Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Η Μακεδονία έτον και θα έν Ελληνικόν | Καρασαββίδης 2018

Όταν η Αθήνα μέτρησε νεκρούς για μια μετάφραση



 

 Γράφει ο
Νίκος Σταματίνης

Τα γλωσσικά ζητήματα μπορεί να μοιάζουν κατά περιόδους ως ζητήματα για τσακωμούς μεταξύ των διανοουμένων ή από το 1975 και μετά ως ζητήματα σε πολύ πλάγιες στήλες εφημερίδων. Παρόλα αυτά, ειδικά όταν τα γλωσσικά συνδέονται με εθνικά ή θρησκευτικά ζητήματα, δημιουργούν έντονες πολιτικές συγκρούσεις που δεν είναι απίθανο να γίνουν και αιματηρές.
Τα γλωσσικά ζητήματα μπορεί να μοιάζουν κατά περιόδους ως ζητήματα για τσακωμούς μεταξύ των διανοουμένων ή από το 1975 και μετά ως ζητήματα σε πολύ πλάγιες στήλες εφημερίδων. Παρόλα αυτά, ειδικά όταν τα γλωσσικά συνδέονται με εθνικά ή θρησκευτικά ζητήματα, δημιουργούν έντονες πολιτικές συγκρούσεις που δεν είναι απίθανο να γίνουν και αιματηρές. Κάτι τέτοιο συνέβη και με τα Ευαγγελικά ή Ευαγγελιακά.
Η ελληνική γλωσσική κοινότητα βρέθηκε, και εν μέρει βρίσκεται ακόμα, σε μια κατάσταση ακραίων συγκρούσεων λόγω του Γλωσσικού Ζητήματος, της σύγκρουσης δηλαδή για το ποια ποικιλία (την τελευταία περίοδο 'καθαρεύουσα' ή δημοτική΄) πρέπει να επικρατήσει ως επίσημη γλώσσα του κράτους και ως γλώσσα των τεχνών, των επιστημών και της εκπαίδευσης. Στα τέλη του 19ου αιώνα η κατάσταση οξύνεται όλο και περισσότερο (το 1888 εκδίδεται το 'Ταξίδι μου' του πιο γνωστού δημοτικιστή της εποχής Γιάννη Ψυχάρη), ενώ η συντριβή της Ελλάδας στον πόλεμο του 1897 έχει οξύνει τα εθνικιστικά ένστικτα του ταπεινωμένου ελληνικού λαού.

Ήταν τον Σεπτέμβριο του 1901 που η ιστορική εφημερίδα 'Ακρόπολις' του προοδευτικού εκδότη Βλάση Γαβριηλίδη, του θεωρούμενου πατέρα της σύγχρονης ελληνικής εφημερίδας, επιλέγει να δημοσιεύσει στην εφημερίδα του τα Ευαγγέλια μεταφρασμένα στη δημοτική από τον γνωστό δημοτικιστή και λόγιο Αλέξανδρο Πάλλη

