Καιρός πιστεύω να βάλουμε κάποια κομμάτια και πραγματικά μεγάλους ανθρώπους, στην θέση τους.
Ο Ιουλιανός ο Μέγας είναι ένας από αυτούς. Μεγάλος λάτρης της Ελληνικής
φιλοσοφίας και σκέψης, θέλησε να επαναφέρει την φιλοσοφία και την
Ελληνική παιδεία στην αυτοκρατορία του, που είχε πάρει την κατρακύλα του
αφανισμού-χριστιανισμού.
Αποκαλούν μέγα τον....
αιμομίκτη,
δολοφόνο, αδίστακτο και σκληρό Κωνσταντίνο και την μητέρα του, γιατί
έτσι τους βολεύει και παραβάτη ένα αληθινά μεγάλο άνθρωπο γιατί τους
εμπόδισε να κάνουν πλιάτσικο στην αυτοκρατορία.
Γιατί τους εμπόδισε
να καταστρέψουν την φιλοσοφία, τα γράμματα, τις τέχνες και τον Ελληνικό
φιλοσοφικό τρόπο σκέψης, ζωής, Ελευθερίας. Σε ένα κόσμο που προήγαγαν τα
σκοτάδια, την αμορφωσιά και τον χριστιανισμό, όπως σήμερα.
Ας
πάψουμε να τον αποκαλούμε με τα ονόματα που του απέδωσαν οι χριστιανοί
του Βυζαντίου και συνεχίζουν οι σύγχρονοι σκοταδιστές. Ειδικά οι Έλληνες
έχουμε πολλούς λόγους να τιμούμε και να προσφωνούμε με το σωστό του
όνομα τον Ιουλιανό τον Μέγα. Ας δούμε λοιπόν ποιός ήταν αυτός ο μεγάλος
άνθρωπος.
Ο Ιουλιανός ο Μέγας (Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός, Λατ.
Flavius Claudius Julianus), γνωστός από τους χριστιανούς ως Ιουλιανός ο
Παραβάτης ή Ιουλιανός ο Αποστάτης, αλλά και Μέγας Ιουλιανός, ήταν
Ρωμαίος αυτοκράτορας κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Συμβασίλευσε, ως
Καίσαρας, με τον Κωνστάντιο Β' από το 355 ως το 360 και μόνος του, ως
Αύγουστος, από το 361 ως το 363.
Ο Ιουλιανός ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της Κωνσταντίνειας δυναστείας και ο μοναδικός παγανιστής μετά τον Μέγα Κωνσταντίνο.
Ο Ιουλιανός ο Μέγας υπήρξε βαθύτατα μορφωμένος άνθρωπος. Επηρεασμένος
από την ελληνική κλασική παιδεία, ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του Έλληνα
και δεν δίσταζε να να δηλώνει «Έλλην ειμί». Σε επιστολή του προς τον
φιλόσοφο Θεμίσιο θα αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Φεύγοντας για την
Ελλάδα, τότε που όλοι νόμιζαν πως με στέλναν εξορία, τάχα δε δόξασα την
τύχη μου σαν να γιόρταζα τη μεγαλύτερη γιορτή, λέγοντας πως εκείνη η
αλλαγή ήταν για μένα ό,τι καλύτερο και πως είχα ανταλλάξει, όπως λένε,
«Χαλκό με χρυσάφι και εννιά βόδια με εκατό»; Τέτοια αγαλλίαση ένιωθα που
μού 'λαχε να πάω στην Ελλάδα αντί να μείνω σπίτι μου κι ας μην είχα
εκεί ούτε χωράφι ούτε κήπο ούτε ένα σπιτάκι δικό μου».
Σε κάποια άλλη του επιστολή («Εγκώμιον στην αυτοκράτειρα Ευσεβία»), δεν μπορεί να κρύψει την αγάπη του για την Ελλάδα:
«Μα τι μ' έχει πιάσει; Και τι είδους ομιλία είχα σκοπό να ολοκληρώσω αν
όχι τον έπαινο της αγαπημένης μου Ελλάδας, που δεν μπορώ να τη φέρω στο
νου χωρίς να μένω έκθαμβος με κάθε τι δικό της;».
