Από την έναρξη των ανασκαφών, το 2006, η θαμμένη Θεσσαλονίκη που ήρθε στο φως, σε κάθε σκάμμα, αφηγείται την αδιάλειπτη κατοίκησή της από τον 4ο αιώνα π.Χ. έως την πυρκαγιά του 1917, η οποία κατέκαυσε το ιστορικό κέντρο της. Μία λαμπρή ιστορία, όπως καταδεικνύουν τα μοναδικά ευρήματα που μπορούν να γεμίσουν σταθμούς και ένα-δύο μουσεία.
Ξεκινάμε από την πόλη που προϋπήρχε στην Πυλαία, πριν ο Κάσσανδρος δημιουργήσει τη Θεσσαλονίκη, το 315 π.Χ. Το τμήμα του οικισμού (31 στρέμματα) που αποκαλύφθηκε στο «Αμαξοστάσιο» της βασική γραμμής του Μετρό, έδειξε ότι εκεί υπήρχε μία ακμαία πόλη, οργανωμένη με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα, στα πρότυπα των μεγάλων πόλεων της Μακεδονίας, Πέλλα και Όλυνθο. Με ισχυρή οικονομία στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ., η πόλη εγκαταλείπεται μετά την ίδρυση της Θεσσαλονίκης. Πτυχές ενός άλλου, άγνωστου οικισμού στις παρυφές της αρχαίας Θεσσαλονίκης αποκάλυψε το νεκροταφείο ρωμαϊκών χρόνων (2ος-4ος αι. μ.Χ.), στα όρια του Σταθμού Φλέμινγκ.
Η μεγαλύτερη σοδειά αρχαιοτήτων προέρχεται από τη Θεσσαλονίκη του Κάσσανδρου και μετά. Στον Σταθμό Σιντριβάνι αποκαλύφθηκε μεγάλο τμήμα του Ανατολικού Νεκροταφείου και μία τρίκλιτη βασιλική στη θέση παλαιότερου κτιρίου με ψηφιδωτά δάπεδα. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως 3.000 ταφικά μνημεία που μαρτυρούν συνεχή κατοίκηση της περιοχής από την Ελληνιστική Περίοδο έως την Ύστερη Αρχαιότητα. Οι τάφοι, διαφόρων τύπων, ήταν κτερισμένοι με αγγεία, ειδώλια, κοσμήματα και νομίσματα.
Σταθμοί Βενιζέλου και Αγίας Σοφίας
Συγκλονιστική εμπειρία ήταν για τους αρχαιολόγους η πυκνότητα των αρχαιοτήτων στον υπόγειο χώρο των Σταθμών Βενιζέλου και Αγίας Σοφίας, καθώς η χάραξη του Μετρό έγινε κάτω από τη σημερινή Εγνατία οδό η οποία συμπίπτει με βασικό οδικό άξονα της αρχαίας πόλης από την εποχή της ίδρυσής της. Πάμπολλα είναι τα ευρήματα που αποκαλύπτουν την πολεοδομική οργάνωση της Θεσσαλονίκης από την ίδρυσή της έως το τέλος της όψιμης αρχαιότητας. Η πόλη ήταν σχεδιασμένη με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα: δρόμοι κάθετοι μεταξύ τους διαμόρφωναν οικιστικές νησίδες με κατοικίες και εργαστήρια.
Τον 4ο αι. μ.Χ., οι μαρμαρόστρωτοι πλέον δρόμοι πλαισιώνονται από κιονοστήρικτες στοές, εκατέρωθεν των οποίων οικοδομούνται μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα με ψηφιδωτά δάπεδα, ορθομαρμαρώσεις κ.ά. Στην ίδια εποχή χρονολογείται το κρηναίο οικοδόμημα/νυμφαίο, που βρίσκεται στον Σταθμό Αγίας Σοφίας, βορείως του επιβλητικού Decumanus Maximus (κύριος ρωμαϊκός δρόμος με κατεύθυνση από Ανατολάς προς Δυσμάς), στη συμβολή του με τον cardo (κάθετος δρόμος με κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο). Στολισμένο με κόγχες που φιλοξενούσαν αγάλματα, το μνημειακό νυμφαίο ξεδιψούσε την πόλη και τους περαστικούς. Τον 6ο αιώνα ο Decumanus διαπλατύνεται, τα παλαιότερα οικοδομήματα ισοπεδώνονται και ο δημόσιος χώρος διαμορφώνεται με πλακόστρωτες πλατείες, στοές και νυμφαία που συνθέτουν την τελευταία μνημειακή εικόνα της Θεσσαλονίκης στην ύστερη αρχαιότητα.