Πρώτος και κύριος σκοπός είναι να αποδώσει στη 'γνήσια γλώσσα του ελληνικού λαού γλώσσα' τις τέσσερις αφηγήσεις των Ευαγγελιστών. To έργο του Πάλλη τυπώνεται σε μια από τις μητροπόλεις του πνευματικού κόσμου της εποχής, την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, με τα έξοδα να είναι πληρωμένα από τη βασίλισσα Όλγα. Στην αρχή, κυκλοφορεί σε λίγα αντίτυπα μεταξύ των Ελλήνων της πόλης.
Οι απόπειρες 'ενδογλωσσικής μετάφρασης' θρησκευτικών κειμένων δεν ήταν οι πρώτες. Το 1536 είχαν μεταφραστεί από τον Ιωαννίκιο Καρτάνο αποσπάσματα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, και το 1638 μεταφράστηκε στη νεοελληνική η Καινή Διαθήκη από τον Μάξιμο Καλλιπολίτη. Η πρώτη προσπάθεια δεν βρήκε συνεχιστές ενώ η δεύτερη καταδικάστηκε από την Ιερά Σύνοδο. Τρία χρόνια πριν τα Ευαγγελικά, κατόπιν εντολής της βασίλισσας, είχε γίνει η πρώτη μεταφραστική απόπειρα των Ευαγγελίων είχε γίνει από την Ιουλία Σωμάκη-Καρόλου.
Όταν το ζήτημα της μετάφρασης των Ευαγγελιών άρχισε να γίνεται γνωστό στην ελληνική γλωσσική κοινότητα, προέκυψαν σφοδρότατες αντιδράσεις και πύρινα άρθρα του συντηρητικού τύπου που κατακεραύνωναν τον Πάλλη, τη βασίλισσα Όλγα και τον Γαβριηλίδη, ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποιούνταν τερατώδη ψέματα και καταστροφολογίες. Έτσι, όπως φαίνεται από τον ιστότοπο του Νίκου Σαραντάκου, δημοσιογράφοι συντηρητικών εφημερίδων άρχισαν να διακινούν ψεύτικες ειδήσεις σχετικά με τη γλώσσα της απόδοσης του Πάλλη.  Κάποια από αυτά τα ψέματα ήταν ότι:
  • τον «Μυστικό δείπνο» τον έχει αποδώσει «κρυφό τσιμπούσι»
  • το «τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλίνωμεν» το έχει πει «κάτω τις κούτρες σας»
  • το «μνήσθητί μου, κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» το έχει κάνει «θυμήσου με αφέντη όταν έρθεις στα πράματα»
Σκοπός προφανώς ήταν να τονιστεί η διαφορά μεταξύ της υψηλού γοήτρου γλώσσας στην οποία γράφτηκαν τα Ευαγγέλια με μια χαμηλού γοήτρου 'μαλλιαρή' γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Πάλλης και να επενδυθεί η διαφορά αυτή με μια ασέβεια προς τα ιερά του έθνους. Η τακτική ήταν από τότε επιτυχημένη. Ένα κίνημα αρχίζει να διαμορφώνεται και να πιέζει προς την απαγόρευση της μετάφρασης. Ένα μήνα περίπου μετά την έκδοση του φύλλου της Ακρόπολης, η Ιερά Σύνοδος απαγορεύει την απόδοση των Ευαγγελίων στη δημοτική. Στις 20 Οκτωβρίου διακόπτεται λόγω των σφοδρών αντιδράσεων η δημοσίευση. Παρόλα αυτά, ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας (και εδώ το 'κοινωνία' είναι πιο ταιριαστό από το 'γλωσσική κοινότητα') συνεχίζει να είναι εξοργισμένο.
Βασικός πρωταγωνιστής των αντιδράσεων ήταν το φοιτητικό κίνημα της εποχής, με πρωτεργάτες τους φοιτητές της ισχυρής τότε Θεολογικής Σχολής και με  βασικό αίτημα την καταδίκη και τον αφορισμό των μεταφραστών. Η απόκλιση από τη γλώσσα των Ευαγγελία θεωρήθηκε εθνική προδοσία από φοιτητές και καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών σε τέτοιο σημείο που η βία άρχισε να κάνει την εμφάνισή της. Στις 2 Νοεμβρίου μια ομάδα 500 φοιτητών εισέρχεται στα γραφεία της εφημερίδας απειλώντας να τα κάψει. Οι εφημερίδες 'ΣΚΡΙΠ' και 'Εμπρός' τάσσονται με το μέρος των φοιτητών. Όλη η Αθήνα αρχίζει να βρίσκεται σε αναβρασμό. Οι συντελεστές του έργου αντιμετωπίζονται ως εθνοπροδότες και ως φιλικά προσκείμενοι στους σλαβικούς εθνικισμούς.
Το απόγευμα της 8ης Νοεμβρίου του 1901 γίνεται μεγάλο συλλαλητήριο στην Αθήνα. Οι φοιτητές συγκεντρώνονται και ετοιμάζονται να παραδώσουν ψήφισμα στον φιλικό προς τις μεταφράσεις Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Ομάδες του στρατού και της Χωροφυλακής κλείνουν τους δρόμους γύρω από την Παλιά Βουλή και τα Ανάκτορα (τωρινή Βουλή). Η διάβαση της οδού Σταδίου και Πανεπιστημίου απαγορεύεται. Κάποιοι κινούνται προς τις πύλες της Βουλής προκειμένου να ζητήσουν παραίτηση της κυβέρνησης Θεοτόκη. Διαδραματίστηκαν αιματηρές σκηνές, με το πλήθος που το φανάτιζε η ιδέα ότι «Χριστός και Ελληνισμός είναι ένα πράγμα» (Εμπρός, 8/11/1901). Το ιππικό και ομάδες του στρατού ανταπαντούν στον λιθοβολισμό και πυροβολισμούς που δέχονται με νέους πυροβολισμούς. Οι διαδηλωτές εξαγριώνονται και η σύγκρουση γίνεται αιματηρή. Ανάλογα με τις πηγές, μιλάμε για 8 με 11 νεκρούς και πάνω από 80 τραυματίες. Η κατάσταση συνεχίζει να είναι τεταμένη και τις επόμενες μέρες.
Μετά από δύο μέρες, συνέρχεται η Βουλή σε ολομέλεια. Η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση για τα θύματα, ενώ η κυβέρνηση θεωρεί συκοφαντικές αυτές τις απόψεις. Στις 11 Νοεμβρίου, ο Γιώργος Θεοτόκης παραιτείται μαζί με την κυβέρνησή του. Τη θέση του παίρνει ο Αλέξανδρος Ζαϊμης. Παραιτείται και ο Αρχιεπίσκοπος Προκόπιος. Τα ρωσικά, τα αγγλικά και τα γερμανικά συμφέροντα παρεμβαίνουν και αυτά στις συγκρούσεις προκειμένου να αποκτήσουν επιρροή στο ελληνικό κράτος. Τα πνεύματα τελικά ηρεμούν για δύο μόνο χρόνια. Το 1903 νέες συγκρούσεις διεξάγονται με αφορμή τη μετάφραση σε συντηρητική δημοτική της τριλογίας της Ορέστειας από το Βασιλικό Θέατρο.
Η προσπάθεια να αποδοθεί σε νέα ελληνικά η γλώσσα των Ευαγγελίων γίνεται προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση ο απλός λαός στα Ευαγγέλια. Ταυτόχρονα έθιγε ενδεχομένως τον ρόλο των ιερέων, που ήταν οι μεσολαβητές του λόγου των ιερών κειμένων στους πιστούς, παρότι δεν μπορεί κανείς να πει ότι ο κλήρος στήριξε εν συνόλω τις αντιδράσεις. Παράλληλα, και κυρίως αυτό, δημιουργούσε και ένα δεδικασμένο που στη βάση του χτύπαγε στη ρίζα τη θεωρία της συνέχειας μιας ενιαίας και αδιαίρετης ελληνικής γλώσσας. Για τον λόγο αυτό, η τολμηρή μετάφραση του Πάλλη δημιούργησε έντονες αντιδράσεις σε εκκλησιαστικούς αλλά και γενικότερα συντηρητικούς κύκλους. Δεν είναι βέβαια μόνο το καθαρά γλωσσικό κομμάτι που υποκίνησε όλες αυτές τις συγκρούσεις. Είναι αυτό όμως που κατέδειξε για ακόμα μια φορά τη συσχέτιση του γλωσσικών ζητημάτων με τα εθνικά αφηγήματα.

