Ατάκτως ερριμένα παραδείγματα για το πώς αναπλάθουμε την αρχαία ελληνική προφορά
Όσα εκτίθενται παρακάτω δεν φιλοδοξούν να αποτελέσουν μια συστηματική απάντηση στο ζήτημα, αλλά μια διαφώτιση μέσω χαρακτηριστικών παραδειγμάτων για το πώς και με ποιες μεθόδους οι γλωσσολόγοι αναπλάθουν την αρχαία ελληνική προφορά :
Ήδη από τη χαρακτηριστική φράση του κωμικού Κρατίνου ότι τα πρόβατα έκαναν βη-βη καταλαβαίνουμε ότι και το β και το η δεν μπορεί να είχαν τη σημερινή προφορά, αλλά ότι το β=μπ και το η=εε (ήταν το μακρό αντίστοιχο του βραχέος ε). Λέξεις της Ελληνικής με β που πέρασαν στα Λατινικά μεταγράφονται με b, μολονότι η Λατινική διέθετε το γράμμα V που θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει, αν ο φθόγγος προφερόταν τριβόμενος όπως σήμερα. Π.χ. ελλ. βαλανεῖον > λατ. balneum (όχι valneum) > ιταλ. bagno > νεολλ. αντιδάνειο μπάνιο. Ότι το η ήταν
μακρά εκδοχή του ε φαίνεται από την ποντιακή του προφορά ακόμη και σήμερα: νύφε = νύφη. Πβ. κερί < κηρίον (και όχι κηρί).
Η δασεία προφερόταν h. Έτσι στα Λατινικά η λέξη ἱστορία πέρασε ως historia. Πβ. αγγλικό history. [Ένα απλό κόλπο για να θυμόμαστε ένα μέρος των λέξεων που έπαιρναν δασεία στα ΑΕ είναι να ανακαλούμε στη μνήμη μας την αγγλική τους εκδοχή! Π.χ. Hercules (Ηρακλής), hero(ήρωας), hemisphere (ημισφαίριο) κ.ο.κ.].
To αρχαίο θ προφερόταν th (περίπου τχ). Πώς το ξέρουμε; Καταρχήν οι αρχαίοι γραμματικοί το περιγράφουν ως δασύ κατ’ αναλογία προς το δασύ πνεύμα, τη δασεία. Δηλαδή ήταν ένα τ + δασεία. Λατινικές λέξεις από τη Ελληνική αποδίδουν το θ με th (π.χ. mathematica). Στη Λακωνική ο φθόγγος είχε αρχίσει να αποκτά την τριβόμενη σημερινή προφορά ήδη από την κλασική εποχή. Όταν ο Σπαρτιάτης απεσταλμένος στον Αριστοφάνη φτάνει στην Αθήνα και χρησιμοποιεί τη λέξη «θεός», ο Αριστοφάνης, για να αποδώσει (για κωμικούς λόγους) την τριβόμενη λακωνική προφορά δεν χρησιμοποιεί το θ, αλλά το σ που ήταν ο μόνος φθόγγος της Αττικής διαλέκτου που πλησίαζε την καινούργια τριβόμενη λακωνική προφορά «σιός».
Το γ προφερόταν γκ. Έτσι μεταγράφεται στη Λατινική (magus < μάγος). Στις ιταλιώτικες νεοελληνικές διαλέκτους το σκουλήκι αποκαλείται «κασέντουλα». Η λέξη αποτελεί απόγονο της μεταφορικής αρχαίας έκφρασης «γης έντερα» για τα σκουλήκια. Μάλιστα η λέξη πρέπει να είναι πολύ αρχαία, αφού διατηρεί τον αρχαίο δωρικό τύπο «γας» αντί «γης». Ο άλλος αρχαϊσμός της λέξης είναι ότι δεν ακολούθησε την εξέλιξη του αρχαίου γ από γκ στη σημερινή τριβόμενη προφορά, αλλά μεταπήδησε στον κοντινότερο «κλειστό» φθόγγο [κ]. Το χ ήταν kh (περίπου κχ). Οι αρχαίοι το κατέτασσαν στα δασέα, όπως το θ παραπάνω. Έτσι στη Λατινικά chorus (χορός). Αν το χ προφερόταν όπως σήμερα, θα μπορούσε να αποδοθεί στα Λατινικά καλύτερα με τοh (horus). Τέλος: μυκῶμαι για τις γελάδες και μηκῶμαι για τα κατσίκια. Ηχομιμητικές λέξεις. Τα γελάδια κάνουν μου, άρα μυ- = μου-. Τα κατσίκια κάνουν μεε, άρα μη- = μεε. Πβ. μουστάκι (μύσταξ), κουτί (κυτίον) που διατηρούν ακόμη και σήμερα την αρχαία προφορά του υ.
Μουσικό τόνο έχει λ.χ. η Νορβηγική και η Κινεζική. Ωστόσο μουσικά στοιχεία υπάρχουν και σε γλώσσες με δυναμικό τονισμό, μόνο που δεν είναι λεξικά, αλλά λειτουργούν σε προτασιακό επίπεδο. Π.χ. στο τέλος μιας ερώτησης ή μιας έκφρασης θαυμασμού. Αυτό ονομάζεται επιτονισμός και συνήθως σημειώνεται με τα σημεία στίξης (λ.χ, !, ;).