Χαραγμένη στο ίχνος του Decumanus Maximus, η χαλικόστρωτη Λεωφόρος ή Μέση των Βυζαντινών, που αποκαλύφθηκε στους Σταθμούς Βενιζέλου και Αγίας Σοφίας, έχει μέσο πλάτος 5,5 με 6,5 μέτρα. Την εποχή αυτή χαράσσονται νέοι δρόμοι, οι υφιστάμενοι αλλάζουν πορεία, ο δημόσιος χώρος, τα πεζοδρόμια και οι παλαιές στοές καταλαμβάνονται από νησίδες με λασπόκτιστα κτίρια. Η περιοχή έσφυζε από ζωή όλη τη βυζαντινή περίοδο, καθώς εδώ βρίσκονταν εργαστήρια και καταστήματα με είδη μεταλλουργίας, υαλουργίας, κεραμικά, κοσμήματα κ.ά. Κατά την οθωμανική εποχή, πολεοδομικές αλλαγές επιχειρήθηκαν μόνο προς στο τέλος της, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, με στόχο να δημιουργηθεί μία πόλη σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Τι θα βλέπει ο επιβάτης
Στα τέλη του 2021 - αρχές του 2022 θα παραδοθεί στο κοινό ο αναστηλωμένος αρχαιολογικός χώρος στον Σταθμό Βενιζέλου. Οι χρήστες του Μετρό θα βλέπουν, μεταξύ άλλων, το καλοδιατηρημένο τμήμα (μήκους 84 μέτρων) της αρχαίας λεωφόρου, επάνω στην οποία συνωστίζονταν από τον 6ο έως τον 14ο αιώνα κάτοικοι, έμποροι και πελάτες των πολυάριθμων εργαστηρίων και καταστημάτων. Ο δρόμος παρέμεινε in situ με απόφαση του ΚΑΣ. «Ποιος λογικός άνθρωπος μπορούσε να διανοηθεί το ξήλωμα αυτού του δρόμου; Πώς να διαταράξεις την αδιατάρακτη διαχρονία του από τον 6ο σχεδόν αιώνα έως σήμερα; Κανείς δεν τόλμησε να τον πειράξει. Εμείς θα το κάναμε;», δήλωνε χαρακτηριστικά η κ. Πολυξένη Αδάμ-Βελένη, προϊσταμένη της ΕΦΑΠΟΘ, σε παλαιότερη συνέντευξή της στην εφημερίδα «Καθημερινή». Όσον αφορά τον αναστηλωμένο αρχαιολογικό χώρο στον Σταθμό Αγίας Σοφίας, εκεί δεν αποφεύχθηκε η αποδόμηση του Decumanus Maximus (73 μέτρων). Οι επιβάτες θα βλέπουν τμήμα μόνον του δρόμου που θα επανατοποθετηθεί στην αποβάθρα σε ψηλότερο σημείο από την αρχική του θέση.
Εκτός των τειχών
Οι ανασκαφές στους Σταθμούς Δημοκρατίας και Διακλάδωση Σταυρούπολης, Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός, συμπλήρωσαν τις γνώσεις μας για τη χωροταξική εξέλιξη της δυτικής, εκτός των τειχών περιοχής από τον 6ο αι. π.Χ. έως τους νεώτερους χρόνους. Καθοριστικά στοιχεία για την εδώ χωροοργάνωση ήταν η γνωστή Εγνατία Οδός, που έφθανε έξω από τη Χρυσή Πύλη και συνέδεε τη Θεσσαλονίκη με την Πέλλα, και οι χείμαρροι της περιοχής. Η ανασκαφές έφεραν στο φως καταστρώματα της οδού και τμήμα της δυτικής αρχαίας νεκρόπολης, με ξεχωριστά ευρήματα μαρμάρινες σαρκοφάγους και πολυτελή ταφικά κτίσματα του 2ου, 3ου και 4ου αι. μ.Χ. Στις παρυφές της νεκρόπολης, λίγο έξω από τα δυτικά τείχη και εκατέρωθεν του δρόμου, εντοπίστηκαν συγκροτήματα κρατικών αποθηκών κρασιού και λαδιού και εργαστήρια της ύστερης αρχαιότητας.
Οι πληροφορίες προέρχονται από τις ανακοινώσεις που παρουσίασαν στην ημερίδα «Και Αρχαία και Μετρό» οι αρχαιολόγοι της ΕΦΑΠΟΘ Στέλλα Βασιλειάδου, Κρινώ Κωνσταντινίδου, Ελένη Λαμπροθανάση, Τάνια Πρωτοψάλτη, Σταυρούλα Τζεβρένη.