Ένα πληγωμένο εθνικό γόητρο από την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 αλλά και την πτώχευση του 1893 βρίσκει το καταφύγιό του σε ένα ζήτημα κατά βάση γλωσσικό και εν συνεχεία δογματικό, η αντίδραση στο οποίο μοιάζει τώρα εκτός των ιστορικών του συγκειμένων τελείως παράλογη

Γιατί να είναι τόσο κακό να έχει πρόσβαση ο απλός λαός στα χριστιανικά κείμενα; Μέσα σε αυτή την εθνική έξαρση, επιστήμονες θεωρούνται προδότες, διανοούμενοι ανθέλληνες και άθεοι. Το γλωσσικό ζήτημα γίνεται ζήτημα δομικό για το ιδεολόγημα του ελληνοχριστιανισμού. Ο γλωσσικός σχεδιασμός γίνεται αιχμή του συντηρητικού λόγου που επιζητεί την αρχαιολατρεία και την απόλυτη αφοσίωση στα εθνικά σύμβολα που πρέπει να μένουν αναλλοίωτα.
Το γεγονός αποτέλεσε την αρχή για παρεμφερή γεγονότα τα επόμενα χρόνια που αρχίζει να στήνεται πιο συγκροτημένα ο αντι-δημοτικισμός ο οποίος πολλές φορές συνδέεται με μια ρητορική περί εθνοπροδοσίας με δημοτικιστές να διώκονται και να τιμωρούνται, βιβλία να καίγονται και διανοούμενους (βλ. Αλέξανδρο Δελμούζο ή Κωστή Παλαμά) να μπαίνουν στο επίκεντρο της κριτικής. Τελικά, έστω και μετά από πολλές δεκαετίες, έγινε αυτό που περίπου είχε προβλέψει ο Δημήτρης Γληνός 'παντού όπου συγκρούστηκεν η καθαρεύουσα με μιαν άλλη ζωντανή γλώσσα, νικήθηκε'.
Γεγονότα, όπως τα Ευαγγελικά, δείχνουν ότι, ακόμα και για ζητήματα που σήμερα μπορεί να θεωρούνται δευτερεύουσας σημασίας ή ακατανόητα, οι ιδέες όχι μόνο δεν είναι αλεξίσφαιρες (όπως λέει το κλασικό ρητό του 'V for Vendetta'). Αντιθέτως, μπορούν να κρατούν πιστόλι και να σκοτώνουν.

https://www.msn.com/el-gr/news/national/%cf%8c%cf%84%ce%b1%ce%bd-%ce%b7-%ce%b1%ce%b8%ce%ae%ce%bd%ce%b1-%ce%bc%ce%ad%cf%84%cf%81%ce%b7%cf%83%ce%b5-%ce%bd%ce%b5%ce%ba%cf%81%ce%bf%cf%8d%cf%82-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%ce%bc%ce%b9%ce%b1-%ce%bc%ce%b5%cf%84%ce%ac%cf%86%cf%81%ce%b1%cf%83%ce%b7/ar-BBRyuDa?li=BBqxHCu&ocid=SK2MDHP

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

Κούμαρο ένα άγριο φρούτο της Ελληνικής χλωρίδας με ιαματικές ιδιότητες

  ΕΛΛΑΝΙΑ ΠΥΛΗ: Κούμαρο ένα άγριο φρούτο της Ελληνικής χλωρίδας με...: Οικογένεια: Ericaceae
Γένος: Arbutus
Είδος: Κουμαριά (Arbutus Unedo)
Έξω, το δέντρο είναι γνωστό ως: Strawberry Tree
Η κουμαριά είναι ένα από τα ωραιότερα φυτά της ελληνικής χλωρίδας. Είναι μεσογειακό είδος, αρκετά διαδεδομένο σε όλες τις χώρες της Μεσογείου. Ακόμη υπάρχει στην Ιρλανδία ως ιθαγενές φυτό, (άλλα όχι στην Αγγλία).
Η κουμαριά αναπτύσσεται σε όλη την Ελλάδα στην ζώνη των αείφυλλων – πλατύφυλλων, που εκτείνεται μέχρι 1.000 μ. υψόμετρο. Την συναντάμε σε θαμνώνες και δάση, σε ξηρές και πετρώδεις πλαγιές. Επειδή θεωρείτε άριστο καλλωπιστικό φυτό έχει μεταφερθεί σε όλο τον κόσμο. (Αμερική , Αυστραλία κ.λ.π.)


