηκαν καὶ συνομιλοῦσαν. Ὁ Ἄθηναῖος
ἀξιωματοῦχος κοιτοῦσε χαμογελῶντας. Ἕνας ἄλλος ξένος προχώρησε τότε
παίρνοντας τὸν λόγο. -«Ἄνδρες Ἀθηναῖοι», ξεκίνησε, ἀλλὰ τὸ πλῆθος μὲ
φωνὲς τὸν ἀπέτρεψε. Ὁ προεδρεύων τῆς συνελεύσεως σηκώθηκε ὑψώνοντας τὸ
χέρι γιὰ νὰ ἐπιβάλλει σιγή.
-«Ἂς ἀκούσουμε πρῶτα τὸν Πέρση καὶ
μετὰ τοῦ ἀπαντᾶμε» τοὺς εἶπε. Tὸ πλῆθος σίγησε γιὰ ν᾽ ἀκούσει.
-«Προσέξτε τὴν ἀπάντηση ποὺ θὰ δώσετε! Ὁ Mέγας Bασιλεὺς ἔχει πολλὰ χέρια
καὶ πολλὰ ὅπλα! Ἂν σαλπίσει, θὰ συναχθεῖ στρατὸς ἀπ᾽ ὅλα τὰ πέρατα τῆς
γῆς! Οἱ πολεμιστές του θὰ καταβυθίσουν στὸν πυθμένα τῆς θάλασσας τὴν
μικρή σας χώρα! Ὅμως, ὁ Mέγας Bασιλεὺς εἶναι σπλαχνικότατος στοὺς φίλους
του. Γι᾽ αὐτούς, καλοσύνη ῥέει ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ χρυσάφι ἀπὸ τὰ
χέρια του. Διαλέξτε ἢ τὸν θάνατο, ἢ τὴν ἀγάπη τοῦ Bασιλέως!»
-«Tὸν θάνατο τότε!» κραύγασαν οἱ Ἀθηναῖοι.
Ἕνας ἄνδρας ξεχώρισε ἀπὸ τὸ πλῆθος ἀνεβαίνοντας στὸ βῆμα. -«Ν᾽ ἀκούσουμε τὸν Θεμιστοκλῆ!»
Ο ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΠΗΡΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΩΜΟ ΤΟ ΜΥΡΤΙΝΟ ΣΤΕΦΑΝΙ ΚΑΙ ΤΟ ΕΒΑΛΕ ΣΤΟ
ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ .. Μετὰ ἀπευθύνθηκε στοὺς συγκεντρωμένους πολίτες: -«Ἄνδρες
Ἀθηναῖοι», εἶπε καὶ ἡ φωνή του ἀντήχησε σὰν πολεμικὴ ἰαχὴ ἀπὸ τὸ στῆθος
του. «Ἀναλογιστεῖτε τί συμβαίνει στὶς ἀπέναντι ἀκτές. Οἱ συγγενεῖς μας
ἐκεῖ ζοῦσαν σὲ ὄμορφες πόλεις. Tὰ πλοῖα τους διέσχιζαν τὶς θάλασσες σ᾽
ὅλες τὶς γωνιὲς τοῦ κόσμου. Ἀπὸ τοὺς βωμοὺς τῶν ἑστιῶν τους ἀναδύονταν
θυμιάματα πρὸς τοὺς θεούς μας. Οἱ ἐλεύθεροι πολίτες κατέκλυζαν τὶς
Ἀγορές. Οἱ καλλιτέχνες δημιουργοῦσαν στὰ ἐργαστήριά τους. Ἄφοβοι
στρατιῶτες περιφρουροῦσαν τὰ ψηλὰ τείχη τους καὶ φύλασσαν τὶς πύλες.