Αλλά και αντίστροφα: στο μουσικό τόνο συνήθως ενυπάρχουν και στοιχεία του δυναμικού. Λ.χ. η άνοδος του ύψους της φωνής μπορεί να συνοδεύεται από αύξηση ή μείωση της έντασής της.
Η Αρχαία Ελληνική είχε μουσικό τόνο. Αυτό αποδεικνύεται από τα εξής στοιχεία:
1) Οι περιγραφές των αρχαίων γραμματικών παραπέμπουν σε μουσικό τονισμό. Ο Αριστοτέλης περιγράφει στη Ρητορική τον τονισμό ως ένα είδος αρμονίας. Στη μουσική παραπέμπουν και οι όροι που χρησιμοποιούνται: οξεία ( =ψηλή φωνή), βαρεία (=βαριά φωνή), αλλά προπάντων ο όρος προσωδία (= η μουσική που συνοδεύει τις συλλαβές) και οι όροι τόνος ή τάσις (=τέντωμα), οι οποίοι προέρχονται από το τέντωμα (επίτασις) ή τη χαλάρωση (άνεσις) των χορδών των μουσικών οργάνων χάρη στα οποία ποικίλλει το ύψος ενός μουσικού οργάνου.
2) Το μέτρο (=ρυθμός) των ποιημάτων δεν δημιουργείται από την εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών, όπως στα Νέα Ελληνικά και τις γλώσσες με δυναμικό τόνο, αλλά από την εναλλαγή μακρών και βραχειών συλλαβών. Ο τόνος δεν λαμβάνεται υπόψη στη δημιουργία του μέτρου.
3) Στις σπάνιες περιπτώσεις που έχει διασωθεί η μουσική που συνόδευε τα ποιήματα (λ.χ. επιτάφιο άσμα του Σείκιλου -βλ. την εικόνα που ακολουθεί), αυτή λαμβάνει γενικά υπόψη της την έμφυτη μουσικότητα των λέξεων: έτσι λ.χ. οι συλλαβές που έχουν οξεία είναι σε υψηλότερη νότα από τις άλλες συλλαβές της λέξης που δεν έχουν οξεία.
4) Η δημιουργία σημαδιών από το 200 π.Χ. και μετά για τη δήλωση του τόνου υποδεικνύει ότι οι δάσκαλοι τα θεωρούσαν απαραίτητα, για να μάθουν οι μαθητές ένα σύστημα τονισμού που είχε αρχίσει να εκλείπει ή τουλάχιστον να τους δυσκολεύει. [i]
Η Αρχαία Ελληνική διέκρινε βραχέα και μακρά φωνήεντα. Η διάκριση αφορούσε το χρόνο εκφοράς: τα βραχέα εκφέρονταν σε ένα χρόνο, τα μακρά σε διπλάσιο. Οι δίφθογγοι από αυτή την άποψη μπορούν να θεωρηθούν ως ειδική περίπτωση των μακρών, με τη διαφορά ότι ο δεύτερος χρόνος καλυπτόταν από διαφορετικό φωνήεν σε σχέση με τα μακρά.
Έτσι έχουμε: Βραχέα: ε, ο, υ, ι, α Μακρά: η (=εε), ω (=οο), α (=αα), ι (=ιι), υ (=υυ) Παράδειγμα διφθόγγου: αι = όπως ακούγεται στη λέξη καημός.
Ήταν τρία: οξεία ’, βαρεία ‛ , οξυβάρεια ’‛ ή περισπωμένη.
Στην οξεία το ύψος της φωνής ανέβαινε στο τονισμένο φωνήεν. Μια υπόθεση λέει ότι ανέβαινε κατά ένα διάστημα πέμπτης, δηλαδή στην κλίμακα λ.χ. του ντο από το ντο στο λα.
Στη βαρεία το ύψος της φωνής ήταν καθοδικό σε σχέση με την οξεία. Δηλαδή η φωνή κατέβαινε ξανά στο ντο ή εν πάση περιπτώσει στο κανονικό, ασημάδευτο ύψος φωνής των άτονων φωνηέντων. Κάποια στιγμή σημειωνόταν καταχρηστικά σε όλα τα μη τονισμένα φωνήεντα. Αργότερα η χρήση της περιορίστηκε μόνο σε λέξεις που κανονικά έπαιρναν οξεία στη λήγουσα (οξύτονες) και μετά δεν ακολουθούσε ισχυρό σημείο στίξης (λ.χ. τελεία) ή εγκλιτικό. Μια εύλογη υπόθεση είναι ότι η άνοδος του ύψους της φωνής σ’ αυτή την περίπτωση δεν ήταν τόσο υψηλή όσο στην κανονική οξεία.
Η περισπωμένη (οξυβάρεια) σημείωνε την άνοδο της φωνής στον πρώτο χρόνο και την κάθοδό της στο δεύτερο χρόνο (σύνθετος τόνος). Επομένως χρειάζεται δύο χρόνους για να εκφραστεί, και άρα αφορά μόνο τα μακρά φωνήεντα και τις διφθόγγους. Αυτός είναι ο λόγος που μαθαίνουμε τον κανόνα ότι τα βραχέα φωνήεντα δεν παίρνουν ποτέ περισπωμένη: τα βραχέα έχουν μόνο ένα χρόνο.
