Πατρίδα μου συγνώμη.
Δημιουργήσαμε ένα κράτος άσχημο, τιποτένιο, όπου η ατομικότητα και η ρουφιανιά βασιλεύουν, όπου η ανθελληνικότητα είναι η δεύτερη σημαία μας, όπου ο προδοτισμός είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας μας και συνάμα, η έντονη αίσθηση για καταπολέμηση κάθε τι πατριωτικού, να κυλάει ακατάπαυστα στις φλέβες μας, κάνοντας μας τους χειρότερους εχθρούς μας.
Δημιουργήσαμε έναν νεκρό κόσμο επάνω στα ερείπια των προγόνων μας, με τα παρωχημένα πολιτικά και θρησκευτικά φαντάσματα των βάρβαρων εχθρών μας, επάνω στους χειρότερους εφιάλτες τους, θαρρείς και εμείς δεν είχαμε ιστορία, δεν είχαμε ταυτότητα, δεν είχαμε προγόνους για να τους μοιάσουμε.
Έτσι λοιπόν, σκύψαμε το κεφάλι μας στους χθεσινούς τυράννους, που ελπίσαμε ότι θα γίνουν οι αυριανοί μας ηγέτες και σωτήρες και τότε, μέσα από την θολούρα του περίμενε, βγήκαν τα τέρατα που με τόσο κόπο μεγαλώσαμε και έγιναν τρανοί δράκοι και χίμηξαν για να μας φάνε με μιας, αλλά εμείς εδώ, τα ίδια βρώμικα πανιά για ρούχα, τα ίδια ψεύτικα κεριά για ήλιους, τις ίδιες κακάσχημες απόψεις για ιδεολογία.
Ναι, περάσαμε πολλά εδώ και χιλιάδες χρόνια, μας κατέτρεξαν, μας πολέμησαν, μας έκαναν με το στανιό κάτι που δεν ήμασταν, μας επέβαλαν ξένους Θεούς, ξένους προπάτορες, ξένους προγόνους, ξένα ήθη, ξένες ιδεολογίες, ξένα πρότυπα, ξένες συμπεριφορές, ξένη ζωή, ακόμα και ξένο θρήνο στον θάνατο.
Αφήσαμε στα χέρια μιας χούφτας ανθελλήνων προδοτών
την τύχη μας και κυρίως την τύχη της πατρίδος μας, θαρρείς και δεν γνωρίζαμε εκ των προτέρων τι και ποιοι ήταν, θαρρείς και δεν γνωρίζαμε το κρυφό και φανερό τους μίσος για κάθε τι που θύμιζε τους προγόνους μας και για κάθε τι που θύμιζε την ιστορία και την ταυτότητα μας.
Δώσαμε την άδεια στους λύκους να περιφέρονται ανάμεσα μας σαν πρόβατα, κάνοντας τον κόσμο μας και τον κόσμο των παιδιών μας ένα απέραντο νεκροταφείο, μέσα στο οποίο, θάψαμε ότι ιερό μας παρέδωσαν οι προπάτορες μας.
Μείναμε άπραγοι και αδρανείς σε κάθε οικονομικό, προσωπικό και εθνικό βιασμό, μόνο και μόνο, για να γεμίσουμε την τσέπη μας με τα επάργυρα πειρατικά τους δουβλόνια, τώρα όμως, είμαστε υποχρεωμένοι να συζούμε με τα εξώγαμα των βιασμών τους, κάνοντας τα τους επόμενους βιαστές των παιδιών μας.
Τώρα κλαίμε και οδυρόμαστε σαν δαρμένες εταίρες για το χάλι μας, για το χάος που υπάρχει γύρω μας, για την σαπίλα και την παρακμή που τυλίγεται στο λαιμό μας και προπάντων, για τον φόβο και τον τρόμο που σκορπάνε γύρω μας τα από εμάς εισερχόμενα φανατικά ισλαμικά αδέλφια μας, τα οποία, όταν θα δείξουν το τι πραγματικά θέλουν να κάνουν στους εδώ ιθαγενείς, τότε το κλάμα μας και ο οδυρμός μας δεν θα έχει τελειωμό.