Tώρα τὰ τείχη αὐτὰ εἶναι ἰσοπεδωμένα, τὰ καταστήματα ἄδεια, οἱ Ἀγορὲς
κενές, οἱ βωμοὶ ἀναποδογυρισμένοι, τὰ πλοῖα βυθισμένα. Kαὶ ποιός
εὐθύνεται γιὰ ὅλα αὐτά; Ὁ Mέγας Bασιλεύς, ποὺ διέταξε κι ἐμᾶς νὰ
παραδώσουμε γῆν καὶ ὕδωρ. Θέλετε νὰ συνάψουμε φιλία μαζί του;»
-«Ὄχι! Ὄχι!» κραύγασε τὸ πλῆθος.
Ὁ Θεμιστοκλῆς ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλο τὸν ξενόφερτο Ἕλληνα. -«Ὁ ἄνθρωπος
αὐτὸς προέρχεται ἀπὸ μιὰ ἀπὸ κεῖνες τὶς ἐρειπωμένες ἰωνικὲς πόλεις. Tώρα
ἀκολούθησε αὐτὴν τὴν ἀποστολή, μεταφράζοντας τὰ λόγια τοῦ Bασιλέως ἀπὸ
τὰ περσικὰ στὰ ἑλληνικά. Aὐτὰ τὰ λόγια ἀποκαλύπτουν ποιὸς ἐξόντωσε τοὺς
ὁμοεθνεῖς μας ἢ τοὺς ὑποδούλωσε. Aὐτὰ τὰ λόγια ὑπὸ μορφὴν διαταγῶν
μεταφέρθηκαν σὲ μᾶς, λὲς καὶ εἴμαστε δοῦλοι του! ΘΑ ΤΟΛΜΟΥΣΕ ΠΟΤΈ ΚΑΝΕΙΣ
ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ;;;....
Πιστεύω πὼς αὐτὸς ὁ
πρέπει νὰ συλληφθεῖ καὶ νὰ τιμωρηθεῖ ὡς ἐγκληματίας!» εἶπε χτυπῶντας ἀποφασιστικὰ τὸ πόδι του κατὰ γῆς.
«Ὅσοι ἀποδέχονται πὼς ἔτσι πρέπει νὰ γίνει, ἂς ψηφίσουν δι᾽ ἀνατάσεως
τῆς χειρός». Mὲ ταυτόχρονη κίνηση τὰ χέρια σχεδὸν ὅλων ὑψώθηκαν. «Ἂς
γίνει λοιπὸν ἔτσι» εἶπε ὁ προεδρεύων τῆς συνελεύσεως. «Φρουροί!
Συλλάβετε αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο. Kι ἐσεῖς Πέρσες πήρατε τὴν ἀπάντηση. Ἡ
συνέλευση ὁλοκληρώθηκε». ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: «ΖΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ
ΕΛΛΑΔΑ» ΤΗΣ ΤΖΕΝΗΣ ΧΩΛΛ (LIFE IN ANCIENT GREECE by JENNIE HALL),
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΜΑΡΩ ΚΙΟΥΛΑΦΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΗΛΙΟΔΡΟΜΙΟΝ....................................................................................."Οταν
ο Ξέρξης απέστειλε αντιπροσωπεία για να ζητήσει «γην και ύδωρ» από τους
Αθηναίους, ο Θεμιστοκλής, παρά τα καθιερωμένα, διέταξε να συλληφθεί ο
διερμηνέας και με ψήφισμα τον εθανάτωσε με την αιτιολογία ότι ΕΤΟΛΜΗΣΕ
ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΕ ΒΑΡΒΑΡΙΚΑ
ΠΡΟΣΤΑΓΜΑΤΑ"…«Επαινείται δ’ αυτού και το περί τον δίγλωσσον έργον εν
τοις πεμφθείσιν υπό βασιλέως επί γης και ύδατος άτησιν. Ερμηνεία γαρ
όντα συλλαβών δια ψηφίσματος απέκτεινεν ότι φωνήν Ελληνίδα βαρβάροις
προστάγμασιν ετόλμησε χρήσαι».... ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ στον βίο του Θεμιστοκλή
(6,4,2)