Και στην Ακρόπολη, στο βράχο
τον Ιερό
εν άνθος φύτρωσε μονάχο
χλωρό χλωρό.
Εν άνθος όμοιο με ανεμώνη
περαστική,
αθώρητο σ’ όποιον σιμώνει
στα ύψη εκεί.
τον Ιερό
εν άνθος φύτρωσε μονάχο
χλωρό χλωρό.
Εν άνθος όμοιο με ανεμώνη
περαστική,
αθώρητο σ’ όποιον σιμώνει
στα ύψη εκεί.
Τα μάτια ανοίγοντ’ εκεί πέρα
καθώς βρεθούν,
και με τον ξάστερον αιθέρα
σμίγουν, μεθούν.
Εκεί θαμπώνουνε τα μάτια
σκόρπια μπροστά
καμένα λείψανα, κομμάτια
λαχταριστά.
Κ’ η φαντασία αμέσως βλέπει
η μαγική
γυμνή και δίχως καμιά σκέπη
απάνου εκεί
την Ομορφιά, που τρισμεγάλη,
παντοτεινή,
μέσ’ απ’ το μάρμαρο προβάλλει
και δεν πονεί.
Και κάθεται σε δόξας θρόνο,
και δε γελά,
δεν κλαίει και δεν πλανά και μόνο
φεγγοβολά!
Και στην Ακρόπολη, στο βράχο
τον Ιερό
ξανοίγω τάνθος το μονάχο
και το ρωτώ:
- Ανθος, που μοιάζεις με ανεμώνη
περαστική,
ποιά μοίρα σ’ έρριξε εδώ, μόνη
και φτωχική;
Εδώ από τάστρα η Τέχνη φτάνει,
και λάμπει η γη,
κ’ έπλασε η Φύση εσέ βοτάνι
για μιαν αυγή.
Εδώ δεν έρχεται η παρθένα
η γελαστή
για να σε κόψη και μ’ εσένα
να στολιστή.
Εδώ μ’ ευλάβεια και το αγέρι
μόλις φυσά
ποτέ σ’ εσέ δεν έχει φέρει
λόγια χρυσά,
γλυκά φιλιά από τα ταιράκια
κι από Ομορφιές
δεν έχεις άλλα λουλουδάκια
για συντροφιές.
Ο Παρθενώνας με φεγγάρι
τη νύχτα εδώ
νικάει στη δόξα και στη χάρη
τον ουρανό.
Κ’ οι έξι αλύγιστες Παρθένες
στέκουν κι αυτές
λαμπρόστηθες και λαβωμένες
και λατρευτές.
Κι αγάλματα, πέτρες, κολώνες
χωρίς χαρά
σκόρπια τα βλέπουν οι αιώνες
και παγερά.
Σμίγουν εδώ θεοί και χρόνοι
παλιοί, χρυσοί.
Εδώ, φτωχή, κρυφή ανεμώνη,
τι θες εσύ; -
Και στην Ακρόπολη, στο βράχο
δειλά δειλά
με βλέπει τάνθος το μονάχο
και μου μιλά:
- Εγώ είμαι τάνθος το παρθένο
και το κρυφό
από τον κόσμο μακρυσμένο
το φως ρουφώ.
Κι ανθώ και χαίρομαι τα κάλλη
που έχ’ η ζωή
μακριά απ’ τα πλήθη κι απ’ τη ζάλη
κι απ’ τη βοή.
Κι από του κάμπου τάνθη τάλλα
στέκω μακριά,
δειλό, λογόζωο, μια στάλα,
μέσ’ στη σκιά.
Μέσ’ στη σκιά που ρίχνει εμπρός μου
μια πέτρα απλή
ξεχνώ την ψεύτικη του κόσμου
φεγγοβολή.
Κι αγνώριστο, κι αχνό, μια στάλα,
ζω ταιριαστά
με τα λαμπρά, με τα μεγάλα,
με τακουστά.
Γιατί στον κόσμο είναι ζευγάρι
χαρά του νου
και η δόξα του τρανού κ’ η χάρη
του ταπεινού.
Γιατί στον κόσμο – άκου και τάλλο –
και στον καιρό
δεν είναι τίποτα μεγάλο,
ούτε μικρό.
Γιατί σαν τάστρο φως αφίνει
και το ξανθό
τάνθος, γιατί και τάστρο σβύνει
σαν τον ανθό.
Κι ο Παρθενώνας φεγγοβόλος
που εδώ θωρώ
ερείπιον είναι, ερείπιον όλος
λυπητερό.
Ενώ σ’ εμένα φτωχά νιάτα,
διαβατικά,
όλα είν’ απείραχτα, δροσάτα,
κι αρμονικά.
Εγώ είμαι τάνθος που κρυμμένο,
τρεμουλιαστό,
με δροσοδάκρυα ραντισμένο
και γελαστό,
μέσα στα κάλλη, στη γαλήνη
τη ζωντανή
που η Τέχνη απλώνει και που αφίνει
παντοτεινή,
σκορπίζω μιαν ανατριχίλα,
μια νέα ζωή,
σα μου χαιδεύει ταχνά φύλλα
αύρας πνοή.
Και τα λιθάρια τακουσμένα
και τα παλιά
νομίζεις παίρνουν κι από μένα
φεγγοβολιά.
Και κοίτα! καθεμιά Καρυάτις
που καρτερεί
και στέκει με την ομορφιά της
τη λαμπερή
και τίποτε δεν έχει πλάνο
κι ανθρωπινό,
μου φανερώνει, πριν πεθάνω
τον ουρανό.
Και κοίτα! καθεμιά Καρυάτις
γλυκά γλυκά
θαρρώ με βλέπει στα όνειρά της
τα μυστικά.
Εδώ στη δόξα των αιώνων,
στο φως του νου,
που στέκεις η Ομορφιά σε θρόνον,
άστρο ουρανού,
εδώ στην έρμη αθανασία,
είμαι η καρδιά,
η νιοτ’ η αγάπη κ’ η θυσία,
και η μυρουδιά
κάποιας παράδεισος, μαζί σου
με δένει τι;
τι άλλο ακόμα; - Είμαι η ψυχή σου,
Ποιητή!
*Κωστής Παλαμάς