Ο Ιουλιανός ο
Μέγας υπήρξε ο μόνος μη χριστιανός αυτοκράτορας του Βυζαντίου, όπως και
όλους όσους στεκόταν εμπόδιο στα σχέδιά της. Τον Ιουλιανό τον ενοχλούσε
το φαινόμενο του Χριστιανισμού που ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με την
ελληνική του παιδεία και μόρφωση, καθώς και με τον Ελληνικό Πολιτισμό
που λάτρευε. Προσπάθησε να βάλει φρένο στην ασυδοσία των κληρικών και
τον πλουτισμό της Εκκλησίας, χωρίς ωστόσο να προχωρήσει σε διώξεις
εναντίον τους
«Εγώ, μα τους θεούς, δε θέλω ούτε να σκοτώνονται οι
χριστιανοί ούτε να δέρνονται άδικα ούτε άλλο κακό να παθαίνουν»
[«Ιδιόχειρη επιστολή προς τον Ατάρβιο»]).
Απεναντίας προσπάθησε
να κρατήσει μια ισορροπία. Εκδίδει διατάγματα περί ανεξιθρησκίας,
προσπαθώντας ταυτόχρονα να αναβιώσει την ελληνική (και ρωμαϊκή)
θρησκεία. Επιστρέφει τις περιουσίες και ανακαλεί από την εξορία τους,
διωχθέντες από τον -αρειανιστή- Κωνστάντιο, ορθόδοξους χριστιανούς.
Καταργεί τις κρατικές χορηγήσεις στην χριστιανική εκκλησία. Εκδίδει
πέντε διατάγματα για την ενίσχυση της εξουσίας των τοπικών βουλών.
Απαγορεύει να τον προσαγορεύουν «Δεσπότη» και διακηρύσσει ότι θεωρεί τον
εαυτό του μέλος της συγκλητικής τάξης.
Στις επιστολές του
απευθύνεται προς τις βουλές των πόλεων ως ίσος προς ίσον. Προωθεί μέτρα
(φοροαπαλλαγές, παραγραφή χρεών κ.α.) για την ενίσχυση της αυτονομίας
των πόλεων. Προσπαθεί να συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες μερίδες των
χριστιανών και να αποτρέψει συγκρούσεις ανάμεσα σε εθνικούς και
χριστιανούς («Σε όλους τους χριστιανούς έχω φερθεί με τέτοια πραότητα
και φιλανθρωπία, που κανείς απ' αυτούς δεν υφίσταται βία πουθενά ούτε
τους σέρνουν με το ζόρι στα ιερά ούτε εξαναγκάζονται να κάνουν οτιδήποτε
ενάντια στη θέληση τους» [«Προς του κατοίκους της Έδεσσας»]).
Επιχειρώντας να περιορίσει την χριστιανική προπαγάνδα και την εξάπλωση
του Χριστιανισμού, εκδίδει διάταγμα αποκλεισμού των χριστιανών δασκάλων
από την παιδεία· απαγορεύει τα κληροδοτήματα προς τις εκκλησίες·
υποχρεώνει τους χριστιανούς να επανορθώσουν τις ζημιές που είχαν
προξενήσει στα ιερά των εθνικών. Ο Ιουλιανός ο Μέγας θα δικαιολογήσει το
μέτρο που πήρε, να απαγορέψει στους χριστιανούς ρητοροδιδασκάλους και
γραμματικούς να διδάσκουν ελληνική φιλολογία, συνοψίζοντας την όλη στάση
του απέναντι τους στην φράση:
«Πηγαίνετε στις εκκλησίες σας, να
ερμηνεύσετε Ματθαίο και Λουκά»... Οι χριστιανοί θεώρησαν ότι το μέτρο
εκείνο κατ' επέκταση απαγόρευε και στα παιδιά τους να σπουδάζουν. Ως
προς αυτό όμως ο Ιουλιανός, προς το τέλος της επιστολής («Επιστολή 42»),
είναι σαφής...