Ένας άλλος κανόνας που μαθαίνουμε στο σχολείο είναι ότι οι δίφθογγοι -οι και -αι στο τέλος κλιτής λέξης λογαριάζονται για τον τονισμό ως βραχέα φωνήεντα και όχι ως μακρά: στην περίπτωση αυτή το δεύτερο στοιχείο της διφθόγγου, το -ι, πρέπει να μετατρεπόταν στον καθημερινό γρήγορο λόγο σε ημίφωνο -y (όπως λ.χ. στα Νέα Ελληνικά το -ι- στη λέξη παιδιά, προφορά πεδyά), δηλαδή σε σύμφωνο, άρα η προφορά ήταν -oy, -ay και επομένως η δίφθογγος απέμενε μόνο με έναν φωνηεντικό χρόνο (ο ή α), άρα μπορούσε να θεωρηθεί ως βραχύ φωνήεν.
Όταν ένα μακρό φωνήεν έπαιρνε οξεία, αυτό σημαίνει ότι το ύψος της φωνής ανέβαινε μόνο στον δεύτερο χρόνο. Παράδειγμα: κέὲπος = κῆπος κεέπου =κήπου
Ο βασικότερος ίσως κανόνας τονισμού της Αρχαίας Ελληνικής είναι ότι ο τόνος δεν μπορεί να ανέβει πριν από την προπαραλήγουσα (δηλαδή την τρίτη συλλαβή από το τέλος) κι αυτό όταν η λήγουσα είναι βραχεία. Όταν η λήγουσα είναι μακρά, ο τόνος κατεβαίνει αναγκαστικά στην παραλήγουσα. Π.χ. το όφελος, αλλά του οφέλους. Στην πραγματικότητα πίσω από αυτό τον κανόνα κρύβεται ένας γενικότερος, βασικότερος και παλιότερος: ο τόνος δεν μπορεί να ανέβει πέρα από τον τρίτο φωνηεντικό χρόνο από τη λήγουσα.
Στο παράδειγμα με τη λέξη όφελος ο κανόνας είναι ολοφάνερος: όφελος: όλα τα φωνήεντα είναι βραχέα, άρα διαρκούν από έναν χρόνο (3Χ1). Η λέξη τονίζεται στον τρίτο χρόνο από τη λήγουσα. οφέλους: το ου της κατάληξης είναι δίφθογγος, άρα έχει δύο χρόνους, συνεπώς συνολικά η λέξη έχει τώρα 1+1+2 =4 χρόνους. Ο τόνος κατεβαίνει αναγκαστικά στον τρίτο χρόνο από το τέλος, άρα πάει στην παραλήγουσα.
Το ίδιο σχήμα ερμηνεύει και δισύλλαβες λέξεις, όπου φαινομενικά δεν έπρεπε να ισχύει ο νόμος της τρισυλλαβίας. Ισχύει όμως ο πιο βασικός νόμος της τριχρονίας: κῆπος =κέεπος, ο τόνος πέφτει στον τρίτο χρόνο από το τέλος. κήπου = κεέπου, ο τόνος πέφτει στον τρίτο χρόνο από το τέλος.[ii] κῆποι = κέεποι, ο νόμος φαινομενικά μόνο παραβιάζεται, αφού είπαμε ότι το -οι στο τέλος κλιτής λέξης γίνεται oy και του απομένει μόνο ένας φωνηεντικός χρόνος: πραγματική προφορά κέεποy.
Η αλλαγή του τόνου από μουσικό σε δυναμικό ήταν βαθμιαία διαδικασία που ξεκίνησε αμέσως μετά την κλασική εποχή για τις περισσότερες ελληνικές διαλέκτους (υπάρχουν υποψίες ότι στη λακωνική ξεκίνησε ήδη από το τέλος της αρχαϊκής εποχής). Στην ενίσχυση της αλλαγής έπαιξε ίσως σημαντικό ρόλο και η διάδοση της Ελληνικής σε ξένους λαούς που δεν ήταν σε θέση να αναπαραγάγουν τα λεπτά μουσικά σχήματα της Ελληνικής, όπως σήμερα οι ξένοι ομιλητές της αγγλικής δεν μπορούν να αναπαραγάγουν εύκολα την λονδρέζικη προφορά και συνήθως υιοθετούν μια προφορά των δύσκολων φθόγγων πιο κοντά στη δική τους μητρική γλώσσα.
Επιπλέον ο μουσικός τόνος χρειαζόταν τα μακρά φωνήεντα και τις διφθόγγους, για να εκφραστεί. Η βαθμιαία μετατροπή των μακρών σε βραχέα και ο μονοφθογγισμός των διφθόγγων (π.χ. καιρός > καερός > κεερός > κερός) οδήγησε στην απώλεια και του μουσικού τονισμού.
