Αυτό το δημιούργημα του φειδία που δικαίως συμπεριελήφθη
στα 7 θαύματα του Αρχαίου κόσμου , είναι μια μεγαλοπρεπέστατη
παράσταση του Διός, πατέρα θεών και ανθρώπων, σύμφωνα με την
Ελληνική μυθολογία. Είχε ύψος 13 μέτρα. Ήταν δε
διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους και έβενο.
Η αποπεράτωση του
έγινε το έτος 435 π.χ
Ο Ζεύς καθόταν σε θρόνο κατασκευασμένο
από ελεφαντοστούν, χρυσό, έβενο και άλλους πολύτιμους λίθους. Στο δεξιό
του χέρι, ο Ζεύς κρατούσε ένα χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς Νίκης, το
οποίο έφερε ταινία και στέφανο στην κεφαλή, ενώ στο αριστερό του χέρι το
σκήπτρο του, που ήταν κατασκευασμένο από παντός είδους μέταλλα και
έφερε στην κορυφή του τον αετό, σήμα κατατεθέν του θεού. Δύο μιμήσεις
αναπαυομένων λεόντων βρίσκονταν πλησίον των ποδιών του, προσφέροντας την
αίσθηση μίας άγρυπνης προστασίας
Το 470 π.Χ. χτίστηκε εδώ ο μέγας
ναός του Διός, από τον Ηλείο αρχιτέκτονα Λίβωνα, ο οποίος αποτέλεσε
αργότερα πρότυπο για αρκετούς δωρικούς ναούς λόγω της γεωμετρικής
αυστηρότητάς του. Οι Ηλείοι, λοιπόν, έχοντας ακούσει, προφανώς, για την
περίφημη Αθηνά Παρθένο, το πελώριο χρυσελεφάντινο άγαλμα που φιλοτέχνησε
ο γλύπτης Φειδίας για τον Παρθενώνα στην αθηναϊκή Ακρόπολη, επιθύμησαν
και αυτοί ένα παρόμοιο καλλιτεχνικό μεγαλούργημα.
Έτσι, όταν ο γλύπτης
έφυγε από την Αθήνα για πολιτικούς λόγους που σχετίζονταν με το άγαλμα
της Αθηνάς και κατέληξε στην Ολυμπία, εκλήθη από τους εντοπίους για την
κατασκευή ενός μεγαλοπρεπούς έργου τέχνης που θα προσέδιδε περισσότερη
λάμψη στον χώρο.
Αυτό, όχι μόνον θα εντυπωσίαζε τους κατοίκους της
Ηλείας και θα έδειχνε το μεγαλείο του θεού, αλλά θα μπορούσε να
μετατραπεί σε ισχυρό πόλο έλξης ανθρώπων από όλη την Ελλάδα και την
Μεσόγειο, καθώς και ένδειξη ισχύος. Πράγματι, μετά την κατασκευή του, το
λατρευτικό άγαλμα στον σηκό του ναού αυτού έγινε τόσο εξακουστό στην
εποχή του, που πλήθος πολεμιστών και λοιπών ανθρώπων το επισκέπτονταν
για να το δουν.
Επί αιώνες ήταν ένα από τα θεάματα που ο κάθε θνητός
όφειλε να δει πριν πεθάνει.
Εκτενή περιγραφή, από όπου πήρα αρκετές πληροφορίες, κάνει ο Παυσανίας που πέρασε από την Ολυμπία το 174 μ.χ.
Όταν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος το 392 μ.χ. επέβαλε βιαίως τον
χριστιανισμό ως αποκλειστική θρησκεία της αυτοκρατορίας και
έκλεισε τους ναούς των Ελλήνων, αυτό το μεγαλοπρεπές θρησκευτικό
σύμβολο που ξεχώριζε με την ασύγκριτη φυσικότητα και
καλαισθησία του, πήρε τον δρόμο της καταστροφής, όπως όλα τα
αριστουργήματα του Ελληνικού πολιτισμού.
Γιατί τα νέα αφεντικά
του Ελληνικού χώρου, αποδείχτηκαν πιο βάρβαρα και από τους μέχρι
τότε βαρβάρους. Κατ’ αρχάς, μεταφέρθηκε στην Κων/πολη για να
κοσμήσει τα Ρωμαϊκά ανάκτορα.
Εκεί κατεστράφη από κάποια
πυρκαγιά. Ό,τι απέμεινε, έγιναν σκεύη και κοσμήματα.
Φίλοι
μου, έχετε αναλογιστεί αν αυτό το αριστούργημα δεν είχε
καταστραφεί και εξακολουθούσε αγέρωχο να λάμπει στην Ολυμπία, τι
αισθήματα θα μας διαπερνούσαν; Αισθήματα που θα μας βεβαίωναν
ότι τέτοια, έχει μόνο ένας ανώτερος λαός.
Έτσι, έσβησε
ο Ήλιος που για 1000 χρόνια έλαμπε στην Ολυμπία. Την
τραγικότητα του διαπραχθέντος εγκλήματος των νέων βαρβάρων κατά
των εμπνευσμένων δημιουργών του κάλλους, που είχε αποτυπωθεί με
τον πιό άριστον τρόπο στην Ολυμπία, μας δίνει με ένα στίχο
του, ο τότε ιστορικός Γρηγορόβιος «απώλετο το τελευταίον
άνθος της των Ελλήνων χώρας» το διαβάζω και το ξαναδιαβάζω,
και μέσα μου έντονα αισθήματα λύπης, οργής, μίσους, αγανάκτησης
με πλημμυρίζουν. Αναλογιζόμενος ότι αυτό το θρησκευτικό σύμβολο
που για 1000 χρόνια έλαμψε και σεβάστηκε από τους τότε
Έλληνες, οι νεότεροι βάρβαροι που μας κάθισαν στον σβέρκο, ήταν
πιο βάρβαροι και από τα στίφη, του Ταμερλάνου.