Είναι αειθαλές φυτό (δεν ρίχνει ποτέ τα φύλλα της) στην Ελλάδα είναι συνήθως θάμνος που μπορεί να φτάσει μέχρι τα 3 μέτρα, αλλά στις άλλες χώρες γίνεται δέντρο-ειδικά αυτά που χρησιμοποιούν ως καλλωπιστικό φυτό- που μπορεί να φτάσει και τα 10 μέτρα ύψος.
Πολλαπλασιάζεται με σπόρους που πέφτουν από τους καρπούς της στο έδαφος.
Γι αυτό θα παρατηρήσει κανείς ότι σε σημεία που είναι κουμαριές γύρω από το φυτό υπάρχουν πολλά μικρά φυτά. Για να αναπτυχθεί χρειάζεται ήλιο.Tα κούμαρα ωριμάζουν ένα περίπου χρόνο μετά την ανθοφορία τους. Έτσι μπορούμε να δούμε πάνω στο δέντρο την ίδια στιγμή άγουρους και ώριμους καρπούς, αλλά και λουλούδια (σε πολύ λίγα φυτά ή δέντρα συμβαίνει αυτό).
Ένα εσπεριδοειδές που το κάνει αυτό είναι η πορτοκαλιά, ποικιλία Valencia.
Τα άνθη της είναι συνήθως λευκά και πιο σπάνια κόκκινα, τα οποία κρέμονται σε ταξιανθίες. Μοιάζουν με καμπανούλες, και ανθίζουν δύο φορές το χρόνο (Μάιο και Σεπτέμβριο). Γονιμοποιούνται από μέλισσες και το μέλι της κουμαριάς είναι συνήθως πικρό.
Ο καρπός της είναι σαρκώδης ρόγα –δρυπη-, μεγέθους 1-2 εκατοστά , ο οποίος, πριν ωριμάσει είναι κίτρινος και σιγά σιγά με την ωρίμανση μετατρέπεται σε κατακόκκινο.
Η επιφάνεια του καρπού είναι άγρια-κοκκώδης θα έλεγα- και θα ωριμάσει (φθινόπωρο) στη στιγμή που αρχίζει η ανθοφορία για την επόμενη καρποφορία.
Περιέχουν αρκετή ποσότητα σπόρων στο εσωτερικό τους. 

Βασικό: Τρώγονται, αφού ωριμάσουν καλά. (έχει σημασία, θα το εξηγήσω παρακάτω).
Θεωρώ ότι είναι ένα από τα πιο γευστικά φρούτα της φύσης. Αν και οι γνώμες διίστανται για την γεύση των κούμαρων, από αρχαιοτάτων χρόνων.
Άλλοι νομίζουν ότι δεν είναι καν φαγώσιμοι οι καρποί.
Οι αρχαίοι έλληνες δεν τα προτιμούσαν ιδιαίτερα. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, ο Ρωμαίος επιστήμονας (φυσικός φιλόσοφος) και ιστορικός, περίφημος κυρίως από το έργο του «Φυσική Ιστορία» (Naturalis Historia), έδωσε το λατινικό όνομα της κουμαριάς. Το όνομα «unedo» προέρχεται από το λατινικό «unum edo» που σημαίνει «τρώω ένα, μόνο».
Εδώ να πω δυο λόγια για το πότε πρέπει να τρώγονται τα κούμαρα. Δεν πρέπει να καταναλώνονται όταν δεν έχουν ωριμάσει πλήρως. Δηλ. για να καταναλωθεί, θα πρέπει να είναι κατακόκκινος ο καρπός και πολύ μαλακός στην αφή. Ακόμη πρέπει να αποφεύγουμε να τρώμε υπερώριμους καρπούς.
Επειδή το κούμαρο υπερωριμαζει πολύ γρήγορα, μπορεί να ξινίσει (να γίνει ζύμωση της σάρκας και να σχηματισθεί αλκοόλη) στο δέντρο, χωρίς εξωτερικά να δούμε κάτι ιδιαίτερο. Αν φάμε αρκετούς τέτοιους καρπούς, κινδυνεύουμε σοβαρά από δηλητηρίαση. Αν δεν έχει ωριμάσει πλήρως το κούμαρο, θα πρέπει να αποφεύγουμε να το τρώμε γιατί κατανάλωση αρκετών καρπών μπορεί να προκαλέσει τάση για εμετό και αναγούλα.
Το φυτό μας προειδοποιεί πλήρως για το πότε πρέπει να τρώμε ένα κούμαρο.
Αν δεν έχει ωριμάσει αρκετά είναι αρκετά στυφό και άγευστο, αν δε έχει ωριμάσει πάρα πολύ, έχει άσχημη γεύση.
Αλλά, στην πλήρη ωρίμανση του είναι ένας πολύ εύγεστος και εκλεκτός καρπός.
Και βέβαια, επειδή δεν αντέχει καθόλου μετά τη συγκομιδή, ο καλύτερος τρόπος να τα φάει κάποιος είναι κατευθείαν από το δέντρο.
Είναι η αγαπημένη τροφή των πουλιών, χαρακτηριστικά οι κότσυφες τρελαίνονται να τα τρώνε, (κουμαροφάγα τα αναφέρει ο Αριστοφάνης στις «Όρνιθες») αλλά και του αγριογούρουνου, των αρκούδων κ.α.
Παράλληλα από τα κούμαρα φτιάχνονται, εξαιρετικό τσίπουρο –σε πολλές περιοχές της Ελλάδας στα χρόνια του μεσοπολέμου και νωρίτερα έφτιαχναν και μάλιστα τα τελευταία χρόνια σε πολλές περιοχές αρχίζουν πάλι να το φτιάχνουν λικέρ, κονιάκ, (στην Πορτογαλία κάνουν ένα δυνατό κονιάκ με το όνομα medronho) καθώς και γλυκά του κουταλιού ή μαρμελάδα. 