Σωστή παιδεία, νομίζω, δεν σημαίνει το να
χειρίζεσαι τις λέξεις και τη γλώσσα με ευρυθμία, αλλά το να σε διακρίνει
η υγιής νοητική διάθεση να σκέφτεσαι λογικά, να 'χεις σωστές απόψεις
για το καλό και το κακό, το ωραίο και το αισχρό. Αυτός, λοιπόν, που άλλα
πιστεύει και άλλα διδάσκει σ' όσους μαθητεύουν πλάι του, νομίζω έχει
απομακρυνθεί τόσο από την παιδεία όσο και από την τιμιότητα.
Και
αν η διαφορά ανάμεσα στις σκέψεις και στα λόγια αφορά σε μικροζητήματα,
τότε είναι κάπως υποφερτό το κακό. Στα μεγάλα ζητήματα όμως, αν κάποιος
διδάσκει τα αντίθετα απ' αυτά που πιστεύει, πώς να μη θεωρηθεί άνθρωπος
πανούργος, κάθε άλλο παρά έντιμος και ευσυνείδητος, που μιλάει με πολύ
καλά λόγια για πράγματα που τα θεωρεί τιποτένια, εξαπατώντας και
δελεάζοντας με επαίνους εκείνους στους οποίους επιδιώκει να μεταδώσει
τις δικές του ασχήμιες;
Όσοι λοιπόν θέλουν να επαγγέλονται τον
δάσκαλο πρέπει να είναι άνθρωποι δίκαιοι και λογικοί, κι οι ιδέες που
έχουν ενστερνιστεί να μην έρχονται σε σύγκρουση με το δημόσιο
λειτούργημα τους. Και πολύ περισσότερο απ' όλους, θα 'πρεπε τέτοιας
ποιότητας άνθρωποι να είναι όλοι όσοι ασχολούνται με την ερμηνεία των
αρχαίων κειμένων στους νέους, είτε ρήτορες είναι αυτοί είτε απλοί
δάσκαλοι είτε σοφιστές -και πολύ περισσότερο αυτοί οι τελευταίοι, που
φιλοδοξούν να διδάξουν όχι μονάχα τη γλώσσα αλλά και την ηθική, και
διατείνονται ότι ειδικότητα τους είναι η πολιτική φιλοσοφία.
Αν
τώρα αυτό είναι αλήθεια ή όχι, ας το αφήσουμε για την ώρα· τους επαινώ
που έχουν τη φιλοδοξία να ασκούν ένα τόσο ωραίο επάγγελμα, αλλά θα τους
επαινούσα ακόμα περισσότερο αν δεν ήταν ψεύτες και αν δεν έδιναν λαβή να
θεωρηθεί ότι άλλα πιστεύουν και άλλα διδάσκουν στους μαθητές τους. Τι
λέτε λοιπόν; Για τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Δημοσθένη, τον Ηρόδοτο, τον
Θουκυδίδη, τον Ισοκράτη και τον Λυσία, δεν ήσαν κεφαλές της παιδείας οι
θεοί; Μήπως δεν θεωρούσαν προστάτες τους, άλλοι τον Ερμή και άλλοι τις
Μούσες; Είναι λοιπόν παράλογο, έτσι νομίζω, κάποιοι που δουλειά τους
είναι να ερμηνεύουν τα έργα όλων αυτών, συγχρόνως να καταφρονούν τους
θεούς που εκείνοι τίμησαν. Και παρ' όλο που το θεωρώ παράδοξο αυτό, δεν
ισχυρίζομαι ότι πρέπει να αλλάξουν ιδέες οι δάσκαλοι της νεολαίας.