Η μετάβαση στο δυναμικό τονισμό φαίνεται να ολοκληρώθηκε στους δύο πρώτους μετά Χριστόν αιώνες, αφού τα ποιήματα του Κλήμεντος από την Αλεξάνδρεια (τέλος 2ου αιώνα μ.Χ.) ή του Γρηγόριου του Ναζιανζηνού (4ος αιώνας μ.Χ.) στηρίζονται στην εναλλαγή άτονων και τονισμένων συλλαβών, όπως στα Νέα Ελληνικά (βέβαια οι λόγιοι ποιητές εξακολούθησαν να γράφουν στα παραδοσιακά μέτρα για αιώνες ακόμη). Ενδιάμεσα την επικράτηση του δυναμικού τονισμού μαρτυρούν ορθογραφικά «λάθη» σε παπυρικά ευρήματα από καθημερινούς ανθρώπους.
Έτσι λ.χ. συχνά το ε γράφεται ως γιώτα σε άτονες συλλαβές: είναι γνωστό ότι ο δυναμικός τόνος έχει την τάση να «εξασθενεί» τα άτονα φωνήεντα, οδηγώντας τα ακόμη και στην οριστική έκπτωση από τη λέξη. Ένα παρόμοιο φαινόμενο παρουσιάζεται στα λεγόμενα βόρεια νεοελληνικά ιδιώματα: π.χ. νιρό αντί νερό, σκλί αντί σκυλί κ.ο.κ.[iii]
[i] Υπήρχαν φυσικά και άλλοι λόγοι για την επινόηση των τονικών σημαδιών, ο κυριότερος από τους οποίους ήταν η ανάγκη να σημειωθούν οι τόνοι σε διαλεκτικά κείμενα των οποίων ο τονισμός διέφερε από τον επικρατούντα αττικό. Λ.χ. τα κείμενα των Λέσβιων αρχαϊκών λυρικών (Σαπφώ, Αλκαίος) ήταν γραμμένα σε μια διάλεκτο που είχε την τάση να ανεβάζει τον τόνο των λέξεων μακριά από τη λήγουσα. Π.χ. πόταμος αντί ποταμός. Επίσης τα ομηρικά κείμενα ήταν γεμάτα με ιωνικούς, λεσβιακούς και άλλους πανάρχαιους τύπους και οι μαθητές και οι σπουδαστές έπρεπε να μάθουν τον σωστό τονισμό αυτών των λέξεων, πολλές από τις οποίες δεν χρησιμοποιούνταν πια στην ελληνιστική εποχή. Τέλος στη χρήση τόνων μπορεί να συνέβαλε και η ανάγκη των ξένων να μάθουν σωστά την Ελληνική.
[ii] Αυτόν τον νόμο τον μαθαίνουμε μηχανικά στο σχολείο ως «μακρό μπροστά από βραχύ περισπάται», «μακρό μπροστά από μακρό οξύνεται».
[iii] Ο κλασικός λακωνικός τύπος σιός αντί θεός (με «αδυνάτισμα» του άτονου ε σε ι) είναι μία από τις ενδείξεις που εξαιτίας τους οι γλωσσολόγοι υποπτεύονται ότι στη λακωνική η εξέλιξη προς το δυναμικό τόνο ξεκίνησε νωρίτερα από τις άλλες διαλέκτους. [Ο λακωνικός τύπος είναι ενδιαφέρων και από μια άλλη άποψη: δείχνει ότι τα δασέα σύμφωνα όπως το -θ- (κλασική προφορά περίπου /τχ/ =τχεός) ξεκίνησαν να γίνονται τριβόμενα (όπως σήμερα) στη λακωνική επίσης νωρίτερα σε σχέση με άλλες αρχαίες διαλέκτους: το σ- φαίνεται να αποτελεί απόπειρα να αποδοθεί ένα τριβόμενο θ όπως το σημερινό με τον πιο κοντινό φθόγγο που διέθετε το ελληνικό αλφάβητο, με άλλα λόγια η λακωνική προφορά στην πράξη πρέπει να ήταν /θιός/ ή /θyός/ με συνίζηση)].
Η επικράτηση ισχυρού δυναμικού τόνου είναι και ο λόγος που λ.χ. στη Γαλλική υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά μεταξύ ιστορικής ορθογραφίας και πραγματικής προφοράς. Η Λατινική, ο πρόγονος της Γαλλικής, είχε επίσης μουσικό τόνο.
Στην πορεία προς τη Γαλλική η επικράτηση δυναμικού τονισμού οδήγησε στον ακρωτηριασμό των άτονων συλλαβών: ils aiment πραγματική προφορά ilz-em. Ο ακρωτηριασμός των καταλήξεων οδήγησε στο να τονίζονται όλες οι γαλλικές λέξεις στη λήγουσα!