Ακόμη η κουμαριά είναι γνωστή για τις φαρμακευτικές της ιδιότητες, (σηπτικές και διουρητικές).
Ο Iπποκράτης χρησιμοποιούσε τα κούμαρα για την αντιμετώπιση της θρομβοφλεβίτιδας. Πριν από 60 χρόνια απομονώθηκαν από τα κούμαρα οι πρώτες κουμαρίνες, τα σημερινά αντιπηκτικά που δίνονται σε θρομβώσεις.
Τα φύλλα και ο τραχύς φλοιός της κουμαριάς χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα στη φαρμακευτική και στη Βαφική.

Στην αρχαιότητα, επίσης, την κουμαριά την χρησιμοποιούσαν για τις αιμοστατικές της ιδιότητες.
Ο φλοιός της κουμαριάς περιέχει δεψικές ουσίες και αρβουτίνη, ενώ τα φύλλα περιέχουν κουμαρίνη και οι καρποί πηκτίνες. Τα φύλλα της Κουμαριάς, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τις φλεγμονές του εντέρου, των νεφρών και της ουροδόχου κύστης. Έχουν αντισηπτικές, διουρητικές, αντιφλεγμονώδεις, στυπτικές και αιμοστατικές ιδιότητες.
Τα ώριμα κούμαρα συνιστώνται σε περιπτώσεις δυσκοιλιότητας και αεροφαγίας.Αφέψημα από φύλλα κουμαριάς χρησιμοποιείται σε φλεγμονές και άλλες παθήσεις των ουροφόρων οδών (κυστίτιδα, ουρηθρίτιδα, ενούρηση, δυσουρία κ.α.), σε αιματουρίες και αιμορραγίες της μήτρας. Βράζουμε δυο γραμμάρια φύλλα σε 100 ml νερού. Δύο- τρία φλυτζάνια την ημέρα, βοηθούν και αυξάνουν και τη διούρηση.
Για εξασθενισμένους οργανισμούς, διαλύουμε ώριμα κούμαρα σε κρασί χωρίς συντηρητικά και προσθέτουμε 1 φλιτζάνι νερό στο οποίο έχουμε βράσει κανέλα και ζάχαρη.Τα κούμαρα τρώγονται, αλλά χρησιμοποιούνται και για την παρασκευή ποτών και οινοπνεύματος.
Από κούμαρα φτιάχνεται δυνατό ρακί, ενώ στην Ευρώπη παρασκευάζουν κρασί, κονιάκ και ένα ηδύποτο γνωστό ως κουμαρόκρεμα (creme d” arbouse) που διευκολύνει την πέψη.
Το ρακί από κούμαρα, που φτιάχνεται στην περιοχή του Πλαταμώνα ανακατεμένο με ζάχαρη και κανέλα, χρησιμοποιείται σε γρίπη ως ρόφημα ή σε εντριβή και ανακουφίζει από τον πυρετό.
Ολόκληρο το φυτό έχει ωραία εμφάνιση, το ξύλο του χρησιμοποιείται στην ξυλουργικά και για την παραγωγή ξυλοκάρβουνου.
Επίσης, το μέλι από άνθος κουμαριάς βοηθάει στη μείωση της χοληστερίνης, στις κεφαλαλγίες και τον στομαχόπονο (Διοσκουρίδης).

Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις, επιγραμματικά:
Το βότανο δρα ως αντισηπτικό, διουρητικό, αντιφλεγμονώδες, στυπτικό και αιμοστατικό. Τα ώριμα κούμαρα συνιστώνται σε δυσκοιλιότητα και αεροφαγία. 
Βοηθά σε προβλήματα φλεγμονών και άλλες παθήσεις των ουροφόρων οδών όπως κυστίτιδα, ουρηθρίτιδα, ενούρηση, δυσούρηση, σε αιματουρίες και αιμορραγίες της μήτρας.
Είναι τονωτικό για τους εξασθενισμένους οργανισμούς στους οποίους χορηγείται μαζί με κρασί, κανέλα και ζάχαρη. 
Η κουμαριά είναι ανθεκτική στη φωτιά και αυτό της δίνει ένα πλεονέκτημα να χρησιμοποιηθεί σε αναπλάσεις εκτάσεων.
Oι κουμαριές είναι φυτά που αντέχουν στις πυρκαγιές. Mετά τη φωτιά πετούν αμέσως νέα άφθονα βλαστάρια κι έτσι προστατεύονται τα εδάφη από τη διάβρωση της βροχής.
Τελειώνοντας, η κουμαριά είναι ένα πολύ ενδιαφέρον, αλλά και όμορφο φυτό που στολίζει με το εντυπωσιακό χρώμα της και τους λαμπερούς καρπούς της το σπίτι μας και μας θυμίζει τα Χριστούγεννα και το χειμώνα!