Δημιουργήσαμε έναν κόσμο ψεύτικο, δήθεν, έναν κόσμο μέσα στον οποίο το τίποτε γίνεται κάτι και το κάτι, μετατρέπεται σε ένα απόλυτο τίποτε, αυτός είναι ο κόσμος
μας, ένας κόσμος γεμάτος υλικά, ηθικά και ιδεολογικά σκουπίδια, κοίταξε τον, μην ντρέπεσαι, είναι ο δικός μας καθρέπτης, είναι η προσωπική μας Γεσθημανή, μέσα στην οποία, ξεπλένουμε όποτε μας βολεύει τις σωματικές και πνευματικές μας αναπηρίες.
Αυτός ο κόσμος είναι δικό μας και μόνο έργο, είναι δικό μας εξώγαμο, διότι, όποιος ανέχεται το σκοτάδι, ανέχεται και την ύπαρξη του και έτσι, ζει μέσα σε αυτό χωρίς να έχει την διάθεση να βρει το φως, με το οποίο, θα βγει έξω από το τούνελ που του έχουν κατασκευάσει.
Άραγε, για πόσο ακόμα θα είσαι ο περίγελος των ευρωπαίων και ο παλιάτσος των αρχαίων, για πόσο ακόμα θα έχεις ως σημαία την ηλιθιότητα, για πόσο ακόμα θα πολεμάς την σκέψη και την φιλοσοφία, για πόσο ακόμα θα γυρνάς το μαγκανοπήγαδο τους, για πόσο ακόμα θα δέχεσαι τα φύκια τους ως μεταξωτές κορδέλες, για πόσο ακόμα θα επιδοτείς με την ανυπαρξία σου τον ανθελληνισμό και προδοτισμό τους, για πόσο ακόμα θα δέχεσαι χαμένες και αλησμόνητες πατρίδες, για πόσο ακόμα θα προσφέρεις την ιστορία σου και την ταυτότητα σου στους κάθε λογής βαρβάρους, για πόσο ακόμα θα παριστάνεις κάτι το οποίο δεν είσαι και για πόσο ακόμα, θα γίνεσαι εσύ και τα παιδιά σου, μετανάστης στην ίδια σου την πατρίδα.
Μην στεναχωριέσαι, δεν τα λέω για εσένα όλα αυτά, πως θα μπορούσα εξάλλου, για εμένα τα λέω και για την δύστυχη πατρίδα μου.
Πατρίδα μου, ως πότε στον κόρφο σου θα φωλιάζουν προδότες.
Δημιουργήσαμε ένα κράτος άσχημο, τιποτένιο, όπου η ατομικότητα και η ρουφιανιά βασιλεύουν, όπου η ανθελληνικότητα είναι η δεύτερη σημαία μας, όπου ο προδοτισμός είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας μας και συνάμα, η έντονη αίσθηση για καταπολέμηση κάθε τι πατριωτικού, να κυλάει ακατάπαυστα στις φλέβες μας, κάνοντας μας τους χειρότερους εχθρούς μας.
Δημιουργήσαμε έναν νεκρό κόσμο επάνω στα ερείπια των προγόνων μας, με τα παρωχημένα πολιτικά και θρησκευτικά φαντάσματα των βάρβαρων εχθρών μας, επάνω στους χειρότερους εφιάλτες τους, θαρρείς και εμείς δεν είχαμε ιστορία, δεν είχαμε ταυτότητα, δεν είχαμε προγόνους για να τους μοιάσουμε.
Έτσι λοιπόν, σκύψαμε το κεφάλι μας στους χθεσινούς τυράννους, που ελπίσαμε ότι θα γίνουν οι αυριανοί μας ηγέτες και σωτήρες και τότε, μέσα από την θολούρα του περίμενε, βγήκαν τα τέρατα που με τόσο κόπο μεγαλώσαμε και έγιναν τρανοί δράκοι και χίμηξαν για να μας φάνε με μιας, αλλά εμείς εδώ, τα ίδια βρώμικα πανιά για ρούχα, τα ίδια ψεύτικα κεριά για ήλιους, τις ίδιες κακάσχημες απόψεις για ιδεολογία.
Ναι, περάσαμε πολλά εδώ και χιλιάδες χρόνια, μας κατέτρεξαν, μας πολέμησαν, μας έκαναν με το στανιό κάτι που δεν ήμασταν, μας επέβαλαν ξένους Θεούς, ξένους προπάτορες, ξένους προγόνους, ξένα ήθη, ξένες ιδεολογίες, ξένα πρότυπα, ξένες συμπεριφορές, ξένη ζωή, ακόμα και ξένο θρήνο στον θάνατο.