Όσα εκτίθενται παρακάτω δεν φιλοδοξούν να αποτελέσουν μια συστηματική απάντηση στο ζήτημα, αλλά μια διαφώτιση μέσω χαρακτηριστικών παραδειγμάτων για το πώς και με ποιες μεθόδους οι γλωσσολόγοι αναπλάθουν την αρχαία ελληνική προφορά :
Ήδη από τη χαρακτηριστική φράση του κωμικού Κρατίνου ότι τα πρόβατα έκαναν βη-βη καταλαβαίνουμε ότι και το β και το η δεν μπορεί να είχαν τη σημερινή προφορά, αλλά ότι το β=μπ και το η=εε (ήταν το μακρό αντίστοιχο του βραχέος ε). Λέξεις της Ελληνικής με β που πέρασαν στα Λατινικά μεταγράφονται με b, μολονότι η Λατινική διέθετε το γράμμα V που θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει, αν ο φθόγγος προφερόταν τριβόμενος όπως σήμερα. Π.χ. ελλ. βαλανεῖον > λατ. balneum (όχι valneum) > ιταλ. bagno > νεολλ. αντιδάνειο μπάνιο. Ότι το η ήταν
μακρά εκδοχή του ε φαίνεται από την ποντιακή του προφορά ακόμη και σήμερα: νύφε = νύφη. Πβ. κερί < κηρίον (και όχι κηρί).
Η δασεία προφερόταν h. Έτσι στα Λατινικά η λέξη ἱστορία πέρασε ως historia. Πβ. αγγλικό history. [Ένα απλό κόλπο για να θυμόμαστε ένα μέρος των λέξεων που έπαιρναν δασεία στα ΑΕ είναι να ανακαλούμε στη μνήμη μας την αγγλική τους εκδοχή! Π.χ. Hercules (Ηρακλής), hero(ήρωας), hemisphere (ημισφαίριο) κ.ο.κ.].
To αρχαίο θ προφερόταν th (περίπου τχ). Πώς το ξέρουμε; Καταρχήν οι αρχαίοι γραμματικοί το περιγράφουν ως δασύ κατ’ αναλογία προς το δασύ πνεύμα, τη δασεία. Δηλαδή ήταν ένα τ + δασεία. Λατινικές λέξεις από τη Ελληνική αποδίδουν το θ με th (π.χ. mathematica). Στη Λακωνική ο φθόγγος είχε αρχίσει να αποκτά την τριβόμενη σημερινή προφορά ήδη από την κλασική εποχή. Όταν ο Σπαρτιάτης απεσταλμένος στον Αριστοφάνη φτάνει στην Αθήνα και χρησιμοποιεί τη λέξη «θεός», ο Αριστοφάνης, για να αποδώσει (για κωμικούς λόγους) την τριβόμενη λακωνική προφορά δεν χρησιμοποιεί το θ, αλλά το σ που ήταν ο μόνος φθόγγος της Αττικής διαλέκτου που πλησίαζε την καινούργια τριβόμενη λακωνική προφορά «σιός».
Το γ προφερόταν γκ. Έτσι μεταγράφεται στη Λατινική (magus < μάγος). Στις ιταλιώτικες νεοελληνικές διαλέκτους το σκουλήκι αποκαλείται «κασέντουλα». Η λέξη αποτελεί απόγονο της μεταφορικής αρχαίας έκφρασης «γης έντερα» για τα σκουλήκια. Μάλιστα η λέξη πρέπει να είναι πολύ αρχαία, αφού διατηρεί τον αρχαίο δωρικό τύπο «γας» αντί «γης». Ο άλλος αρχαϊσμός της λέξης είναι ότι δεν ακολούθησε την εξέλιξη του αρχαίου γ από γκ στη σημερινή τριβόμενη προφορά, αλλά μεταπήδησε στον κοντινότερο «κλειστό» φθόγγο [κ]. Το χ ήταν kh (περίπου κχ). Οι αρχαίοι το κατέτασσαν στα δασέα, όπως το θ παραπάνω. Έτσι στη Λατινικά chorus (χορός). Αν το χ προφερόταν όπως σήμερα, θα μπορούσε να αποδοθεί στα Λατινικά καλύτερα με τοh (horus). Τέλος: μυκῶμαι για τις γελάδες και μηκῶμαι για τα κατσίκια. Ηχομιμητικές λέξεις. Τα γελάδια κάνουν μου, άρα μυ- = μου-. Τα κατσίκια κάνουν μεε, άρα μη- = μεε. Πβ. μουστάκι (μύσταξ), κουτί (κυτίον) που διατηρούν ακόμη και σήμερα την αρχαία προφορά του υ.
O τονισμός της Αρχαίας Ελληνικής
Ο τονισμός στις διάφορες γλώσσες του κόσμου έχει διάφορες ποικιλίες,
αλλά χοντρικά μπορούμε να ξεχωρίσουμε δύο βασικά είδη τόνου: τον
δυναμικό τόνο, στον οποίο το τονισμένο φωνήεν της λέξης προφέρεται σε
διαφορετική ένταση φωνής από τα υπόλοιπα φωνήεντα. Και στονμουσικό τόνο,
όπου το τονισμένο φωνήεν προφέρεται σε διαφορετικόύψος φωνής από τα
υπόλοιπα φωνήεντα. Δυναμικό τόνο έχει η Νέα Ελληνική και οι περισσότερες
ευρωπαϊκές γλώσσες.Μουσικό τόνο έχει λ.χ. η Νορβηγική και η Κινεζική. Ωστόσο μουσικά στοιχεία υπάρχουν και σε γλώσσες με δυναμικό τονισμό, μόνο που δεν είναι λεξικά, αλλά λειτουργούν σε προτασιακό επίπεδο. Π.χ. στο τέλος μιας ερώτησης ή μιας έκφρασης θαυμασμού. Αυτό ονομάζεται επιτονισμός και συνήθως σημειώνεται με τα σημεία στίξης (λ.χ, !, ;).