Τι είναι η κουμαρίνη;
Λίγα λόγια για την κουμαρίνη, που περιέχεται στην κανέλα κασσία και μας έχει θορυβήσει, λόγω των παρενεργειών της:
Η κουμαρίνη είναι ένα φυτοχημικό με γεύση ανάλογη της βανίλιας και γλυκιά μυρωδιά κάπως σαν φρεσκοκομμένο γρασίδι. Η κουμαρίνη βρίσκεται σε διάφορα φυτά όπως τα φασόλια tonka, τον μελίλωτο, την ασπερούλα (Gallium ή Asperula odorata),την συνηθισμένη και πολύ φθηνή ποικιλία της κανέλας Cinnamomum Cassia ,τη τριγωνέλλα (Trigonellafoenum-graecum), τη λεβάντα, τη γλυκόριζα, τις φράουλες, στο μαϊντανό, το σέλινο, το χαμομήλι, τα κόκκινα τριφύλλια, τα βερίκοκα, τα κεράσια και το γλυκό γαρίφαλο.. με μεγαλύτερη συγκέντρωση στα 4 πρώτα. 


Επίσης ως συστατικό αντιθρομβωικών φαρμάκων (Coumadin, Jantoven, Marevan κτλ.). Η κουμαρίνη μπορεί να εμφανιστεί είτε ελεύθερη είτε συνδυασμένη με γλυκόζη (γλυκοζιτική κουμαρίνη). Με το όνομα κουμαρίνη συναντάμε πολλές ενώσεις που έχουν μεταξύ τους διαφορετικό τύπο αλλά και διαφορετικές αποκλίνουσες δράσεις. Είναι αρωματικές ενώσεις και η δράση τους είναι περιορισμένη στον οργανισμό. Υπάρχουν όμως προϊόντα του μεταβολισμού τους που έχουν αξιόλογη δράση όπως για
παράδειγμα η δικουμαρόλη που είναι μια ισχυρή αντιθρομβωτική ένωση. 
Δυστυχώς η κουμαρίνη είναι τοξική σε υψηλές δόσεις στον άνθρωπο και προξενεί βλάβες στο συκώτι και στα νεφρά. Η κουμαρίνη ως επί το πλείστον βρίσκεται στην κασσία, ενώ η κανέλα Κεϋλάνης περιέχει αρκετά χαμηλότερες ποσότητες. Το πρόβλημα με την τριμμένη κανέλα που κυκλοφορεί, είναι ότι στην πλειοψηφία της είναι αναμεμιγμένη με κασσία και δεν είναι καθαρή γνήσια
κανέλα.
Αυτό αυξάνει τα επίπεδα κουμαρίνης στα διάφορα προϊόντα που χρησιμοποιείται κανέλα. Πριν λίγο καιρό, σε έρευνα που έγινε σε δείγματα κανέλας στην Ιταλία βρέθηκε ότι το 51% των δειγμάτων αποτελούταν από κασσία, ένα 10% πρέπει να ήταν μείγμα κασσίας με κανέλα Κεϋλάνης, και μόνο ένα 39% ήταν κανέλα Κεϋλάνης (Lungarini, 2008).

Το πρώτο κείμενο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ που ήρθε στο φως.

 
To 1986 βρέθηκε στην Πέλλα ένα από τα σημαντικότερα από γλωσσική άποψη κείμενα της μακεδονικής γης.[1] Πρόκειται για ένα ταπεινό κείμενο, μια ερωτική κατάρα (κατάδεσμος), αλλά αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες άμεσες μαρτυρίες για την ελληνική διάλεκτο που μιλούσε ο μακεδονικός λαός στην πρωτεύουσα του βασιλείου του.

Χρονολογείται γύρω στα 375-350 π.Χ. και δείχνει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η γλώσσα των Μακεδόνων αποτελούσε μια ξεχωριστή παραλλαγή των λεγόμενων βορειοδυτικών ελληνικών διαλέκτων, που με τη σειρά τους συγγενεύουν στενά με την δωρική.

Όπως σημειώνει ο Crespo 2012, 55: «Ο ερωτικός κατάδεσμος παρέχει έναν νέο τύπο βορειοδυτικής δωρικής και δεν έχει παράλληλο στις λογοτεχνικές διαλέκτους.
Οι μέχρι τώρα γνωστοί κατάδεσμοι είναι όλοι γραμμένοι στην τοπική διάλεκτο της περιοχής όπου βρέθηκαν και δεν υπάρχει λόγος να υποτεθεί ότι η πινακίδα αυτή αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα.