Τους αφήνω να επιλέξουν ανάμεσα στο να μη διδάσκουν αυτά που δεν θεωρούν
αξιόλογα και σημαντικά ή, αν επιθυμούν να συνεχίσουν τη διδασκαλία,
πρώτα απ' όλα να κηρύξουν στους μαθητές ότι ούτε ο Όμηρος ούτε ο Ησίοδος
ούτε κανείς από όσους ερμηνεύουν...(λείπουν λέξεις)...αφού μέχρι και
για ασέβεια τους έχουν κατηγορήσει και για ανοησία και θεολογικές
πλάνες. Κι αφού χάρη στα συγγράμματα εκείνων κερδίζουν χρήματα και ζουν
ετούτοι εδώ, είναι σαν να το παραδέχονται πως είναι αισχροκερδείς και
για λίγες δραχμές είναι ικανοί για όλα.
Μέχρι τώρα, πολλά ήσαν τα
αίτια που ο κόσμος δεν επισκεπτόταν τα ιερά, και ο φόβος που
επικρεμόταν από παντού συγχωρούσε την απόκρυψη της αληθινής γνώμης για
τους θεούς. Τώρα όμως που οι θεοί μάς έδωσαν την ελευθερία, μου φαίνεται
παράλογο το να διδάσκει κανείς τους ανθρώπους αυτά που δεν εγκρίνει. Μα
αν θεωρούν ότι είναι σοφοί εκείνοι των οποίων τα έργα ερμηνεύουν και
τους οποίους αναγνωρίζουν ως προφήτες, ας μιμηθούν πρώτα την ευσέβεια
εκείνων προς τους θεούς· αν όμως υποστηρίζουν ότι εκείνοι που αξίζουν
τις μεγαλύτερες τιμές είχαν πλανηθεί, τότε ας πάνε στις εκκλησίες των
χριστιανών να ερμηνεύσουν Ματθαίο και Λουκά...
Οι δικοί σας νόμοι
σας απαγορεύουν να τρώτε από τα ζώα που θυσιάζονται. Εγώ όμως θα
προτιμούσα να «ξαναγεννηθεί», όπως θα λέγατε και σεις, και η ακοή και η
γλώσσα σας...(λείπουν λέξεις). Ιδού λοιπόν ο νέος νόμος που ισχύει για
τους καθηγητές και διδασκάλους. Κανένας νέος που θέλει να φοιτήσει δεν
αποκλείεται. Δεν θα ήταν ούτε λογικό ούτε δίκαιο, να κλείσω το δρόμο σε
παιδιά που ακόμα δεν ξέρουν τι κατεύθυνση να ακολουθήσουν -από φόβο
μήπως τα σπρώξω προς τα πατροπαράδοτα χωρίς να το θέλουν παρ' όλο που θα
ήταν δίκαιο, όπως τους τρελούς, έτσι κι αυτούς να τους θεραπεύσουμε
παρά τη θέληση τους. Πιστεύω όμως πως τους ανόητους πρέπει να τους
διδάσκεις κι όχι να τους τιμωρείς.
Όσον αφορά τα οικονομικά μέτρα
που έλαβε κατά της Εκκλησίας, θα τα αιτιολογήσει μ' ένα επιχείρημα
άκρως...χριστιανικό («Προς του κατοίκους της Έδεσσας»):
Αφού
λοιπόν ο θαυμάσιος νόμος τους, τούς προτρέπει να απαρνηθούν τα υπάρχοντα
τους για να πορευτούν πιο εύκολα προς τη βασιλεία των ουρανών, γι' αυτό
κι εμείς, συμφωνώντας με τους αγίους τους, δώσαμε διαταγή να
κατασχεθούν όλα τα χρήματα της εκκλησίας των Εδεσσητών και να δοθούν
στους στρατιώτες και τα κτήματα τους να προστεθούν στα δικά μας
ιδιόκτητα.
Κι αυτό για να φτωχύνουν και να βάλουν μυαλό, αλλά και
για να μη στερηθούν τη βασιλεία των ουρανών στην οποία ακόμα ελπίζουν.