Αλλά και αντίστροφα: στο μουσικό τόνο συνήθως ενυπάρχουν και στοιχεία του δυναμικού. Λ.χ. η άνοδος του ύψους της φωνής μπορεί να συνοδεύεται από αύξηση ή μείωση της έντασής της.
Η Αρχαία Ελληνική είχε μουσικό τόνο. Αυτό αποδεικνύεται από τα εξής στοιχεία:
1) Οι περιγραφές των αρχαίων γραμματικών παραπέμπουν σε μουσικό τονισμό. Ο Αριστοτέλης περιγράφει στη Ρητορική τον τονισμό ως ένα είδος αρμονίας. Στη μουσική παραπέμπουν και οι όροι που χρησιμοποιούνται: οξεία ( =ψηλή φωνή), βαρεία (=βαριά φωνή), αλλά προπάντων ο όρος προσωδία (= η μουσική που συνοδεύει τις συλλαβές) και οι όροι τόνος ή τάσις (=τέντωμα), οι οποίοι προέρχονται από το τέντωμα (επίτασις) ή τη χαλάρωση (άνεσις) των χορδών των μουσικών οργάνων χάρη στα οποία ποικίλλει το ύψος ενός μουσικού οργάνου.
2) Το μέτρο (=ρυθμός) των ποιημάτων δεν δημιουργείται από την εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών, όπως στα Νέα Ελληνικά και τις γλώσσες με δυναμικό τόνο, αλλά από την εναλλαγή μακρών και βραχειών συλλαβών. Ο τόνος δεν λαμβάνεται υπόψη στη δημιουργία του μέτρου.
3) Στις σπάνιες περιπτώσεις που έχει διασωθεί η μουσική που συνόδευε τα ποιήματα (λ.χ. επιτάφιο άσμα του Σείκιλου -βλ. την εικόνα που ακολουθεί), αυτή λαμβάνει γενικά υπόψη της την έμφυτη μουσικότητα των λέξεων: έτσι λ.χ. οι συλλαβές που έχουν οξεία είναι σε υψηλότερη νότα από τις άλλες συλλαβές της λέξης που δεν έχουν οξεία.
4) Η δημιουργία σημαδιών από το 200 π.Χ. και μετά για τη δήλωση του τόνου υποδεικνύει ότι οι δάσκαλοι τα θεωρούσαν απαραίτητα, για να μάθουν οι μαθητές ένα σύστημα τονισμού που είχε αρχίσει να εκλείπει ή τουλάχιστον να τους δυσκολεύει. [i]
ΒΡΑΧΕΑ-ΜΑΚΡΑ ΦΩΝΗΕΝΤΑ-ΔΙΦΘΟΓΓΟΙ
Η Αρχαία Ελληνική διέκρινε βραχέα και μακρά φωνήεντα. Η διάκριση αφορούσε το χρόνο εκφοράς: τα βραχέα εκφέρονταν σε ένα χρόνο, τα μακρά σε διπλάσιο. Οι δίφθογγοι από αυτή την άποψη μπορούν να θεωρηθούν ως ειδική περίπτωση των μακρών, με τη διαφορά ότι ο δεύτερος χρόνος καλυπτόταν από διαφορετικό φωνήεν σε σχέση με τα μακρά.
Έτσι έχουμε: Βραχέα: ε, ο, υ, ι, α Μακρά: η (=εε), ω (=οο), α (=αα), ι (=ιι), υ (=υυ) Παράδειγμα διφθόγγου: αι = όπως ακούγεται στη λέξη καημός.
ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΟΝΙΣΜΟΥ
Ήταν τρία: οξεία ’, βαρεία ‛ , οξυβάρεια ’‛ ή περισπωμένη.
ΟΙ ΤΟΝΟΙ
Στην οξεία το ύψος της φωνής ανέβαινε στο τονισμένο φωνήεν. Μια υπόθεση λέει ότι ανέβαινε κατά ένα διάστημα πέμπτης, δηλαδή στην κλίμακα λ.χ. του ντο από το ντο στο λα.
Στη βαρεία το ύψος της φωνής ήταν καθοδικό σε σχέση με την οξεία. Δηλαδή η φωνή κατέβαινε ξανά στο ντο ή εν πάση περιπτώσει στο κανονικό, ασημάδευτο ύψος φωνής των άτονων φωνηέντων. Κάποια στιγμή σημειωνόταν καταχρηστικά σε όλα τα μη τονισμένα φωνήεντα. Αργότερα η χρήση της περιορίστηκε μόνο σε λέξεις που κανονικά έπαιρναν οξεία στη λήγουσα (οξύτονες) και μετά δεν ακολουθούσε ισχυρό σημείο στίξης (λ.χ. τελεία) ή εγκλιτικό. Μια εύλογη υπόθεση είναι ότι η άνοδος του ύψους της φωνής σ’ αυτή την περίπτωση δεν ήταν τόσο υψηλή όσο στην κανονική οξεία.