 Εφόσον ο κατάδεσμος από την Πέλλα παρουσιάζει έναν συνδυασμό διαλεκτικών χαρακτηριστικών που διαφέρει από όλες τις άλλες τοπικές ή λογοτεχνικές διαλέκτους, πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα να γράφτηκε σε κάποια άλλη διαλεκτική περιοχή και να μεταφέρθηκε έπειτα στην Πέλλα.
Καθώς μαρτυρείται αποκλειστικά στην αρχαία Μακεδονία, η διάλεκτος μπορεί δικαιολογημένα να ονομαστεί μακεδονική. Οι μαρτυρίες γιʼ αυτήν είναι τόσο πενιχρές και πρόσφατες όσο π.χ. και για την παμφυλιακή, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για ελληνική διάλεκτο».μια ανώνυμη γυναίκα καταριέται τον αγαπημένο της Διονυσοφώντα να μην παντρευτεί, όπως προφανώς, σκοπεύει, την Θετίμα, αλλά να προτιμήσει την ίδια.

[Θετί]μας καὶ Διονυσοφῶντος τὸ τέλος καὶ τὸν γάμον καταγράφω καὶ τᾶν ἀλλᾶν πασᾶν γυ-
[ναικ]ῶν καὶ χηρᾶν καὶ παρθένων,
μάλιστα δὲ Θετίμας, καὶ παρκαττίθεμαι Μάκρωνι καὶ
[τοῖς] δαίμοσι·
καὶ ὁπόκα ἐγὼ ταῦτα διελε<ί>ξαιμι καὶ ἀναγνοίην πάλ{ε̣}ιν ἀνορ<ύ>ξασα,
[τόκα] γᾶμαι Διονυσοφῶντα, πρότερον δὲ μή·
μὴ γὰρ λάβοι ἄλλαν γυναῖκα ἀλλ’ ἢ ἐμέ,
[ἐμὲ δ]ὲ συνκαταγηρᾶσαι Διονυσοφῶντι καὶ μηδεμίαν ἄλλαν· ἱκέτις ὑμῶ<ν> γίνο-
[μαι· φίλ]αν οἰκτίρετε δαίμονες φίλ[ο]ι∙
δαπ̣<ε>ινὰ γάρ ἰμε φίλων πάντων καὶ ἐρήμα· ἀλλὰ
[—-]α φυλάσσετε ἐμὶν ὅ[π]ως μὴ γίνηται ταῦ̣[τ]α καὶ κακὰ κακῶς Θετίμα ἀπόληται·
[․․․․].ΑΛ[ ]․ΥΝΜ․.ΕΣΠΛΗΝ ἐμός, ἐμὲ δὲ [ε̣]ὐ[δ]αίμονα καὶ μακαρίαν γενέσται·
[— — —]ΤΟ․[— — —]․․․Ε․ΕΩ[]Α․[․]Ε..ΜΕΓΕ[— — —].

Δένω με μάγια γραπτά[2] την τελετή και το γάμο της Θετίμας[3] και του Διονυσοφώντος και όλων των άλλων[4] γυναικών και χηρών και παρθένων, ιδιαίτερα όμως της Θετίμας, και τα εμπιστεύομαι στον Μάκρωνα[5] και τους άλλους δαίμονες.[6] Κι όταν εγώ τα ξεθάψω, τα ξετυλίξω και τα διαβάσω πάλι, τότε να παντρευτεί ο Διονυσοφών, όχι νωρίτερα.[7] Και να μην πάρει άλλη γυναίκα, παρά εμένα, και εγώ να γεράσω μαζί με τον Διονυσοφώντα και καμιά άλλη.
 Γίνομαι ικέτης σας! Την φίλη σας οικτίρετε φίλοι δαίμονες, γιατί είμαι ταπεινή[8] και στερημένη απ’ όλους τους φίλους. Αλλά προσέξτε για χάρη μου[9] ώστε να μην γίνει αυτός ο γάμος και η κακιά Θετίμα να χαθεί με τρόπο κακό…
…ο δικός μου, ενώ εγώ να γίνω[10] ευδαίμων και μακάρια…

[1] Πρόκειται για μολύβδινο έλασμα που βρέθηκε στην πρώτη νεκρόπολη της Πέλλας, νοτιοανατολικά της αγοράς της πόλης. Ήταν τυλιγμένη σε μορφή ρολού και είχε 9 χαραγμένες γραμμές. Στα αριστερά λείπει μια κάθετη λωρίδα περίπου 4 γραμμάτων. Η 8η και η 9η σειρά είναι πιο κατεστραμμένες.

[2] Το ρήμα που χρησιμοποιείται συνήθως στις κατάρες είναι το καταδέω (δένω με μάγια) ή καταδίδημι. Εδώ χρησιμοποιείται το καταγράφω που δίνει έμφαση στη γραπτή μορφή που έχει η κατάρα και συνηθίζεται πιο πολύ στις δωρικές περιοχές.

[3] Θετίμα = Θεοτίμη. Η απώλεια του /ο/ (υφαίρεση) απαντά στη βοιωτική, τη φωκική, στην Κω και ειδικά την μεγαρική, όπου έχουμε Θέδωρος, Θέγειτος, Θέμναστος και Θέτιμος. Από φωνητική άποψη το ίδιο συμβαίνει στο Κλε-<Κλεο- και το Νε-<Νέο-. Σύμφωνα με τον γραμματικό Δίδυμο τέλος ήταν η δωρική λέξη για τον γάμο, ενώ ο Ησύχιος παραδίδει γλώσσα τέλειοι∙ οἱ γεγαμηκότες, την οποία πρέπει να βρήκε σε Δωριέα συγγραφέα. Η μακεδονική, όπως φαίνεται από τη επιγραφή, χρησιμοποιεί την λέξη τέλος με την πιο επίσημη σημασία της επίσημης γαμικής τελετής, ενώ τη λέξη γάμος με την έννοια της σεξουαλικής ένωσης που πάντα συνυπήρχε στο ρήμα γαμέω, γαμῶ.