Και τους κατοίκους της Έδεσσας τους προειδοποιώ να μένουν μακριά από
καυγάδες και εξεγέρσεις, για να μη μου κεντρίσουν το αίσθημα της
φιλανθρωπίας και τους τιμωρήσω με ξίφος, φωτιά και εξορία, για διατάραξη
της κοινωνικής γαλήνης.
Όλα τα παραπάνω, όπως ήταν επόμενο,
αποτέλεσαν ικανούς λόγους για την έκφυλη χριστιανική Εκκλησία, ώστε να ο
Ιουλιανός να «βαπτισθεί» «Αποστάτης» και «Παραβάτης». Θέλοντας δε οι
Ιουδαιοχριστιανοί να «λερώσουν» το όνομα του Ιουλιανού, δεν δίστασαν να
του χρεώσουν ανυπόστατες φήμες που είχαν ως κοινή πηγή τον Βυζαντινό
χρονογράφο και μοναχό, Γεώργιο Κεδρηνό, ο οποίος έζησε προς το τέλος του
11ου και στις αρχές του 12ου αιώνα μ.Χ. «Χάρις» λοιπόν στον Κεδρηνό,
«μαθαίνουμε» ότι ο Ιουλιανός τελούσε σπονδές προς τους θεούς,
ξεκοιλιάζοντας μωρά και έγκυες γυναίκες για να κάνει οιωνοσκοπίες με τα
σπλάχνα τους, ότι προς τον Ιουλιανό δόθηκε ο τελευταίος χρησμός της
Πυθίας κι ότι λίγο πριν πεθάνει (πιθανότατα από χριστιανικό χέρι)
αναγνώρισε τάχα την ήττα του λέγοντας «Νενίκηκάς με Ναζωραίε» (με
νίκησες Χριστέ). Πρόκειται δηλαδή για χονδροειδή αισχρά κατασκευάσματα
της Εκκλησίας, που ήθελαν να καταδείξουν με κάθε τρόπο την επικράτηση
του Χριστιανισμού. Ας σημειωθεί ότι όσοι άλλοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς
αναφέρθηκαν στα τελευταία λόγια του αυτοκράτορα, είχαν την τιμιότητα να
προειδοποιούν τον αναγνώστη με ένα «λένε ότι»...
Μετά τον θάνατο του Ιουλιανού,
κύμα τρομοκρατίας ξέσπασε στην Ανατολική Αυτοκρατορία. Σχεδόν αμέσως
πυρπολήθηκε από χριστιανούς η Βιβλιοθήκη της Αντιόχειας. Ακολούθησαν
ομαδικοί διωγμοί και βίαιοι θάνατοι φιλοσόφων, καταδίκες για μαγεία των
πιστών του αρχαίου Πανθέου, καταστροφές αρχαίων ναών αλλά και εστιακών
σημείων του Ελληνισμού που δεν είχαν λατρευτικό χαρακτήρα, όπως τα
γυμνάσια και τα μουσεία· με τελική κατάληξη την απαγόρευση της αρχαίας
θρησκείας από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο (Νοέμβριος 392) και την σχεδόν
ταυτόχρονη απαγόρευση των Ολυμπιακών Αγώνων...
Το Ελληνικό
Πνεύμα, κατατρεγμένο, θα βρει πλέον καταφύγιο στις φιλοσοφικές σχολές,
στις περισσότερες από τις οποίες δεν απομένουν παρά μερικές δεκαετίες
ζωής. Ως και το εθνικό όνομα των Ελλήνων τέθηκε υπό απαγόρευση... Σήμερα
ο Ιουλιανός αποτελεί μια ενοχλητική παρένθεση μέσα στα εγχειρίδια της
ελληνικής ιστορίας. Αναφέρεται πάντοτε με το επώνυμο που του χάρισαν οι
χριστιανοί («Παραβάτης» ή «Αποστάτης») οι οποίοι, στην καλύτερη
περίπτωση, τον εμφανίζουν ως έναν ανεδαφικό οραματιστή· ένα μικρό
ανάχωμα που παρασύρθηκε από το ποτάμι της ιστορίας...