Αφήσαμε στα χέρια μιας χούφτας ανθελλήνων προδοτών
την τύχη μας και κυρίως την τύχη της πατρίδος μας, θαρρείς και δεν γνωρίζαμε εκ των προτέρων τι και ποιοι ήταν, θαρρείς και δεν γνωρίζαμε το κρυφό και φανερό τους μίσος για κάθε τι που θύμιζε τους προγόνους μας και για κάθε τι που θύμιζε την ιστορία και την ταυτότητα μας.
Δώσαμε την άδεια στους λύκους να περιφέρονται ανάμεσα μας σαν πρόβατα, κάνοντας τον κόσμο μας και τον κόσμο των παιδιών μας ένα απέραντο νεκροταφείο, μέσα στο οποίο, θάψαμε ότι ιερό μας παρέδωσαν οι προπάτορες μας.
Μείναμε άπραγοι και αδρανείς σε κάθε οικονομικό, προσωπικό και εθνικό βιασμό, μόνο και μόνο, για να γεμίσουμε την τσέπη μας με τα επάργυρα πειρατικά τους δουβλόνια, τώρα όμως, είμαστε υποχρεωμένοι να συζούμε με τα εξώγαμα των βιασμών τους, κάνοντας τα τους επόμενους βιαστές των παιδιών μας.
Τώρα κλαίμε και οδυρόμαστε σαν δαρμένες εταίρες για το χάλι μας, για το χάος που υπάρχει γύρω μας, για την σαπίλα και την παρακμή που τυλίγεται στο λαιμό μας και προπάντων, για τον φόβο και τον τρόμο που σκορπάνε γύρω μας τα από εμάς εισερχόμενα φανατικά ισλαμικά αδέλφια μας, τα οποία, όταν θα δείξουν το τι πραγματικά θέλουν να κάνουν στους εδώ ιθαγενείς, τότε το κλάμα μας και ο οδυρμός μας δεν θα έχει τελειωμό.
Δημιουργήσαμε έναν κόσμο ψεύτικο, δήθεν, έναν κόσμο μέσα στον οποίο το τίποτε γίνεται κάτι και το κάτι, μετατρέπεται σε ένα απόλυτο τίποτε, αυτός είναι ο κόσμος
μας, ένας κόσμος γεμάτος υλικά, ηθικά και ιδεολογικά σκουπίδια, κοίταξε τον, μην ντρέπεσαι, είναι ο δικός μας καθρέπτης, είναι η προσωπική μας Γεσθημανή, μέσα στην οποία, ξεπλένουμε όποτε μας βολεύει τις σωματικές και πνευματικές μας αναπηρίες.
Αυτός ο κόσμος είναι δικό μας και μόνο έργο, είναι δικό μας εξώγαμο, διότι, όποιος ανέχεται το σκοτάδι, ανέχεται και την ύπαρξη του και έτσι, ζει μέσα σε αυτό χωρίς να έχει την διάθεση να βρει το φως, με το οποίο, θα βγει έξω από το τούνελ που του έχουν κατασκευάσει.
Άραγε, για πόσο ακόμα θα είσαι ο περίγελος των ευρωπαίων και ο παλιάτσος των αρχαίων, για πόσο ακόμα θα έχεις ως σημαία την ηλιθιότητα, για πόσο ακόμα θα πολεμάς την σκέψη και την φιλοσοφία, για πόσο ακόμα θα γυρνάς το μαγκανοπήγαδο τους, για πόσο ακόμα θα δέχεσαι τα φύκια τους ως μεταξωτές κορδέλες, για πόσο ακόμα θα επιδοτείς με την ανυπαρξία σου τον ανθελληνισμό και προδοτισμό τους, για πόσο ακόμα θα δέχεσαι χαμένες και αλησμόνητες πατρίδες, για πόσο ακόμα θα προσφέρεις την ιστορία σου και την ταυτότητα σου στους κάθε λογής βαρβάρους, για πόσο ακόμα θα παριστάνεις κάτι το οποίο δεν είσαι και για πόσο ακόμα, θα γίνεσαι εσύ και τα παιδιά σου, μετανάστης στην ίδια σου την πατρίδα.
Μην στεναχωριέσαι, δεν τα λέω για εσένα όλα αυτά, πως θα μπορούσα εξάλλου, για εμένα τα λέω και για την δύστυχη πατρίδα μου.
Πατρίδα μου, ως πότε στον κόρφο σου θα φωλιάζουν προδότες.