Η περισπωμένη (οξυβάρεια) σημείωνε την άνοδο της φωνής στον πρώτο χρόνο και την κάθοδό της στο δεύτερο χρόνο (σύνθετος τόνος). Επομένως χρειάζεται δύο χρόνους για να εκφραστεί, και άρα αφορά μόνο τα μακρά φωνήεντα και τις διφθόγγους. Αυτός είναι ο λόγος που μαθαίνουμε τον κανόνα ότι τα βραχέα φωνήεντα δεν παίρνουν ποτέ περισπωμένη: τα βραχέα έχουν μόνο ένα χρόνο.
Ένας άλλος κανόνας που μαθαίνουμε στο σχολείο είναι ότι οι δίφθογγοι -οι και -αι στο τέλος κλιτής λέξης λογαριάζονται για τον τονισμό ως βραχέα φωνήεντα και όχι ως μακρά: στην περίπτωση αυτή το δεύτερο στοιχείο της διφθόγγου, το -ι, πρέπει να μετατρεπόταν στον καθημερινό γρήγορο λόγο σε ημίφωνο -y (όπως λ.χ. στα Νέα Ελληνικά το -ι- στη λέξη παιδιά, προφορά πεδyά), δηλαδή σε σύμφωνο, άρα η προφορά ήταν -oy, -ay και επομένως η δίφθογγος απέμενε μόνο με έναν φωνηεντικό χρόνο (ο ή α), άρα μπορούσε να θεωρηθεί ως βραχύ φωνήεν.
Όταν ένα μακρό φωνήεν έπαιρνε οξεία, αυτό σημαίνει ότι το ύψος της φωνής ανέβαινε μόνο στον δεύτερο χρόνο. Παράδειγμα: κέὲπος = κῆπος κεέπου =κήπου
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΤΡΙΣΥΛΛΑΒΙΑΣ
Ο βασικότερος ίσως κανόνας τονισμού της Αρχαίας Ελληνικής είναι ότι ο τόνος δεν μπορεί να ανέβει πριν από την προπαραλήγουσα (δηλαδή την τρίτη συλλαβή από το τέλος) κι αυτό όταν η λήγουσα είναι βραχεία. Όταν η λήγουσα είναι μακρά, ο τόνος κατεβαίνει αναγκαστικά στην παραλήγουσα. Π.χ. το όφελος, αλλά του οφέλους. Στην πραγματικότητα πίσω από αυτό τον κανόνα κρύβεται ένας γενικότερος, βασικότερος και παλιότερος: ο τόνος δεν μπορεί να ανέβει πέρα από τον τρίτο φωνηεντικό χρόνο από τη λήγουσα.
Στο παράδειγμα με τη λέξη όφελος ο κανόνας είναι ολοφάνερος: όφελος: όλα τα φωνήεντα είναι βραχέα, άρα διαρκούν από έναν χρόνο (3Χ1). Η λέξη τονίζεται στον τρίτο χρόνο από τη λήγουσα. οφέλους: το ου της κατάληξης είναι δίφθογγος, άρα έχει δύο χρόνους, συνεπώς συνολικά η λέξη έχει τώρα 1+1+2 =4 χρόνους. Ο τόνος κατεβαίνει αναγκαστικά στον τρίτο χρόνο από το τέλος, άρα πάει στην παραλήγουσα.
Το ίδιο σχήμα ερμηνεύει και δισύλλαβες λέξεις, όπου φαινομενικά δεν έπρεπε να ισχύει ο νόμος της τρισυλλαβίας. Ισχύει όμως ο πιο βασικός νόμος της τριχρονίας: κῆπος =κέεπος, ο τόνος πέφτει στον τρίτο χρόνο από το τέλος. κήπου = κεέπου, ο τόνος πέφτει στον τρίτο χρόνο από το τέλος.[ii] κῆποι = κέεποι, ο νόμος φαινομενικά μόνο παραβιάζεται, αφού είπαμε ότι το -οι στο τέλος κλιτής λέξης γίνεται oy και του απομένει μόνο ένας φωνηεντικός χρόνος: πραγματική προφορά κέεποy.
Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΟΝ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΤΟΝΟ
Η αλλαγή του τόνου από μουσικό σε δυναμικό ήταν βαθμιαία διαδικασία που ξεκίνησε αμέσως μετά την κλασική εποχή για τις περισσότερες ελληνικές διαλέκτους (υπάρχουν υποψίες ότι στη λακωνική ξεκίνησε ήδη από το τέλος της αρχαϊκής εποχής). Στην ενίσχυση της αλλαγής έπαιξε ίσως σημαντικό ρόλο και η διάδοση της Ελληνικής σε ξένους λαούς που δεν ήταν σε θέση να αναπαραγάγουν τα λεπτά μουσικά σχήματα της Ελληνικής, όπως σήμερα οι ξένοι ομιλητές της αγγλικής δεν μπορούν να αναπαραγάγουν εύκολα την λονδρέζικη προφορά και συνήθως υιοθετούν μια προφορά των δύσκολων φθόγγων πιο κοντά στη δική τους μητρική γλώσσα.