 Αντίθετα η αττική πρέπει να καινοτόμησε χρησιμοποιώντας στην θέση της κληρονομημένης λέξης τέλος τη λέξη γάμος. Ωστόσο ένα υπόλειμμα της παλαιάς χρήσης διατηρήθηκε στη φράση προτέλεια γάμου για τις προσφορές που έκαναν οι μελλόνυμφοι Αθηναίοι στην Αφροδίτη Ουρανία. Εδώ η λέξη προτέλεια σημαίνει την προ του γάμου προσφορά και κατά κάποιο τρόπο εξηγείται από τη γενική γάμου που ακολουθεί.

[4] Τᾶν ἀλλᾶν πασᾶν = τῶν ἄλλων πασῶν. Δύο ενδιαφέρουσες γλωσσικές παρατηρήσεις. α) Η γενική πληθυντικού των θηλυκών της πρώτης κλίσης ήταν κάποτε -άων. Η δωρική και αιολική συναίρεσαν σε -ᾶν, η αττική σε -ῶν. β) Ο δωρικός τύπος ἀλλᾶν κρατά τον αρχικό τονισμό στη λήγουσα, ενώ ο αττικός ἄλλων τον ανεβάζει στην παραλήγουσα υπό την επίδραση του ομόηχου αρσενικού τύπου.

[5] Ο Μάκρων είναι ο νεκρός μέσα στον τάφο του οποίου τοποθετείται η κατάρα. Οι νεκροί θεωρούνταν ότι μπορούν να φέρουν την εκπλήρωση μιας κατάρας (νεκυδαίμονες). Παρκαττίθεμαι = παρακατατίθεμαι (πβ. παρακαταθήκη). Ο μακεδονικός τύπος παρουσιάζει αποκοπή των προθέσεων, όπως συμβαίνει στην δωρική και αιολική. Ο ίδιος τύπος απαντά στην λακωνική Ηράκλεια της Λουκανίας. Ωστόσο η αποκοπή του βραχύχρονου καταληκτικού φωνήεντος της πρόθεσης κατά στη λειτουργία της ως προρρηματικού συμβαίνει πριν από οδοντικό κλειστό (παρκαττίθεμαι), αλλά όχι πριν από υπερωικό κλειστό: καταγράφω, συγκαταγηρᾶσαι· δεν υπάρχει αποκοπή στον τύπο ἀναγνοίην.

[6] Δαίμοσι είναι ο κοινός ελληνικός τύπος. Η γειτονική θεσσαλική είχε δαιμόνεσσι και η τυπική βορειοδυτική ελληνική δαιμόνοις.

[7] Όλες αυτές οι πράξεις που υποδηλώνουν μελλοντική αναίρεση της κατάρας δεν πρέπει να νοηθούν ως κάτι που θα συμβεί πραγματικά, αλλά αποτελούν ένα είδος σχήματος του αδυνάτου, δηλαδή κάτι που δεν θα συμβεί, και ενισχύουν αντί να αποδυναμώνουν την κατάρα. Γᾶμαι = γαμῆσαι, απαρέμφατο αορίστου.

[8] Το αρχαίο κείμενο παρουσιάζει την ακατάληπτη γραφή ΔΑΓΙΝΑ. Ο Dubois υποθέτει ότι το Γ είναι λάθος αντί για το Π. Προκύπτει λέξη δαπινά, όπου το δ θα ισοδυναμεί με το αττικό τ και το ι θα ήταν ορθογραφικό σφάλμα αντί του ει . Δαπεινά = ταπεινή. Ο ιδιόμορφος τύπος ἰμε (είναι άτονος, επειδή ο τόνος εγκλίνεται στο προηγούμενο γάρ) αντιστοιχεί στο αττικό εἰμί. Μπορεί να οφείλεται επίσης σε ορθογραφικό λάθος. Γενικά οι κατάδεσμοι βρίθουν από ορθογραφικά λάθη σε όλο τον ελληνόφωνο κόσμο.

[9] Δωρικό ἐμῖν = ἐμοί.
[10] Γενέσται (βορειοδυτικός τύπος) = γενέσθαι.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Laurent Dubois, “Une table de malédiction de Pella : s’agit-il du premier texte macédonien ?”, Revue des Études Grecques 108 1995, 190-197.
-Emmanuel Voutiras, “À propos d’une tablette de malédiction de Pella”, Revue des Études Grecques 109 1996, 678-682.
-Julián Méndez Dosuna, «Η αρχαία μακεδονική ως ελληνική διάλεκτος», Αρχαία Μακεδονία: Γλώσσα, Ιστορία, Πολιτισμός, ΚΕΓ 2012, 53-64.
-Emilio Crespo, «Γλώσσες και διάλεκτοι στην αρχαία Μακεδονία», Αρχαία Μακεδονία: Γλώσσα, Ιστορία, Πολιτισμός, ΚΕΓ 2012, 65-78.