Είναι ευτύχημα για τους ιστορικούς,
τ' ότι ο Ιουλιανός δεν περιοριζόταν στο να μιλάει πολύ (ένα από τα
ελαττώματα που του καταλογίζει ο Αμμιανός Μαρκελίνος) αλλά και υπαγόρευε
πολύ· κι όταν δεν υπαγόρευε, έγραφε ο ίδιος, νύχτα πάντα. Ο Ιουλιανός
ήταν ένας μανιακός της επικοινωνίας· κι αφότου ανέβηκε στον θρόνο, η νέα
του ιδιότητα τού επέτρεπε, όταν δεν του επέβαλλε, να επικοινωνεί
γραπτώς με τους πάντες: Είτε με το σύνολο των κατοίκων μιας πόλης (όπως
παραπάνω) είτε με τον διοικητή μιας μακρινής επαρχίας είτε με μέλη της
συγκλήτου· κυρίως όμως τον ενδιέφερε η επικοινωνία με ανθρώπους των
γραμμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις πήρε την εξουσία έστειλε
επιστολές σε αναρίθμητους διανοούμενους όλων των θρησκευμάτων και όλων
των αποχρώσεων, καλώντας τους κοντά του.
Ο λόγος «Κατά
χριστιανών» του Ιουλιανού, είναι ένα έργο υπεράσπισης του ελληνικού
πολιτισμού, της ελληνικής θρησκείας και του ελληνικού πνεύματος και
κατηγορεί τους απολίτιστους Εβραίους πως αφού «έκλεψαν» στοιχεία τους,
τα διαστρέβλωσαν με ανήθικο τρόπο. Ο Ιουλιανός χρησιμοποιεί τις
αναρίθμητες αντιφάσεις και παραλογισμούς της Αγίας Γραφής για να ασκήσει
κριτική στον Ιουδαιοχριστιανισμό, ενώ βάλλει και κατά των «Πατέρων» της
Εκκλησίας, όπως κατά του «άθλιου Ευσέβιου» που «υποστηρίζει ότι έχουν
και αυτοί κάποια ποιήματα με εξάμετρους στίχους, και περηφανεύεται ότι
και οι Εβραίοι ασχολούνται φιλοσοφικά με τη λογική, που τ' όνομά της από
τους Έλληνες το πρωτάκουσε».
Ο Ιουλιανός ο Μέγας δεν ήταν ένας
απλοϊκός αντίπαλος του Χριστιανισμού· από μικρός, γνώριζε άριστα τις
Γραφές όπως και την ιουδαϊκή μυθολογία. Όπως γράφει ο Ευνάπιος, τον
ανήλικο Ιουλιανό τον είχαν από κοντά άνθρωποι του παλατιού (ευνούχοι),
ώστε να εξασφαλιστεί το ότι θα γινόταν χριστιανός. Όμως εκείνος, «παρ
όλα αυτά, έδειξε την υψηλή του φύση:
Μάθαινε αμέσως απ' έξω όλα
τα χριστιανικά βιβλία, τόσο που οι δάσκαλοι του αγανακτούσαν που το
δασκαλίκι τους κρατούσε λίγο, καθώς δεν είχαν τι να διδάξουν στο παιδί.
Κι αφού πια δεν είχε τι άλλο να μάθει απ' αυτούς, ζήτησε από τον
εξάδελφο του Κωνστάντιο να του επιτρέψει να παρακολουθήσει μαθήματα
φιλοσοφίας και ρητορικής. Και κείνος, του το επέτρεψε γιατί προτιμούσε
να χάνεται μες στα βιβλία ο Ιουλιανός παρά να θυμάται την οικογένεια του
και το βασιλικό αξίωμα...».
Πηγή:
http://chaviaras.blogspot.gr/