Επιπλέον ο μουσικός τόνος χρειαζόταν τα μακρά φωνήεντα και τις διφθόγγους, για να εκφραστεί. Η βαθμιαία μετατροπή των μακρών σε βραχέα και ο μονοφθογγισμός των διφθόγγων (π.χ. καιρός > καερός > κεερός > κερός) οδήγησε στην απώλεια και του μουσικού τονισμού.
Η μετάβαση στο δυναμικό τονισμό φαίνεται να ολοκληρώθηκε στους δύο πρώτους μετά Χριστόν αιώνες, αφού τα ποιήματα του Κλήμεντος από την Αλεξάνδρεια (τέλος 2ου αιώνα μ.Χ.) ή του Γρηγόριου του Ναζιανζηνού (4ος αιώνας μ.Χ.) στηρίζονται στην εναλλαγή άτονων και τονισμένων συλλαβών, όπως στα Νέα Ελληνικά (βέβαια οι λόγιοι ποιητές εξακολούθησαν να γράφουν στα παραδοσιακά μέτρα για αιώνες ακόμη). Ενδιάμεσα την επικράτηση του δυναμικού τονισμού μαρτυρούν ορθογραφικά «λάθη» σε παπυρικά ευρήματα από καθημερινούς ανθρώπους.
Έτσι λ.χ. συχνά το ε γράφεται ως γιώτα σε άτονες συλλαβές: είναι γνωστό ότι ο δυναμικός τόνος έχει την τάση να «εξασθενεί» τα άτονα φωνήεντα, οδηγώντας τα ακόμη και στην οριστική έκπτωση από τη λέξη. Ένα παρόμοιο φαινόμενο παρουσιάζεται στα λεγόμενα βόρεια νεοελληνικά ιδιώματα: π.χ. νιρό αντί νερό, σκλί αντί σκυλί κ.ο.κ.[iii]
________________________________________
[i] Υπήρχαν φυσικά και άλλοι λόγοι για την επινόηση των τονικών σημαδιών, ο κυριότερος από τους οποίους ήταν η ανάγκη να σημειωθούν οι τόνοι σε διαλεκτικά κείμενα των οποίων ο τονισμός διέφερε από τον επικρατούντα αττικό. Λ.χ. τα κείμενα των Λέσβιων αρχαϊκών λυρικών (Σαπφώ, Αλκαίος) ήταν γραμμένα σε μια διάλεκτο που είχε την τάση να ανεβάζει τον τόνο των λέξεων μακριά από τη λήγουσα. Π.χ. πόταμος αντί ποταμός. Επίσης τα ομηρικά κείμενα ήταν γεμάτα με ιωνικούς, λεσβιακούς και άλλους πανάρχαιους τύπους και οι μαθητές και οι σπουδαστές έπρεπε να μάθουν τον σωστό τονισμό αυτών των λέξεων, πολλές από τις οποίες δεν χρησιμοποιούνταν πια στην ελληνιστική εποχή. Τέλος στη χρήση τόνων μπορεί να συνέβαλε και η ανάγκη των ξένων να μάθουν σωστά την Ελληνική.
[ii] Αυτόν τον νόμο τον μαθαίνουμε μηχανικά στο σχολείο ως «μακρό μπροστά από βραχύ περισπάται», «μακρό μπροστά από μακρό οξύνεται».
[iii] Ο κλασικός λακωνικός τύπος σιός αντί θεός (με «αδυνάτισμα» του άτονου ε σε ι) είναι μία από τις ενδείξεις που εξαιτίας τους οι γλωσσολόγοι υποπτεύονται ότι στη λακωνική η εξέλιξη προς το δυναμικό τόνο ξεκίνησε νωρίτερα από τις άλλες διαλέκτους. [Ο λακωνικός τύπος είναι ενδιαφέρων και από μια άλλη άποψη: δείχνει ότι τα δασέα σύμφωνα όπως το -θ- (κλασική προφορά περίπου /τχ/ =τχεός) ξεκίνησαν να γίνονται τριβόμενα (όπως σήμερα) στη λακωνική επίσης νωρίτερα σε σχέση με άλλες αρχαίες διαλέκτους: το σ- φαίνεται να αποτελεί απόπειρα να αποδοθεί ένα τριβόμενο θ όπως το σημερινό με τον πιο κοντινό φθόγγο που διέθετε το ελληνικό αλφάβητο, με άλλα λόγια η λακωνική προφορά στην πράξη πρέπει να ήταν /θιός/ ή /θyός/ με συνίζηση)].
Η επικράτηση ισχυρού δυναμικού τόνου είναι και ο λόγος που λ.χ. στη Γαλλική υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά μεταξύ ιστορικής ορθογραφίας και πραγματικής προφοράς. Η Λατινική, ο πρόγονος της Γαλλικής, είχε επίσης μουσικό τόνο.
Στην πορεία προς τη Γαλλική η επικράτηση δυναμικού τονισμού οδήγησε στον ακρωτηριασμό των άτονων συλλαβών: ils aiment πραγματική προφορά ilz-em. Ο ακρωτηριασμός των καταλήξεων οδήγησε στο να τονίζονται όλες οι γαλλικές λέξεις στη λήγουσα!
Σταύρος Γκιργκένης Διδάκτορας κλασικής φιλολογίας
heterophoton.